Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013



Ημερολογιακές καταγραφές
για την ιστορία ενός θεάτρου

Άννα Βαγενά
«Το θεσσαλικό μου θέατρο»
Κέδρος,  2006
σελ. 288

Έτσι γράφεται η ιστορία, θα ισχυριστεί κάποιος. Θα έλεγα ότι το πιο σωστό είναι να πούμε ότι γράφεται και έτσι. Ασφαλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο και ένα προσωπικό αρχείο αποκομμάτων από περιοδικά και εφημερίδες (με θεατρικές κριτικές, ρεπορτάζ κ.λπ.), από εισιτήρια, από προσκλήσεις, από αφίσες, από πολλές επιστολές, από πολύ περισσότερες φωτογραφίες, από καταστάσεις με αριθμούς εισιτηρίων και παραστάσεων σε διάφορα χωριά και θέατρα (λογιστικού χαρακτήρα), από τηλεγραφήματα, από τιμολόγια κ.ά. είναι δυνατό να συμβάλλει σημαντικά  στην αντικειμενική καταγραφή και αξιολόγηση της ιστορίας του θεάτρου μας.
Εδώ πρόκειται για την ιστορία του «Θεσσαλικού Θεάτρου» από τη γέννησή του (1975) μέχρι τη μετεξέλιξή του σε ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (1982). Βέβαια, την ίδια χρονιά (1975) ιδρύθηκαν άλλα δύο θέατρα: το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου και το θέατρο «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου. Ακόμη, και αυτό «δεν είναι τυχαίο», όπως γράφει η κ. Άννα Βαγενά, ιδρύθηκε η «Ελευθεροτυπία» και η «17 Νοέμβρη», διότι η μεταπολιτευτική εποχή «είναι εκρηκτική. Παράγει πράγματα».
Εξαρχής αναφέρω ότι το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό και ιστορική μαρτυρία. Ξετυλίγεται σαν κουβάρι μέσα από τα μάτια της μνήμης της συγγραφέα η προσωπική και οικογενειακή της ζωή και η θεατρική της καριέρα, αλλά συγχρόνως και η ιστορία και δράση του «Θεσσαλικού Θεάτρου»    άρρηκτα συνυφασμένη με ένα μέρος από τη ζωή της. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, είναι ότι παρατίθενται ιστορικές γραπτές μαρτυρίες, αδιάσειστοι μάρτυρες μιας πορείας, όπως τη διέγραψαν οι πρωταγωνιστές της: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, σκηνογράφοι και άλλοι συντελεστές των θεατρικών παραστάσεων του συγκεκριμένου θεάτρου, αλλά και πώς την αποδέχτηκε, τη βίωσε και τη στήριξε ο ίδιος ο λαός, οι απλοί θεατές της Λάρισας και των άλλων θεσσαλικών πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών. Είναι αξιέπαινη η κ. Βαγενά και αξιομίμητη η πρωτοβουλία της, καθώς συγκέντρωσε και διαφύλαξε για δεκαετίες ένα τόσο μεγάλο σε όγκο και σημαντικό σε ποιότητα και σε ιστορική αξία υλικό. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου μια σημαντική ψηφίδα στο μεγάλο καλλιτεχνικό και θεατρικό, κυρίως, ψηφιδωτό της νεοελληνικής ιστορίας. Έτσι, μάλλον ασυνείδητα και χωρίς πρόθεση, η κ. Βαγενά αναδεικνύεται σε ιστοριοδίφη, ο οποίος ξεθάβει τα ιστορικά τεκμήρια και τα παραδίνει στους ιστορικούς και μελετητές του νεοελληνικού θεάτρου για περαιτέρω μελέτη και εμβάθυνση ιστορική, αισθητική και κοινωνιολογική. Κίνητρο εδώ είναι ένα και μοναδικό: η αγάπη της στο θέατρο και στην ιστορία του. Κατά νου και συνείδηση έχει να μη χαθεί τίποτα από το παρελθόν, να μη σαρώσει τίποτα ο άνεμος της ιστορίας και να μην εξαφανίσει τα ίχνη αυτού του πρωτοποριακού θεάτρου για τα ελληνικά δεδομένα, ενός λαϊκού θεάτρου, όπως το οραματίστηκε η κ. Βαγενά από μικρή ακόμη, όπως το έκανε ο Λόρκα με το «Μπαράγκας» στην Ισπανία και όπως το έκανε και ο Βασίλης Ρώτας το 1944-1945, στη χώρα μας με τον «Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» (Αυτός βέβαια, είχε μια προϊστορία: «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών», Παγκράτι 1930-1938 και «Θεατρικό Σπουδαστήριο», Αθήνα 1942-1944), βέβαια σε άλλες εποχές, με άλλα κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.
Η κ. Βαγενά προτίμησε να αφηγηθεί τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο, θεωρώντας προφανώς ότι έτσι θα έχει μια άμεση και πιο προσιτή επαφή με τους αναγνώστες της. Μάλιστα, ο αφηγηματικός της λόγος, δε χαρακτηρίζεται από κάποια λογοτεχνικότητα ή επιτήδευση κάποιου πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει να εντυπωσιάσει ή να δείξει, αν μη τι άλλο, ότι γράφει ωραία και ότι ξέρει γράμματα. Οδηγούς της έχει τη μνήμη και το συναίσθημα. Στην εξέλιξη της υπόθεσης, βέβαια, έχει ως αρωγούς και ολόκληρο το πολύτιμο αρχείο της. Η παράταξη της ύλης είναι διαχρονική.
Στο βιβλίο καταδεικνύονται με πολλά παραδείγματα και στοιχεία οι αγώνες και η αγωνία όσων έστησαν και λειτούργησαν για μια εξαετία, περίπου, το «Θεσσαλικό Θέατρο», τα εμπόδια, τα οικονομικά, τα λειτουργικά κ.ά. προβλήματα, οι προσπάθειες, οι οποίες ορισμένες φορές περνούσαν τα ανθρώπινα όρια, η θέληση, το πείσμα, η εργατικότητα, το ταλέντο αυτών των ανθρώπων, η συνεισφορά της ντόπιας τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων παραγόντων, η λαϊκή συμμετοχή στα δρώμενα είτε ως θεατές είτε ως αρωγοί.
Η γνωριμία της συγγραφέα με το Λουκιανό Κελαηδόνη, το ειδύλλιό τους, η οικογενειακή τους πορεία είναι κομμάτια του κειμένου, τα οποία συνδέονται και εμπλέκονται στην ιστορία του θεάτρου της. Και το κτητικό «μου» στον τίτλο  δείχνει ακριβώς ότι το θέατρο αυτό είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό της και τη ζωή της. Συναισθηματικά φορτισμένη μας δείχνει τις θυσίες και τα όνειρά της, τη συνεργασία όλων για την προσπάθεια και για το λαμπρό εντέλει αποτέλεσμα.     


 ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.