Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


ΒΑΡΒΑΡΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Γυναικείες διαδρομές
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη και το Θέατρο

Αιγόκερως, Αθήνα 2011, σσ. 254

Η κ. Βαρβάρα Γεωργοπούλου (Β.Γ.) είναι επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Μια ερευνήτρια και μελετήτρια της ιστορίας και της κριτικής του Θεάτρου, η οποία με την εργατικότητα και την επιμονή που τη διακρίνουν, έχει κατορθώσει να μας δώσει μέχρι στιγμής περισσότερες από 50 μελέτες και τέσσερις πολυσέλιδους τόμους με ενδιαφέροντα, πρωτότυπα και αξιόλογα κείμενα: 1) Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, τόμοι Α΄- Β΄, Αιγόκερως, Αθήνα 2008, σσ. 414+505, 2) Ο Διόνυσος στο Ιόνιο. Το θέατρο στην Κεφαλονιά 1900-1953, «Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών», Αθήνα 2010, σσ. 339 και 3) Γυναικείες Διαδρομές. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη και το θέατρο, Αιγόκερως, Αθήνα 2011, σσ. 254.
Η κ. Β.Γ. θεωρεί δικαίως τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (Γ.Κ.) ως «ιδιάζουσα γυναικεία μορφή – τη σημαντικότερη των ελληνικών γραμμάτων μέχρι το 1940 – από άποψη συνδυασμού προσωπικής ακτινοβολίας, κοινωνικής παρρησίας και παρουσίας, και κοινωνικής προσφοράς, ιδανικό πρότυπο του καθολικού ανθρώπου.» Παρουσιάζει, λοιπόν, ένα πλήθος από βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία της πληθωρικής αυτής γυναικείας μορφής των νεοελληνικών μας γραμμάτων, τεκμηριωμένα βιβλιογραφικά και επιστημονικά, με ύφος απλό και γλαφυρό. Ολόκληρο το κείμενο, άλλωστε, της κ. Β.Γ. στο παρόν βιβλίο της (το ίδιο συμβαίνει και στα προηγούμενα έργα της) είναι ευκολοδιάβαστο, ακόμη και για τους μη μυημένους στο χώρο της λογοτεχνίας και δη του θεάτρου, αλλά και πολύ ενδιαφέρον. Ο αναγνώστης μαθαίνει, προοδευτικά, για την εποχή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από ιστορική και κοινωνική άποψη. Μαθαίνει για τη λογοτεχνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα, με την οποία η ζωή της Γ.Κ. ήταν συνυφασμένη.
Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζεται, αναλύεται και ερμηνεύεται, με περισσή υπευθυνότητα, ικανότητα και πληρότητα, ολόκληρο το συγγραφικό έργο της Γ.Κ., αλλά και η πολιτική, εκπαιδευτική και κοινωνική ενασχόληση και προσφορά της. Ο αναγνώστης ενημερώνεται για το ποιητικό και πεζογραφικό έργο της, για την ενασχόλησή της με τα κοινά, μέσα από δραστηριότητές της στην παιδεία και στο γυναικείο κίνημα. Η μελετήτρια παρουσιάζει, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, στο παρόν πόνημά της, τις απαρχές της προσφοράς της Γ.Κ., την εξέλιξή της σε αισθητικό και ιδεολογικό επίπεδο, όλη την παραπέρα πορεία, την ποικιλόμορφη και πολυδιάστατη δράση της.
Ιδιαίτερα, καθώς αυτή είναι η πρόθεσή της, επιμένει στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου της στην παρουσίαση του θεατρικού έργου της για ενήλικες και παιδιά, της «θεωρητικής και κριτικής αντιμετώπισης του θεατρικού φαινομένου», αλλά και του μεταφραστικού έργου της.
Όσον αφορά το Θέατρο για παιδιά, το οποίο προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα, η κ. Β.Γ. αναφέρεται στο κατεξοχήν βιβλίο της Γ.Κ. «Παιδικό Θέατρο» (Εκδοτικός Οίκος Ζηκάκη, Αθήναι 1929), το οποίο περιλαμβάνει μονολόγους, μονόπρακτα και δίπρακτα θεατρικά κείμενα, κωμωδίες, δράματα κι ένα ονειρόδραμα και τα οποία παρουσιάζει αρκούντως αναλυτικά, με ορισμένα αποσπάσματά τους και επιχειρώντας ερμηνευτικές προσεγγίσεις από θεματολογική, ιδεολογική και παιδαγωγική άποψη.   


Τέλος, στο «επίμετρό» της η κ. Β.Γ. αποτιμά συνολικά το έργο της Γ.Κ., αναφέροντας και ερμηνεύοντας τα ιδιαίτερα ιδεολογικά κ.ά. στοιχεία, τα οποία απάρτιζαν την προσωπικότητά της και με βάση αυτά χαρακτηρίζεται από τη μελετήτριά της ως «ιδιαίτερο φαινόμενο στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων», αλλά και το ότι το έργο της το διακρίνει μια μαχητικότητα και μια ανθρωπιά, αυτό που το επιγράφει ως ο «μαχόμενος ανθρωπισμός» της.
Η συγγραφέας της αξιόλογης αυτής μονογραφίας, ιδιαίτερα για το δραματουργικό έργο της Γ.Κ., χρησιμοποίησε εκτός από την εργογραφία της Γ.Κ., μια πλούσια βιβλιογραφία από πρωτογενείς (αρχεία, περιοδικά και εφημερίδες) και δευτερογενείς πηγές (βιβλία-αυτοτελείς μελέτες, άρθρα-δημοσιεύματα, συλλογικούς τόμους-προγράμματα), άλλες πηγές, ξενόγλωσση βιβλιογραφία και προφορικές μαρτυρίες.
Εντύπωση δημιουργεί, αλλά και αποδεικτικό στοιχείο της ερευνητικής δουλειάς της κ. Β.Γ. για την παρούσα μελέτη της και για όλα τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν στην εξέλιξή της, η πληθώρα υποσημειώσεων (συνολικά 672), πολύ χρήσιμες για τον απλό αναγνώστη, αλλά και για κάθε φοιτητή, θεατρολόγο και μελετητή της Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Δραματουργίας, της Κριτικής και συναφών θεμάτων του Θεάτρου.
Είναι εμφανέστατη η επιστημονική συνέπεια και η εργατικότητα της κ. Βαρβάρας Γεωργοπούλου, η οποία δεν είναι πρωτόγνωρη. Δηλαδή δεν εκπλήσσει όποιον έχει μελετήσει και την υπόλοιπη εργογραφία της και τη δραστηριότητά της στο χώρο γενικότερα (βιβλία, δημοσιεύματα, διαλέξεις, εισηγήσεις σε συνέδρια κ.ο.κ.), αλλά και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Και οι καρποί μιας τέτοιας μακρόχρονης προσπάθειας είναι εμφανείς, γνωστοί και χρήσιμοι.
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη δε στάθηκε τυχερή, ώστε ζωντανή ακόμη, να απολαύσει μια τέτοιου είδους και ποιοτικής αξίας μελέτης για το έργο της. Αν και λίγο αργά (ποτέ δεν είναι αργά) η πανεπιστημιακή και μη κοινότητα των θεατρολόγων, θεατρόφιλων και φιλαναγνωστών απέκτησαν ένα πόνημα, που έλειπε και άξιζε να εμφανιστεί στο προσκήνιο.

Θανάσης Ν. Καραγιάννης


Γιάννης Βεντούρας

Μπαμπά γιατί;
οι κομμουνιστές δεν συμμετέχουν στις αστικές κυβερνήσεις

Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 2016, σ. 230

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης*

Ο Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάστηκε ως οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος εταιρειών και έτσι μελέτησε από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα.
Υπάρχουν οικονομολόγοι οι οποίοι κατέχουν τη θεωρία της οικονομίας και ως εκ τούτου την εφαρμόζουν στους χώρους της δουλειάς τους και προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων και εταιρειών, μέσα στα πλαίσια λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Ελάχιστοι, όμως, είναι οι οικονομολόγοι οι οποίοι κατέχουν και την οικονομία του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και ως εκ τούτου έχουν την επιστημονική επάρκεια και δυνατότητα να μπορούν ν’ αξιολογήσουν και να συγκρίνουν τα δύο αντίθετα και αντίπαλα οικονομικά συστήματα.
Ένας από αυτούς είναι και ο οικονομολόγος και συγγραφέας Γιάννης Βεντούρας, ο οποίος –εκτός από την επιστημονική επάρκεια– έχει το ταλέντο του αφηγητή, του καλού συγγραφέα και «δασκάλου», ώστε να μπορεί να μεταδώσει τις γνώσεις του εκλαϊκευμένα στους αναγνώστες ή ακροατές του, με μεγάλη επιτυχία.
Αυτό το διαπίστωσαν την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά οι φοιτητές του Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγ. Δημητρίου & Νοτίων Προαστίων, όταν ο Γιάννης Βεντούρας πραγματοποίησε εκεί μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας. Έτσι, κάποιοι που δεν ήξεραν από οικονομία και πολιτική οικονομία, κατόρθωσαν να κατανοήσουν ορισμένες ειδικές γνώσεις, παρακολουθώντας από τη μια τα μαθήματά του και διαβάζοντας από την άλλη το συγκεκριμένο βιβλίο του.
Με το γενικό τίτλο «Μπαμπά γιατί;» θ’ ακολουθήσουν και άλλα βιβλία που σχετίζονται με την Ιστορία, την Κοινωνιολογία, την Πολιτική Οικονομία κ.ο.κ., ώστε να δοθεί η ευκαιρία στους φιλομαθείς αναγνώστες ν’ αποσαφηνίσουν δυσνόητες έννοιες, να κατανοήσουν θεωρητικά και πρακτικά επιστημονικά ζητήματα, τα οποία απέφυγε συστηματικά να κάνει το αστικό κράτος, μέσα από την αστική εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να μείνουμε σχεδόν όλοι μας επιστημονικά ημιμαθείς, με διαστρεβλώσεις, ελλείψεις και αδυναμίες σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Η συσκότιση και ο αποπροσανατολισμός είναι, βέβαια, στόχοι του αστικού συστήματος, ώστε η εργατική τάξη και τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα να μην έχουν τη δυνατότητα ορθολογικής και αντικειμενικής επιστημονικής ερμηνείας των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών φαινομένων, με αποτέλεσμα ν’ αναπαράγεται και να διατηρείται επ’ αόριστο το ίδιο το σύστημα προς όφελος της αστικής εξουσίας και σε βάρος του λαού.
Ο συγγραφέας αρχικά αναλύει την έννοια «διαχειριστική εξουσία», της οποίας τη σημασία οι περισσότεροι δε γνωρίζουμε ή δεν έχουμε σκεφτεί. Στη συνέχεια αναλύει διάφορες έννοιες που αφορούν την «Ανώνυμη (μετοχική) Εταιρεία»: «Το Διοικητικό Συμβούλιο», τη «συμμετοχή των εργαζομένων στο Δ.Σ.», θέτοντας τον προβληματισμό «Αν μου χάριζαν ένα… εργοστάσιο». Αναλύει, επίσης, θεωρητικά, αλλά κυρίως με παραδείγματα, επιμέρους έννοιες του θέματος «Εξουσία και Κυβέρνηση»: «Το Κράτος», «Η Κυβέρνηση», «Τα κόμματα», διερευνώντας τα ζητήματα: «Είναι οι κομμουνιστές “αριστεροί”;», «Η συμμετοχή στην κυβέρνηση», «Η ελληνική περίπτωση» και «… η πείρα του Κ.Κ.Ε.». Ανακεφαλαιώνει, με κάποια συμπεράσματα, δημιουργώντας πολλαπλούς προβληματισμούς στον αναγνώστη, με μεθοδικότητα και συγκεκριμένη στοχοθεσία.
Ένα βιβλίο, το οποίο είναι ευκολοδιάβαστο, ευχάριστο, χρήσιμο κοινωνικά και πολιτικά.
Του ευχόμαστε να συνεχίσει να γράφει και άλλα βιβλία για τη σειρά «Μπαμπά γιατί;», με την ίδια μεθοδολογία, εκλαϊκευτική προσέγγιση, με χιούμορ που δημιουργεί ευχάριστη διάθεση στον αναγνώστη. Πρόκειται για κοινωνική προσφορά και απόδειξη πως το επιστημονικό βιβλίο είναι δυνατό να φτάσει στα χέρια της εργατικής τάξης και των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων εύκολα, δημιουργικά και παραγωγικά για την εξέλιξη και καλλιέργεια της πολιτικής σκέψης μας, η οποία βάλλεται και επιχειρείται να καταστραφεί από την αστική τάξη, συστηματικά με σαφείς επιδιώξεις και στόχους.
Το συγγραφέα απασχόλησε πολύ το ζήτημα που δημιουργήθηκε στις εθνικές εκλογές του 2012. Τότε δημιουργήθηκε αφόρητη πίεση στο ΚΚΕ για να συνεργαστεί συμμετέχοντας σε μια «αριστερή» κυβέρνηση. Την άρνησή του το ΚΚΕ την «πλήρωσε» τότε με την απώλεια περίπου 200 χιλ. ψήφων. Όμως η συνεπέστατη με την ιδεολογία και το πρόγραμμά του εκείνη στάση του ΚΚΕ, το δικαίωσε πανηγυρικά. Ο συγγραφέας παραθέτει στοιχεία και επιχειρήματα, τα οποία πείθουν κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη και υπάρχει αδήριτη η ανάγκη να μελετηθούν από το ευρύ κοινό.
Ο Γιάννης Βεντούρας μελέτησε επισταμένα και διεξοδικά το ζήτημα και μέσα από το υπέροχο βιβλίο του έδωσε πειστικές απαντήσεις, μ’ επιστημονικό τρόπο, με λογική επιχειρηματολογία, με πολιτική σοβαρότητα, όλα στηριγμένα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Άλλωστε, αν ο επιστήμονας, ο καλλιτέχνης, ο δημοσιογράφος, ο συγγραφέας, ο διανοούμενος δεν υπηρετεί με τις επιστημονικές γνώσεις του, την τέχνη του, το λόγο του και τα βιβλία του τα συμφέροντα των ανέργων, των φτωχών, των εκμεταλλευόμενων, των δυστυχισμένων, τότε γίνεται εκούσια ή ακούσια προδότης της τάξης του και «γενίτσαρος», μια και η συντριπτική πλειοψηφία ανήκουμε σε λαϊκά κοινωνικά στρώματα, στην αγροτιά και στην εργατιά, ιδιαίτερα.
Ας διαβάσουμε κάποια συμπεράσματα του συγγραφέα, ως δείγμα ύφους και γραφής:
«ΟΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ είναι αυτοί που έχουν ΠΛΗΡΗ (οικονομική) ΕΞΟΥΣΙΑ, τόσο σε αυτά όσο και στο ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥΣ.»
«Ο καπιταλιστής, στα πλαίσια της επιχείρησής του, χρειάζεται οπωσδήποτε έναν ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ για να μπορεί να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους που έχει στη δούλεψή του. Σε επίπεδο μιας χώρας το σύνολο των καπιταλιστών, δηλαδή η Αστική Τάξη, χρειάζεται έναν αντίστοιχο μηχανισμό για να επιβάλλει την Εξουσία της συνολικά στην Εργατική Τάξη. Αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός είναι ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ, το ΚΡΑΤΟΣ.» κ.ά.
Κι ένα τελευταίο δείγμα γραφής: «Η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι επιθυμητή από τους κεφαλαιοκράτες επειδή αυτή φέρνει αύξηση των κερδών των καπιταλιστών. Για το λαό όμως, καπιταλιστική ΑΝΑΠΤΥΞΗ σημαίνει μείωση μισθών, μείωση συντάξεων, αύξηση φορολογίας, μείωση παροχών υγείας, μείωση δυνατότητας διακοπών και ψυχαγωγίας και γενικά, μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.»
Ας στηρίξουμε μια τέτοιου είδους προσπάθεια για παροχή επιστημονικών γνώσεων με ευχάριστο και εκλαϊκευμένο τρόπο, για την ανάπτυξη της πολιτικής κρίσης και σκέψης μας, στοιχείο λίαν απαραίτητο στους δύσκολους και πονηρούς καιρούς που ζούμε.
Το συστήνω ιδιαίτερα σε εφήβους και νέους ηλικίας 16-30 χρόνων.
 *  Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης
http://thkaragia.wix.com/main


Μιχάλης Ι. Αργυρίδης
Άλκη Ζέη
Η τέχνη του να μιλάς 
στα παιδιά με «έντιμο» τρόπο
Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σ. 119

Ο Μιχάλης Ι. Αργυρίδης, έμπειρος και καταξιωμένος (πρώην) εκπαιδευτικός και πολυγράφος συγγραφέας, αλλά και σημαντικός μελετητής της Παιδικής μας Λογοτεχνίας, παρουσίασε πρόσφατα το πόνημά του Άλκη Ζέη. Η τέχνη του να μιλάς στα παιδιά με «έντιμο» τρόπο.
Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο και ενδιαφέρον βιβλίο, στο οποίο ο συγγραφέας με απλό και κατανοητό γλωσσικά και υφολογικά τρόπο, προσπαθεί να ενημερώσει τους αναγνώστες του για το πεζογραφικό έργο για παιδιά της Άλκης Ζέη, μέσα από μια πολύτιμη ψυχο-παιδαγωγική προσέγγιση.
Τ’ αποσπάσματα κειμένων που χρησιμοποιεί εμβόλιμα στο κείμενό του και οι αντίστοιχες υποσημειώσεις του (από μια πλούσια βιβλιογραφία), φανερώνουν τη σφαιρική εξέταση και τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του, ώστε ν’ αποδείξει –και με τη βοήθεια της παιδαγωγικής θεωρίας του Αμερικανού ψυχοπαιδαγωγού Jerome S. Bruner – το «έντιμο» τρόπο, με τον οποίο διαπραγματεύεται όλα τα θέματα στο πεζογραφικό έργο της για παιδιά.
Ο Μ. Ι. Αργυρίδης ανακαλύπτει γλωσσικούς, παιδαγωγικούς και ιδεολογικούς «θησαυρούς» μέσα στα κείμενα της Άλκης Ζέη. Για παράδειγμα στο κεφάλαιο: «Η γλώσσα των λογοτεχνικών ηρώων-παιδιών της Άλκης Ζέη» παρατηρεί ότι στα κείμενά της η συγγραφέας «η παιδική οπτική των πραγμάτων ενισχύεται και από μια πολύ φυσική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ήρωες-παιδιά, η οποία χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα και πλούτο» ή ότι κατασκευάζει, ως γλωσσοπλάστρια νέες λέξεις ή ότι «η πλούσια κι ευρηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά-ήρωες στα βιβλία της Άλκης Ζέη περιλαμβάνει και λεκτικά παιχνίδια, εξαιρετικής σημασίας λεκτικές φόρμες, καθότι ασκούν θετικότατα τη δημιουργική φαντασία τους, συμβάλλουν στην καλλιέργεια της αίσθησης της γλώσσας, κι εκπέμπουν το ριζοσπαστικό παιδαγωγικό μήνυμα ότι τα παιδιά διεκδικούν το δικαίωμα όχι στη δημιουργία αλλά στη δημιουργικότητα για όλους, μέσα από μια τέτοια ενασχόληση.» κ.ο.κ., παραθέτοντας ως αποδεικτικό στοιχείο των απόψεών του αποσπάσματα από τα ίδια τα κείμενα της συγγραφέα.
Είναι άξιο προσοχής ότι ο συγγραφέας δεν πολυλογεί, δεν αναπτύσσει τις απόψεις και τις παρατηρήσεις του μ’ εκτενή θεωρητικά και ερμηνευτικά κείμενα και σχόλια. Ο λόγος του είναι απέριττος, σύντομος και καίριος και διανθίζεται από ένα πλήθος αποσπασμάτων κειμένων της Άλκης Ζέη, ώστε να ενημερωθεί ο αναγνώστης κατ’ ευθεία από την πηγή: από την πέννα της ίδιας της λογοτέχνιδας πεζογράφου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναπτύσσει τις ιδέες και τις απόψεις του, τις παιδαγωγικές και άλλες επιστημονικές θέσεις του, σε ευσύνοπτα και μεστά κείμενά του στο βιβλίο, παραθέτοντας εύστοχα σχόλια και καίριες παρατηρήσεις.
Η συμβολή του Μ. Ι. Αργυρίδη στη μελέτη του πεζογραφικού έργου της Άλκης Ζέη είναι μια πολύτιμη ψηφίδα σε όσα έχουν γραφεί ή θα γραφούν για το πολυδιάστατο και πολυσήμαντο έργο της. Η αναφορά του και οι επισημάνσεις του σ’ ένα πλήθος από θέματα, που αγγίζει ή διαπραγματεύεται η συγγραφέας, καταδεικνύουν την παιδαγωγική ευαισθησία, την επιστημονική γνώση και την εκπαιδευτική εμπειρία του Μ. Ι. Αργυρίδη, αλλά και τη σοβαρή πολύχρονη ενασχόλησή του με την Παιδική Λογοτεχνία και τη μελέτη του έργου των δημιουργών συγγραφέων/λογοτεχνών για παιδιά και των βιβλίων τους. Κι αυτό αποδεικνύεται και από τα βιβλία του με κριτικές βιβλίων, με καταγραφές, με θεματικές και άλλες κατατάξεις τους, με μελέτες πάνω σε διάφορα θέματα και πρόσωπα, αλλά και με τιμητικές εκδηλώσεις παρουσίασης, τις οποίες πραγματοποίησε στη Λάρισα, για κάποιους λογοτέχνες και μελετητές Παιδικής Λογοτεχνίας. Σημαντικό είναι ότι όλα τα πραγματοποιούσε για πολλά χρόνια με το άσβεστο και ασίγαστο πάθος του παιδαγωγού/εκπαιδευτικού και του ακούραστου μελετητή, μαζί και σε συνεργασία με τους μαθητές του, τιμώντας συγχρόνους τους συναδέλφους του και τους γονείς των μαθητών του.
Πριν τελειώσω τη σύντομη αυτή αναφορά μου στο βιβλίο αυτό, το πιο ώριμο ίσως έργο του Αργυρίδη, θα ήθελα να παραθέσω τα κεφάλαιά του, ώστε ν’ αντιληφθεί καλύτερα ο αναγνώστης, το περιεχόμενό του:

1. «Η παιδική οπτική των πραγμάτων στα έργα της Άλκης Ζέη»
2. «Η γλώσσα των λογοτεχνικών ηρώων-παιδιών της Άλκης Ζέη»
3. «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Άλκης Ζέη»
4. «Το χιούμορ στα έργα της Άλκης Ζέη»
5. «Οι χαρακτήρες των παιδιών-ηρώων της Άλκης Ζέη»
6. «Η βίωση της πραγματικότητας από τα παιδιά-ήρωες της Άλκης Ζέη»
7. «Η διαχρονικότητα του έργου της Άλκης Ζέη»

Δικαίως, ως ένα βαθμό, ο συγγραφέας χαρακτήρισε εμφαντικά την Άλκη Ζέη ως τον «BRUNER στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά». Άξιζε όντως ένα τέτοιο δοκίμιο για το έργο της σημαντικής αυτής λογοτέχνιδας, η οποία μαζί με την αείμνηστη Ζωρζ Σαρή, έδωσαν μια άλλη ιστορική, κοινωνική και πολιτική διάσταση στη μεταπολεμική πεζογραφία για παιδιά και εφήβους, ανοίγοντας μια κοινωνιολογικού περιεχομένου λογοτεχνική «σχολή», κατά κάποιο τρόπο, στην οποία προσπάθησαν αργότερα να θητεύσουν, μέτρια ή ανεπιτυχώς, και άλλοι λογοτέχνες για παιδιά.

Θανάσης Ν. Καραγιάννης


Χάρη Σακελλαρίου
«Ένα τρελό, τρελούτσικο ρομποτάκι»
Κωμωδία σε 4 εικόνες
Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1998, σελ. 63

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης[1]

Ο Χάρης Σακελλαρίου (1923-2007) γεννήθηκε στο Θαυμακό Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Ήταν Δάσκαλος, Επιθεωρητής και Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε., ποιητής, πεζογράφος (μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, παραμυθογράφος) και δραματουργός για παιδιά και ενήλικες, ανθολόγος λογοτεχνικών κειμένων, δοκιμιογράφος, κριτικός βιβλίου, λεξικογράφος, καθώς και ιστορικός και μελετητής της λογοτεχνίας για παιδιά και ενήλικες.
Πολυγραφότατος συγγραφέας. Εκδόθηκαν 128 βιβλία του, τα περισσότερα δικά του και ορισμένα σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς.
Ήταν διευθυντής τριών περιοδικών: του «Νεοελληνικού Λόγου» (1972-2006), του περ. «Τα Χελιδόνια» (1979-1981) του ΥΠΕΠΘ και της «Επιθεώρησης Παιδικής Λογοτεχνίας» (1986-2002). Διετέλεσε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των Αναγνωστικών του Δημοτικού «Η Γλώσσα μου» (εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 1983-1985), Πρόεδρος της «Ένωσης Συγγραφέων-Εικονογράφων Παιδικού Βιβλίου», ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού Συνδέσμου» και του περ. «Τα Εκπαιδευτικά» (μέλος της Συντακτικής Επιτροπής).
Στην Κατοχή ανέβηκε στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας» και σπούδασε στο «Παιδαγωγικό Φροντιστήριο» της Π.Ε.Ε.Α. (Καρπενήσι-Τροβάτο Ευρυτανίας). Ευτύχησε να έχει δασκάλους του τους φωτισμένους Παιδαγωγούς Μιχ. Παπαμαύρο, Κώστα Σωτηρίου και Ρόζα Ιμβριώτη. Έλαβε μέρος – με το συμπατριώτη του, Γεώργιο Μυρισιώτη – στη συγγραφή του Αναγνωστικού της Π.Ε.Ε.Α. «Ελεύθερη Ελλάδα» (για τους μαθητές της Ε΄ τάξης του Δημοτικού), που την κύρια ευθύνη της συγγραφής είχε ο Μιχ. Παπαμαύρος.

     Το θεατρικό του έργο για παιδιά «Ένα τρελό τρελούτσικο ρομποτάκι» είναι μια κωμωδία σε 4 εικόνες. Οι δασκάλες και οι δάσκαλοι, που αρέσκονται ν’ ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, αλλά και κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, είναι δυνατό να προετοιμάσουν μαζί με τους μαθητές τους, αλλά και με την ηθική και έμπρακτη συμπαράσταση των  γονιών των μαθητών τους μια υπέροχη θεατρική παράσταση. Οι θεατρολόγοι δε και οι ηθοποιοί, οι οποίοι συνεργάζονται με δήμους ή Συλλόγους Γονέων, είναι δυνατό να επιχειρήσουν ένα τέτοιου είδους εγχείρημα. Ευχής έργο είναι ν’ ανεβαστεί αυτό το υπέροχο θεατρικό κείμενο από ερασιτεχνικό θίασο ενηλίκων ή από επαγγελματικό θίασο ενηλίκων, που οι παραστάσεις του απευθύνονται σε παιδικό ακροατήριο.


Περίληψη του έργου:

    Ο Τι-Φί, ένα ρομποτάκι από άλλον πλανήτη, έρχεται με διαστημόπλοιο μαζί με άλλα ρομποτάκια στη Γη, αλλά χάνεται στα δρομάκια μιας πόλης. Το βρίσκει ένας πατέρας και το φέρνει δώρο στα παιδιά του, τα οποία δεν αγαπούν τα γράμματα, τη γνώση και το σχολείο.
Ο Μάκης το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, ανακαλύπτει τις μεγάλες ικανότητες του μικρού ρομπότ, και έτσι το κάνει υπηρέτη του, το εκμεταλλεύεται με απαράδεκτο τρόπο, του συμπεριφέρεται ανάρμοστα και σκληρά. Το διατάζει να του μεταφέρει στ’ ακουστικά που έχει στ’ αυτιά του, με τηλεκοντρόλ, όλα τα μαθήματα στο σχολείο – κρυφά από το δάσκαλο. Χωρίς ο ίδιος να διαβάζει τα μαθήματά του, το ρομποτάκι του λύνει τις ασκήσεις, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και χειρότερος ως χαρακτήρας και ως μαθητής. Η κατάσταση επιδεινώνεται, ώσπου κάποια μέρα δημιουργείται ένα τεχνικό πρόβλημα στ’ ακουστικά του Μάκη, με αποτέλεσμα να ρεζιλευτεί μπροστά στο δάσκαλο και στους συμμαθητές του, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την απάτη… Ο Μάκης θέλει να τιμωρήσει  το ρομποτάκι για την εμπλοκή που του συνέβη. Του φέρνεται άσχημα, όπως θα φερνόταν ένας αφέντης απέναντι στο δούλο του κατά τη δουλοκτητική εποχή.
Εντωμεταξύ, οι ιδιωτικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών και ρομποτικής μαθαίνουν για το ρομποτάκι, τον εξωγήινο επισκέπτη, και μετά από έρευνα και παρακολούθηση, καταφέρνουν να το απαγάγουν απ’ την προσωρινή του οικογένεια.
Το ρομποτάκι δεν παραλείπει να επικοινωνήσει με τους φίλους του – τα παιδιά -, μέσα από το τηλεκοντρόλ, να τους εξηγήσει για την αναχώρησή του από τη Γη, αλλά και να τους συμβουλεύσει με σοφά λόγια.

Αξιολόγηση του έργου:

Πρόκειται για μια κωμωδία επιστημονικής φαντασίας με πολλαπλά μηνύματα, τα οποία αρχικά ενστερνίζονται οι ηθοποιοί (παιδιά ή επαγγελματίες ηθοποιοί) και στη συνέχεια μεταδίνουν στα παιδιά-θεατές της παράστασης.
Τα παιδιά αγαπώντας υπερβολικά το παιχνίδι, είναι φυσικό να νιώθουν ότι με την πολύωρη παραμονή τους στο σχολείο και με το χρόνο της μελέτης στο σπίτι, χάνουν χρόνο από το παιχνίδι τους…
Με την κατάλληλη, όμως, παιδαγωγική αντιμετώπιση από μέρους εκπαιδευτικών και γονιών, είναι δυνατό ν’ αγαπήσουν το διάβασμα και τη γνώση, μέσα από διάφορες θεατρικές και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα τα παιδιά ασχολούνται με τον αθλητισμό και τα ομαδικά παραδοσιακά παιχνίδια.
Η σύγχρονη τεχνολογία βοηθάει τα παιδιά ν’ αναπτύξουν τις γνώσεις τους, τη φαντασία τους, τις δεξιότητές τους. Όμως, η κάθε υπερβολή τους είναι δυνατό ν’ αλλοιώσει αρνητικά το χαρακτήρα τους και να τα αποπροσανατολίσει από τη διαδικασία της μόρφωσής τους, των σπουδών τους, και ίσως να διαταράξει την ψυχοπνευματική τους ανάπτυξη. 
Ο Χάρης Σακελλαρίου έχει τη στιχουργική ικανότητα να δημιουργεί ποιήματα και ποιητικούς διαλόγους, ώστε τα παιδιά να προσλαμβάνουν πιο άνετα το λόγο και τα νοήματα.
Χρησιμοποιεί συχνά το χιούμορ, ώστε τα παιδιά-θεατές να διασκεδάζουν και συνάμα να ψυχαγωγούνται από την υπόθεση του έργου, να ταυτίζονται με τους χαρακτήρες των ηρώων του και να μιμούνται τη συμπεριφορά τους.
Ο Χάρης Σακελλαρίου δεν είναι μόνο καλός παιδαγωγός. Είναι συνάμα και καλός γλωσσοπλάστης και  δραματουργός. Όλα τα θεατρικά έργα του για παιδιά είναι προσιτά στους μικρούς θεατές, οι οποίοι  ενθουσιάζονται όταν βλέπουν παραστάσεις των έργων του είτε από συνομηλίκους τους είτε από ερασιτέχνες ή επαγγελματίες ενήλικες ηθοποιούς.
Οι στίχοι του είναι εύκολο να μελοποιηθούν από κάθε δάσκαλο που γνωρίζει μουσική ή από κάποιον επαγγελματία μουσικό. Να με ποιο τραγούδι υποδέχεται το ρομποτάκι ο Μάνος στο σπίτι του:
«Έλα, ρομποτάκι / μίλα μας λιγάκι / δείξε μας ότι μπορείς / δυο λογάκια να μας πεις.//
Άιντε, λίγο σείσου / σείσου και κουνήσου / δείξε μας πώς περπατάς / πώς ισορροπία κρατάς. //
Τι είσαι, ρομποτάκι / σκέτο μηχανάκι / ή έχεις μέσα σου ζωή / έστω και μηχανική; //
Αν είσ’ απ’ τ’ αστέρια / κούνα μας τα χέρια / πες μας κάτι εξώκοσμο / και αλαμπουρνέζικο…»

Τα παιδιά, όμως, όπως συμβαίνει ορισμένες φορές, παρεξηγούν και υπερεκτιμούν τη χρησιμότητα των ρομπότς και της τεχνολογίας:

«Τέρμα πια τα διαβάσματα / τα πονοκεφαλιάσματα! / Τώρα ύπνος και ραχάτι / και ζωή χαρά γεμάτη. //
Πατώ ένα μικρό κουμπί / και ξέρω ευθύς το καθετί. / Ζήτω η νέα τεχνολογία! / Κάτω τα παλιά βιβλία!...»

Ο ΤΙ-ΦΙ, το ρομποτάκι, εξηγεί στον Μάκη διάφορα θέματα, αν και εκείνος αρχικά δεν μπορεί να τα κατανοήσει:
«[…] Το τελειότερο μηχάνημα, το τελειότερο κομπιούτερ του κόσμου είναι το μυαλό του ανθρώπου. Αυτό επινοεί και δημιουργεί όλα τα μηχανήματα κι αυτό τα βάζει να δουλεύουν. Αν αχρηστέψουμε το μυαλό…
[…] Φρόντισε να σπουδάσεις κι εσύ, να μάθεις όσα κι ο δημιουργός μου, κι ακόμα περισσότερα, για να φτιάσεις μια μέρα ένα ρομποτάκι πιο τέλειο από μένα, που να μη λαθεύει ποτέ. Αλλά, για να φτάσεις εκεί, θα χρειαστούν σπουδές, διάβασμα, ξενύχτια πάνω στο βιβλίο. Ξέρεις πόσο σπουδαγμένοι ήταν αυτοί που με δημιούργησαν, πόσο μελέτησαν και δούλεψαν, ώσπου να με συναρμολογήσουν;»

Αναχωρώντας από τη Γη, ο ΤΙ-ΦΙ, με λόγια παραινετικά απευθύνθηκε στον πρωταγωνιστή του έργου, τον επιπόλαιο Μάκη για να του τονίσει τις κοινωνικές αξίες της αγάπης, της συνεργασίας, της εργασίας και της ειρήνης:
«[… ] Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να γίνετε εσείς καλύτεροι. Να μελετάτε, να δουλεύετε… Και προπάντων να έχετε ανάμεσά σας αγάπη. Η πρόοδος θέλει συνεργασία όλων των ανθρώπων… Συνεργασία και ειρήνη κι όχι μίσος και πόλεμο. Το μίσος κι οι πόλεμοι μόνο δυστυχία και καταστροφή φέρνουν […]»

Γενικά, πρόκειται για ένα θεατρικό έργο κατάλληλο να παιχτεί για παιδιά 9-14 χρόνων, περίπου. Ένα έργο, το οποίο προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις και χαρακτηριστικά κατά την ώρα της θεατρικής παράστασης και για τα παιδιά-θεατές και για τους γονείς και εκπαιδευτικούς, που θα την παρακολουθήσουν.




[1]. Ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης είναι Εργάτης των Γραμμάτων.
e-mail:thkaragia@gmail.com
http://thkaragia.wix.com/main


Μπ. Μπρεχτ
Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»
Σε σκηνοθεσία: Σίμου Παπαδόπουλου

«Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.
Τι θα κοστίσει δεν το λογαριάζω.
Δεν πρόκειται να τυραννιέμαι με τη σκέψη αν είναι το σωστό.
Αν μ’ αγαπά, δε θέλω να το μάθω.
Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.»[1]

Το αφαιρετικό σκηνικό του κ. Δημήτρη Δήμου, οι γυμνές επιφάνειες, ο λιτός σκηνικός χώρος προσφέρουν στο θεατή τη δυνατότητα να σκεφτεί και να φανταστεί περισσότερο … Δημιουργείται μια «ποιητική» και «φιλοσοφική» ατμόσφαιρα και αυτουργοί γίνονται, σκηνοθετική αδεία, οι ίδιοι οι ηθοποιοί (εκφράσεις σώματος και προσώπου, κινησιολογία και λόγος).
Οι κινήσεις είναι απαλές, πλαστικές, σχεδόν χορευτικές, μετρημένες, κοφτές. Προσιδιάζουν στις ιεροτελεστίες της Άπω Ανατολής, αλλά και με το Χορό του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Χρεώνονται με θετικό πρόσημο στην κ. Χριστίνα Σουγιουλτζή.
Οι φωτισμοί παίζουν το δικό τους ρόλο, δημιουργούν κατάλληλη ατμόσφαιρα για να λειτουργήσει θετικά ο λόγος και η υπόθεση του έργου, ν’ απομονωθούν περιοχές της σκηνικής δράσης, να τονιστούν εκφράσεις και κινήσεις, να υπογραμμιστούν ιδέες και συναισθήματα. Η «φιλοσοφία» των φωτισμών στην παράσταση ανήκουν στην κ. Ελίζα Αλεξανδροπούλου. 
Ο λόγος εκφέρεται υποβλητικά, λειτουργεί νοηματικά και η ιδεολογική του φόρτιση απευθύνεται όχι μόνο στο λογικό, αλλά και στο θυμικό. Βέβαια, εδώ τηρούνται οι ενδεικνυόμενες ισορροπίες, αλλά υπερισχύει και κυριαρχεί η μπρεχτική ιδεολογική και παιδαγωγική άποψη, την οποία διατυπώνει συνοπτικά ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, σε αποσπάσματα του αξιόλογου δοκιμίου του «Ο Bertolt Brecht και το Θέατρο για Παιδιά και Νέους: Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»: «[…] (Ο Μπρεχτ) Μάχεται το θεατρικό κατεστημένο το οποίο θεωρεί ότι χρησιμοποιεί την τέχνη με κύριο στόχο την αναπαραγωγή των κοινωνικών προτύπων μέσα από τη διασκέδαση των θεατών […], Θεωρεί ότι το θέατρο είναι τέχνη παιδαγωγική και από αυτήν την άποψη πρέπει να στοχεύει στην εκπαίδευση των θεατών […], Με τα διδακτικά έργα προσπαθεί να διδάξει στους νέους τη διαλεκτική και την πολιτική σκέψη. […]»
Τίποτα στην παράσταση δεν είναι υπερβολικό και εξεζητημένο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το αποτέλεσμα μιας συνειδητής σκηνοθετικής άποψης και πρακτικής, η οποία αποδεχόμενη την μπρεχτική αντίληψη μεταλαμπαδεύει στο θεατή όψεις του Διδακτικού και Επικού Θεάτρου του δραματουργού. Μια αντίληψη που συνδέει άρρηκτα το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό θέμα του έργου με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά και που επιζητά συγχρόνως ενεργητική συμμετοχή και δράση του θεατή (εξού και η διαδραστική συμμετοχή κατά σημεία στην παράσταση των θεατών, ενήλικων ή μαθητών), ο οποίος θα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σε σκεπτόμενο και ενεργό μέλος της κοινωνίας και θα εξελίσσεται συνάμα πιότερο η λογική, κριτική και διαλεκτική σκέψη του.
Από παιδαγωγική άποψη ο θεατής-έφηβος έχει τεράστια ανάγκη παρακολούθησης τέτοιων θεατρικών παραστάσεων για την ψυχο-πνευματική και ιδεολογική-πολιτική οικοδόμηση της προσωπικότητάς του.
Ο εμψυχωτής και σκηνοθέτης κ. Σίμος Παπαδόπουλος διαθέτει τον απαραίτητο επιστημονικό (παιδαγωγικό-ψυχολογικό) και αισθητικό εξοπλισμό, γι’ αυτό και κατορθώνει με την παιδεία του πάνω στην μπρεχτική ιδεολογία και μεθοδολογία, καθώς και με τις αισθητικές γνώσεις και ικανότητές του, να δημιουργήσει μια παράσταση αξιώσεων, την οποία απολαμβάνουν οι θεατές και άλλων ηλικιών (γονείς, εκπαιδευτικοί, θεατρόφιλοι).
Η μουσική του ταλαντούχου κ. Νίκου Δανίκα είναι μια καλή στιγμή κατά την περίοδο της ώριμης προσφοράς του στο χώρο και της ευτυχούς συγκυρίας της καλλιτεχνικής συνεργασίας του με το σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια μουσική πανδαισία! Η επιτυχής, όμως, απόδοση της μουσικής οφείλεται επί σκηνής και στην πανίστρια κ. Άλκηστι Λαμπροπούλου.
  Οι ηθοποιοί κ.κ. Άννα Αναστασιάδου, Βάσια Βασιλείου, Σελήνη Φιλιππιτζή και Πηνελόπη Φλουρή  αποδίδουν θαυμάσια τους ρόλους τους, με πλήρη συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της καλλιτεχνικής ιδιότητάς τους. Ιδιαίτερα θα εξάρω την απόδοση δύο ταλαντούχων ηθοποιών: των κ.κ. Μιχαήλ Γιαννικάκη (στο ρόλο του Δασκάλου) και  της Ελισάβετ Γιαννοπούλου (στο ρόλο της μάνας).

ΘΑΝ. Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


[1].  «Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ» (1938-1940), από την ενότητα «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», Βλ. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, ό.π., σ. 236.


Η μηλιά που όλο γελά και
το μυστικό της φιλίας
Σε σκηνοθεσία Κοραλίας Τσόγκα
στο θέατρο ΠΡΟΒΑ

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης

Όταν σε μια θεατρική παράσταση για παιδιά, οι γονείς των παιδιών/θεατών, συμμετέχουν σαν παιδιά, γελούν, ενθουσιάζονται, φωνάζουν, αυτό σημαίνει ότι η παράσταση είναι κατάλληλη για παιδιά και πέτυχε το σκοπό της.
Ήμουν στην πρώτη σειρά του θεάτρου ΠΡΟΒΑ και καθώς παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη θεατρική παράσταση, κατάλληλη για προνήπια, νήπια και για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, μέχρι 10 χρόνων, συχνά γύριζα να δω τις αντιδράσεις των παιδιών και κυρίως των γονιών. Η πλατεία πάλλονταν από ενθουσιασμό. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα στη σκηνή. Και όταν χρειαζόταν, μια και η παράσταση είχε –κατά σημεία– διάδραση, όλοι συμμετείχαν αυθόρμητα.
Αιτία της επιτυχίας ήταν το θεατρικό κείμενο, η σκηνοθεσία, η σκηνογραφία, τα κοστούμια, η μουσική, ο χορός και η κίνηση, η υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών; Η άποψή μου είναι ότι ήταν όλα αυτά μαζί. Ήταν το σύνολο της θεατρικής πράξης, η οποία στα χέρια ενός έμπειρου και ικανού σκηνοθέτη μετουσιώνεται σε πανδαισία! Διότι, η σκηνοθέτρια, εν προκειμένω, Κοραλία Τσόγκα, έχει εργαστεί χρόνια τώρα και φυσικά συνεχίζει να εργάζεται σκληρά και υπεύθυνα, ως ηθοποιός, ως βοηθός σκηνοθέτη και ως σκηνοθέτρια, με πολύ καλά αποτελέσματα, τα οποία προμηνύουν ένα καλύτερο καλλιτεχνικό μέλλον της, μια και «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο».
Η δραματουργός/διασκευάστρια επί τω προκειμένω, Κοραλία Τσόγκα διαμόρφωσε το θεατρικό κείμενο αυτής της παράστασης, το οποίο είναι εμπνευσμένο από μια διάσημη παραμυθιακή ιστοριούλα του Σελ Σιλβερστάιν, «Το Δέντρο που έδινε», το οποίο μας έρχεται από τις Η.Π.Α. και παρουσιάζεται ως θεατρικό για πρώτη φορά στη χώρα μας. Προσφιλής πρακτική τα τελευταία χρόνια στο Επαγγελματικό Θέατρο για παιδιά είναι και αυτή που ακολούθησε η Κ. Τσόγκα. Δηλαδή, να παρεμβάλλει στην παράσταση και να εντάξει ζωντανή μουσική και χορό, αλλά και ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν εν χορώ οι ηθοποιοί. Οπωσδήποτε θετικά αυτά τα στοιχεία σε μια παράσταση για παιδιά, ενώ αρνητικό –κατά τη γνώμη μου, όχι βέβαια πάντοτε– είναι η μαγνητοφωνημένη και πολλές φορές δυνατή και φασαρτζώδικη μουσική επένδυση μιας παράστασης για παιδιά.
Σαφέστατα τα κοινωνικά και παιδαγωγικά μηνύματα του έργου, τα οποία βγαίνουν αβίαστα από τα λόγια και τις πράξεις των ηθοποιών, και κύρια της Μηλιάς, η οποία λειτουργεί ως πρότυπο στα μικρά παιδιά. Είναι βέβαιο ότι με τέτοιου είδους πρότυπα τα παιδιά θα εξελιχθούν σε ηθικούς κοινωνικούς χαρακτήρες και προσωπικότητες. Αν και νομίζω ότι τα αρνητικά πρότυπα που έρχονται σε επαφή τα παιδιά στην κοινωνία, ενίοτε στην οικογένεια και στο εγγύς  περιβάλλον τους, αλλά πρωτίστως στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο και στα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια, είναι πολύ περισσότερα και πιο ισχυρά, διότι έτσι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στον Καπιταλισμό απεργάζονται τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, ο οποίος αργότερα ως ενήλικας θα τους «υπηρετεί» και θα τους «εξυπηρετεί» οικονομικά και πολιτικά.
Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε την τεράστια προσπάθεια που κάνουν παιδαγωγοί και θεατράνθρωποι, να δημιουργούν κείμενα και παραστάσεις για παιδιά με εξαιρετική αισθητική –φυσικά όχι πάντοτε με επιτυχία– και με περιεχόμενο, αλλά και με ήρωες, που λειτουργούν ως θετικά πρότυπα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Και η ανύπαρκτη, σήμερα, κριτική θεάτρου για παιδιά, θα μπορούσε να συμβάλλει με νηφαλιότητα, καλοπροαίρεση και επιστημονική αντικειμενικότητα, στη θετική εξέλιξη του είδους, σχολιάζοντας, παρατηρώντας και προτείνοντας ό,τι θετικό και αρνητικό –κατά τη γνώμη του κριτικού–, περιέχει μια θεατρική παράσταση (σε επίπεδο κειμένου, σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας, υποκριτικής, μουσικής επένδυσης, χορογραφίας κ.ο.κ.), με σκοπό τη βελτίωση του θεατρικού δρώμενου, από τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της παράστασης. 
Τα κυρίαρχα στοιχεία του κειμένου, τα οποία επέλεξε η δραματουργός, ως κοινωνικές και διαπροσωπικές αξίες είναι η αγάπη, η φιλία, ο αλτρουισμός, η αυτοθυσία, το γέλιο (ως θετική κοινωνικά και ενθαρρυντική συμπεριφορά).
Η Μηλιά, ως ρόλος, ενσαρκώθηκε με μεγάλη επιτυχία από την πρωταγωνίστρια της παράστασης, Έφη Καραγιάννη. Επιβλητική ως «δέντρο» και ως φυσική παρουσία, μ’ ένα συνεχές χαμόγελο στα χείλη της, με μια ενθουσιώδη, καλοδιάθετη και αλέγρα κίνηση και ζωηρό και πρόσχαρο ύφος, έμοιαζε να «διευθύνει» την «ορχήστρα», να «συντονίζει» τους υπόλοιπους ηθοποιούς επάνω στη σκηνή και να παίρνει πρωτοβουλίες στη διάδραση με την πλατεία. Αυτό, βέβαια, δεν είναι υποτιμητικό για τους συναδέλφους της, οι οποίοι ήταν εξίσου καλοί και αποδοτικοί στους ρόλους τους, ο συμπρωταγωνιστής Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, ως Αγόρι, ο οποίος ήταν πολύ ενθουσιώδης, κινητικός και δραστήριος ως νέος, φίλος της Μηλιάς, και τον οποίο αυτή όχι μόνο βοήθησε ως πραγματική φίλη του, αλλά τελικά αυτοθυσιάστηκε γι’ αυτόν και την ευτυχία του σε όλη τη ζωή τους. Αλλά, και σε όλες τις φάσεις της ωρίμανσης και ηλικιακής μεταβολής του ρόλου του, απέδειξε ότι έχει γνώση, εμπειρία και ταλέντο. Το Κορίτσι, ρόλο που ενσαρκώνει η θαυμάσια ηθοποιός Εύα Χριστοδούλου, συμβάλλει θετικά στην εξέλιξη και δράση του παραμυθιού, προσφέροντας –συμπληρωματικά θα έλεγα– στοιχεία. Όπως, φυσικά, και ο ταλαντούχος μουσικός και κιθαρίστας Υάκινθος Μάινας, ο οποίος παρεμβαίνει μουσικά και εντάσσεται στη δράση, περιφερειακά, χωρίς να ενσαρκώνει κάποιο βασικό ρόλο.   
Πρέπει να επισημάνουμε ότι για την επιτυχία της παράστασης συνέβαλαν τα απλά και λειτουργικά σκηνικά και παραμυθιακά κοστούμια του Χάρη Σεπεντζή, η διδασκαλία της κινησιολογίας των ηθοποιών από τον βετεράνο και πολύ ταλαντούχο χορευτή, ηθοποιό και σκηνοθέτη Σίμωνα Πάτροκλο και τη μουσική διδασκαλία της Ζωής Σολδάτου.


Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ερευνητής/Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά –
Κριτικός Θεάτρου για παιδιά –
Συγγραφέας



Η μηλιά που όλο γελά και
το μυστικό της φιλίας
Σε σκηνοθεσία Κοραλίας Τσόγκα
στο θέατρο ΠΡΟΒΑ

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης

Όταν σε μια θεατρική παράσταση για παιδιά, οι γονείς των παιδιών/θεατών, συμμετέχουν σαν παιδιά, γελούν, ενθουσιάζονται, φωνάζουν, αυτό σημαίνει ότι η παράσταση είναι κατάλληλη για παιδιά και πέτυχε το σκοπό της.
Ήμουν στην πρώτη σειρά του θεάτρου ΠΡΟΒΑ και καθώς παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη θεατρική παράσταση, κατάλληλη για προνήπια, νήπια και για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, μέχρι 10 χρόνων, συχνά γύριζα να δω τις αντιδράσεις των παιδιών και κυρίως των γονιών. Η πλατεία πάλλονταν από ενθουσιασμό. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα στη σκηνή. Και όταν χρειαζόταν, μια και η παράσταση είχε –κατά σημεία– διάδραση, όλοι συμμετείχαν αυθόρμητα.
Αιτία της επιτυχίας ήταν το θεατρικό κείμενο, η σκηνοθεσία, η σκηνογραφία, τα κοστούμια, η μουσική, ο χορός και η κίνηση, η υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών; Η άποψή μου είναι ότι ήταν όλα αυτά μαζί. Ήταν το σύνολο της θεατρικής πράξης, η οποία στα χέρια ενός έμπειρου και ικανού σκηνοθέτη μετουσιώνεται σε πανδαισία! Διότι, η σκηνοθέτρια, εν προκειμένω, Κοραλία Τσόγκα, έχει εργαστεί χρόνια τώρα και φυσικά συνεχίζει να εργάζεται σκληρά και υπεύθυνα, ως ηθοποιός, ως βοηθός σκηνοθέτη και ως σκηνοθέτρια, με πολύ καλά αποτελέσματα, τα οποία προμηνύουν ένα καλύτερο καλλιτεχνικό μέλλον της, μια και «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο».
Η δραματουργός/διασκευάστρια επί τω προκειμένω, Κοραλία Τσόγκα διαμόρφωσε το θεατρικό κείμενο αυτής της παράστασης, το οποίο είναι εμπνευσμένο από μια διάσημη παραμυθιακή ιστοριούλα του Σελ Σιλβερστάιν, «Το Δέντρο που έδινε», το οποίο μας έρχεται από τις Η.Π.Α. και παρουσιάζεται ως θεατρικό για πρώτη φορά στη χώρα μας. Προσφιλής πρακτική τα τελευταία χρόνια στο Επαγγελματικό Θέατρο για παιδιά είναι και αυτή που ακολούθησε η Κ. Τσόγκα. Δηλαδή, να παρεμβάλλει στην παράσταση και να εντάξει ζωντανή μουσική και χορό, αλλά και ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν εν χορώ οι ηθοποιοί. Οπωσδήποτε θετικά αυτά τα στοιχεία σε μια παράσταση για παιδιά, ενώ αρνητικό –κατά τη γνώμη μου, όχι βέβαια πάντοτε– είναι η μαγνητοφωνημένη και πολλές φορές δυνατή και φασαρτζώδικη μουσική επένδυση μιας παράστασης για παιδιά.
Σαφέστατα τα κοινωνικά και παιδαγωγικά μηνύματα του έργου, τα οποία βγαίνουν αβίαστα από τα λόγια και τις πράξεις των ηθοποιών, και κύρια της Μηλιάς, η οποία λειτουργεί ως πρότυπο στα μικρά παιδιά. Είναι βέβαιο ότι με τέτοιου είδους πρότυπα τα παιδιά θα εξελιχθούν σε ηθικούς κοινωνικούς χαρακτήρες και προσωπικότητες. Αν και νομίζω ότι τα αρνητικά πρότυπα που έρχονται σε επαφή τα παιδιά στην κοινωνία, ενίοτε στην οικογένεια και στο εγγύς  περιβάλλον τους, αλλά πρωτίστως στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο και στα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια, είναι πολύ περισσότερα και πιο ισχυρά, διότι έτσι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στον Καπιταλισμό απεργάζονται τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, ο οποίος αργότερα ως ενήλικας θα τους «υπηρετεί» και θα τους «εξυπηρετεί» οικονομικά και πολιτικά.
Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε την τεράστια προσπάθεια που κάνουν παιδαγωγοί και θεατράνθρωποι, να δημιουργούν κείμενα και παραστάσεις για παιδιά με εξαιρετική αισθητική –φυσικά όχι πάντοτε με επιτυχία– και με περιεχόμενο, αλλά και με ήρωες, που λειτουργούν ως θετικά πρότυπα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Και η ανύπαρκτη, σήμερα, κριτική θεάτρου για παιδιά, θα μπορούσε να συμβάλλει με νηφαλιότητα, καλοπροαίρεση και επιστημονική αντικειμενικότητα, στη θετική εξέλιξη του είδους, σχολιάζοντας, παρατηρώντας και προτείνοντας ό,τι θετικό και αρνητικό –κατά τη γνώμη του κριτικού–, περιέχει μια θεατρική παράσταση (σε επίπεδο κειμένου, σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας, υποκριτικής, μουσικής επένδυσης, χορογραφίας κ.ο.κ.), με σκοπό τη βελτίωση του θεατρικού δρώμενου, από τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της παράστασης. 
Τα κυρίαρχα στοιχεία του κειμένου, τα οποία επέλεξε η δραματουργός, ως κοινωνικές και διαπροσωπικές αξίες είναι η αγάπη, η φιλία, ο αλτρουισμός, η αυτοθυσία, το γέλιο (ως θετική κοινωνικά και ενθαρρυντική συμπεριφορά).
Η Μηλιά, ως ρόλος, ενσαρκώθηκε με μεγάλη επιτυχία από την πρωταγωνίστρια της παράστασης, Έφη Καραγιάννη. Επιβλητική ως «δέντρο» και ως φυσική παρουσία, μ’ ένα συνεχές χαμόγελο στα χείλη της, με μια ενθουσιώδη, καλοδιάθετη και αλέγρα κίνηση και ζωηρό και πρόσχαρο ύφος, έμοιαζε να «διευθύνει» την «ορχήστρα», να «συντονίζει» τους υπόλοιπους ηθοποιούς επάνω στη σκηνή και να παίρνει πρωτοβουλίες στη διάδραση με την πλατεία. Αυτό, βέβαια, δεν είναι υποτιμητικό για τους συναδέλφους της, οι οποίοι ήταν εξίσου καλοί και αποδοτικοί στους ρόλους τους, ο συμπρωταγωνιστής Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, ως Αγόρι, ο οποίος ήταν πολύ ενθουσιώδης, κινητικός και δραστήριος ως νέος, φίλος της Μηλιάς, και τον οποίο αυτή όχι μόνο βοήθησε ως πραγματική φίλη του, αλλά τελικά αυτοθυσιάστηκε γι’ αυτόν και την ευτυχία του σε όλη τη ζωή τους. Αλλά, και σε όλες τις φάσεις της ωρίμανσης και ηλικιακής μεταβολής του ρόλου του, απέδειξε ότι έχει γνώση, εμπειρία και ταλέντο. Το Κορίτσι, ρόλο που ενσαρκώνει η θαυμάσια ηθοποιός Εύα Χριστοδούλου, συμβάλλει θετικά στην εξέλιξη και δράση του παραμυθιού, προσφέροντας –συμπληρωματικά θα έλεγα– στοιχεία. Όπως, φυσικά, και ο ταλαντούχος μουσικός και κιθαρίστας Υάκινθος Μάινας, ο οποίος παρεμβαίνει μουσικά και εντάσσεται στη δράση, περιφερειακά, χωρίς να ενσαρκώνει κάποιο βασικό ρόλο.   
Πρέπει να επισημάνουμε ότι για την επιτυχία της παράστασης συνέβαλαν τα απλά και λειτουργικά σκηνικά και παραμυθιακά κοστούμια του Χάρη Σεπεντζή, η διδασκαλία της κινησιολογίας των ηθοποιών από τον βετεράνο και πολύ ταλαντούχο χορευτή, ηθοποιό και σκηνοθέτη Σίμωνα Πάτροκλο και τη μουσική διδασκαλία της Ζωής Σολδάτου.


Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ερευνητής/Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά –
Κριτικός Θεάτρου για παιδιά –
Συγγραφέας



Υπέροχη Θεατρική Παράσταση
στο Ζωγράφειο
από τη Θεατρική Σκηνή «Αναγέννησις» Ακράτας Αχαΐας
με την κωμωδία του Ζωρζ Φεϊντό «Ράφτης κυριών»

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης,
Κριτικός Θεάτρου –
Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά

Κατάμεστη από κόσμο η αίθουσα εκδηλώσεων «Δημήτρης Φραγκόπουλος» του Ζωγραφείου Λυκείου το βράδυ του Σαββάτου για τη θεατρική παράσταση που έδωσε με επιτυχία ο ερασιτεχνικός θίασος «Αναγέννησις» από την Ακράτα του νομού Αχαΐας, της Πελοποννήσου.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με χαιρετισμό του Διευθυντή του Ζωγραφείου Λυκείου, κ. Γιάννη Θ. Δερμιτζόγλου. Ο λόγος του μεστός και ζεστός, όπως πάντοτε, μετέδωσε συναισθηματική φόρτιση στους παρευρισκομένους θεατές της παράστασης, αλλά και στους παλιούς μαθητές του σχολείου, ενήλικες πλέον, που έχουν τελειώσει το Ζωγράφειο εδώ και 40, 50 και 60 χρόνια. Στο τέλος της παράστασης, μάλιστα, τους κάλεσε ν’ ανεβούν στη σκηνή και να φωτογραφηθούν αναμνηστικά μαζί με το θίασο και όλους τους συντελεστές της παράστασης.
Το έργο που παραστάθηκε ήταν κωμωδία: «Ράφτης κυριών» του γάλλου δραματουργού Ζωρζ Φεϊντό, γραμμένο στα 1887. Φάρσα ή καλύτερα βοντβίλ, όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο υπέροχο αισθητικά πρόγραμμα του θιάσου, «ένα θεατρικό είδος που γνώρισε μεγάλη δημοφιλία στις ΗΠΑ και στον Καναδά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.» Βέβαια, ο Φεϊντό έδωσε μια άλλη διάσταση στο θεατρικό αυτό είδος, δημιουργώντας πιο δυνατούς και σπινθηροβόλους χαρακτήρες, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να έχουν τη δυνατότητα ν’ αποδίδουν σατιρική και σαρκαστική διάθεση στον κάθε ρόλο. Εδώ, ο Φεϊντό καυτηριάζει την αστική τάξη του τέλους του 19ου αι. Τα αδιάκοπα ψέματα των ηρώων, για να σκεπαστεί η αλήθεια, η υποκρισία τους, οι δήθεν καλές συναισθηματικές και οικογενειακές σχέσεις, οι πικάντικες σκηνές, είναι εξόφθαλμα στοιχεία, που δεν μπορούν να κρύψουν την αλλοτρίωση των ανθρωπίνων σχέσεων, ακόμη και μέχρι σήμερα. Η παράσταση προβληματίζει το θεατή και «μαστιγώνει» κάθε υποκριτή, αν και ο κάθε «κατεργάρης του είδους» νιώθει αρκετά βολικά στην καρέκλα της πλατείας του θεάτρου, αφού μαθαίνει και αντιλαμβάνεται ότι αυτά συνέβαιναν ανέκαθεν, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με «φανταστικές» θεατρικές καταστάσεις και ότι ο ίδιος, τελικά, δεν κινδυνεύει ν’ αποκαλυφθεί, αν είναι ένοχος, βρισκόμενος στην παράσταση με ή χωρίς τη σύζυγό του…
Ο Ζεράρ Μουλινό, που προσπαθεί τουλάχιστο να απατήσει τη σύζυγό του Υβόν με τη Σουζάν σύζυγο του Ωμπέν, ο οποίος με τη σειρά του την απατά με την Ρόζα, σύζυγο του Μπασινέ, συνθέτουν ένα κωμικοτραγικό σκηνικό ερωτοτροπιών και υποκρισίας, με αρωγούς ή εμπλεκόμενα πρόσωπα στις καταστάσεις και στα απροσδόκητα επεισόδια: την πεθερά του Μουλινό, κ. Αιγκρεβίλ, τον πανούργο μπάτλερ του ζεύγους Μολινό, Ετιέν και την πελάτισσα μοντέρνων ενδυμάτων, Πομπινέτ.   
Το σκηνικό, με την κλασική ξυλοκατασκευή, με τα δήθεν δωμάτια και τις ανύπαρκτες πόρτες είναι στοιχεία της φάρσας, που δημιουργούν την αίσθηση της εισόδου στο χώρο, την αναμονή κάποιου σ’ ένα δωμάτιο, εμπεριέχουν όμως και συμβολικά στοιχεία εισόδου στο γέλιο, στο απρόοπτο, στο ανεπάντεχο.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης κ. Πάνος Βασιλόπουλος διαθέτει ικανότητες, ιδιαίτερα στην εκφραστικότητα του προσώπου, στην κινησιολογία των ηθοποιών και στο «πάγωμα εικόνας», δίνοντας ιδιαίτερο χρώμα στην παράσταση. Καθοδήγησε με επιτυχία τους ηθοποιούς, ώστε ν’ αποδώσουν ικανοποιητικά τους ρόλους τους. Όλοι απέδωσαν μ’ επιτυχία τους αντίστοιχους χαρακτήρες, σκορπώντας γέλιο και γενικά εύθυμο κλίμα στους θεατές.
Και οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν συντονισμένοι στο επιτυχημένο παζλ της παράστασης.
Αναφέρουμε τους ηθοποιούς (κατά σειρά εμφάνισής τους): κ. Αντρέας Διαμαντόπουλος (Ετιέν), εξαιρετικός, κ. Εύα Πέτρου (Υβόν), καλή, κ. Γιάννης Μαλαβέτας (Μουλινό), έκλεψε την παράσταση, με εκφραστικά στοιχεία του Λουί ντε Φινές, κ. Φάνης Πετρόπουλος (Μπασινό), πολύ καλός, θυμίζοντας Θανάση Βέγγο και τον ‘Ολιβερ Χάρντι (Λιγνό), κ. Μαρία Καρρά (Κα Αιγκρεβίλ), πολύ καλή, κ. Μάρη Παπαγεωργοπούλου (Σουζάν), αρκετά καλή, κ. Χρήστος Ασημακόπουλος (Ωμπέν), καλός, κ. Κατερίνα Τσάκωνα (Πομπινέτ), καλή και κ. Ειρήνη Μιχαλάκη (Ρόζα), καλή.
Τα σκηνικά-κουστούμια ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της παράστασης, η μουσική επιμέλεια των κ.κ. Πάνου Βασιλόπουλου και Θανάση Τόλιου ήταν ικανοποιητική, το ίδιο και οι φωτισμοί του κ. Αντρέα Σακελλαρίου.
Αξίζουν συγχαρητήρια στο Ζωγράφειο Λύκειο και ιδιαίτερα στον άξιο διευθυντή του, άνθρωπο του θεάτρου και ο ίδιος, κ. Γιάννη Δερμιτζόγλου, που έδωσαν την ευκαιρία στην Ομογένεια της Πόλης ν’ απολαύσει αυτή τη σπαρταριστή φαρσοκωμωδία.
Σημειώνουμε εδώ ότι το έργο αυτό, απ’ ότι μας πληροφορεί η εφ. «Απογευματινή» της Κων/πολης (Ιδιοκτήτης-Διεθυντής: Κ.Ε. Βασιλειάδης) (φύλ 9.1.1951 και 8.2.1951), παραστάθηκε το διάστημα 15-18 Φεβρ, 1951 στην Πόλη και συγκεκριμένα στην αίθουσα του κινηματογράφου «Τσιτσέκ» στο Αρναούτκιοϊ, από ερασιτέχνες ηθοποιούς του Μορφωτικού Συλλόγου Μεγάλου Ρεύματος και πάλι από την ίδια εφημερίδα (17.3.1951) μαθαίνουμε ότι το έργο ξαναπαρουσιάστηκε από τον ίδιο ερασιτεχνικό θίασο, με οργάνωση του Φιλοπτώχου Σωματείου Τζιβαλίου, στην αίθουσα παραστάσεων της Μαρασλείου Σχολής, στο Φανάρι.
Μεταξύ Ζαππείου Λυκείου και «Αναγέννησης» ανταλλάχτηκαν πλήθος από αναμνηστικά δώρα και η βραδιά έκλεισε με πολλές φωτογραφίες.
Ευχόμαστε να συνεχιστούν οι θεατρικές παραστάσεις στο Ζάππειο Λύκειο, μια και η Ομογένεια - και όχι μόνο - έχει ανάγκη από κοινωνική θεατρική αγωγή και από αισθητική απόλαυση και γέλιο!

Κων/πολη 18.11.2017                                                                       Θαν. Ν. Καραγιάννης