Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013



Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους
 Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007[1]
Με ιδιαίτερη χαρά καλωσορίζω στο νησί μας τον αγαπητό φίλο συγγραφέα, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Θανάση Καραγιάννη και τη σύζυγό του Στέλα, και τους εύχομαι να έχουν μια ευχάριστη διαμονή στο νησί μας. Τον ευχαριστώ  επίσης γιατί μου δίνει την ευκαιρία, μέσα στα πλαίσια αυτής της εκδήλωσης, να παρουσιάσω τη διδακτορική του διατριβή, που έχει τίτλο Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 2007, σε μια άρτια επιμελημένη  και καλαίσθητη έκδοση 660 σελίδων, από τις Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Καθώς παίρνει κανείς το βιβλίο στα χέρια του και επιχειρεί το ταξίδι της ανάγνωσης και της μελέτης, εντυπωσιάζεται κυριολεκτικά από την έκταση της έρευνας και  την αναλυτικότητα της καταγραφής, της ταξινόμησης και της κριτικής αξιολόγησης ενός τεράστιου υλικού, το οποίο, είναι προφανές, ότι ο συγγραφέας συγκέντρωσε μέσα  από μια πολύχρονη, επίπονη και επίμοχθη ερευνητική προσπάθεια. Ο Θανάσης Καραγιάννης έχει εγκύψει και ενδιατρίψει με σεβασμό και αγάπη, με ερευνητική δεξιοτεχνία και επιστημονική εμβρίθεια στο πολυσήμαντο έργο του Βασίλη Ρώτα, αναδεικνύοντας τις λογοτεχνικές αρετές, τη θεματική πολυμορφία, τις ιδεολογικές αναζητήσεις, την παιδαγωγική διάσταση αλλά και την τεράστια, γενικά,  προσφορά του συγγραφέα στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στο θέατρο, την ποίηση και την πεζογραφία για παιδιά και έφηβους.
Ο Βασίλης Ρώτας, που γεννήθηκε στο Χιλιομόδι της Κορινθίας το 1889 και πέθανε στην Αθήνα το 1977, σπούδασε φιλόλογος, εργάστηκε ως στρατιωτικός μέχρι το 1926, για να αφιερωθεί στη συνέχεια αποκλειστικά, στην ποίηση, στο θέατρο και στις μεταφράσεις. Ο Ρώτας, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής θεατρικής και της ευρύτερης λογοτεχνικής δημιουργίας  για παιδιά, βίωσε στα 88 χρόνια της ζωής του τις μεγάλες και τραγικές στις διαστάσεις τους ιστορικές περιπέτειες του σύγχρονου ελληνισμού, που σημάδεψαν καθοριστικά την ιστορική του πορεία στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά και μετέπειτα: Βαλκανικοί πόλεμοι (όπου πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός), Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά, πόλεμος του ’40, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία των συνταγματαρχών (1967), τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και όλα τα παρεμφερή πολιτικά γεγονότα σε τοπικό και διεθνές επίπεδο επηρέασαν, αναπόφευκτα, και σφράγισαν σε μεγάλο βαθμό την κοσμοθεωρία αλλά και τη  λογοτεχνική  έμπνευση και δημιουργία του Βασίλη Ρώτα. 
Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι ο Ρώτας, όντας ο ίδιος στρατευμένος στην αριστερή προοδευτική ιδεολογία, συμμετείχε ενεργά σε όλους τους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη και πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα για την ιδεολογία του, αφού υπέστη διώξεις, ενώ ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, το 1967, εξορίστηκε στη Γυάρο για κάποιο χρονικό διάστημα από τη χούντα των συνταγματαρχών. Με την ποίηση ασχολήθηκε αρχικά, δίνοντάς μας από το 1917 που πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα ίσαμε το 1961 οχτώ ποιητικές συλλογές, ενώ στη συνέχεια αφιερώθηκε στο  θέατρο, όπου έδωσε κυριολεκτικά την ψυχή του, γράφοντας τη δική του ιστορία στα θεατρικά πράγματα της σύγχρονης Ελλάδας.
 Ίδρυσε το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών, έπαιξε θέατρο ως ηθοποιός, δίδαξε σε διάφορες θεατρικές σχολές και σκηνοθέτησε δεκάδες θεατρικά έργα, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής του ανατέθηκε από την ΠΕΕΑ να διευθύνει τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας και να δίνει παραστάσεις στον απλό λαό, για να επικεντρωθεί στη συνέχεια στο παιδικό και το σχολικό θέατρο, γράφοντας μεγάλο αριθμό θεατρικών έργων, που ορισμένα απ’ αυτά ανεβάζονται ακόμη και σήμερα από τις σχολικές και επαγγελματικές παιδικές θεατρικές σκηνές. Έλαβε επίσης μέρος στο  κίνημα του δημοτικισμού, όπου επίσης η συμβολή του υπήρξε τεράστια.
Εκτός από την ποιητική και τη θεατρική του προσφορά στην παιδική λογοτεχνία, σημαντικό είναι το έργο του και στον τομέα της πεζογραφίας και δοκιμιογραφίας, όπου έγραψε παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, κλασικά εικονογραφημένα, έκανε μεταφράσεις και έγραψε δοκίμια. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο Ρώτας ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λογοτεχνήματος, καταλείποντάς μας μετά το θάνατό του το 1977 μια μοναδική και ανεπανάληπτη λογοτεχνική συγκομιδή.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν που ο Θανάσης Καραγιάννης, αφοσιωμένος μελετητής της παιδικής λογοτεχνίας και εμβριθής θεατρικός κριτικός, με ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, επέλεξε το έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και έφηβους ως αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής, μέσα από την οποία μελετά σε βάθος το θεατρικό, ποιητικό και πεζογραφικό του έργο, όπως επίσης και τα κλασικά εικονογραφημένα που για χρόνια έγραφε ο Ρώτας και εξέδιδαν οι εκδόσεις «Ατλαντίς».  
Στο προλογικό του σημείωμα, που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου, ο ομότιμος σήμερα Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, ο οποίος μαζί με τους καθηγητές του  Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Απόστολο Γ. Παπαϊωάννου και Δημήτρη Ράτσικα  αποτέλεσαν την Τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή για την εκπόνηση της διατριβής, θεωρεί ευτυχή συγκυρία τη «συνάντηση» του συγγραφέα με τον Βασίλη Ρώτα και επισημαίνει ότι  «ο  Θανάσης Καραγιάννης έχει το μικρόβιο της ερευνητικής περιέργειας και της προσοχής σε πράγματα και πρόσωπα που η ιστορία τα προσπερνά» (σ. 16), ενώ  ο καθηγητής Απόστολος Παπαϊωάννου σημειώνει στο δικό του εισαγωγικό σημείωμα: «Ήταν καιρός το έργο του  Βασίλη Ρώτα να συσχετισθεί με τη ζωή μας, να επαναπροσδιοριστεί και να δοθεί η δυνατότητα να κατανοηθεί η αξία του κυρίως από τις γενιές που έρχονται στην εποχή της "νέας τάξης πραγμάτων", των διεθνών ανακατατάξεων και πολέμων ... Το έργο του Βασίλη Ρώτα είχε ένα στόχο, απέβλεπε στην ολοκλήρωση του μαθητή, μακράν ή πέραν του σχολικού προγράμματος. Από την άλλη ο ερευνητής φανερώνει την αμετακίνητη πίστη του στην κοινωνική ισότητα και την ανθρώπινη ελευθερία, αξίες για τις οποίες ο Β. Ρώτας αγωνίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του» (σ.15).
Πέρα από την αγάπη του για το πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο του Βασίλη Ρώτα, όπως ο ίδιος ο Καραγιάννης σημειώνει στο δικό του προλογικό σημείωμα, μια άλλη παράμετρος που τον ώθησε στην εκπόνηση αυτής της διδακτορικής  διατριβής ήταν η διαπίστωσή του ότι «το έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και έφηβους ήταν στο σύνολό του, σχεδόν, παραμελημένο και περιφρονημένο από μια μεγάλη μερίδα ιστορικών, κριτικών και μελετητών της λογοτεχνίας, αλλά και από τους θεατρολόγους ... Δυστυχώς, συμπληρώνει, δεν έχει γραφτεί μέχρι σήμερα ούτε μια μονογραφία για τον Βασίλη Ρώτα και μέχρι το 2001,  25 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν είχε κυκλοφορήσει ούτε ένα αφιέρωμα σε κάποιο περιοδικό» (σ. 17).
Στη συγγραφή της μελέτης του ο Θανάσης Καραγιάννης  ακολουθεί πιστά τους βασικούς κανόνες της εκπόνησης μιας προσεγμένης και υποδειγματικής  επιστημονικής εργασίας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από τους τρεις προλόγους που προαναφέρθηκαν, μια αναλυτική εισαγωγή, τέσσερα επί μέρους κεφάλαια, γενικά συμπεράσματα-προτάσεις, παραρτήματα, επίμετρο, ευρετήριο ονομάτων και ενδεικτική βιβλιογραφία.
Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας- μελετητής, αφού αναλύει την ερευνητική και μεθοδολογική του προσέγγιση, μας πληροφορεί ότι,  εκτός από το έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και έφηβους και την ερμηνευτική του προσέγγιση, η διατριβή του περιλαμβάνει και την αναφορά σε ένα σημαντικό μέρος από το έργο του Ρώτα για ενήλικους, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά και κρίθηκε ως  κατάλληλο για παιδιά και έφηβους, με βάση αξιολογικά κριτήρια που τέθηκαν από τον ίδιο (αισθητικά, ιδεολογικά, γλωσσικά, θεματολογικά, ιστορικά και  παιδαγωγικά).  
Το εισαγωγικό κεφάλαιο  περιλαμβάνει επίσης μια αναφορά στον «ιστορικό περίγυρο», όπως ονομάζει την περιρρέουσα ιστορική πραγματικότητα του 20ού αιώνα, που σημαδεύτηκε από συγκλονιστικά γεγονότα που συντάραξαν την Ευρώπη και την Ανθρωπότητα ολόκληρη,  επηρεάζοντας καθοριστικά και τη λογοτεχνική πορεία του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ρώτα, ο οποίος έζησε και έδρασε στη μεγαλύτερη διάρκεια του αιώνα. Γίνεται αναφορά στους δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα και τις συναφείς ιστορικές περιπέτειες του ελληνισμού που προαναφέρθηκαν, οι οποίες αρχίζουν με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 και ολοκληρώνονται  με την Τουρκική Εισβολή του 1974 και τη συνακόλουθη κυπριακή τραγωδία, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε ίσαμε σήμερα. Ο συγγραφέας -μελετητής ολοκληρώνει την εισαγωγική του αναφορά με μια αναλυτική και λεπτομερή και άκρως τεκμηριωμένη παράθεση στοιχείων και σημαντικών πληροφοριών-όπως γίνεται και σε ολόκληρη τη διατριβή, για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια  του Βασίλη Ρώτα και τις σπουδές του, τη μετέπειτα ζωή και δραστηριότητά του και τις επιδράσεις στην προσωπικότητα και το έργο του. Μέσα από τα κείμενα αυτά παρατίθεται πλήθος πληροφοριών για την οικογενειακή του ζωή με τους γονείς και  τα τέσσερα αδέλφια του, στο Χιλιομόδι αρχικά, στην Κόρινθο αργότερα και τελικά στην Αθήνα. 
Τις μαρτυρίες για τη ζωή του Ρώτα αντλεί ο μελετητής από τις δυο γυναίκες της ζωής του, τη σύζυγό του Κατερίνη Γιαννακοπούλου-Ρώτα και τη μετέπειτα σύντροφό του Βούλα Δαμιανάκου, αλλά και από σωρεία άλλων πηγών που καταγράφονται ως υποσημειώσεις και υπομνηματισμοί στο κάτω μέρος κάθε σελίδας του βιβλίου. Μέσα από τις αναφορές για τις σπουδές του φαίνεται ο έντονος προβληματισμός του νεαρού Ρώτα για τις αδυναμίες και τις  στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και η έφεσή του για το γράψιμο, που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς. «Από μικρός ο Ρώτας είναι ανήσυχος χαρακτήρας», σημειώνει ο Θαν. Ν. Καραγιάννης (σ.33), «θεατρική φυσιογνωμία με μια σπιρτάδα σε όλε του τις πράξεις, γεγονός που δίνει κίνητρο σε κάποιες νέες κοπέλες να τον προσέξουν περισσότερο γιατί έχει χαριτωμένη και ευγενική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζει από τους συνομήλικούς του" ενώ,  όπως συνεχίζει,  από  νωρίς εκδηλώνει και τις καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές του επιδόσεις.
 Η μετέπειτα ζωή και οι επιδράσεις στο έργο του σίγουρα σφραγίζονται από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και δραστηριοποιείται, όπως επίσης και από τα γεγονότα που επηρεάζουν δραματικά τον τόπο και το λαό,  ενώ σημαντικές είναι οι φιλίες του με λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Μάρκος Αυγέρης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Φώτος Πολίτης και οι γνωριμίες του με εξέχουσες μορφές του δημοτικιστικού κινήματος, ανάμεσα στις οποίες, όπως μας πληροφορεί ο Καραγιάννης, περιλαμβάνονταν ο Κωστής Παλαμάς, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αλέξανδρος Πάλλης και ο Γιάννης Ψυχάρης.
«Οι φιλολογικές του σπουδές», σημειώνει ο μελετητής, «στη λογοτεχνία και το θέατρο (ιδιαίτερα οι θεατρικές του σπουδές στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, αλλά και οι σπουδές στο χορό και τη μουσική, στη Σχολή Καλησπέρη και στο Ωδείο Λόττνερ), καθώς και η επαγγελματική του ενασχόληση με το θέατρο ως ηθοποιός και αργότερα ως θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής αποτελούν αφορμές για βαθιά μελέτη, από μέρους του, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της ελληνικής δημοτικής ποίησης και της ενγένει λογοτεχνίας, της λαϊκής γλώσσας, του ελληνικού λαϊκού θεάτρου, της ελληνικής και  παγκόσμιας ιστορίας, αλλά και της ιστορίας της λογοτεχνίας, του θεάτρου και της τέχνης.
Αυτά, σχολιάζει ο μελετητής, μαζί με την αρχαιοελληνική διαλεκτική σκέψη και την υλιστική μαρξιστική σκέψη, την οποία γνώρισε και ασπάστηκε ο Ρώτας καθόρισαν εν πολλοίς την πνευματική, ιδεολογική και λογοτεχνική του πορεία, ενώ είναι εξίσου σημαντικό και καθοριστικό για τον Ρώτα, προστίθεται στο σχολιασμό του μελετητή, το γεγονός ότι, εκτός από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς, τραγικούς και κωμικούς, των οποίων το έργο έχει μελετήσει σε βάθος και έχει μεταφράσει ορισμένα έργα, ο Ρώτας μελετούσε και μετάφραζε έργα από άλλες τέσσερις   γλώσσες που τις έμαθε μόνος του: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και  ρωσικά.  Έτσι λοιπόν γνωρίζει σε βάθος το έργο μεγάλων Ευρωπαίων συγγραφέων και διανοητών, όπως ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Σίλλερ, ο Τολστόι,  ο Πούσκιν, ο Τσέχοφ, ο Μίλλερ, ο Καλτερόν, ο Ίψεν και άλλοι.
Στη συνέχεια της διδακτορικής διατριβής του Θανάση Ν. Καραγιάννη γίνεται μια μεθοδική και καθ’ όλα επιστημονική, εμβριθής και τεκμηριωμένη ανάλυση για το λογοτεχνικό έργο του Ρώτα για παιδιά και έφηβους- που είναι και το θεματικό επίκεντρο της όλης ερευνητικής εργασίας, μέσα από τέσσερα ξεχωριστά κεφάλαια, τα οποία καλύπτουν το θέατρο, την ποίηση, την πεζογραφία και τα κλασικά εικονογραφημένα. Τα στενά χρονικά περιθώρια που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν σίγουρα μια εκτενή και εμπεριστατωμένη αναφορά στα επί μέρους κεφάλαια, στα οποία πέρα από το πλήθος των πληροφοριών και των υπομνηματισμών, διαφαίνεται η μεγάλη αγάπη του Καραγιάννη για τον Βασίλη Ρώτα, η συγγραφική του δεξιοτεχνία αλλά και το μέγεθος της ερευνητικής του εργασίας, τα αποτελέσματα της οποίας εντυπωσιάζουν κάθε επαρκή αναγνώστη και μελετητή.
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, που καταλαμβάνει γύρω στις 250 σελίδες αφιερώνεται  στο θέατρο και περιλαμβάνει 14 υποκεφάλαια, που αναφέρονται στις πρώτες θεατρικές εμπειρίες του Ρώτα, τις θεατρικές και άλλες σπουδές του, την ηθοποιία, τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία, τη θητεία του στο «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών», όπου δόθηκαν 198 παραστάσεις (τις οποίες παραθέτει ο μελετητής), από το 1930-1933, το Θεατρικό Σπουδαστήριο  που δημιουργήθηκε στα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής (1942) και  τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας (1944). Το σημαντικότερο μέρος του κεφαλαίου αυτού καλύπτει μια αδρομερής ανάλυση του παιδικού θεατρικού έργου του Βασίλη Ρώτα. Ο ερευνητής, αφού πρώτα κάνει μια κατά χρονολογικές περιόδους ταξινόμηση του θεατρικού έργου του Ρώτα (περιοδολόγηση), παραθέτει τις απόψεις και προτάσεις του Ρώτα για το σχολικό θέατρο όπως καταγράφονται στα βιβλία που εξέδωσε (Οδηγός για σχολικές παραστάσεις, Εισαγωγή στο θέατρο για παιδιά, Το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα), ενώ καταγράφονται και  παρατίθενται στα τρία τελευταία  υποκεφάλαια όλες οι σχετικές λεπτομέρειες για το παιδικό και εφηβικό θέατρο του Ρώτα, όπως επίσης και το σχολικό θέατρο που έγραψε για παιδιά και περιλαμβάνει: ιστορικά και πατριωτικά έργα, κοινωνικά, θρησκευτικά-εορταστικά, δραματική ανάπλαση μύθων και θεατρικές σκηνές με πρόσωπα ή ζώα. Το κεφάλαιο κλείνει με μια αναφορά στην παιδαγωγική διάσταση του παιδικού θεατρικού έργου του Βασίλη Ρώτα και με την παράθεση σχετικών συμπερασμάτων. Είναι εκπληκτική πράγματι, η συνεισφορά του Ρώτα στο παιδικό και το σχολικό θέατρο, το οποίο, όπως σημειώνει ο Καραγιάννης, «διαμορφώνεται με κοινωνικά και ιστορικά κριτήρια, ενώ από την Κατοχή  και μετά η ιδεολογία του ακολουθεί τον κοινωνικό ρεαλισμό, με βάση όμως τον πατριωτισμό, τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές αξίες.» (σ. 292).
Είναι όντως εντυπωσιακή η εργογραφία του Ρώτα, όπως καταγράφεται από τον Καραγιάννη στο παράρτημα του βιβλίου, η οποία περιλαμβάνει 54 εκδόσεις βιβλίων, από τα οποία τα περισσότερα είναι  θεατρικά, 49 κλασικά εικονογραφημένα και πέραν των 50 εκδόσεων αποτελούν μεταφράσεις θεατρικών έργων από την κλασική και τη σύγχρονη δραματουργία. Το πιάνο, Ελληνικά νιάτα, Παραμύθι της Ανέμης, Ο ήρωας Κατσαντώνης, Κιλελέρ, Οι Γραμματιζούμενοι, Προμηθέας ή η κωμωδία της αισιοδοξίας, Να ζει το Μεσολόγγι, Σε γνωρίζω από την κόψη, Νενικήκαμεν, Πολεμικό ξεπροβόδισμα, Η Κατοχή, Μάνα, Η γλωσσού, Σπιτίσιο φαΐ, Τα κορίτσια επαναστατούν, Ο Καρδούλας δραγάτης, Οι μαξιλαριές, Ο ήρωας, Η αξιοπρέπεια, Η Ειρήνη, Ο Καραγκιόζης δάσκαλος, Το μάθημα της Ιστορίας, Ο Καραγκιόζης πάει σχολείο ,Μια δραχμή παστέλι, Ο πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς, Το γράμμα που έστειλε ο Καραγκιόζης στον Σαρλό, Ο Σαρλό στην Αθήνα, Ραφτάκι, Ιησούς δωδεκαετής εν τω ναώ, Ο χορός των παιχνιδιών, Ο Καρδούλας και ο λύκος, Αλεπού και σκαντζόχοιρος, Κότες-πάπιες-χήνες-γάλοι, Η τράτα, Ο Θεληματάρης είναι οι τίτλοι μερικών από τα 37 παιδικά και σχολικά θεατρικά έργα όλων των κατηγοριών που προαναφέρθηκαν, τα οποία αναλύει και παρουσιάζει στη διατριβή του,  ενδεικτικά, ο Καραγιάννης, δίνοντας για όλα σχετικές γραμματολογικές-θεατρολογικές πληροφορίες και κάνοντας αναφορά στην υπόθεσή τους, τους ήρωες, τους χαρακτήρες και τις ιδεολογικές τους προεκτάσεις.
Με παρόμοια στρατηγική ακολουθεί στο δεύτερο  κεφάλαιο η αναφορά στην παιδική ποίηση του Ρώτα, που καλύπτεται διεξοδικά και αρκούντως τεκμηριωμένα μέσα σε 108 σελίδες, στις οποίες ο μελετητής κάνει ειδική αναφορά στις παιδικές ποιητικές συλλογές του Ρώτα και στα ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν σε εκδόσεις για ενήλικους και σε διάφορα περιοδικά ή άλλα έντυπα. Γίνεται γραμματολογική,  θεματική εξέταση και ερμηνευτική προσέγγιση των ποιημάτων που ταξινομούνται σε φυσιολατρικά, σχολικά, κοινωνικά, εμπνευσμένα από τον λαϊκό πολιτισμό, σατιρικά-χιουμοριστικά, θρησκευτικά, φιλειρηνικά-αντιπολεμικά, πολιτικά, ποιητικές αναπλάσεις μύθων και άλλα. Η αναφορά στην ποίηση του Ρώτα ολοκληρώνεται με τις γλωσσολογικές, αισθητικές και μορφολογικές επισημάνσεις του μελετητή, ο οποίος αναφέρεται επίσης σε μελοποιημένη ποίηση του Ρώτα, όπως είναι π.χ. πολύ γνωστό μας Το Χριστινάκι, που πρωτοτραγούδησε η Καίτη Χωματά και άλλα, δίνοντας καταλυτικά και τις παιδαγωγικές διαστάσεις της ποίησης του Ρώτα και τα συμπεράσματα. Τέλος, πολύ συνοπτικά αναφέρουμε τους τίτλους απλά των άλλων κεφαλαίων, όπου η επεξεργασία και η μελέτη των κειμένων ακολουθεί εν πολλοίς παρόμοια στρατηγική. Στο τρίτο κεφάλαιο η αναφορά καλύπτει το πεζογραφικό έργο του Ρώτα για παιδιά και έφηβους, το οποίο αναλύεται και αναδεικνύεται  μέσα σε 36 σελίδες, και περιλαμβάνει: παραμύθια, μικρές ιστορίες, μύθους, διηγήματα και μεταφράσεις μυθιστορηματικής βιογραφίας. Δίνεται τέλος η παιδαγωγική διάσταση της πεζογραφίας του Ρώτα και παρατίθενται σχετικά συμπεράσματα. Στο τέταρτο και τελευταίο  κεφάλαιο η αναφορά καλύπτει τα κλασικά εικονογραφημένα του Βασίλη Ρώτα.
Η διατριβή, όπως ήδη έχουμε αναφέρει ολοκληρώνεται με τα γενικά συμπεράσματα, που είναι αρκετά ενδιαφέροντα και ευρηματικά, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα παραρτήματα, που περιλαμβάνουν το ποίημα του Ρώτα Ο βίος μου, γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Ρώτα, Χρονολόγιο και αναλυτική εργογραφία. Ως επίμετρο, τέλος παρατίθενται φωτογραφικά και ιστορικά ντοκουμέντα, μέσα από τα οποία ζωντανεύει κυριολεκτικά μια ολόκληρη εποχή, ενώ το βιβλίο τελειώνει  με ευρετήριο ονομάτων και ενδεικτική βιβλιογραφία. Αξίζουν πραγματικά τα πιο θερμά συγχαρητήρια στον Θανάση Καραγιάννη, που μας έδωσε ένα βιβλίο άρτια και επιστημονικά επεξεργασμένο, μέσα από τις σελίδες του οποίου μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος μελετητής και απλός αναγνώστης να ενδιατρίψει και να εμβαθύνει στο μοναδικό και ανεπανάληπτο έργο του Βασίλη Ρώτα, ο οποίος με τη δύναμη του νου και της γραφίδας του, αλλά και με το πάθος της προοδευτικής και ανθρωπιστικής του ιδεολογίας  αποτύπωσε  μέσα στο έργο του μια ολόκληρη εποχή, υπηρετώντας πρωτίστως διαχρονικές αρχές και αξίες που αναδεικνύουν το μεγαλείο του ανθρώπου, με γνώμονα πάντα τη μεγάλη του αγάπη για το παιδί αλλά και με επίγνωση της μεγάλης σημασίας που έχει ο παιδαγωγικός ρόλος του θεάτρου και της λογοτεχνίας γενικότερα.
Δρ. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ
Πρ. Επιθεωρητής Φιλολόγων  
Πρόεδρος του Κ.Σ.Π.Ν.Β 
Λογοτέχνης – Συγγραφέας










[1]. Παρουσίαση βιβλίου στη Λευκωσία (5.2.2013)

Θανάση Καραγιάννη
«ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ 2007-2010»

Το «θέατρο για παιδιά» είναι ένα θέμα που απασχολεί και προβληματίζει σήμερα όχι μόνο εκείνους που ασχολούνται με αυτό αλλά και πολλούς άλλους (εκπαιδευτικούς, γονείς, πολιτιστικούς φορείς, θεατρολόγους, διευθυντές θεάτρων και, βεβαίως, τα ίδια τα παιδιά). Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τη βαρύνουσα σημασία του θεάτρου στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Σαν είδος, αποτελεί τη συνισταμένη όλων των τεχνών και τους παρέχει την ευκαιρία να ανακαλύψουν τα ταλέντα τους, να ωριμάσουν συναισθηματικά, να κοινωνικοποιηθούν και να μυηθούν στο μαγικό κόσμο της θεατρικής δημιουργίας, παρέχοντας καθημερινά μοναδικές συγκινήσεις σε όλους όσους το αγαπούν και το υπηρετούν.

Το «θέατρο για παιδιά» σήμερα προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του μέσα σε ένα εντελώς νέο και διαφορετικό τοπίο, ένα τοπίο εν δράσει και εν εξελίξει. Δυστυχώς, όμως η κριτική του «θεάτρου για παιδιά» είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα και εντελώς ανύπαρκτη στην Κύπρο.

Εύλογα κυριαρχεί η άποψη, την οποία συμμερίζονται αρκετοί σκηνοθέτες, ότι η μη ύπαρξη κριτικής θεάτρου για παιδιά, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει το ενδιαφέρον και η ενθάρρυνση για να παρουσιάσουν μια παράσταση, πόσω μάλλον να γράψει κάποιος ένα νέο επίκαιρο έργο αφού πιθανόν να μην τύχει καμίας αναγνώρισης ή εκτίμησης. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοι μου, θεατρολόγοι, στρουθοκαμηλίζοντας κρύβονται πίσω από τις εξειδικευμένες γνώσεις που απαιτούνται για τη συγγραφή μιας κριτικής θεάτρου για παιδιά και των πολλών παραστάσεων που υπάρχουν με τον χρόνο να μην είναι αρκετός για να τις παρακολουθήσουν όλες.

Σε αυτές τις απόψεις ο Θανάσης Καραγιάννης τολμά και κάνει το πρώτο βήμα, δίνοντας απαντήσεις, προσφέροντας έτσι το πρώτο και μέχρι στιγμής το μοναδικό βιβλίο στην Ιστορία της Ελληνικής Βιβλιογραφίας με θέμα την κριτική θεάτρου για παιδιά.

Όπως ο ίδιος αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου «οι κριτικοί του θεάτρου για παιδιά-αυτοί και όσοι υπάρχουν και στο βαθμό που ασχολούνται με το είδος αυτό- έχουν την ηθική και κοινωνική υποχρέωση να ανοίξουν διάλογο μεταξύ των δραματουργών, συντελεστών των παραστάσεων για παιδιά και των ηθοποιών από τη μια, και των εκπαιδευτικών και γονιών από την άλλη, οι οποίοι έχουν ένα σημαντικό μέρος ευθύνης για τη θεατρική αγωγή, ανάπτυξη και καλλιέργεια της προσωπικότητας των παιδιών». Και συμπληρώνει «Οι κριτικοί θεάτρου (δημοσιογράφοι, θεατρολόγοι ή εκπαιδευτικοί, ανεξαρτήτως ποιοι απ’ όλους θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο) πρέπει ν’ αναλάβουν την ευθύνη, που τους αναλογεί, απέναντι στη θεατρική αγωγή και κοινωνική διαπαιδαγώγηση, δια του θεάτρου, των παιδιών και των εφήβων και να πάρουν πρωτοβουλίες.»

Έχοντας στη διάθεσή του, δύο έντυπα πανελλήνιας εμβέλειας, την εφημερίδα Ριζοσπάστης και το περιοδικό Θέματα Παιδείας, αφού -όπως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου του- αρχικά ο ίδιος πρότεινε στους διευθυντές των δύο εντύπων να του παραχωρηθεί κάποιος χώρος για επίτευξη του εγχειρήματός του, κατάφερε να υλοποιήσει αυτό που κανείς άλλος δεν είχε επιχειρήσει μέχρι πρόσφατα: την σε τακτική βάση παρουσίαση-κριτική θεατρικών παραστάσεων για παιδιά.

Με θέληση, αγάπη, αλλά και με συστηματική έρευνα ο Θανάσης Καραγιάννης συνέβαλε και συνεχίζει να συμβάλει στην παρουσία και προβολή της κριτικής του Θεάτρου για τα παιδιά κι ας «ορισμένοι δημιουργοί δεν θέλησαν τη συνεργασία του, άλλοι απαξιώνοντας την προσπάθειά του και άλλοι ενοχλημένοι από την ιδεολογική ταυτότητα του δημοσιογραφικού οργάνου του ΚΚΕ, παραβλέποντας την ουσία της υπόθεσης και του κοινωνικού/πολιτικού καθήκοντος όλων στα ζητήματα θεατρικής αγωγής του λαού μας και ιδιαίτερα όσων ασχολούνται με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών».

Ο Θανάσης Καραγιάννης στο βιβλίο του «Κριτική Θεάτρου για παιδιά 2007-2010» αναδημοσιεύει 110 κριτικά σημειώματα, στα οποία παρουσιάζει, σχολιάζει και κρίνει θεατρικά κείμενα για παιδιά και τις παραστάσεις τους, για τις θεατρικές περιόδους 2007-2008, 2008-2009 και 2009-2010, με γνώμονα τα γνωρίσματα του «θεάτρου για παιδιά»: δηλαδή το κείμενο, την παράσταση, την επικοινωνία και την παιδαγωγική. Δίνει βαρύτητα στο κείμενο αλλά και στη σκηνική του απόδοση, στην παιδαγωγική αλλά και μορφωτική αποστολή που επιδιώκεται δι’ αυτού.

Στο βιβλίο «Κριτική Θεάτρου για παιδιά 2007-2010» αναδημοσιεύονται, με ελάχιστες διορθώσεις και προσθήκες, 102 κριτικά κείμενά του από την εφ. «Ριζοσπάστης», 6 από το περιοδικό «Θέματα Παιδείας», 1 από την εφημερίδα «Ενεργός Δημότης Νοτίων Προαστίων» και 1 από το θεατρικό πρόγραμμα (2009-2010) του θιάσου «Αβάντι».

Περιλαμβάνονται κριτικά κείμενα για παραστάσεις που εμπερικλείουν τους τέσσερις βασικούς άξονες της δραματουργίας που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των έργων για παιδιά.

Τους αναφέρω επιγραμματικά:

Ο πρώτος άξονας αφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία με διασκευές και δραματοποιήσεις που ξεκινούν από τον Αριστοφάνη και τον Όμηρο και φτάνουν μέχρι την τραγωδία και την Ιστορία.

Ο δεύτερος αναφέρεται στο παραμύθι και τη λαϊκή (ελληνική) παράδοση.

Ο τρίτος προκύπτει από διασκευές, δραματοποιήσεις και διακειμενικές συνθέσεις έργων της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Κι ο τέταρτος προέρχεται από τη σύγχρονη θεματική, με θέματα οικολογικά, κοινωνικού προβληματισμού, διαφυλικές, διαπροσωπικές σχέσεις, κ.ά.

Κατά είδος, στο βιβλίο, συμπεριλαμβάνονται κριτικά σημειώματα για παραστάσεις που αφορούν:

Θέατρο (76 στο σύνολο), Θέατρο-Μπαλέτο (2), Θέατρο-Θεατρικό Παιχνίδι (5), Όπερα (3), «Ζακυνθινή Ομιλία» (1), Κουκλοθέατρο (13), Θέατρο Σκιών (3), Μαριονέτες (3), Αφήγηση παραμυθιών (θεατρική έκφανση) (4).

Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να σταθώ στην κριτική γραφή του Θανάση Καραγιάννη:

Ο Βρετανός κριτικός λογοτεχνίας Ian Watt (Ίαν Βάττ) στη δραστηριότητα του κριτικού περιλαμβάνει τέσσερις αναγκαίες συνιστώσες: την πνευματική αναγνώριση του αντικειμένου έρευνας, την αισθητική αποτίμησή του, την άμεση δέσμευσή των συναισθημάτων του κριτικού απέναντι στο αντικείμενό του, καθώς και τη λεκτική έκφραση των τριών προηγούμενων συνιστωσών.

Με την ιδιότητα του παιδαγωγού αλλά και του βετεράνου εκπαιδευτικού, έχοντας τις «ποικίλες» γνώσεις, ο Θανάσης Καραγιάννης, αναπτύσσει ένα πρόσφορο έδαφος βιωμάτων μέσα από τις κριτικές του, ανοίγοντας νέους ορίζοντες και προεκτείνοντας τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας στο θέατρο για παιδιά. Γιατί «η κριτική δεν είναι ζήτημα μεθόδου», όπως έγραψε ο Μουλλάς αλλά «είναι υπόθεση ταμπεραμέντου. Ένα ύφος και ένα ήθος. Ένας τρόπος γραφής. Μια σχέση με τον λόγο και με τον κόσμο».

Η «κριτική» γλώσσα του Καραγιάννη διέπεται από δεκτικότητα, ευαισθησία και εντιμότητα απέναντι στα νέα καλλιτεχνικά κινήματα, οξυδέρκεια, βαθύνοια, πρωτοτυπία, πληρότητα και αρτιότητα. Δεν λειτουργεί μόνο ως ενημερωτική και ως εργαλειακή. Δεν αναλίσκεται σε οιδηματικές μικρότητες ούτε σε περίτεχνες φαυλότητες αλλά, όπως σημειώνει και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου, «Οι κριτικές του Καραγιάννη είναι παιδαγωγικά ευθείες, αισθητά απαιτητικές και θεατρικά ενημερωμένες».

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό, και πέρα από το θεωρητικό της παρουσίασης του βιβλίου, να μοιραστώ μαζί σας μία εκ των 110 κριτικών που αναδημοσιεύει στο βιβλίο του, μεταφέροντας σας την κριτική γραφή του Καραγιάννη, όπως την ανέπτυξα πιο πάνω.

Πρόκειται για την κριτική που έγραψε στην εφ. «Ριζοσπάστης» στις 17.12.2009, για την παράσταση του έργου Τα μαγικά μαξιλάρια (Ένας δάσκαλος, ένας σπόρος, μια ελπίδα) του Ευγένιου Τριβιζά από το Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου, που ανέβηκε στο θέατρο REX.

(βιβλίο σελ. 94)

Ο Θανάσης Καραγιάννης καταφέρνει μέσα από τα κριτικά του κείμενα από τη μια μεριά να διαφωτίζει και να καθοδηγεί το κοινό και από την άλλη, να ελέγχει και να αποτιμά την πνευματική πράξη και το καλλιτεχνικό προϊόν.

Ενδιαφέρεται και αποτιμά όλες τις παραμέτρους της κάθε παράστασης χωρίς δημοσιογραφικούς σχολιασμούς, χωρίς καμία κενόδοξη γνώμη. Συλλαμβάνει τους παλμούς του παρόντος μέσα από τα ζωτικά στοιχεία του παρελθόντος. Εντοπίζει δηλαδή και αξιολογεί τον σύνδεσμο μεταξύ κειμένου και παράστασης.

Το θέατρο για παιδιά είναι εξαιρετικά ευαίσθητη και ιδιάζουσα περίπτωση. Μέσα στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία η πολιτεία, το σχολείο, οι γονείς και κηδεμόνες, οι άνθρωποι των ΜΜΕ και του θεάτρου, θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό. Και είναι αυτή την προσοχή που ο Θανάσης Καραγιάννης τονίζει με το βιβλίο του αυτό.

Με τον παρόντα τόμο ο Θανάσης Καραγιάννης προσφέρει στην θεατρική μας βιβλιογραφία πολύτιμο υλικό για τη θεατρολογία και τη δραματολογία αλλά και την ιστορία του θεάτρου για παιδιά.

Το βιβλίο «Κριτική Θεάτρου για παιδιά 2007-2010» δεν αφορά μόνο τους θεατρολόγους, δραματολόγους και μελετητές του θεάτρου, αλλά αφορά και τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους διευθυντές θεάτρων και όσων άλλων εμπλέκονται στην θεατρική διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

Αγαπητέ Θανάση… με την ιδιότητά μου ως θεατρολόγος/δραματουργός θέλω να σε ευχαριστήσω για την προσφορά σου στην θεατρολογία, στην σύγχρονη ιστορία του θεάτρου, στη σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία του θεάτρου με το βιβλίο σου. Το μήνυμά σου ελήφθει.


Χρίστος Γεωργίου
Θεατρολόγος/Δραματουργός







Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά
στην Ελλάδα (1871-1949) και την Κύπρο (1932-1949)
του Θανάση Ν. Καραγιάννη


Από τη Δρα Μαρία Μιχαηλίδου

Κυρίες και Κύριοι φίλοι του Θεάτρου,
Αγαπητέ Θανάση Καραγιάννη,

Όλοι όσοι ασχολούνται με τη συγγραφή, την έκδοση και τη διάδοση του βιβλίου, γνωρίζουμε καλά και νιώθουμε βαθιά τη χαρά και την αγαλλίαση που αισθάνεται όποιος παίρνει στα χέρια του ένα καινούργιο βιβλίο. Πόσο μάλλον, όταν αυτό το βιβλίο έρχεται κατευθείαν από τον εκδοτικό οίκο, ζεστό ακόμα, άδολο και αθώο, αγνοώντας ότι το αναμέναμε με τόση λαχτάρα, και σίγουρα, ανυποψίαστο για την περαιτέρω τύχη του! Τύχη που σίγουρα θα είναι θαυμάσια, αν το χαρούν και το αξιοποιήσουν οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται και μοχθούν για το παιδί και το θέατρο και ειδικότερα για το Παιδικό Θέατρο!

Η έκδοση αυτή είναι ογκώδης.  Έχει έκταση 550 σελίδες, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Αντώνη Σταμούλη, στη Θεσσαλονίκη, το 2012, και φέρει τον τίτλο Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα (1871-1949) και την Κύπρο (1932-1949).

Πρόκειται για εκτενή, σοβαρή και εις βάθος μελέτη – έρευνα για την εν γένει δραματουργία για παιδιά στον ελλαδικό και κυπριακό χώρο, με χρονική οριοθέτηση τα έτη 1871 έως 1949 για την Ελλάδα και 1932 έως 1949 για την Κύπρο χρονικά όρια, που φυσικά δεν είναι τυχαία, αλλά δικαιολογούνται με σαφήνεια και με αντικειμενικά κριτήρια από τον συγγραφέα. Η παρουσίαση του βιβλίου θα επιτευχθεί με την πλοήγηση του ίδιου του συγγραφέα, διαμέσου των σελίδων του πονήματός του και με τιμονιέρη τα κεφάλαια που το αποτελούν. Θα γνωρίσουμε, έστω ακροθιγώς, το περιεχόμενο του κάθε κεφαλαίου,  τη δομή και τον τρόπο εργασίας του συγγραφέως, με την προσθήκη σύντομου σχολιασμού, όπου χρειάζεται.

Από το εξώφυλλο, λοιπόν, ο συγγραφέας φρόντισε να μας δώσει τις βασικές πληροφορίες για το τι θα ακολουθήσει: Εκτός από τον κύριο τίτλο, ο οποίος ήδη αναφέρθη, προσθέτει σε πλάγιο τίτλο ότι υπάρχουν στοιχεία θεατρικής αγωγής και παραστασιογραφίας του σχολικού θεάτρου και ότι προλογίζεται από τον Βάλτερ Πούχτερ. Στο εσώφυλλο προσθέτει ότι θα κινηθεί μεταξύ θεματολογίας, ιδεολογίας και παιδαγωγίας κι ακόμα ότι θα ασχοληθεί με 22 Έλληνες δραματουργούς.

Το βιβλίο έχει αυτή τη διάρθρωση:

·        Πρόλογος
·        Πέντε κεφάλαια
·        Παραρτήματα

Ο πρόλογος του θεατρολόγου καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ είναι σύντομος, αλλά περιεκτικός και ουσιαστικός. Βασικά, κάνει δύο καίριες επισημάνσεις: α) ότι «το θεατρικό έργο για παιδικές παραστάσεις ακολουθεί περίπου την ίδια πορεία όπως η παιδική λογοτεχνία» και β) ότι «ο χώρος του παραστασιολογίου του σχολικού θεάτρου είναι αχανής και δυσπρόσιτος ως προς τις πηγές.  μολοντούτο  η μονογραφία του κ. Θανάση Καραγιάννη δίνει μια πρώτη ιδέα για τον απέραντο πλούτο των στοιχείων και πληροφοριών και θα μείνει για πολύ καιρό σημείο αναφοράς των σχετικών αναζητήσεων». (σ.14)

Τα παραρτήματα είναι πολύ πλούσια σε υλικό και καταδεικνύουν το εύρος της ερευνητικής εργασίας του συγγραφέως. 

Τα πέντε κεφάλαια είναι άνισα σε έκταση. Εκτείνονται από 32 έως 241 σελίδες με μεγαλύτερο και σημαντικότερο το κεφάλαιο Γ΄, το οποίο περιέχει επτά υποκεφάλαια αναλύοντας χρονολογικά το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα.

Αναλυτικότερα, τα πέντε κεφάλαια αναφέρονται στα εξής επιμέρους θέματα:

Κεφάλαιο Πρώτο: Στοιχεία για τη Θεατρική Αγωγή και τη δραματική τέχνη στην εκπαίδευση – Εννοιολογικές Διασαφήσεις – Οριοθετήσεις. Σ’ αυτό το πρώτο και εισαγωγικό κεφάλαιο ο συγγραφέας ως άριστος δάσκαλος και πολύπειρος εκπαιδευτικός – παιδαγωγός, ξεκινά την εργασία του δίνοντας τις εννοιολογικές τοποθετήσεις του με σαφείς επεξηγήσεις για το προς τα πού θα κινηθεί και το πώς θα δράσει εν συνεχεία.  Ως προς τους ορισμούς των εννοιών είναι αρκούντως προσεκτικός, τονίζοντας ότι «οι ορισμοί, κατά κοινή παραδοχή, μας  δίνουν κατά προσέγγιση το περιεχόμενο του όρου και δεν τον καλύπτουν απόλυτα» (σ. 25).  Μη φειδόμενος όσων διασαφήσεων χρειάζεται ο αναγνώστης για να μπορέσει να αξιοποιήσει τα περαιτέρω, δίνει όσες επεξηγήσεις μπορεί. 

Η διασάφηση εννοιών και ταυτόχρονα η οριοθέτησή τους προσφέρεται εις βάθος.  Επεξηγούνται όλοι οι όροι, δίνοντας παραδείγματα και αναφορές και καταλήγει σε επιστημονικά συμπεράσματα, πάντα με νηφαλιότητα και σαφήνεια. Οι σημειώσεις του, επίσης πρέπει να τονιστεί είναι συνεχείς, κατατοπιστικές, πολύ βοηθητικές και εύστοχες.  Και επειδή ο όρος θέατρο αποτελεί «μια πρώτη εβρυική καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου» όπως έχει ειπωθεί και επειδή το περιεχόμενο του όρου θέατρο είναι ασφαλώς, πολύ πλατύ, μας δίνει αναλυτικά πως εννοεί  εκείνος το μέρος εκείνο που εμπίπτει στη θεατρική πράξη και φέρει την ονομασία: Αφήγηση, Διαδραστικό  θέατρο, – Δραματοποίηση αφηγηματικών κειμένων, Δραματοποίηση, Εκπαιδευτικό δράμα/εκπαιδευτικό θέατρο, Ελεύθερο επαγγελματικό θέατρο, θεατρικό αναλόγιο, θεατρικό δρώμενο, θεατρικό παιχνίδι, θεατρικό παιχνίδι στην εκπαιδευτική διαδικασία, θεατρικό σκετς, θεατρικός αυτοσχεδιασμός, θέατρο για παιδιά και εφήβους, θέατρο από παιδιά για παιδιά, θέατρο με παιδιά, Κοινωνικό θέατρο, Μαθητικό θέατρο, Παντομίμα, Σχολική θεατρική παράσταση, Σχολικό θέατρο. Για όλους αυτούς τους όρους ο συγγραφέας εκφράζει την άποψη τής μη απόλυτης συμφωνίας και καταλήγει: «Νομίζω ότι ακόμη και σήμερα, που έχουν γραφεί τόσα πολλά από άξιους ακαδημαϊκούς, θεατράνθρωπους και παιδαγωγούς, υπάρχει – ως ένα βαθμό – μια σύγχυση, χωρίς να ευθύνονται οι ίδιοι» (σ.20).

Κεφάλαιο Δεύτερο: Στο κεφάλαιο αυτό δίνεται ένα συνοπτικό σχεδίασμα, μια εισαγωγή στην ιστορία της δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας εισηγείται και θεωρεί τον όρο αυτόν πληρέστερο και ουσιαστικότερο του όρου θέατρο για παιδιά, ο οποίος επικρατούσε. Και ασφαλώς και τους δύο αυτούς τους βρίσκει καλύτερους από τον όρο Παιδικό θέατρο στον οποίο είμαστε περισσότερο εθισμένοι να χρησιμοποιούμε για πολλές δεκαετίες. Στο σύντομο σε έκταση αυτό κεφάλαιο, ο συγγραφέας κατάφερε να δώσει ευσύνοπτα μεν, ενημερωτικά δε, όλες τις έως τώρα προσπάθειες συγγραφής έργων θεατρικών παραστάσεων για παιδιά από την Αρχαιότητα έως τις μέρες μας.  Ιδιαίτερη μνεία δίνεται στο σχολικό θέατρο και στη συμβολή του Βασίλη Ρώτα, που όντας ο κυριότερος μελετητής του έργου του για παιδιά, τον ανακαλεί και τον προβάλλει σε πολλά σημεία του βιβλίου.  Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας εκφράζει με αρκετή δόση πικρίας τα αρνητικά δεδομένα αντιμετώπισης της δραματουργίας για παιδιά τα οποία συνίστανται: «στην συγκυριακή πολλές φορές, ύπαρξη εργασιών ερευνητικού περιεχομένου», «δεν υπάρχουν διαρκείς και συντονισμένες προσπάθειες σε κάποιο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο»,  γενικά υπάρχει «ερευνητική και επιστημονική ένδεια» και υπάρχει διάχυτο «το πρόβλημα της υποτίμησης του θεάτρου για παιδιά ως είδος και ιδιαίτερα η Ιστορία του θεάτρου για παιδιά και η Ιστορία της Δραματουργίας του». (σ. 57)

Η καταληκτική παράγραφος αυτού του κεφαλαίου δίνει μια αισιόδοξη άποψη του συγγραφέα περί του σχολικού θεάτρου:

«Από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, σταδιακά και προοδευτικά, άλλαζαν οι απόψεις για τη διοργάνωση των σχολικών γιορτών και των θεατρικών παραστάσεων.  Σε αυτή την αλλαγή συνέβαλαν καθοριστικά οι νέες παιδαγωγικές και αισθητικές αντιλήψεις, οι οποίες εισήλθαν στην χώρα μας και στην εκπαίδευση κυρίως από το εξωτερικό, που αφορούσαν το θέατρο στην εκπαίδευση, τη θεατρική αγωγή, το θεατρικό παιχνίδι κ.λπ. Αρκετοί εκπαιδευτικοί αφουγκράστηκαν, μελέτησαν τις νέες θεωρίες και προτάσεις, έλαβαν μέρος σε βιωματικά ή θεωρητικού περιεχομένου σεμινάρια και σταδιακά άλλαξαν τον τρόπο που οργάνωναν τις σχολικές γιορτές τους.  Σχετικά με τα παραπάνω αντικείμενα και θέματα δημοσιεύτηκαν πολλά επιστημονικά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά, κυκλοφόρησαν βιβλία, πρακτικά συνεδριών κ.ά.» (σ. 88)

Κεφάλαιο Τρίτο:   Όπως ειπώθηκε πιο πάνω, το κεφάλαιο αυτό είναι το εκτενέστερο όλων, αποτελούμενο από 241 σελίδες και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πλήρες βιβλίο.  Σ’ αυτό ο Καραγιάννης ασχολείται με τη δραματολογία για παιδιά στην Ελλάδα, διεξοδικά και μεθοδικά, χρησιμοποιώντας τη χρονολογική εξέλιξη του θέματος με έρευνα και καταγραφή της θεματολογίας, αναφορά και σχολιασμό για την ιδεολογία, και θεώρηση της παιδαγωγίας.  Το κεφάλαιο χωρίζεται σε επτά ενότητες, τις εξής:

Α΄ περίοδος:  αναφέρεται στην Αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα [η προϊστορία του θεάτρου για παιδιά]
Β΄ περίοδος:  αναφέρεται στον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και την εποχή Μπαρόκ [15ος, 16ος και 17ος αι.]
Γ΄ περίοδος:  αναφέρεται στο Σχολικό θέατρο από το 1730-1830 – Κατά την εποχή του Νοελληνικού Διαφωτισμού.
Δ΄ περίοδος:  αναφέρεται στα έτη 1833-1895 – Εξελίξεις του σχολικού θεάτρου κατά τον 19ο αιώνα.
Ε΄ περίοδος: αναφέρεται στα έτη 1896-1921 – Απαρχή του θεάτρου για παιδιά. [ουσιαστική απαρχή του θεάτρου για παιδιά με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο]
Στ΄ περίοδος: αναφέρεται στα έτη 1922-1939 – Το σχολικό θέατρο στον Μεσοπόλεμο. [συμβολή Ευφροσύνης Λόντου – Δημητρακοπούλου και Αντιγόνης Μεταξά]
Και Ζ΄ περίοδος:  αναφέρεται στα έτη 1940-1949 – Το σχολικό θέατρο στον Ελληνο - Iταλικό πόλεμο, Κατοχή και Εμφύλιο. [Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Γιώργος Κοτζιούλας, Γεράσιμος Σταύρου]

Η Στ΄ και η Ζ΄ περίοδος περιγράφονται πολύ πιο εκτενώς από τις προηγούμενες χρονικές περιόδους, γιατί υπήρξε σαφώς σ’ αυτές περισσότερο υλικό για το σχολικό θέατρο.

Στη Στ΄ περίοδο που αναφέρεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο συγγραφέας ασχολείται λεπτομερώς με το σχολικό θέατρο στον Βόλο, στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα.  Ακολουθεί η τότε κριτική του σχολικού και ερασιτεχνικού θεάτρου και τελειώνει με όλη την τότε παραστασιογραφία.

Η Ζ΄ περίοδος που αναφέρεται στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, απασχολεί τον ερευνητή είτε ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είτε ως θεματογραφία των έργων. Επικεντρώνεται στο Παιδικό Θέατρο του Βόλου και των Σερρών και παρουσιάζει όλη την παραστασιογραφία.  Στα πολύ δύσκολα, στα πολύ ακανθώδη και πολύ τραγικά για όλο το Έθνος χρόνια (1940-1949), ο μελετητής φροντίζει να καταγράφει με αντικειμενικότητα όλα όσα έργα είχαν γραφεί και όλα τα έργα που είχαν ανεβεί στη σκηνή, είτε προέρχονταν από τη δικτατορική Μεταξική εποχή, είτε ήταν στη μια ή την άλλη πλευρά στην Εμφύλια διαμάχη.  Η πλήρης αποστασιοποίηση και αντικειμενικότητα, πιστεύω πως είναι σημαντικό προσόν για έναν ερευνητή – μελετητή.

Κεφάλαιο Τέταρτο:  Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται στη ζωή και στο έργο 22 Ελλήνων συγγραφέων παιδικού θεάτρου, τους οποίους παρουσιάζει κατά τη χρονολογία γέννησής τους.  Από τους 22 δημιουργούς του παιδικού θεάτρου, οι οκτώ είναι γυναίκες και οι 14 άντρες.  Πρώτη στη χρονολογική σειρά γέννησης είναι η Σαπφώ Λεοντιάς, γεννηθείσα το 1832 και τελευταίος ο Γιάννης Καλατζόπουλος, γεννηθείς το 1949, έτος με το οποίο κλείνει και την έρευνά του, στο παρόν στάδιο ο συγγραφέας. Σημειώνω, με ιδιαίτερη ικανοποίηση, τη συμπερίληψη, μέσα στους 22 δημιουργούς, τριών Ελλήνων Κυπρίων – της Σαπφούς Λεοντιάδος, του Τεύκρου Ανθία και του Κύπρου Χρυσάνθη, μιας Αιγυπτιώτισσας Ελληνίδας, της Ιωάννας Μπουκουβάλα – Αναγνώστου και δύο Σμυρνιών συγγραφέων, του Στέλιου Σπεράντσα και της Γεωργίας Δεληγιάννη – Αναστασιάδη.

Για τον κάθε λογοτέχνη υπάρχει σύντομο βιογραφικό σημείωμα, η φωτογραφία του, η εργογραφία του και ενδεικτική, πάντοτε, βιβλιογραφία.

Κεφάλαιο Πέμπτο: Το κεφάλαιο αυτό ο Καραγιάννης το αφιερώνει στη μελέτη της δραματουργίας για παιδιά στην Κύπρο, αναφέροντας ρητά, ότι πρόκειται για μια εισαγωγή και ότι περιορίζεται σε συνοπτική αναφορά. Εν τούτοις, σε όποιον γνωρίζει το θέμα, φαίνεται πως και για το κεφάλαιο αυτό κατέβαλε μόχθο για τη μελέτη – έρευνα και πρόσφερε φροντίδα στο ξετύλιγμα των όσων στοιχείων – βοηθημάτων μπορούσε να έχει στη διάθεσή του. Αρχίζει με μια σύντομη ιστορική τοποθέτηση, αξιοποιώντας θέσεις και ρήσεις Κυπρίων μελετητών. Οριοθετεί την αρχή της παιδικής δημιουργίας στην Κύπρο, το 1932, και σ’ αυτό ακριβώς συμφωνεί και η έρευνα, η μη εκδοθείσα της ομιλούσας, αλλά και η διπλωματική εργασία της Χατζηαυξέντη, η οποία δημοσιεύτηκε σε συλλογικό τόμο1.  Στέκεται μετά στη δυναμική σφραγίδα που άφησε ο Ανθίας με τα τρία θεατρικά του για παιδιά και συνεχίζει αναφέροντας επ’ ολίγω την Ελένη Αντονόμου – Νικολαΐδου, τη Δέσπω Τσινίκολα, τον Κύπρο Χρυσάνθη, τον Πάνο Λεβέντη και κλείνει με την παραστασιογραφία για την παιδική δραματουργία στην Κύπρο των ετών 1932 έως το 1949.  Ολοκληρώνει το κεφάλαιο με ενδεικτική βιβλιογραφία. 

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι τα Παραρτήματα, στο οποίο περιέχονται πίνακες βιβλίων, κατάλογοι, ευρετήρια, ιστογράμματα και η μετάφραση του οπισθόφυλλου του βιβλίου σε τέσσερις ευρωπαϊκές γλώσσες: την Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική και Ολλανδική.

Το μέρος αυτό του βιβλίου δεν το θεωρώ, απλώς συνοδευτικό αλλά είναι πολύ ουσιαστικό, εξαιρετικά ενδιαφέρον και δείχνει σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος της ερευνητικής προσπάθειας και το βάθος της μεθοδικότητας του συγγραφέως. Σημειώνω τους εξαιρετικούς καταλόγους παιδικών θεατρικών βιβλίων κατά τον 19ο αιώνα, κατά τον Μεσοπόλεμο, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, καταλόγους των παραστάσεων του Ελεύθερου-Επαγγελματικού Θεάτρου από το 1950-1966, το σχολικό θέατρο στη Δικτατορία 1967-1974, κατάλογο με Εκδοτικούς Οίκους – Τυπογραφία (1871-1974), ευρετήριο ονομάτων και πίνακα φωτογραφιών.

Ο Θανάσης Καραγιάννης, ως σοβαρός μελετητής δίνει εμπεριστατωμένα και σφαιρικά τα γενικά του συμπεράσματα εφ’ όλης της ερευνητικής του εργασίας αναφερόμενος κατ’ αρχάς στις εγγενείς και αντικειμενικές δυσκολίες που συναντά ο κάθε ερευνητής στην προσπάθεια του «να ανακαλύψει» και «να αποκαλύψει» κάθε νέο στοιχείο στην έρευνα του, και συνοψίζει όλο το καταστάλαγμα της μελέτης του για το Σχολικό θέατρο, χωρίζοντάς το σε τέσσερις παραμέτρους: α) θεματολογία, β) ιδεολογία, γ) παιδαγωγία και δ) παραστασιογραφία.

Το βιβλίο «Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά» θεωρείται, και όντως είναι, ένα βιβλίο αναφοράς, πολύ ελκυστικό και χρηστικό για όλους εκείνους που ασχολούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με το θέατρο για παιδιά ή ανήλικούς θεατές.  Πρέπει να τονιστεί ότι ένα πολύ θετικό αξιολογητικό σημείο είναι ότι δεν κουράστηκε ο συγγραφέας – ερευνητής και δεν αποθαρρύνθηκε εκεί που δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση ή η εύρεση των δεδομένων τα οποία αναζητούσε. Η καταγραφή της παραστασιογραφίας του για το σχολικό θέατρο των παιδικών θιάσων και ερασιτεχνικών θιάσων δεν έμεινε μόνο στην Αθήνα, αλλά εξερεύνησε τον σχετικό χώρο και στον Βόλο, τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα.  Ακόμα, ο πίνακας με τους επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους για παιδιά από το 1929 έως το 1999, μας ταξιδεύει σε ουκ ολίγους τόπους: Αθήνα, Καρδίτσα, Αλεξάνδρεια, Βόλος, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Αγρίνιο, Βέροια, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Χανιά, Σέρρες, Κομοτηνή, Πάτρα, Ρόδος, Καβάλα, Χίος, Κέρκυρα και πάλι Αθήνα για πολλές παραστάσεις κάθε φορά.

Σίγουρα το βιβλίο διαθέτει πολλές αρετές τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί από τις πρώτες έως τις τελευταίες σελίδες. Τέτοιες εμφανείς αρετές είναι η επιστημονική θεώρηση τού υπό συζήτηση θέματος, η τήρηση της επιστημονικής δεοντολογίας στην κάθε περίπτωση, ο σεβασμός και η αγάπη του συγγραφέως στην προσέγγιση προσώπων και έργων, η αντικειμενική, όσο αυτό είναι δυνατόν, κριτική αξιολόγηση έργων και παραστάσεων, η ενγένει σοβαρή μελέτη, η επί τόπου έρευνα, που είναι τις πιο πολλές φορές επίμονη, δύσκολη και οικονομικά ασύμφορη, η ειλικρίνεια στο γράψιμο και η πίστη, η ελπίδα του ερευνητή ότι η έρευνα – μελέτη της παιδικής Δραματογραφίας πρέπει να συνεχιστεί και από τον ίδιο, άλλα και από άλλους μελετητές.

Άφησα τελευταία δύο σημεία, αλλά πρωταρχικής για μένα σημασίας, που δείχνουν τον χαρακτήρα του Καραγιάννη, ο οποίος χαρακτηρίζεται για την ευγένεια και το ήθος του.  Και τα σημεία αυτά δεν είναι άλλα, από τη λεπτομερή έκφραση των ευχαριστιών του σε όλους, όσοι με οποιονδήποτε τρόπο τον έχουν βοηθήσει ή τον έχουν ενισχύσει στη συγγραφική του αυτή προσπάθεια. 

Το δεύτερο σημείο συνίσταται στην τόσο τρυφερή αφιέρωση προς τη σύζυγό του και στο εγγονάκι του, η οποία αφιέρωση δεν μπορεί να κρύψει την ευαισθησία και την συναισθηματική ευφυία του ανδρός.

Αγαπητοί Φίλοι,

Όλοι ξέρουμε πως habent sua fata libelli2, δηλαδή, πως τα βιβλία έχουν τη μοίρα τους.  Ανάλογα με την αξία τους και τις περιστάσεις έχουν την τύχη τους.  Αφού, λοιπόν, έχει ένα βιβλίο εκδοθεί και έχει παρουσιαστεί, ξεκινά το δικό του ταξίδι για να συναντήσει τους αναγνώστες και τους χρήστες του.

Αγαπητέ Θανάση,

Το μόνο που μου μένει είναι να ευχηθώ, μέσα από την καρδιά μου, να είναι καλοτάξιδο και το παρόν βιβλίο σου να προχωρήσεις στη δημοσίευση και των επόμενων σταδίων της έρευνάς σου  και να εκφράσω την ετοιμότητά μου για οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία στο γνωστικό αντικείμενο που ελκύει και ενδιαφέρει αμφότερους.

Σας  ευχαριστώ!                    Σατιρικό Θέατρο
                                                 5 Φεβρουαρίου 2013    
Δρ. ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1  . Βλ. τον συλλογικό τόμο με τίτλο «Στη χώρα του Τοτώρα.  Θέατρο για ανηλίκους θεατές» με επιμέλεια Θόδωρου Γραμματά, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2010.  Η Ελένη Χατζηαυξέντη δημοσιεύει τη μελέτη: «Το κυπριακό θέατρο για παιδιά.  Δείκτης του κυπριακού και κοινωνικού γίγνεσθαι (1932-2008)».

2  . Φράση του Τερέντιου Μάουρους από το έργο του «De litteris, syllabis et metris» -  1286 μ.Χ.
Ως και η Πηνελόπη Δέλτα
στο μηχανισμό στήριξης του μνημονίου,
100 χρόνια μετά…!

Τάκης Τζαμαργιάς–Βαγγέλης Ραπτόπουλος[1]

«Παραμύθι χωρίς όνομα»

[Δραματοποίηση του ομώνυμου «φανταστικού μυθιστορήματος»[2]
της Πηνελόπης Δέλτα],

στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου



Ιδεολογικές συγγένειες στη σύγχρονη συγκυρία…  το μνημόνιο και οι θυσίες του λαού μας!

Οι Βαγγέλης Ραπτόπουλος και Τάκης Τζαμαργιάς είναι ικανοί και ευφυείς δραματουργοί/διασκευαστές. Η μεταφορά του πεζού λόγου σε θεατρική μορφή, η σκηνική οικονομία, τα υπέροχα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη, τα φανταχτερά κοστούμια της Κέννυ Μακλέλλαν, η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, οι χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και το βίντεο του Παν. Ράππα, προσδίνουν αίγλη στη συγκεκριμένη  θεατρική παράσταση για παιδιά. Τα καθηλώνουν στο κάθισμά τους, με διάπλατα τα πανέμορφα ολοζώντανα μάτια τους να ρουφάνε αισθητική απόλαυση. Η σκηνοθεσία του ακούραστου και ταλαντούχου παιδαγωγού Τάκη Τζαμαργιά είναι καταπληκτική. Ασφαλώς και ήταν γι’ αυτόν πρόκληση η πρόσκληση του κ. Χουβαρδά να σκηνοθετήσει παράσταση για παιδιά. Άλλωστε, ο ίδιος είναι θιασώτης της λογοτεχνικής δεινότητας της Π. Δέλτα για το συγκεκριμένο της μυθιστόρημα. Πού να σκεφτεί, όμως, τις απώτερες σκέψεις και βουλές του αξιοσέβαστου Εθνικού μας Θεάτρου; Να, όμως, που χρειάζεται να υποψιαζόμαστε, μερικές φορές, τις σκοπιμότητες της αστικής εξουσίας και των οργάνων της…
Τι γίνεται όμως με τη σκέψη και τον προβληματισμό των παιδιών/θεατών μιας παράστασης; Τι συμβαίνει με τα «ξαναζεσταμένα φαγητά», τα οποία όταν μαγειρεύτηκαν, η ανερχόμενη τότε «πεφωτισμένη» αστική τάξη έτσι τα ήθελε μαγειρεμένα; Τη βόλευε στα 1910. Ήταν αμέσως μετά το ταπεινωτικό 1897 και τα λάθη της μοναρχίας, που τάραξαν το φιλομοναρχισμό της Δέλτα, στάθηκαν αιτία να γράψει το Παραμύθι της. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο αλησμόνητος Χάρης Σακελλαρίου «(Η Δέλτα) μετέφερε τον όλο προβληματισμό στο προσωπικό επίπεδο και δεν είδε την πολιτειακή του διάσταση.»[3] Στην ίδια ρότα κινείται και το κείμενο των Τζαμαργιά-Ραπτόπουλου, σε αντίθεση με το Παραμύθι του Καμπανέλλη, που θέτει διάφορα πολιτικά ζητήματα, τα οποία στηρίζει με την καυστική του σάτιρα.
 Η Π. Δέλτα, βαθιά συντηρητικό άτομο, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, φιλοβασιλική και στη συνέχεια φιλοβενιζελική –μηδαμινές διαφορές μεταξύ βασιλιά Γεωργίου και Ελ. Βενιζέλου, αφού και οι δυο τους το αστικό σύστημα υπηρετούσαν με φανατισμό– ποιους συμβολισμούς επιχείρησε στο «Παραμύθι χωρίς όνομα»; Στο πρόσωπο του βασιλόπουλου έβλεπε τον Βενιζέλο, τον αγαπημένο της Ίωνα Δραγούμη ή κάποιον άλλο εθνικόφρονα εθνοσωτήρα αστό;
Η ίδια αρνείται κατηγορηματικά, σε επιστολή της προς τον Αλ. Δελμούζο, ότι ο «βασιλεύς Αστόχαστος» συμβολίζει τον βασιλιά Γεώργιο. Ο Δελμούζος κρίνει το έργο θετικά, το χαρακτηρίζει δε ως «αντι-Γεωργικώτατο και μαζί φιλοβασιλικώτατο», με αποτέλεσμα η Δέλτα να συμφωνήσει με το δεύτερο χαρακτηρισμό, αλλά ν’ αντιδράσει στην απαντητική επιστολή της, για τον πρώτο χαρακτηρισμό, ως εξής: «Το βρίσκετε “αντι-Γεωργικώτατο”, αν και φιλοβασιλικώτατο, και υποθέτετε πως σαν κυκλοφορήσει θα κατασχεθή. Και το έγραψε και η Ακρόπολις στο φύλλο της 16 Δεκεμβρίου: Ο βασιλεύς Αστόχαστος συμβολίζει άραγε στο Παραμύθι τον Βασιλέα Γεώργιον; Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι, όπως λέτε, είναι άδικο να φορτώνομε στον συνταγματικό μας Βασιλέα όλες τις δικές μας αμαρτίες∙ και είναι πρόστυχο και ανήθικο∙ όχι, σκοπός μου δεν ήταν καθόλου ν’ αγγίξω τη Βασιλεία. Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς, και το Βασιλόπουλο ο νέος Έλληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρη τη δύναμη ν’ αναγεννηθή, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον ένα και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες.»[4]

Συνέχεια της ιδεολογικής συνέπειας…

Όπως κάθε έργο τέχνης, έτσι και το «Παραμύθι χωρίς όνομα», φέρνει το ιδεολογικό του φορτίο, από το ιστορικό περιβάλλον, και τα συμφραζόμενα, μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Ο αείμνηστος Ιάκ. Καμπανέλλης πραγματώνει στα 1959 τη θεατρική μεταφορά του έργου και τη μετάλλαξή του σ’ ένα αντιπολεμικό παιάνα, ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, που πιάνει τον παλμό της ιστορικής περιόδου που γράφεται και εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία και μέσα στη δικτατορία, ξεσηκώνοντας τα πλήθη των θεατών σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Η σατιρική και ειρωνική πρόθεση του Καμπανέλλη είναι εμφανέστατη και πετυχημένη, σε αντίθεση με το κείμενο της Δέλτα, που το διακρίνει η σοβαρότητα, με κάποια άψυχη σατιρική χροιά.
Εδώ έχουμε μια κάποια ατόφια μεταφορά του θέματος, του ύφους και της ιδεολογίας του πρωτότυπου κειμένου σε θεατρική μορφή. Φυσικά οι δύο δραματουργοί έχουν αφαιρέσει ή παραλλάξει αρκετά σημεία του αφηγηματικού κειμένου της Δέλτα. Σε άλλα σημεία πρόσθεσαν ορισμένα σύγχρονα θέματα. Διατήρησαν βέβαια την παραμυθιακή του δομή και… προσπάθησαν να δώσουν στους συμβολισμούς και στις αλληγορικές του θέσεις κάποια διαφορετική υπόσταση, κοινωνική και πολιτική, πάντοτε όμως με παιδαγωγική ευαισθησία, βασισμένη σε επιστημονική γνώση. Και έφτασαν σ’ ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα, με την αξία των συντελεστών και των ηθοποιών. Πολύ σωστά ο Θόδ. Γραμματάς γράφει ότι «η σκηνοθεσία διέθετε αρετές μιας νεωτερικής απόδοσης του δραματικού κειμένου: δραματοποιημένη εικονοποίηση του αφηγηματικού λόγου που στηρίζεται στον υποκριτικό αυτοσχεδιασμό και το θεατρικό παιχνίδι, συμπύκνωση της δράσης και περιορισμό των περιγραφικών στοιχείων, εικαστική θεαματικότητα, αλλά και δραματική εκφραστικότητα, με βάση τους καλοδουλεμένους ηθοποιούς και το ομαδικό θέαμα.» 
Το σύγχρονο δραματοποιημένο κείμενο προσαρμόζεται στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Διαθέτει οικολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα, φαινομενικά χρήσιμα για τα παιδιά, όμως, όπως πάντοτε ενταγμένα μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ιδεολογίας. Δηλαδή, τίποτα να μην ενοχλεί τον ιδεολογικό πυρήνα του συστήματος, αλλά ούτε και να τον αμφισβητεί. Άλλωστε, το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, 100 χρόνια μετά, έρχεται «γάντι» στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που επιλέχτηκε από το Εθνικό μας Θέατρο, που δεν έχω αντιληφθεί να αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική και κομματική γραμμή… Στα παιδιά, όμως, περνούν όλα στο υποσυνείδητο εύκολα, κατά τη διαπαιδαγώγηση που επιθυμεί η αστική τάξη να τους επιβάλλει, μέσα από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της (σχολείο, εκκλησία, στρατός, τέχνη, θέατρο κ.ο.κ.) Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Ο Καμπανέλλης απευθύνεται σε ενηλίκους, που διαθέτουν γνώση, εμπειρίες και κρίση. Δεν είναι το ίδιο. Τα παιδιά στερούνται όλα τα παραπάνω, διακατέχονται μόνο από συναισθήματα και ακολουθούν άκριτα τα πρότυπα. Στο υποσυνείδητό τους, όμως ριζώνουν βαθιά και ανεξίτηλα όσα η οικογενειακή, σχολική και κοινωνική αγωγή τους προσφέρει με λόγια, παραδείγματα και ενγένει με βιωματικές καταστάσεις.
Εδώ, οι συμβολισμοί στους χαρακτήρες του έργου –και που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα– είναι εμφανείς, για όσους ξέρουν και θέλουν να τους δουν: ο αποτυχημένος βασιλιάς, που ρήμαξε τη χώρα μπορεί να είναι ο Κώστας Καραμανλής ή γενικά οι προηγούμενες «επάρατες» κυβερνήσεις μας, το πριγκιπόπουλο, που θέλει να σώσει τη χώρα από τους εχθρούς (από τις «κακές αγορές») και να την ανορθώσει μπορεί να είναι ο Γ. Παπανδρέου, αφού στο έργο η χώρα έχει κυριολεκτικά αποδομηθεί οικονομικά, από την κακοδιαχείριση του βασιλιά και των αυλικών του, από τις κλεψιές των ανθρώπων της εξουσίας, αλλά και από την αδιαφορία και την τεμπελιά του λαού.  Κάτι μας θυμίζει αυτή η κατάσταση… Το πριγκιπόπουλο ζητάει συνεχώς θυσίες από το λαό για να σώσει την πατρίδα (αυτό το ακούμε το τελευταίο διάστημα κατά κόρον), περνώντας τεχνηέντως την ιδεολογία του στους απλούς εργαζόμενους. «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατριώτες! Πρέπει ν’ αλλάξετε μυαλά… να συνέλθετε και να βοηθήσετε!» Αρκεί να διασωθεί η βασιλεία, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία όποιας εποχής και χώρας είτε σε στρατιωτικό είτε σε οικονομικό πόλεμο…!  
 Ο Πρωτομάστορας επικρίνει όλους εκείνους τους ανθρώπους της εξουσίας που έκλεψαν το κράτος (βασίλειο) και εξαιτίας τους κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να φτωχύνει ο λαός: «Ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι… και η μαφία τους.» Και συνεχίζει επικρίνοντας τον Αρχιστράτηγο: «[…] έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο παλάτι (βλ. κυβέρνηση). Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε εντελώς. Κι όταν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις στολές, μάζεψε μια περιουσία ολόκληρη κι έφυγε στα ξένα, χωρίς να πάρει είδηση ο Βασιλιάς. Ακόμα και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά! Μόνο ο Αφέντης μας, ο Βασιλιάς Αστόχαστος, είναι μακριά νυχτωμένος… ». Κι εδώ ο βασιλιάς ήταν «αστόχαστος» και αγαθός και… δεν κατάλαβε τίποτα. Κάτι θα θυμίζει αυτό και στα παιδιά/θεατές της παράστασης. Καμία, όμως, κουβέντα, για την αιτία των εξελίξεων, για τη δομή του οικονομικού συστήματος, για την ανατροπή του. Ακόμη κι ό ίδιος ο δάσκαλος, που θα ’πρεπε να είναι προοδευτικός, είναι συντηρητικός: «Εμάς εδώ, στη Μοιρολατρία, μας τρώει η συμπόνια… είμαστε πονόψυχοι! Πώς να τιμωρήσεις τον κλέφτη ή τον προδότη και όποιον άλλον ασυνείδητο; “Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο”, σου λένε, “γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι υπάρχουν που κάνουν πολύ χειρότερα!” Και πάει λέγοντας…»
Πρόκειται, όντως για συναρπαστικό παραμύθι, που η παραλλαγή του, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η εξής: Ο λαός ξεσηκώνεται ενάντια στη βασιλεία (ΔΝΤ και ΕΕ και ΝΑΤΟ),  έχοντας τους δικούς του λαϊκούς ηγέτες ή έστω ένα βασιλόπουλο, τύπου Αριστόνικου στην Επανάσταση των δούλων της Περγάμου, οργανώνεται και καθιερώνει τη δική του λαϊκή εξουσία και οικονομία. Οι αιτίες της οικονομικής καταστροφής έπρεπε να δίνονται στην πραγματική τους διάσταση και να καταγράφονται, πάντοτε με αισθητικές προδιαγραφές, οι αιτίες και η προοπτική για μια άλλη κοινωνία, όπου δε θα επικρατεί πια η ασυδοσία και οι απάτες της αστικής εξουσίας και των συνεργατών του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια άλλη πρόταση…

Αυτό, όμως, το παραμύθι και με την εκδοχή του θεατρικού έργου σε παράσταση για παιδιά και εφήβους, νομίζω ότι μπορεί να το γράψει μόνο το Κ.Κ.Ε. και η ίδια η εργατική τάξη, και στην τέχνη με τους δικούς της καλλιτέχνες και στην κοινωνική πραγματικότητα με το Π.Α.ΜΕ. και τη θέληση και αγωνιστικότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων…  Ναι μεν, σ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά, ασφαλώς με αλληγορική σημασία και παραμυθιακούς ήρωες, αλλά με προοπτική, όραμα και ταξικό προσανατολισμό των παιδιών, χρήσιμο και χρηστικό για το μέλλον τους…
Οι παρακάτω 14 ηθοποιοί απέδωσαν τους 22 ρόλους τους εκπληκτικά: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δημ. Βέργαδος, Γρηγ. Γαλάτης, Σοφιάννα Θεοφάνους, Μάνος Καρατζογιάννης, Κων. Καρβέλης, Μιχ. Κοιλάκος, Μαίρη Λούση, Πέτρος Σπυρόπουλος, Φωτεινή Τιμοθέου, Δημ. Φραγκιόγλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Στράτος Χρήστου και Αλ. Μαυρόπουλος (σε βίντεο). 

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ



[1]. Οι δυο δραματουργοί στηρίχθηκαν στον αρχικό μύθο και στη δομή της υπόθεσης του παραμυθιού, που έπλασε η Πην. Δέλτα, στα 1910. Το διασκεύασαν και προπαντός το δραματοποίησαν. Όμως, το παρόν μεταγραμμένο θεατρικό έργο είναι δικό τους, με τις παρεμβάσεις, τις προσθήκες, τις παραλείψεις και τον εκσυγχρονισμό, που επιχείρησαν στο πεζογράφημα της συγγραφέα.  
[2]. Ο Χάρης Σακελλαρίου υποστηρίζει ότι: «η όλη δομή κι επεξεργασία του υλικού συνηγορούν στην κατάταξή του ανάμεσα στα φανταστικά μυθιστορήματα.», βλ. στη μονογραφία του Πηνελόπη Δέλτα. Η ζωή–οι έρωτες–το έργο της, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 141.   
[3]. Σακελλαρίου Χάρης, Πηνελόπη Δέλτα, ό.π., σ. 138.
[4]. Απόσπασμα επιστολής της Δέλτα προς τον Δελμούζο, από τη Φραγκφούρτη, στις 27.12.1910 (9.1.1911).