Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Σχολικό Θέατρο και αστική ιδεολογία [1940-1949] 

 Ιστορική και θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα: 

Στη δεκαετία, στην οποία εστιάζει ο φακός της ιστορικής μας έρευνας για το Σχολικό Θέατρο και ειδικά για τη δραματουργική του παραγωγή, εξελίσσονται διεθνώς σημαντικά γεγονότα, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος «γεννήθηκε από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και στόχευε (σ.σ.: βασικά) (σ)τη συντριβή της Ε.Σ.Σ.Δ.», αλλά και γεγονότα στο εσωτερικό της χώρας μας, όπου η ωμή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων στα εσωτερικά μας πράγματα, είχε ως αποτέλεσμα τις εξελίξεις στα «Δεκεμβριανά» (3 Δεκ. 1944-5 Ιαν. 1945), τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρ. 1944), το συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), τη συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτ. 1944) και τον τριετή αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Στην Κατοχή (1941-1944) η νεολαία υπέστη τα πάνδεινα: πείνα και κακουχίες (το Χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν από την πείνα 60.000 παιδιά και από το διαρκή υποσιτισμό καταστράφηκε η υγεία 130.000 παιδιών) και ένα σημαντικό μέρος της υπέστη ορφάνια και εγκατάλειψη. Είναι φυσικό ότι ο πόλεμος και η Κατοχή επέδρασαν δυσμενώς και στην ψυχική υγεία των περισσότερων παιδιών, εκτός από αυτά που οργανωμένα συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, στις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν., με την πολιτική καθοδήγηση και την ηθική στήριξη και διαπαιδαγώγηση του Ε.Α.Μ. και της Π.Ε.Ε.Α. Ο παιδαγωγός Κώστας Καλαντζής σχολιάζει με έμφαση την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, επισημαίνοντας ότι «Εσταμάτησαν την κανονικήν εξέλιξιν του ψυχικού βίου των παιδιών, τα ωρίμασαν προώρως, επέδρασαν βλαπτικώς επί της συναισθηματικής ζωής των, εκλόνισαν την προσωπικότητά των και έθεσαν εν κινδύνω τον ηθικόν των κόσμον. Αντιθέτως ένα μέρος της νεολαίας, το οποίον έλαβε μέρος εις τον Αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως, εξέφυγε την καταστρεπτικήν αυτήν επίδρασιν και διέπλασσε νέαν ηθικήν, της θυσίας, της αλληλεγγύης και της αγάπης προς την Πατρίδα.» Από την πρώτη στιγμή της κήρυξης του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, πολλοί καλλιτέχνες και ηθοποιοί έθεσαν εαυτόν στην Αντίσταση κατά του εισβολέως και στη συνέχεια κατά των κατακτητών της πατρίδας μας. Λογοτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, δραματουργοί, σκηνογράφοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. άνθρωποι του πνεύματος ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα κυρίως του Ε.Α.Μ. και της Ε.Π.Ο.Ν., οργανώθηκαν και πρόσφεραν πολλά στα δυστυχισμένα παιδιά της πολεμικής και κατοχικής περιόδου, αλλά και αργότερα κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο. Ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Νίκος Καρβούνης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεράσιμος Σταύρου, ο Νίκος Ακίλογλου, ο Αλέκος Ξένος, η Άννα Ξένου, ο Αλέξης Μυριαλής, η Αλέκα Μυριαλή, ο Άκης Σμυρναίος, ο Χάρης Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι στις εσχατιές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας συνέβαλαν καθοριστικά στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία των παιδιών, αλλά και στη συνειδητή και αποφασιστική τους μαχητική κοινωνική και αντιστασιακή τους δράση για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατία, αξιοπρέπεια, με αγωνιστική διάθεση και με ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όχι μόνο στον τομέα της Παιδικής Λογοτεχνίας , αλλά και του Παιδικού Θεάτρου και Κουκλοθεάτρου , της Μουσικής, της Εκπαίδευσης κ.ο.κ. Η οργανωτική δουλειά της Ε.Π.Ο.Ν. και των στελεχών και μελών της στάθηκε καθοριστική για την επιτυχία των εκπολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στην Κατοχή, αλλά και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Σημαντική ήταν η θεατρική δραστηριότητα του «Θεατρικού Ομίλου Ε.Π.Ο.Ν. Θεσσαλίας», του Βασίλη Ρώτα και των συνεργατών του, ηθοποιών, μουσικών, σκηνογράφων και μελών της Οργάνωσης και άλλων ΕΠΟΝίτικων θεατρικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη ιδεολογική πίστη των δημιουργών στα πατριωτικά, κοινωνικά και ταξικά ιδεώδη, δεν είχε κάποια σχέση με τις όποιες προσπάθειες και συγκεκριμένες επιλήψιμες κοινωνικές πρακτικές ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίοι, πολλοί απ’ αυτούς, ιδιοτελείς καθώς ήταν, ήθελαν «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο», δηλ. να προσφέρουν στα παιδιά κάποιο καλλιτεχνικό υλικό, συναισθηματικά και μόνο ορμώμενοι, αλλά υλικό ακίνδυνο και ανώδυνο για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους (δοσίλογους, προδότες, συνεργάτες και κάθε είδους «εθνικόφρονες», οι οποίοι επέδειξαν παντός είδους άνομες και ανήθικες δραστηριότητες κατά την εποχή της Κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου, σε βάρος του λαού μας και κυρίως κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης), και τελικά … οι ίδιοι στη συνέχεια βραβεύτηκαν μάλιστα από την πολιτεία γι’ αυτή την ιδιοτελή και μειοδοτική πατριωτικά συμπεριφορά τους. Έτσι, ορισμένοι απ’ αυτούς, χωρίς ν’ αγωνιστούν κατά του Φασισμού και Ναζισμού, κατά των κατοχικών δυνάμεων, κατά των κυβερνήσεων Γ. Τσολάκογλου και κάθε βασιλόφρονα και «εθνικόφρονα» προδότη της πατρίδας μας και συνεργάτη των κατακτητών, αργότερα κέρδισαν βραβεία και επαίνους από τις μετέπειτα «εθνικόφρονες» κυβερνήσεις και τους βασιλείς. Θ’ αναφερθώ μόνο σ’ ένα παράδειγμα, εντελώς ενδεικτικό: η Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή «θεία Λένα», η οποία έχει προσφέρει τόσα και τόσα λογοτεχνικά, θεατρικά και εγκυκλοπαιδικά κείμενα για παιδιά) κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιμελούνταν τις ραδιοφωνικές εκπομπές της «Θέατρο για παιδιά» και «Η ώρα του παιδιού», και μ’ αυτές πρόσφερε ψυχαγωγία στα παιδιά. Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, δεν παρουσίασε κάποια έστω στοιχειώδη αντιστασιακή δραστηριότητα, παρά μόνο επέδειξε ανεκτικότητα στους κατακτητές και συνεργάστηκε με τους συνεργάτες τους. Αργότερα, το 1965, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ο βασιλιάς της απένειμε το παράσημο του «Τάγματος της Ευποιίας», ενώ άλλοι άξιοι καλλιτέχνες συνάδελφοί της, αν και έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας, αν και άλλοι αγωνίστηκαν στην Εθνική μας Αντίσταση, αν και πρόσφεραν με την τέχνη τους ανυπολόγιστες υπηρεσίες στα παιδιά, στη νεολαία και στο λαό μας, κατά την ίδια περίοδο, εντούτοις δεν έτυχαν παρόμοιων διακρίσεων. Και όσοι απ’ αυτούς επέζησαν, όχι μόνο δεν πήραν βραβεία και παράσημα από το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, αλλά αντιθέτως εξορίστηκαν και βασανίστηκαν και τοιουτοτρόπως «αμείφθηκαν» … για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην πατρίδα. Θεματολογικές προσεγγίσεις: Η θεματολογία της Δραματουργίας για παιδιά, την περίοδο που εξετάζουμε, ήταν ποικίλη, και κυρίως κάλυπτε τις ανάγκες των σχολικών γιορτών : της 25ης Μαρτίου 1821, της 28ης Οκτωβρίου 1940 (από το 1944 και μετά), των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, των Αποκριών, της Μητέρας και των εξετάσεων. Οι δραματουργοί, όμως, του Σχολικού Θεάτρου, επικέντρωναν την παραγωγή τους και σε άλλα θέματα, όπως: στην Ελληνική Μυθολογία, τη λαϊκή μας παράδοση, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και σε άλλα κοινωνικά, θρησκευτικά και φυσιολατρικά θέματα. Ιδεολογικές επισημάνσεις: Μια παράμετρος του αστικού ιδεολογικού φάσματος ήταν η θρησκοληψία και η καλλιέργεια της μεταφυσικής σκέψης των παιδιών. Ο ορθολογισμός, η απλή λογική σκέψη και πόσο μάλλον η επιστημονική σκέψη και γνώση απουσιάζουν και δεν αποτελούν στόχους από παιδαγωγική άποψη στους θεατρικούς διαλόγους και κατά την εξέλιξη του μύθου. Αναφέρω ένα παράδειγμα: Η Λίζα Π. Τζουνάκου, στο βιβλίο της Το ανταρτόπληκτο (Πειραιεύς 1949) και συγκεκριμένα στο κείμενο «Τα παιδιά μας στο 1942. Μονόπρακτο δραματάκι για τα σχολεία», αναφέρεται στο βαρύ χειμώνα του 1942 της Κατοχής. Η μάνα Αννιώ συζητά με τα μικρά παιδιά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα για την πείνα. Κι ενώ εκείνα επικρίνουν το θεό για την απονιά του, η μάνα τούς απαντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγαπά και τον φροντίζει, τον λυπάται. Μα αυτό που μας κάνει σήμερα είναι τιμωρία, γιατί δεν τον ακούμε. Η καταστροφή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, γιατί έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό έστειλε τους Γερμανούς και μας τιμωρούν, γι’ αυτό χρειάζεται, καλά μου παιδιά, υπομονή. Κι’ αν είσθε καλά παιδιά πάλι θαρθούν καλές μέρες.», και παρακάτω, ενώ προσεύχεται: «[…] Εσύ γλυκειά μου Παρθένα, εσύ λυπήσου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμωρείς. Αρκετά υποφέρει. Λυπήσου, σα μάννα πούσαι, τουλάχιστον αυτά τα φτωχά παιδάκια. Τι φταίνε τα κακόμοιρα, που κάθε μέρα πληρώνουνε, με τη ζωούλα και την υγεία τους, την κακία πούχουν οι μεγάλοι αναμεταξύ τους.» Είναι σαφής η αντι-διαλεκτική σκέψη, η ηθικοπλαστική και θεοκεντρική αντίληψη και ιδεολογία της συγγραφέα, η οποία δεν αγγίζει καν θέματα, από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη, όπως: ο ναζισμός και τα εγκλήματά του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Εθνική Αντίσταση κ.ά., αλλά αντιθέτως καλλιεργεί στα μικρά παιδιά: α) τη μοιρολατρία, β) την ιδεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων –χωρίς τουλάχιστο ν’ αναφέρει έστω μια λογική σκέψη–, γ) τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τις αιτίες του πολέμου και των φρικτών συνεπειών του και δ) δεν προσπαθεί να τα πείσει, παίζοντας τον προσήκοντα παιδαγωγικό ρόλο της ως μάνα, και τον κοινωνικό ρόλο της ως άνθρωπος, για την αναγκαιότητα αντίστασης σε αυτούς που σκόρπισαν το θάνατο και τις καταστροφές σε εκατομμύρια ανθρώπους, στη φύση και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε αυτούς που τους σκλάβωσαν και που αποτελούν την αιτία για την πείνα και το θάνατο του λαού μας και των άλλων λαών. Τοιουτοτρόπως, θα έδινε στα παιδιά της επιχειρήματα για να κατανοήσουν το μέγεθος της αδικίας, της εγκληματικότητας, της ανηθικότητας, της διεθνούς παράνομης τρομοκρατίας των ναζιστών και φασιστών του Άξονα κ.ο.κ. Η αστική αντικομμουνιστική ιδεολογική προπαγάνδα και υστερία είναι μια άλλη πλευρά της θεματολογίας του Σχολικού Θεάτρου, την οποία συναντούμε ιδιαίτερα στα έργα της περιόδου του Εμφύλιου πολέμου. Μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών είχαν γαλουχηθεί στη βασική και στην ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση, στην οικογένειά τους, αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, με τα νάματα του τρίπτυχου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενός συνθήματος του οποίου οι ρίζες, όπως μας πληροφορεί η Έφη Γαζή, βρίσκονται στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1880-1930. Θ’ αναφερθώ μόνο σε ορισμένες σχετικές περιπτώσεις έργων του Σχολικού Θεάτρου : Ο Δημήτριος Αντ. Σαμαράς, Διευθυντής του 12ου Δημ. Σχολείου Α΄ Περιφ. Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε στα 1949 το βιβλίο του Νάουσα, στο οποίο συμπεριέλαβε το έργο «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις». Ένα μισαλλόδοξο έργο, μ’ εθνικιστικό και όχι πατριωτικό πνεύμα, με θρησκόληπτη και όχι θρησκευτική αντίληψη, με το οποίο φιλοδοξούσε να διαποτίσει τις ψυχές των μικρών παιδιών με μίσος για τους Σλάβους, «τα κόκκινα τσακάλια», που «πήραν οι κακούργοι τα παιδιά για να πουλήσουν την ψυχή τους στον Σατανά», «που αυτοί οι κακούργοι τα μάζεψαν και τα πήγαν στις σλαβικές χώρες», που προσπαθούν «τα Ελληνόπουλα αυτά, πολύ δύσκολα και με πολλά βασανιστήρια να κατορθώσουν να τα κάμουν σαν τα μούτρα τους». Ο δημοδιδάσκαλος, ένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου, με οργίλο ύφος λέει: «Οι κακούργοι ορφάνεψαν χιλιάδες ελληνόπουλα και χιλιάδες γονείς τούς πήραν τα παιδιά τους! Άτιμοι Σλάβοι, ’κείνο που χρόνια επιθυμούσατε, να αφανίσετε την ελληνική φυλή πάτε να το επιτύχετε, ως ένα βαθμό, με τα ελληνόφωνα όργανά σας», υπονοώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το Κ.Κ.Ε. Και συνεχίζει: «Οι συμμορίτες σαν τους πεινασμένους λύκους τώρα, σε μικρές ομάδες χωρισμένοι μπαίνουν στα χωριά, για να αρπάξουν τρόφιμα και να σπείρουν τον τρόμο, την καταστροφή και το θάνατο. Οι τυφλοί! Οι αφιονισμένοι απ’ την εθνοκτόνο προπαγάνδα των Σλάβων, δεν βλέπουν πως φθίνει η φυλή μας κάθε μέρα! Οι κανίβαλλοι! Ελληνίδων μανάδων παιδιά οι ίδιοι, ροφούν το αίμα της μεγάλης τους μάνας, της Ελλάδας.» Και η σύζυγος του δασκάλου εκθειάζει τις Παιδουπόλεις και την εμπνεύστριά τους την «καλή» Γερμανίδα, πρώην δραστήριο μέλος της ναζιστικής χιτλερικής νεολαίας, βασίλισσα Φρειδερίκη, που «όλα τα παιδιά την αγαπούνε σαν νάναι μητέρα τους και τη λατρεύουνε σαν αγία.»: «Αυτά τα καημένα έχασαν τον πατέρα και τη μάνα τους. Τους σκότωσαν οι αγριάνθρωποι, μα βρήκαν μια πονετική μάνα, την Βασίλισσά μας, που τα συμμάζεψε και τα φροντίζει τόσο, που ξεχνούν τον πόνο της ορφάνιας.» Η αστική προπαγάνδα, προσπαθούσε να μπολιάσει τον αντικομμουνισμό στις ψυχές των μαθητών των Δημ. Σχολείων, ασύστολα και με αντι-δεοντολογικό και αντι-επιστημονικό τρόπο. Ουσιαστικά, προσπαθούσε να μη μάθουν ποτέ τα παιδιά και οι γονείς τους την αλήθεια για τη φιλοξενία, τη στοργή και τη θαλπωρή που δέχτηκαν χιλιάδες παιδιά στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επιδίωκε να δυσφημιστούν οι Λαϊκές Δημοκρατίες και η συμβολή τους στο «παιδοσώσιμο» αυτών των 25.000, περίπου, παιδιών, τα οποία στάλθηκαν εκεί μετά από πρόταση των λαϊκών συμβουλίων της χώρας μας, από σχετικό αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και με αποδοχή από τις εκεί κυβερνήσεις ν’ αναλάβουν όλα τα έξοδα για την αποκατάσταση της διαταραγμένης από τον πόλεμο ψυχικής υγείας των παιδιών, την υγιεινή διαβίωσή τους και τη μόρφωσή τους. Επίσης, η ντόπια αστική πολιτική ηγεσία και ο ξένος παράγοντας ήθελαν να μη μάθουν ποτέ οι Έλληνες τη φασιστική προπαγάνδα και αυταρχική συμπεριφορά που δέχονταν όσα παιδιά, ιδίως φυλακισθέντων, εξορισθέντων, πολιτικών προσφύγων και εκτελεσθέντων κομμουνιστών, κλείστηκαν στις επονομαζόμενες ψευδεπίγραφα «Παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, στα επί της ουσίας «παιδικά γκέτο», «φασιστικά κάτεργα», «στρατόπεδα-αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια». Θ’ αναφερθώ και σ’ ένα άλλο έργο της ίδιας θεματολογίας, το οποίο διακατέχεται, επίσης, από μισαλλοδοξία, αντικομμουνισμό και φιλοβασιλική προπαγάνδα. Πρόκειται για το θεατρικό κείμενο του Βασιλείου Παπαευθυμίου, «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς» (απ’ το βιβλίο του, Το Σχολείο μας γιορτάζει, Αθήναι 1949). Ο δραματουργός σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου: «[…] πιστεύω ακόμα πως δίνω ένα βιβλίο μορφωτικό και ψυχαγωγικό για τον μαθητή πρώτα και για κάθε Έλληνα ύστερα». Και ασφαλώς ευνοούσε η εποχή για να θεωρείται ένα έργο του Σχολικού Θεάτρου ως «μορφωτικό», όταν αυτό υμνούσε τη βασιλεία και μπόλιαζε στις ψυχές των παιδιών την απέχθεια στον κομμουνισμό. Είναι το μοναδικό βιβλίο, στο οποίο συνάντησα την εξής θεματολογική κατηγορία έργων του Σχολικού Θεάτρου: «Από τον αντικομμουνιστικό αγώνα». Ο δραματουργός σημειώνει, επίσης, πληροφοριακά τα εξής: «Το σκετς λαμβάνει χώραν στην Αγία Μαρίνα της Ηπείρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυοκομμουνισταί», δίνοντας σαφές ιδεολογικό στίγμα. Η υπόθεση σχετίζεται με το «Χορό του Ζαλόγγου», προσομοιάζοντας εκείνη την ηρωική πράξη αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, με την τωρινή πράξη κάποιων Ηπειρωτισσών, οι οποίες πέφτουν από το βράχο και σκοτώνονται για να σωθούν από τους «κατσαπλιάδες», ελπίζοντας ότι θα μεταμορφωθούν πεθαίνοντας σε σειρήνες της θάλασσας και θα ρωτούν τους καραβοκύρηδες, όπως περίπου ρωτούσε η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου: «Ζη η Ελλάδα μας παιδιά;» και θα τους απαντούν «Ναι! ζει και μεγαλώνει!» Και θα ξαναρωτούν: «Ζη ο Παύλος Βασιλιάς;» και θ’ απαντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!». Το παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα έβγαινε έμμεσα και με αβίαστο τρόπο: καλύτερα βασιλιά, παρά κομμουνισμό…! ή κάπως έτσι… Ο συγγραφέας εκφράζεται ως «ακραιφνής βασιλόφρων» και με στιχουργικό τρόπο, στην αρχή του βιβλίου, με τη δημοσίευση «εμπνευσμένων καλλιτεχνικών» στίχων του με τίτλο: «Ύμνος εις την Α.Μ. την Βασίλισσαν Φρειδερίκην», οι οποίοι βρίσκονται μελοποιημένοι σε παρτιτούρα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Αντιγράφω μερικούς, απ’ αυτούς, τους οποίους υποθέτω ότι τραγουδούσαν κάποιοι μαθητές σε ορισμένα σχολεία, ώστε οι φιλόμουσοι βασιλόφρονες διδάσκαλοί τους να δώσουν και μ’ αυτό τον τρόπο τα διαπιστευτήριά τους στους προϊσταμένους τους, στη Βασίλισσά τους και στην Εθνική τους Κυβέρνηση: «Εσύ Μεγάλη Εστιάδα, / στον ιερό μας το βωμό / με της ψυχής σου την λαμπάδα / κράτα τον ιερό πυρσό. / Κι’ οδήγα μας, Βασίλισσά μας, / σε πιο μεγάλα ιδανικά / για να γεννούν τα δάκρυά μας / του Θρόνου σου τα πιο λαμπρά / διαμάντια αγάπης του Λαού μας / να τον κοσμούν παντοτεινά / και σκόρπιζέ μας τη χαρά / με χέρια πάντα στοργικά.» Και το ρεφραίν: «Μάγισσα είσαι, Ρήγισσα, / με το χρυσό ραβδί σου / ξέρεις να γειάνης τις πληγές, / τους πόνους να γιατρεύης, / ξέρεις να βασιλεύης.» Επίσης, ο Ν. Φατσέας, στο βιβλίο του Θεατρικά σκετς (πατριωτικά και κωμικά) (Αθήναι 1948), συμπεριέλαβε το αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό έργο του «Ελληνικό προσκλητήριο», όπου στα πλαίσια του πατριωτικού πνεύματος, που όταν ο συγγραφέας υπερβάλλει, μετατρέπεται σε εθνικιστικό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν για πολλές δεκαετίες στη Σχολική Δραματουργία. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο «Η Ελλάς» προσκαλεί όλα τα παιδιά της ν’ αγωνιστούν ενάντια στους «συμμορίτες», για να σωθεί η πατρίδα μας. Λέει ο «Αεροπόρος»: «γιατί με τον ατσάλινο δικό σας ανδρισμό / εσείς θα ξεκληρίσετε τον συμμοριτισμό.» Και ο «Στρατιώτης» λέει στη «Β. Ήπειρο»: «Θα ξαναρθής ολόκληρη πάλι στην αγκαλιά μας / και θάχης για κορώνα σου τον Παύλο Βασιλιά μας.» Επίλογος: Ιδεολογικές αποχρώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες υπάρχουν ανά τους αιώνες, ενταγμένες στο φιλοσοφικό δίπολο ιδεαλισμός/υλισμός επικρατούσαν και στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1940-1949. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις γενικότερα είχαν κατά την περίοδο εκείνη ως αποτέλεσμα ακόμη και την ένοπλη έκβασή τους κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ως επικρατούσα ιδεολογία όμως ο ιδεαλισμός, είχε παραχθεί, επιβληθεί και διοχετευθεί μέσα από πολιτικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά κανάλια, με όπλα την αστική προπαγάνδα, και με επιπλέον θεσμούς όπως ήταν η εκκλησία, ο τύπος και ο στρατός. Το ιδεολογικό τρίπτυχο της «πιο διαδεδομένης “συνθηματικής φράσης” της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»: «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», είχε ριζώσει βαθιά στη συνείδηση των παιδιών από την καθεστωτική ιδεολογία, είχε επιβληθεί και νομοθετικά, ώστε κανένας να μην μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή της ή να μην έχει την ευχέρεια να την αμφισβητήσει, ιδίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι «μεταλαμπαδευτές των αιώνιων ιδεαλιστικών αξιών»…, οι εκπαιδευτικοί. Η δε τρομοκρατία που ασκήθηκε είτε νομοθετικά είτε με τα όπλα, τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες, κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, είχε ως αποτέλεσμα το φόβο, τη σύμπραξη με τον «δυνατό δυνάστη», Έλληνα ή ιμπεριαλιστή εισβολέα, με έμπρακτη πρακτική: την ανοχή, τη σιωπή και τον «ιδεολογικό παπαγαλισμό», «για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους» πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί. Το Σχολικό Θέατρο δεν ήταν δυνατό ν’ αποφύγει το σφιχτό ιδεολογικό εναγκαλισμό της αστικής προπαγάνδας στην ποικίλη θεματολογία της δραματουργίας που παρήχθη κατά την ενλόγω δεκαετία. Εκείνο, που ξέφυγε από τον κλοιό ήταν ως ένα βαθμό το Παιδικό, το Ερασιτεχνικό και το Λαϊκό Θέατρο, κυρίως αυτό που δημιουργήθηκε από αριστερούς δραματουργούς, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όπως ήταν οι: Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μιχάλης Παπαμαύρος, Γεράσιμος Σταύρου, Νίκος Ακίλογλου, Χάρης Σακελλαρίου, Στρατής Π. Παπαδάκης κ.ά. Η θεματολογία της δραματουργίας τους ήταν συνυφασμένη με την αριστερή και σοσιαλιστική ιδεολογία και με κοινωνικές αξίες, όπως: η εθνική ανεξαρτησία, η ειρήνη, η λευτεριά, ο πατριωτισμός, η λαοκρατία, η αυτοθυσία, η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια, το αγέρωχο και ασυμβίβαστο του χαρακτήρα κ.ά., δίνοντας μέσα από τα θεατρικά κείμενά τους για παιδιά, ακόμη και στο Κουκλοθέατρο και στο Λαϊκό Θέατρο Σκιών, ισχυρά ραπίσματα, στους δοσίλογους προδότες συνεργάτες των ναζιστών και φασιστών κατακτητών, στους συμβιβασμένους ποταπούς κουκουλοφόρους Γερμανοτσολιάδες, στους ιδιοτελείς μαυραγορίτες, στους αδίστακτους δολοφόνους και τρομοκράτες Χίτες και άλλους παρακρατικούς. Αυτοί ήταν εκείνοι που με την ανοχή του νόμου και την οργανωμένη συμβολή της αστυνομίας και του στρατού, κάτω από τις εντολές και τη συνεργασία των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών Άγγλων και Αμερικανών αφεντικών τους, έδωσαν συνέχεια μετά την Κατοχή στην αστική ιδεολογική προπαγάνδα και στη βίαιη επιβολή των «αστικών αξιών», γεγονός που επηρέαζε έμμεσα –πλην σαφώς άμεσα– την εκπαιδευτική πολιτική, την ιδεολογική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και το Σχολικό Θέατρο. Και … η έρευνα συνεχίζεται!


Θανάση Ν. Καραγιάννη

ΣΧΟΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (1871-1974)
ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ &
ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ
[140 Κείμενα με αισθητικό, ιστορικό, παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο]

Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2013, σσ. 384

Μόλις κυκλοφόρησε ένα πρωτότυπο βιβλίο έρευνας για το Σχολικό Θέατρο από το σημαντικό ερευνητή του χώρου αυτού, Θανάση Ν. Καραγιάννη. Τίτλος και θέμα του: ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ & ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ.  Ο δημιουργός του βιβλίου έχει συγκεντρώσει προλόγους από εκδόσεις σχολικού θεάτρου, από το 1871 μέχρι το 1974. Αναδημοσιεύονται 140 κείμενα που έχουν γράψει στις εισαγωγές των βιβλίων τους με θεατρικά έργα, σκέτς και ποιήματα για σχολικές γιορτές οι συγγραφείς τους, οι οποίοι είναι συνήθως εκπαιδευτικοί-συγγραφείς.
Τα κείμενα έχουν αισθητική, ιστορική, παιδαγωγική και εκπαιδευτική διάσταση και δίνουν στο σημερινό τους αναγνώστη πάμπολλα στοιχεία για τη μελέτη του σχολικού θεάτρου από τον 19ο αιώνα μέχρι και το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974).
Είναι ένα έργο αναφοράς για την ιστορία του σχολικού θεάτρου στην Ελλάδα, οπωσδήποτε αναγκαίο να μελετηθεί από φοιτητές Παιδαγωγικών Σχολών και από εκπαιδευτικούς που έχουν έφεση προς το παιδικό-σχολικό θέατρο και οργανώνουν σχολικές εορτές στα σχολεία τους. Αλλά είναι εξίσου σημαντικό και για τους φοιτητές των Σχολών Θεατρικών Σπουδών και για τους επαγγελματίες θιασάρχες που ανεβάζουν παραστάσεις για το παιδικό κοινό.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε έξι ενότητες με ιστορική οριοθέτηση (Τέλος του 19ου αι. 1871-1895 - Πρώτες απόπειρες 1896-1921 - Μεσοπόλεμος 1922-1939 - Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος 1940-1949 - Μεταπολεμική περίοδος 1950-1966 - Δικτατορία 1967-1974). Ως άριστη και συνεπής ερευνητική εργασία έχει στο τέλος ένα πολύτιμο ευρετήριο ονομάτων, ενώ στις εσωτερικές σελίδες έχουν ανατυπωθεί σπανιότατα δυσεύρετα εξώφυλλα βιβλίων με θεατρικά έργα για σχολικές γιορτές.
Το βιβλίο προλογίζουν οι καθηγητές πανεπιστημίων Αθηνών και Θράκης, κ.κ. Κυριακή Πετράκου και Σίμος Παπαδόπουλος. Αξίζουν συγχαρητήρια στον ερευνητή κ. Θανάση Καραγιάννη για την αληθινά επίπονη και επίμοχθη μελέτη του.
Αναζητήστε το στις Εκδόσεις Πάραλος και στον ίδιο το συγγραφέα: Καπετανάκη 58 - Άγ. Δημήτριος, Τ.Κ. 173 42, ΑΘΗΝΑ (τηλ. 69 77 97 29 91)    
Δρ. Γιάννης Δ. Μπάρτζης
Πρ. Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Λογοτέχνης-Συγγραφέας 

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013



Μπέρτολτ Μπρεχτ

Θεατρικές παραστάσεις έργων του

«Τους ρόλους σας να μελετάτε
Ερευνώντας, έτοιμοι να μείνετε κατάπληκτοι
Χαρείτε για το νέο, για το παλιό ντραπείτε!»
Μπ. Μπρεχτ[1]

Στη θεατρική περίοδος 2012-2013 έγινε αρκετά εμφανής η επαναφορά στο προσκήνιο θεατρικών έργων του Μπρεχτ. Οκτώ θεατρικές παραστάσεις δεν είναι και λίγες. Άσχετα αν οι μισές δεν ήταν εμπορικές. Αυτέςβεκπορεύτηκαν με αφορμή το Επιστημονικό Συνέδριο της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο: «Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθούν» και είχαν μικρή διάρκεια.
Είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο επιχειρηματικός κόσμος του θεάματος «είχε βάλει στη ναφθαλίνη» το θεατρικό έργο του Μπρεχτ, ότι το αγνοούσε για δεκαετίες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (και στον τομέα του ερασιτεχνικού θεάτρου[2]), ότι δεν επιθυμούσε για πολιτικούς προφανώς λόγους (έστω για ιδεολογικούς) να παρουσιαστεί ενώπιον του κοινού; Από την άλλη μεριά, οι καλλιτέχνες νομίζω ότι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα πέρα από κάποιες προτάσεις. Οι σκηνοθέτες ίσως είχαν περισσότερη δυνατότητα να πείσουν τους παραγωγούς, αλλά μάλλον υποχωρούσαν, μη βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος …
Στην προκείμενη περίπτωση της τρέχουσας θεατρικής περιόδου, έχουμε τρεις μέτριες έως μεγάλες εμπορικές θεατρικές παραγωγές αξιώσεων και μία μικρότερη, πολύ αξιόλογη, αλλά άτυχη, μια και δεν πήγε μακριά στο χρόνο. Επίσης, μία αμιγής θεατρική παράσταση από την 24μελή θεατρική ομάδα του ΠΑΜΕ: «Τρόμος και αθλιότητα στο Γ΄ Ράιχ» (2.3.2013), μία μουσικο-θεατρική παράσταση από την ομάδα ΜΙΤΟΣ: «Το ρομάντζο της πεντάρας», εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπ. Μπρεχτ, σε μουσική Κουρτ Βάιλ από την «Όπερα της πεντάρας» (20.3.2013). Στο δεύτερο κύκλο εκδηλώσεων για τον «Μπρεχτ στο θέατρο και τη μουσική» εντάσσονται και δυο εκδηλώσεις με κάποια θεατρική δομή ή θεατρικά στοιχεία, όπως: η μουσικο-χορευτικο-θεατρική παράσταση «Ο Μαρξ και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα των μικροαστών» (15.2.2013), βασισμένη στο μπαλέτο των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ  (σκηνοθεσία-χορογραφία: Ίλια Κοντού, μουσική διεύθυνση: Νίνα Πατρικίδου) με συμμετοχή 36 νέων καλλιτεχνών και η μουσικο-θεατρική παράσταση «Γενιές σημαδεμένες» (20.4.2013), με κείμενα του Μπρεχτ (ποιήματα, τραγούδια, αποσπάσματα από θεατρικά έργα του) και μουσική του Τάσου Γκρους (σκηνοθεσία: Γιώργος Αντωνακάκης, ενορχήστρωση-μουσική εκτέλεση: συγκρότημα «ΚολλεκτίβΑ»), με συμμετοχή της Καλλιόπης Βέτα, Τάσου Γκρους, μιας πλειάδας τραγουδιστών και ηθοποιών και της παιδικής χορωδίας του Ελληνικού Ωδείου (παράρτημα Πειραιά) (διεύθυνση χορωδίας: Ανθή Γουρουντή). 
Οι παραπάνω παραστάσεις ανεβάστηκαν για μία και μοναδική φορά στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ στον Περισσό.
Επίσης, κατά την ίδια χρονική περίοδο, στο Δημοτικό Θέατρο Θέρμης Θεσσαλονίκης ανέβηκε η παράσταση του έργου «Η Όπερα της παρακμής» αλά Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία: Θεόφιλου Λάλου και Δώρας Σκαρλάτου, από την Ομάδα «Θεάτρου Όραμα», εμπνευσμένη από την «Όπερα της πεντάρας», με περιεχόμενο τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα.

Συγκεκριμένα:
Α. Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος Μάτι (μετάφραση: Οδυσσέας Νικάκης, σκηνοθεσία: Κώστας Καζάκος), Θέατρο «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ»,
Β. Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων (μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης),  Θέατρο «ΑΚΡΟΠΟΛ»,
Γ. Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (μετάφραση: Άννυ Θ. Κολτσιδοπούλου, δραματουργική επεξεργασία – επεξεργασία μετάφρασης – σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου), Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών,
Δ. Αυτός που λέει ΝΑΙ και Αυτός που λέει ΟΧΙ (μετάφραση: Αριάδνη Παπαγεωργίου, σκηνοθεσία: Σίμος Παπαδόπουλος), Θέατρο «ΑΛΚΜΗΝΗ» και σε σχολεία,
Ε. Ο Μαρξ και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα των μικροαστών
ΣΤ. Τρόμος και αθλιότητα στο Γ΄ Ράιχ
Ζ. Το ρομάντζο της πεντάρας

Τι θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος για τις αιτίες που ειδικά στο τρέχον χρονικό διάστημα συνετέλεσαν στην πληθώρα αυτή θεατρικών παραστάσεων έργων του Μπρεχτ;
Η διαπίστωση ότι η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και στην Αμερική στα 1929 έχει παρόμοια δομικά χαρακτηριστικά και παρόμοιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες με αυτές της σημερινής κρίσης του συστήματος και στη χώρα μας; Ότι η επικαιρότητα της θεματολογίας της μπρεχτικής δραματουργίας, θα συγκινούσε ιδιαίτερα το ελληνικό θεατρικό κοινό, το οποίο βιώνει τις συνέπειες της κρίσης;
Μάλλον, λοιπόν, η διαχρονικότητα των μπρεχτικών μηνυμάτων της δραματουργίας του αναδείχθηκαν στην παρούσα ιστορική φάση της ισχυρής κρίσης του καπιταλισμού, βοηθώντας τους θεατές να προβληματιστούν ανάλογα, με αμφίβολα, βέβαια, κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα…
Άρα, το εγχείρημα αυτό, όπως υπέθεσαν οι παραγωγοί, θα είχε εμπορική επιτυχία και δε θα έπρεπε να τους διαφύγει … Η αγορά στον καπιταλισμό μόνο με το εμπορικό κέρδος κινείται, ακόμη και στις μεσαίες επιχειρήσεις …
Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι δεν είχαν όλοι οι παραγωγοί μόνο οικονομικά κίνητρα. Για παράδειγμα το Θέατρο «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ» και ο Κώστας Καζάκος, οι οποίοι αποδεδειγμένα –εδώ και δεκαετίες– στην επιλογή του δραματολογίου τους θέτουν πρωταρχικά ιδεολογικούς στόχους, ταυτόσημους με εκείνους του Μπρεχτ. Επίσης, ο παιδαγωγός του Θεάτρου και λέκτορας του πανεπιστημίου Θράκης Σίμος Παπαδόπουλος, επιχειρώντας τη σκηνοθεσία μιας μικρής παραγωγής, επιδίωξε σαφώς παιδαγωγικούς στόχους (φυσικά και ιδεολογικούς), χωρίς βέβαια να έχει άλλες βλέψεις και δυνατότητες…
Δεν επιχειρώ δίκη προθέσεων, απλά προβληματίζομαι. Άλλωστε, όπως και να έχει το πράγμα, οι ενλόγω θεατρικές παραστάσεις ήταν ένα θετικό πολιτιστικό και πολιτικό γεγονός για την τρέχουσα θεατρική περίοδο.
Η Κ.Ε. του ΚΚΕ έχει λοιπόν προγραμματίσει διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο (25-26 Απριλίου 2013) με τίτλο: «Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθούν», με τη διεξαγωγή μιας πληθώρας προσυνεδριακών εκδηλώσεων με θέατρο, μουσική, όπερα, προβολή κινηματογραφικών έργων της σημαντικής αυτής διεθνώς φυσιογνωμίας, του κομμουνιστή καλλιτέχνη και διανοούμενου Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ήταν πολύ θετικό το γεγονός της διεξαγωγής ενός τέτοιου σημαντικού συνεδρίου, στο οποίο θα φωτιστούν επιστημονικά πολλές πλευρές του έργου του και θα μελετηθούν από το ευρύ κοινό των ενδιαφερομένων, μετά από την έκδοση των Πρακτικών του Συνεδρίου.
                                                                                                                                                       «ΟΡΕΣΤΗΣ»





[1]. «Ψάξε για το νέο και το παλιό» (1950), από την ενότητα «Ποιήματα για την τέχνη του θεάτρου ΙΙ», Βλ. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα (μετάφραση-πρόλογος: Νάντια Βαλαβάνη), Σύγχρονη Εποχή, 31989, σ. 289.
[2]. Κατά την προηγούμενη διετία:
Α. Στις 21.4.2011, ο «Σύνδεσμος Υποτρόφων» του «Κοινωφελούς Ιδρύματος Ωνάση», ανέβασε στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, στην Αθήνα, το έργο του Μπρεχτ «Αντιγόνη», σε σκηνοθεσία Νικόλα Μίχα.
Β. Το Γ΄ έτος της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Γ. Αρμένη, το 2011, ανέβασε 12 σκηνές από το έργο «Τρόμος και Αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ» (υποκριτική διδασκαλία-σκηνοθεσία: Γιώργος Αρμένης).
Γ. Στις 4.2.2012 το «Θέατρο Ζακύνθου» ανέβασε τηλεοπτικά, στο Ionian Channel, το έργο «Ιστορίες Αθλιότητας».
Δ. Κατά την περίοδο 2010-2011, στην Κόρινθο, η Ομάδα Θεάτρου-Κουκλοθεάτρου «ΞΙΦΟΣ» του Κέντρου Νέων Κορίνθου, ανέβασε με μαριονέτες και ηθοποιούς το έργο «Αυτός που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι».
Ε. Τον Ιούνιο 2012, η Δραματική Σχολή Πέτρας, ανέβασε στο Θέατρο Πέτρας Δ. Αττικής, το έργο «Μπρεχτ και Χίτλερ» (σύνθεση κειμένων: Μάριος Πλωρίτης).


Ως και η Πηνελόπη Δέλτα
στο μηχανισμό στήριξης του μνημονίου,
100 χρόνια μετά…!

Τάκης Τζαμαργιάς–Βαγγέλης Ραπτόπουλος[1]

«Παραμύθι χωρίς όνομα»

[Δραματοποίηση του ομώνυμου «φανταστικού μυθιστορήματος»[2]
της Πηνελόπης Δέλτα],

στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου



Ιδεολογικές συγγένειες στη σύγχρονη συγκυρία…  το μνημόνιο και οι θυσίες του λαού μας!

Οι Βαγγέλης Ραπτόπουλος και Τάκης Τζαμαργιάς είναι ικανοί και ευφυείς δραματουργοί/διασκευαστές. Η μεταφορά του πεζού λόγου σε θεατρική μορφή, η σκηνική οικονομία, τα υπέροχα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη, τα φανταχτερά κοστούμια της Κέννυ Μακλέλλαν, η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, οι χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και το βίντεο του Παν. Ράππα, προσδίνουν αίγλη στη συγκεκριμένη  θεατρική παράσταση για παιδιά. Τα καθηλώνουν στο κάθισμά τους, με διάπλατα τα πανέμορφα ολοζώντανα μάτια τους να ρουφάνε αισθητική απόλαυση. Η σκηνοθεσία του ακούραστου και ταλαντούχου παιδαγωγού Τάκη Τζαμαργιά είναι καταπληκτική. Πρόκειται για έναν υπέροχο θεατράνθρωπο, που με ό,τι καταπιάνεται, το φέρνει σε πέρας επιτυχώς. Ασφαλώς και ήταν γι’ αυτόν πρόκληση η πρόσκληση του κ. Χουβαρδά να σκηνοθετήσει παράσταση για παιδιά. Άλλωστε, ο ίδιος είναι θιασώτης της λογοτεχνικής δεινότητας της Π. Δέλτα για το συγκεκριμένο της μυθιστόρημα. Πού να σκεφτεί, όμως, τις απώτερες σκέψεις και βουλές του αξιοσέβαστου Εθνικού μας Θεάτρου; Να, όμως, που χρειάζεται να υποψιαζόμαστε, μερικές φορές, τις σκοπιμότητες της αστικής εξουσίας και των οργάνων της… Παραστάσεις ασφαλώς και μπορούν να γίνουν με φτωχότερα υλικά μέσα, από καλλιτέχνες, που έχουν βάλλει ως σκοπό της ζωής τους να κτίσουν και με τη βοήθεια της τέχνης τους μιαν άλλη κοινωνία, ειρηνική, δίκαιη, αταξική, σοσιαλιστική.
Τι γίνεται όμως με τη σκέψη και τον προβληματισμό των παιδιών/θεατών μιας παράστασης; Τι συμβαίνει με τα «ξαναζεσταμένα φαγητά», τα οποία όταν μαγειρεύτηκαν, η ανερχόμενη τότε «πεφωτισμένη» αστική τάξη έτσι τα ήθελε μαγειρεμένα; Τη βόλευε στα 1910. Ήταν αμέσως μετά το ταπεινωτικό 1897 και τα λάθη της μοναρχίας, που τάραξαν το φιλομοναρχισμό της Δέλτα, στάθηκαν αιτία να γράψει το Παραμύθι της. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο αλησμόνητος Χάρης Σακελλαρίου «(Η Δέλτα) μετέφερε τον όλο προβληματισμό στο προσωπικό επίπεδο και δεν είδε την πολιτειακή του διάσταση.»[3] Στην ίδια ρότα κινείται και το κείμενο των Τζαμαργιά-Ραπτόπουλου, σε αντίθεση με το Παραμύθι του Καμπανέλλη, που θέτει διάφορα πολιτικά ζητήματα, τα οποία στηρίζει με την καυστική του σάτιρα.
 Η Π. Δέλτα, βαθιά συντηρητικό άτομο, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, φιλοβασιλική και στη συνέχεια φιλοβενιζελική –μηδαμινές διαφορές μεταξύ βασιλιά Γεωργίου και Ελ. Βενιζέλου, αφού και οι δυο τους το αστικό σύστημα υπηρετούσαν με φανατισμό– ποιους συμβολισμούς επιχείρησε στο «Παραμύθι χωρίς όνομα»; Στο πρόσωπο του βασιλόπουλου έβλεπε τον Βενιζέλο, τον αγαπημένο της Ίωνα Δραγούμη ή κάποιον άλλο εθνικόφρονα εθνοσωτήρα αστό;
Η ίδια αρνείται κατηγορηματικά, σε επιστολή της προς τον Αλ. Δελμούζο, ότι ο «βασιλεύς Αστόχαστος» συμβολίζει τον βασιλιά Γεώργιο. Ο Δελμούζος κρίνει το έργο θετικά, το χαρακτηρίζει δε ως «αντι-Γεωργικώτατο και μαζί φιλοβασιλικώτατο», με αποτέλεσμα η Δέλτα να συμφωνήσει με το δεύτερο χαρακτηρισμό, αλλά ν’ αντιδράσει στην απαντητική επιστολή της, για τον πρώτο χαρακτηρισμό, ως εξής: «Το βρίσκετε “αντι-Γεωργικώτατο”, αν και φιλοβασιλικώτατο, και υποθέτετε πως σαν κυκλοφορήσει θα κατασχεθή. Και το έγραψε και η Ακρόπολις στο φύλλο της 16 Δεκεμβρίου: Ο βασιλεύς Αστόχαστος συμβολίζει άραγε στο Παραμύθι τον Βασιλέα Γεώργιον; Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι, όπως λέτε, είναι άδικο να φορτώνομε στον συνταγματικό μας Βασιλέα όλες τις δικές μας αμαρτίες∙ και είναι πρόστυχο και ανήθικο∙ όχι, σκοπός μου δεν ήταν καθόλου ν’ αγγίξω τη Βασιλεία. Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς, και το Βασιλόπουλο ο νέος Έλληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρη τη δύναμη ν’ αναγεννηθή, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον ένα και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες.»[4]

Συνέχεια της ιδεολογικής συνέπειας…

Όπως κάθε έργο τέχνης, έτσι και το «Παραμύθι χωρίς όνομα», φέρνει το ιδεολογικό του φορτίο, από το ιστορικό περιβάλλον, και τα συμφραζόμενα, μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Ο αείμνηστος Ιάκ. Καμπανέλλης πραγματώνει στα 1959 τη θεατρική μεταφορά του έργου και τη μετάλλαξή του σ’ ένα αντιπολεμικό παιάνα, ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, που πιάνει τον παλμό της ιστορικής περιόδου που γράφεται και εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία και μέσα στη δικτατορία, ξεσηκώνοντας τα πλήθη των θεατών σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Η σατιρική και ειρωνική πρόθεση του Καμπανέλλη είναι εμφανέστατη και πετυχημένη, σε αντίθεση με το κείμενο της Δέλτα, που το διακρίνει η σοβαρότητα, με κάποια άψυχη σατιρική χροιά. Γράφει ο Γ. Πεφάνης για το έργο του Καμπανέλλη: «τα χρώματα του έργου είναι παρμένα από τον πίνακα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και του ψυχροπολεμικού δυτικού κόσμου. Τα στοιχεία της μπρεχτικής αφήγησης και του επικού grotesque είναι εδώ εμφανή, διηθημένα όμως σε έναν παραμυθιακό ιστό, που αποπροσωποποιεί τα πολιτικά ιδανικά και υπονομεύει τα πολεμόχαρα ήθη.»[5]
Εδώ έχουμε μια κάποια ατόφια μεταφορά του θέματος, του ύφους και της ιδεολογίας του πρωτότυπου κειμένου σε θεατρική μορφή. Φυσικά οι δύο δραματουργοί έχουν αφαιρέσει ή παραλλάξει αρκετά σημεία του αφηγηματικού κειμένου της Δέλτα. Σε άλλα σημεία πρόσθεσαν ορισμένα σύγχρονα θέματα. Διατήρησαν βέβαια την παραμυθιακή του δομή και… προσπάθησαν να δώσουν στους συμβολισμούς και στις αλληγορικές του θέσεις κάποια διαφορετική υπόσταση, κοινωνική και πολιτική, πάντοτε όμως με παιδαγωγική ευαισθησία, βασισμένη σε επιστημονική γνώση. Και έφτασαν σ’ ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα, με την αξία των συντελεστών και των ηθοποιών. Πολύ σωστά ο Θόδ. Γραμματάς γράφει ότι «η σκηνοθεσία διέθετε αρετές μιας νεωτερικής απόδοσης του δραματικού κειμένου: δραματοποιημένη εικονοποίηση του αφηγηματικού λόγου που στηρίζεται στον υποκριτικό αυτοσχεδιασμό και το θεατρικό παιχνίδι, συμπύκνωση της δράσης και περιορισμό των περιγραφικών στοιχείων, εικαστική θεαματικότητα, αλλά και δραματική εκφραστικότητα, με βάση τους καλοδουλεμένους ηθοποιούς και το ομαδικό θέαμα.» 
Το σύγχρονο δραματοποιημένο κείμενο προσαρμόζεται στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Διαθέτει οικολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα, φαινομενικά χρήσιμα για τα παιδιά, όμως, όπως πάντοτε ενταγμένα μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ιδεολογίας. Δηλαδή, τίποτα να μην ενοχλεί τον ιδεολογικό πυρήνα του συστήματος, αλλά ούτε και να τον αμφισβητεί. Άλλωστε, το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, 100 χρόνια μετά, έρχεται «γάντι» στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που επιλέχτηκε από το Εθνικό μας Θέατρο, που δεν έχω αντιληφθεί να αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική και κομματική γραμμή… Στα παιδιά και στη νεολαία, γενικότερα, όμως, περνούν όλα στο υποσυνείδητο εύκολα, κατά τη διαπαιδαγώγηση που επιθυμεί η αστική τάξη να τους επιβάλλει, μέσα από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της (σχολείο, εκκλησία, στρατός, τέχνη, θέατρο κ.ο.κ.) Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Ο Καμπανέλλης απευθύνεται σε ενηλίκους, που διαθέτουν γνώση, εμπειρίες και κρίση. Δεν είναι το ίδιο. Τα παιδιά στερούνται όλα τα παραπάνω, διακατέχονται μόνο από συναισθήματα και ακολουθούν άκριτα τα πρότυπα. Στο υποσυνείδητό τους, όμως ριζώνουν βαθιά και ανεξίτηλα όσα η οικογενειακή, σχολική και κοινωνική αγωγή τους προσφέρει με λόγια, παραδείγματα και ενγένει με βιωματικές καταστάσεις.
Εδώ, οι συμβολισμοί στους χαρακτήρες του έργου –και που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα– είναι εμφανείς, για όσους ξέρουν και θέλουν να τους δουν: ο αποτυχημένος βασιλιάς, που ρήμαξε τη χώρα μπορεί να είναι ο Κώστας Καραμανλής ή γενικά οι προηγούμενες «επάρατες» κυβερνήσεις μας, το πριγκιπόπουλο, που θέλει να σώσει τη χώρα από τους εχθρούς (από τις «κακές αγορές») και να την ανορθώσει μπορεί να είναι ο Γ. Παπανδρέου, αφού στο έργο η χώρα έχει κυριολεκτικά αποδομηθεί οικονομικά, από την κακοδιαχείριση του βασιλιά και των αυλικών του, από τις κλεψιές των ανθρώπων της εξουσίας, αλλά και από την αδιαφορία και την τεμπελιά του λαού.  Κάτι μας θυμίζει αυτή η κατάσταση… από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το πριγκιπόπουλο ζητάει συνεχώς θυσίες από το λαό για να σώσει την πατρίδα (αυτό το ακούμε το τελευταίο διάστημα κατά κόρον), περνώντας τεχνηέντως την ιδεολογία του στους απλούς εργαζόμενους: «ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν έχω να φάω, Αφέντη! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Φλουριά δεν έχω να σου δώσω… Έλα εδώ να δουλέψεις και θα ’χεις φαΐ να χορτάσεις! […], ΜΑΡΑΓΚΟΣ: Βαρέθηκα να δουλεύω… άσκοπα! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό! […] ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Δώσ’ μου λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύουμε… ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Για το σκοπό ή για το κέρδος; ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Το ίδιο κάνει. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Όχι δεν κάνει το ίδιο, γιατί όποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για έναν σκοπό μεγάλο και ιερό, που δεν αφήνει κέρδος!» Και ενώ ο πόλεμος χτυπά την πόρτα του Βασιλείου, το βασιλόπουλο ζητάει πάλι θυσίες. Ο πόλεμος, όμως, σήμερα είναι οικονομικός και οι θυσίες που ζητούνται έχουν άλλο περιεχόμενο. «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Μας προτείνεις, δηλαδή, να πάμε να σκοτωθούμε για χάρη του Βασιλιά; Για να κάθεται αυτός να τρώει και να πίνει; ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Όχι για χάρη του Βασιλιά. Αλλά για χάρη του λαού μας… της πατρίδας! ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: […] Η πατρίδα είναι μια σκέτη λέξη, κι ο Βασιλιάς ένα γουρούνι και μισό! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατρίδα είν’ ο τόπος μας! Και Βασιλιάς, ο αρχηγός μας!» Και παρακάτω: «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατριώτες! Πρέπει ν’ αλλάξετε μυαλά… να συνέλθετε και να βοηθήσετε!», αρκεί να διασωθεί η βασιλεία, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία όποιας εποχής και χώρας είτε σε στρατιωτικό είτε σε οικονομικό πόλεμο…!  
 Ο Πρωτομάστορας επικρίνει όλους εκείνους τους ανθρώπους της εξουσίας που έκλεψαν το κράτος (βασίλειο) και εξαιτίας τους κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να φτωχύνει ο λαός: «Ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι… και η μαφία τους.» Και συνεχίζει επικρίνοντας τον Αρχιστράτηγο: «[…] έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο παλάτι (βλ. κυβέρνηση). Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε εντελώς. Κι όταν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις στολές, μάζεψε μια περιουσία ολόκληρη κι έφυγε στα ξένα, χωρίς να πάρει είδηση ο Βασιλιάς. Ακόμα και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά! Μόνο ο Αφέντης μας, ο Βασιλιάς Αστόχαστος, είναι μακριά νυχτωμένος… ». Είναι η ίδια λογική με την αστική θεωρία ότι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τον έκανε ένας «τρελός μπογιατζής»… Κι εδώ ο βασιλιάς ήταν «αστόχαστος» και αγαθός και… δεν κατάλαβε τίποτα. Και συνεχίζει η Ειρήνη: «Τι φταίει ο Βασιλιάς, αν έχει όλο κλέφτες και λωποδύτες γύρω του;» Ο Πρωτομάστορας της απαντά: «Ας φρόντιζε να ξέρει τι υπαλλήλους παίρνει, πριν τους εμπιστευτεί τα συμφέροντα του Κράτους. Κι αν του έβγαιναν ψεύτες και κλέφτες, ας τους τιμωρούσε. Αλλά δε νοιάστηκε ποτέ για τίποτα!» Κάτι θα θυμίζει αυτό και στα παιδιά/θεατές της παράστασης. Καμία, όμως, κουβέντα, για την αιτία των εξελίξεων, για τη δομή του οικονομικού συστήματος, για την ανατροπή του. Ακόμη κι ό ίδιος ο δάσκαλος, που θα ’πρεπε να είναι προοδευτικός, είναι συντηρητικός: «Εμάς εδώ, στη Μοιρολατρία, μας τρώει η συμπόνια… είμαστε πονόψυχοι! Πώς να τιμωρήσεις τον κλέφτη ή τον προδότη και όποιον άλλον ασυνείδητο; “Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο”, σου λένε, “γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι υπάρχουν που κάνουν πολύ χειρότερα!” Και πάει λέγοντας…»
Η παράσταση τελειώνει με το παρακάτω κείμενο, το οποίο αποδίνουν εν χορώ όλοι οι ηθοποιοί επί σκηνής: «Το “Παραμύθι χωρίς όνομα” μιλάει για μας! / Για το Βασιλόπουλο, που κρύβει ο καθένας μας! / Για όλα όσα δεν κάνουμε σωστά, στις ζωές μας! / Μολύναμε τη φύση, σκέτη διαφθορά / Για όλα φταίει η απληστία για λεφτά! / Άλλαξε κι εσύ, πάλεψε κι εσύ, σηκωθείτε όλοι σας! / Όχι άλλα σκουπίδια και μεταλλαγμένα! / Χαλασμένες συσκευές κι απόβλητα! / Δούλεψε , όχι μόνο για τον εαυτό σου / Και το κοινό καλό πάλι θα ’ν’ δικό σου! / Βοηθήστε όλοι μαζί, ν’ αναστήσουμε τον τόπο μας!»
Πρόκειται, όντως για συναρπαστικό παραμύθι, που η παραλλαγή του, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η εξής: Ο λαός να ξεσηκώνεται ενάντια στη βασιλεία (ΔΝΤ και ΕΕ και ΝΑΤΟ),  έχοντας τους δικούς του λαϊκούς ηγέτες ή έστω ένα βασιλόπουλο, τύπου Αριστόνικου στην Επανάσταση των δούλων της Περγάμου, να οργανώνεται και να καθιερώνει τη δική του λαϊκή εξουσία και οικονομία. Οι αιτίες της οικονομικής καταστροφής έπρεπε να δίνονται στην πραγματική τους διάσταση και να καταγράφονται, πάντοτε με αισθητικές προδιαγραφές, οι αιτίες και η προοπτική για μια άλλη κοινωνία, όπου δε θα επικρατεί πια η ασυδοσία και οι απάτες της αστικής εξουσίας και των συνεργατών του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια άλλη πρόταση…

Αυτό, όμως, το παραμύθι και με την εκδοχή του θεατρικού έργου σε παράσταση για παιδιά και εφήβους, νομίζω ότι μπορεί να το γράψει μόνο το Κ.Κ.Ε. και η ίδια η εργατική τάξη, και στην τέχνη με τους δικούς της καλλιτέχνες και στην κοινωνική πραγματικότητα με το Π.Α.ΜΕ. και τη θέληση και αγωνιστικότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων…  Ναι μεν, σ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά, ασφαλώς με αλληγορική σημασία και παραμυθιακούς ήρωες, αλλά με προοπτική, όραμα και ταξικό προσανατολισμό των παιδιών, χρήσιμο και χρηστικό για το μέλλον τους…
Οι παρακάτω 14 ηθοποιοί απέδωσαν τους 22 ρόλους τους εκπληκτικά: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δημ. Βέργαδος, Γρηγ.  Γαλάτης, Σοφιάννα Θεοφάνους, Μάνος Καρατζογιάννης, Κων. Καρβέλης, Μιχ. Κοιλάκος, Μαίρη Λούση, Πέτρος Σπυρόπουλος, Φωτεινή Τιμοθέου, Δημ. Φραγκιόγλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Στράτος Χρήστου και Αλ. Μαυρόπουλος (σε βίντεο). 
Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Δρ. Επιστημών της Αγωγής
Μελετητής-Κριτικός Θεάτρου για παιδιά


[1]. Οι δυο δραματουργοί στηρίχθηκαν στον αρχικό μύθο και στη δομή της υπόθεσης του παραμυθιού, που έπλασε η Πην. Δέλτα, στα 1910. Το διασκεύασαν και προπαντός το δραματοποίησαν. Όμως, το παρόν μεταγραμμένο θεατρικό έργο είναι δικό τους, με τις παρεμβάσεις, τις προσθήκες, τις παραλείψεις και τον εκσυγχρονισμό, που επιχείρησαν στο πεζογράφημα της συγγραφέα.   
[2]. Ο Χάρης Σακελλαρίου υποστηρίζει ότι: «η όλη δομή κι επεξεργασία του υλικού συνηγορούν στην κατάταξή του ανάμεσα στα φανταστικά μυθιστορήματα.», βλ. στη μονογραφία του Πηνελόπη Δέλτα. Η ζωή–οι έρωτες–το έργο της, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 141.   
[3]. Σακελλαρίου Χάρης, Πηνελόπη Δέλτα, ό.π., σ. 138.
[4]. Απόσπασμα επιστολής της Δέλτα προς τον Δελμούζο, από τη Φραγκφούρτη, στις 27.12.1910 (9.1.1911).   
[5]. Πεφάνης Γιώργος Π., Ιάκωβος Καμπανέλλης. Διαδρομές σε μεγάλη χώρα. Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο, Κέδρος, Αθήνα 2000, σ. 24. Ο Μιχ. Καραγάτσης σε κριτικό του κείμενο διατυπώνει την αρνητική του στάση στο εγχείρημα θεατρικής μεταφοράς του έργου της Δέλτα, βλ. Μ. Καραγάτσης, Κριτική Θεάτρου, 1946-1960 (Πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Εισαγωγή-επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης), Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1999, σ. 599-561.


Βένια Σταματιάδη

Όταν ο ήλιος

[θεατρική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ζωρζ Σαρή]
από την ομάδα νέων ηθοποιών «Πεδίο Τέχνης»
στο Θέατρο «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ»

Η Ζωρζ Σαρή (1925-2012), κατεξοχήν πεζογράφος για παιδιά και εφήβους, έγραψε και ορισμένα θεατρικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν σε βιβλία: «Το γαϊτανάκι», (1979), «Ο Στρατάρχης» (1981), «Το τρακ» (1989). Ως ηθοποιός είχε την έφεση, αλλά και το δικαίωμα να γράψει και θέατρο. Στο τελευταίο βιβλίο της, το οποίο δεν κυκλοφορεί πλέον, η δραματουργός Ζ. Σαρή ενσωμάτωσε, εκτός από τα δύο ήδη εκδοθέντα θεατρικά έργα της για παιδιά, άλλα δύο: «Ο φαντασμένος» και «Ο Γιάννης ο στρατιώτης». «Το γαϊτανάκι» το έγραψε στα 1953 στο Παρίσι και αρχικά το εξέδωσε ως παραμύθι, στα 1973. Τα υπόλοιπα τρία έργα του βιβλίου «Το τρακ» είναι δραματουργικές εμπνεύσεις από  λαϊκά κ.ά. παραμύθια: «Ο Στρατάρχης» (από το παραμύθι «Ο θησαυρός» του Χ. Κ. Άντερσεν) «Ο φαντασμένος» (από το παραμύθι “Le Prince Désir” του Perrault) «Ο Γιάννης ο στρατιώτης» (από άγνωστο για τη δραματουργό γαλλικό παραμύθι, που της το αφηγούταν η μητέρα της).
Μεγαλύτερη επιτυχία είχε, ιδιαίτερα, στη σχολική και ερασιτεχνική θεατρική σκηνή, το αντιπολεμικό-φιλειρηνικό έργο της για παιδιά «Το γαϊτανάκι».
 Η αείμνηστη ηθοποιός, πεζογράφος και δραματουργός για παιδιά ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων και του θεάτρου και σημάδεψε με το έργο της και με τις πρωτοπόρες θεματολογικές συγγραφικές πρωτοβουλίες την Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία. Σεμνή, αθόρυβη και αξιοπρεπής εργαζόταν σκληρά και παρουσίαζε κάθε τόσο ένα νέο βιβλίο της, το οποίο αποτελούσε «γεγονός» στα εκδοτικά δρώμενα της χώρας μας. Οι πολλές επανεκδόσεις των βιβλίων της είναι το αποδεικτικό στοιχείο για την ποιότητα των μυθιστορημάτων της, αλλά και η θεματολογική της τομή που επιχείρησε κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετέπειτα, πολύ εκτιμήθηκε από εκπαιδευτικούς και γονείς, οι οποίοι είδαν να πρωτοπαρουσιάζονται σε βιβλία για παιδιά και εφήβους (μαζί με τα έργα της Άλκης Ζέη) θέματα «ταμπού», θέματα καινοτόμα μέχρι την εποχή εκείνη, όπως η Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος, το Πολυτεχνείο. Θέματα, τα οποία η συγγραφέας επεξεργάστηκε με λογοτεχνική, κοινωνική, δημοκρατική και παιδαγωγική ευαισθησία, αλλά και με υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στους μικρούς και μεγάλους αναγνώστες της. Η Ζ. Σαρή κατείχε το «μυστικό» της επιτυχίας, το οποίο κατέχει και ο αξιόλογος πολυγράφος δραματουργός και λογοτέχνης Ευγένιος Τριβιζάς (ίσως και άλλοι συγγραφείς): δηλαδή, τα έργα τους ν’ αρέσουν συγχρόνως και στα παιδιά και στους ενήλικες αναγνώστες. Οι δεύτεροι δε να είναι περισσότερο φανατικοί αναγνώστες ή θεατές (σε θεατρικές παραστάσεις έργων του Τριβιζά) απ’ ότι τα ίδια τα παιδιά…
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια δραματοποίηση, μια διασκευή ή μια θεατρική προσαρμογή, όπως και να το χαρακτηρίσει κάποιος έχει το ίδιο αποτέλεσμα ως θεατρική παράσταση, του μυθιστορήματος της Ζ. Σαρή «Όταν ο ήλιος» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1η έκδοση: 1971). Σήμερα το βιβλίο αυτό συνεχίζει να κυκλοφορεί (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 25η έκδοση).
Τη θεατρική διασκευή επιχείρησε η Βένια Σταματιάδη, επιτυχώς, κατά τη γνώμη μου. Θα είναι ευχής έργο, η επόμενη έκδοση του αυτοβιογραφικού αυτού μυθιστορήματος της συγγραφέα, να περιλαμβάνει και τη δραματοποίησή του από τη Βένια Σταματιάδη, για τους ενδιαφερόμενους σχολικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους.
Η Βένια Σταματιάδη, αφού μελέτησε καλά το πεζογραφικό κείμενο, αφού αφομοίωσε τις προθέσεις και τους συγγραφικούς και ιδεολογικούς στόχους της συγγραφέα, απομόνωσε περίτεχνα τα βασικότερα σημεία και στοιχεία του έργου και τα δραματοποίησε. Οι διάλογοι, που σύνθεσε είναι σύντομοι, κοφτοί, με αποτέλεσμα να ζωντανεύουν με τη βοήθεια της εκφραστικής και κινητικής δεινότητας των ηθοποιών. Καλά έκανε που χρησιμοποίησε και ορισμένους διαλόγους της ίδιας της Ζωρζ Σαρή, απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημά της. Το μυθιστόρημα βρίθει, άλλωστε, από ένα πλήθος διαλόγων, δίνοντας ως ένα βαθμό και η ίδια η πεζογράφος θεατρική ατμόσφαιρα στην πρόζα της. Δε γνωρίζω αν πρόλαβε να το διαβάσει ως θεατρική διασκευή. Αν όχι, είμαι βέβαιος ότι θα έμενε ευχαριστημένη, με τον ενθουσιασμό που ήταν ίδιον του χαρακτήρα της, απ’ ότι την ήξερα και τη θαύμαζα και την αγαπούσα.
Η υπόθεση του έργου καλύπτει ένα μέρος απ’ τη χρονική περίοδο του Πολέμου του ’40 και της ναζιστικής-φασιστικής Κατοχής, στη χώρα μας (1941-1944). Η αυτοβιογραφική πρόθεση της Σαρή είναι προφανής. Με απλό ύφος και μαστόρικη δομή ξετυλίγει το ένα κεφάλαιο πίσω απ’ τ’ άλλο, καταγράφοντας καταστάσεις, συναισθήματα, γεγονότα. Μια ιστορική μαρτυρία αξιώσεων, ένα κείμενο που οπωσδήποτε οι ιστορικοί μελετητές παίρνουν υπόψη τους. Δεν το αγνοούν. Διότι είναι βέβαιο ότι η Λογοτεχνία βοηθάει το γράψιμο της αντικειμενικής Ιστορίας, όπως ακριβώς και η Ιστορία βοηθάει τη Λογοτεχνία, αφού εμπνέει τους δημιουργούς της. 
Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από το πρόγραμμα της παράστασης: «Η Ζωή (σσ.: Ζωρζ Σαρή )θα μεγαλώσει στη φρίκη της πείνας, θα ελπίσει όταν οι μεγάλοι θα πάρουν τα όπλα να αποτινάξουν τον ζυγό, θα κλάψει, θα θελήσει –παιδί δεν είναι;– να χαρεί. Γύρω της ένας κόσμος παράξενος, σκληρός, ανάλγητος, που τρέχει να γλιτώσει, που τρέχει να βρει ένα κομμάτι ψωμί, οι εκτελέσεις, η αισιοδοξία πως όλα θα τελειώσουν … Τα μάτια της θα δουν πολλά. Θα υποφέρει, θα γνωρίσει την ελπίδα, θα ζήσει μ’ αυτήν ώσπου να έρθει το τέλος του κακού. Κι όταν έρθει, τότε θα μετρήσει τις πληγές και θα προχωρήσει.»
Έκδηλες είναι στην υπόθεση του έργου και επί σκηνής: κάποια ερωτικά σκιρτήματα των ηρώων, οι φιλικές σχέσεις, τα πατριωτικά αισθήματα ηρωισμού και περηφάνιας, κάποιοι ανθρώπινοι φόβοι σε ώρες πολέμου και κατοχής, η δράση μελών της Εθνικής μας Αντίστασης, το απεχθές του δοσιλογισμού, οι γονεϊκές και οικογενειακές σχέσεις, το πρόβλημα υγείας της μητέρας, ο συντηρητισμός του πατέρα και τόσα άλλα, τα οποία εκφράζονται τόσο παραστατικά, με αποτέλεσμα να συγκινούν αισθητικά και ιδεολογικά τα παιδιά και εφήβους/θεατές, να τα προβληματίζουν, ιδιαίτερα αυτά που είχαν διαβάσει και το μυθιστόρημα. Να μια ευκαιρία, στο σπίτι ή στο σχολείο, να συνεχιστεί – με αφορμή την παράσταση – η μελέτη της ιστορικής περιόδου, των γεγονότων, των ηρωικών πράξεων των πρωταγωνιστών, της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής κ.ο.κ., με πολλαπλά παιδαγωγικά και μορφωτικά οφέλη για τα παιδιά και εφήβους. 

Την παράσταση σκηνοθετεί θαυμάσια, με καινοτομία και ευρηματικότητα, ο Δημοσθένης Φίλιππας. Τη διακρίνει η απλότητα, η αβίαστη συνεχής ροή των γεγονότων, η σωστή διδασκαλία των ρόλων, η οποία αποδεικνύεται από την καλή κίνηση και την σωστή εκφορά του λόγου των ηθοποιών, αλλά προπαντός από το συγκινησιακό φορτίο που μεταδίδουν οι ηθοποιοί από σκηνής στην πλατεία. Ευχάριστα και δραματικά γεγονότα, τραγικές καταστάσεις, αγωνία, απρόοπτα περιστατικά, πόνος, λύπη προξενούν κατά διαστήματα γέλιο, αλλά προπαντός δάκρυ, απαραίτητο κι αυτό στοιχείο για τη σωστή συγκρότηση του ισορροπημένου και υγιούς ψυχισμού του αναπτυσσόμενου ανθρώπου. Εύσημα πρέπει να δοθούν και στη Βοηθό σκηνοθέτη, τη Δέσποινα Στουρνάρα.
Οι ηθοποιοί υπέροχοι και της παλιότερης έμπειρης γενιάς: Γιάννης Δεγαΐτης (Σωκράτης/πατέρας) και (Κατερίνα Ζιώγου: Έμμα/μητέρα), αλλά και της νεότερης ελπιδοφόρου γενιάς: Αναστασία Γεωργοπούλου (Ελένη, Αθηνά), Άρτεμις Γρύμπλα (Αννούλα), Γιάννης Δαμάλας (Άρης, Γιούρα), Αντιγόνη Δούμου (Κούλι/Άλκη Ζέη), Αμαλία Καβάλη (Ειρήνη), Βασιλική Κίσσα (Ζωή/Ζ. Σαρή), Ηλίας Λάτσης (Περικλής), Έκτορας Λιάτσος (Σέβα), Θανάσης Πατριαρχέας (Δημήτρης) και Γιάννης Χαντέλης (Πέτρος, Δοσίλογος, Νόρμαν)
Θαυμάσια η καινοτομία να υπάρχει στην παράσταση ζωντανή λυρική μουσική, με μουσικό και αφηγητή τον Γιώργο Τσακνή. Επίσης, καλή ιδέα η εμβόλιμη απαγγελία αποσπασμάτων από το «Άξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη.
 Τα σκηνικά της Κέλλυς Βαρσάνη αρκετά λειτουργικά και τα κοστούμια της Άντας Καλαποθάκου, μας μεταφέρουν αισθητικά στο περιβάλλον ενός μικροαστικού σπιτιού και στο κλίμα της εποχής της Κατοχής. Η μουσική επιμέλεια του Στέλιου Κοτσόβολου και η επιμέλεια κίνησης της Μαρίζας Τσίγκα καλές. Αρνητικές παρατηρήσεις δεν υπάρχουν, παρά μόνο προτείνω να προσέχουν ορισμένοι ηθοποιοί τη συγκοπή των τελευταίων συλλαβών κάποιων φράσεων και να μη σβήνει η φωνή τους, κατά σημεία, με αποτέλεσμα ν’  ακούγεται αμυδρά στο βάθος της πλατείας. 
Στην παράσταση παρεμβαίνει η συγγραφέας και φίλη της Ζ. Σαρή, η Άλκη Ζέη (με ηχογραφημένη τη φωνή της), η Κούλι, όπως την αποκαλούσαν τότε.
Πρόκειται για μια εξαίρετη παραγωγή της ομάδας νέων ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης «Πεδίο Τέχνης», που αξίζει να βρει υποστήριξη από εκπαιδευτικούς Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης και γονείς. Οι φυσικοί και σπουδαγμένοι παιδαγωγοί των παιδιών μας (μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου) πρέπει να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι στην αγωγή και στη μόρφωση των μαθητών και παιδιών/εφήβων, όσον αφορά τα βιβλία και τα θεατρικά έργα, δεν αρκούν μόνο τα παραμύθια και οι κωμωδίες, αλλά και θέματα με ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Κι ένα τέτοιο βιβλίο (δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην 25η έκδοση) είναι το «Όταν ο ήλιος» της Ζωρζ Σαρή, που στα 2013, αν και δεν πρόλαβε η ίδια η συγγραφέας να χαρεί τη θεατρική εκδοχή του μύθου της, το χαίρονται πλέον χιλιάδες παιδιά, έφηβοι και ενήλικες θεατές.
Και δυο τελευταίες διαπιστώσεις/παρατηρήσεις μου: 1) Επιτέλους βλέπουμε στην Αθήνα μια θεατρική παράσταση αξιώσεων για παιδιά με δραματικό περιεχόμενο και 2) Ο επίδοξος θεατής της (ιδιαίτερα ο ενήλικας) ας είναι προετοιμασμένος όχι μόνο να δακρύσει, αλλά και ν’ ανεβεί ένας κόμπος στο λαιμό του, από συγκίνηση. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της καλής θεατρικής τέχνης, του αληθινά υψηλού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Άποψή μου είναι ότι τα παιδιά δεν πρέπει να βλέπουν συνέχεια κωμωδίες, αλλά και ορισμένα θεατρικά έργα με κοινωνικό προβληματισμό.  

Τέλος, ένα μπράβο στον αγαπητό όλων μας Κώστα Καζάκο, που φιλοξενεί στο θέατρό του «Τζένη Καρέζη», τέτοιου είδους ποιοτικούς θιάσους με υπέροχα έργα σαν και τούτο. Επίσης, συγχαρητήρια στους Βένια Σταματιάδη, Δημοσθένη Φίλιππα και Ανζελίκα Καψαμπέλη για το καλαίσθητο και άκρως ενημερωτικό πρόγραμμα της παράστασης.

Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ερευνητής/Μελετητής/Κριτικός Θεάτρου για παιδιά
                                                                                                                          Συγγραφέας


Παρουσίαση βιβλίου

Ροΐδης Εμμανουήλ

Πάπισσα Ιωάννα Αποκρυπτογραφημένη

Εκδόσεις  Μάριος Βερέττας
Αθήνα 2005, σ. 663

Άλλη μία μεταγλώττιση στη δημοτική του ξακουστού μυθιστορήματος; Ασφαλώς ναι, αλλά όχι μόνο. Ο Μ. Β. μελέτησε και εμβάθυνε στο κείμενο πιο πέρα, όπως σημειώνει σε μια πρωτότυπη και υπέροχη φανταστική επιστολή του, που απευθύνει στον ίδιο τον Ροΐδη, μεταξύ άλλων τα εξής: «προχώρησα στην αποκρυπτογράφηση του κειμένου σου προσθέτοντας κάθε τόσο τις δικές μου υποσημειώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός τις μεταφράσεις των πολύγλωσσων παραπομπών σου από τα αρχαία ελληνικά, τα μεσαιωνικά λατινικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά, και αφετέρου εξηγήσεις για κάθε έννοια, κάθε όνομα, κάθε ρήση ή φράση που σημειώνεις [...]». Αυτή η πρωτοβουλία του κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μεταγλωττισμένα βιβλία. Για τους εραστές της γνώσης και της αλήθειας είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εμβαθύνουν στο έργο του Ροΐδη, 
 Το βιβλίο παρουσιάζει και άλλες χάρες και αξίζει να μελετηθεί. Όπως είναι γνωστό, ο Μάριος Βερέττας είναι ο «αντάρτης» και ο «αιρετικός» της «επικρατούσας» στην Ελλάδα ιδεολογίας, της οποίας οι «οπαδοί» δεν τολμούν ή δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να εκφράσουν διαφορετική άποψη από εκείνη της Εκκλησίας και του ισχυρού, δυστυχώς ακόμη, Ιερατείου. Ο Βερέττας τολμά, εισπράττοντας γενναιόδωρα το ανάλογο τίμημα ... επιθετικής, εχθρικής, επιτιμητικής και απορριπτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων του κατεστημένου απέναντί του. Αυτός, βέβαια, δεν πτοείται, αλλά πεισματικά προχωρά με ορθολογισμό και επιστημοσύνη προς την ανακάλυψη και αποκάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας.
Ανθολογώ μόνο δυο κρίσεις του (από τη φανταστική επιστολή του προς τον Ροΐδη) για το παρόν έργο και την αξία του: «είναι ένα ιερό κειμήλιο τόλμης ενάντια στο ρασοφόρο σκοταδισμό», ο οποίος « – συνεχίζει να ταλανίζει τις ψυχές, να θολώνει τα μυαλά και να εξουσιάζει τα κορμιά εκατομμυρίων ανθρώπων, τόσο στον τόπο μας, όσο και στον κόσμο όλο!...».
Τα 210 ερμηνευτικά σχόλιά του βρίσκονται δημοσιευμένα στο τέλος του βιβλίου (σ. 573-663). Βοηθούν αισθητά και ουσιαστικά τον αναγνώστη του μυθιστορήματος να κατανοήσει την εποχή, την ιδεολογία της, τα δρώμενα, τη σατιρική και αλληγορική πρόθεση του Ροΐδη, τη βαθύτερη ουσία του έργου.  

Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης