Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022
ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ Α. ΚΟΤΣΕΤΟΦ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΙΕΡΣΟΦ
Μετάφραση: Κυριακή Α. Καμαρινού – Πρόλογος: Ελένη Μπέλλου
Διόρθωση: Βούλα Λίτσιου – Μακέτα εξωφύλλου: Μαριάννα Τσαγκάρη
Α΄+ Β΄ τόμοι
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2020, σσ. 358+344=702
Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ένα πολύ ενδιαφέρον, συναρπαστικό και αξιόλογο δίτομο μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
Όπως μας πληροφορεί η θαυμάσια μεταφράστρια του παρόντος μυθιστορήματος, Δρ. Κυριακή Α. Καμαρινού, το βιβλίο «κυκλοφόρησε το 1958, στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Μετά την επιτυχία που σημείωσε το έργο Οι Ζουρμπίν, που γράφτηκε το 1952 και απέσπασε επαινετικά σχόλια από τον Μ. Σόλοχοφ, και αυτό το έργο του Β. Κοτσετόφ σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Έγινε θεατρικό έργο το 1959 και κινηματογραφική ταινία το 1960.»
Η υπόθεση του μυθιστορήματος αναφέρεται σε μια επαρχιακή βιομηχανική πόλη της ΕΣΣΔ, την πόλη Ζντάνοφ (Μαριούπολη) και χρονικά μετά από τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, δηλαδή μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την περίοδο 1955-1956. Η κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ συνεχίζεται.
Πρωταγωνιστές είναι εργάτες και διευθυντικά στελέχη των ορυχείων και μεταλλείων, μια εργάτρια της αλιευτικής παραγωγής, μηχανικοί και γιατροί, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΣΕ. Τα δρώμενα και οι εξελίξεις που αφορούν εργασιακά προβλήματα, ιδεολογικές ζυμώσεις, οργανωτικά θέματα είναι διάχυτα στο κείμενο. Δεν απουσιάζουν οι ίντρικες, οι διαμάχες, τα ατοπήματα ορισμένων, οι οποίοι ρέπουν με τον άστατο και ανήθικο χαρακτήρα τους προς μια αντι-μαρξιστική, αναθεωρητική-οπουρτονιστική κατεύθυνση και ιστορικά η αντεπανάσταση αποδείχτηκε ότι επικράτησε στους κόλπους του ΚΚΣΕ έγινε πλειοψηφικό ρεύμα ακόμη και στην κοινωνία, με αποτέλεσμα την ανατροπή του σοσιαλισμού και της επαναστατικής φυσιογνωμίας του κόμματος, αλλά και της επίτευξης διάλυσης της ΕΣΣΔ, 26.12.1991, αμέσως μετά το 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1990). Ο συγγραφέας δείχνει μέσα από το μύθο και τη δράση των ηρώων, μα και ξεκάθαρα αποδεικνύει την προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τη δεκαετία του 1950 από την εργατική τάξη, την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, τις δυσκολίες για την επίλυσή τους, αλλά και τη δυναμική που αναπτυσσόταν με τον εργατικό έλεγχο στον καταμερισμό του κοινωνικού πλούτου, και τη συστηματική οργάνωση της παραγωγής, την αισιοδοξία και την αγωνιστικότητα που επιδείκνυαν για την επιτυχία των πλάνων εργασίας κ.λπ. Ο συγγραφέας χωρίς ωραιοποιήσεις και αποκρύψεις αναδεικνύει τις αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των πραγματικών κομμουνιστών –μελών του ΚΚΣΕ και των νεωτεριστών– εκσυγχρονιστών «κομμουνιστών», περιγράφει τις αντιπαραθέσεις, τις αποκαλύψεις, κάποιες ανεπίτρεπτες ηθικά, κοινωνικά και κομματικά πράξεις και ενέργειες ορισμένων κομματικών μελών και στελεχών, το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στο εργοστάσιο και στις οικογενειακές συνάξεις κ.λπ.
Η συνέχεια επί του βιβλίου…
Πυκνό, καλογραμμένο λογοτεχνικό κείμενο, με εναλλαγές εικόνων, τόπων και προσώπων, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι γλαφυρές και λεπτομερείς περιγραφές τόπων και πραγμάτων, ενημερώνουν μ’ ευχάριστο τρόπο τον αναγνώστη, προσφέροντάς του όμορφες εικόνες, αλλά και ένα πλήθος από πληροφορίες.
Από το μυθιστόρημα μαθαίνουμε με λεπτομέρειες τη λειτουργία, τη φύση, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα σ’ ένα εργοστάσιο μεταλλουργίας και μάλιστα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Γίνονται αναφορές ή διαδραματίζονται γεγονότα σε ορισμένες από τις παρακάτω πόλεις και κωμοπόλεις: Κουζνιέτσκ, Μαγνιτογκόρσκ, Οβράζναγια, Μόσχα, Γιούζοφκα, Ριμπάτσκι, Κούτκα.
Ένας χάρτης, που να φαίνονται όλοι οι τόποι, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα στο μυθιστόρημα, κρίνεται κατά τη γνώμη μου απαραίτητος να υπάρχει στο τέλος του τόμου Β΄. Διευκολύνει πολύ τον αναγνώστη, ώστε ν’ αντιλαμβάνεται καλύτερα την εξέλιξη των γεγονότων.
Η Ελένη Μπέλλου, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, προλογίζει μ’ ένα γλαφυρό, επιστημονικό και εμπεριστατωμένο και υποδειγματικό (ουσιαστικά δοκιμιακό) κείμενό της, την παρούσα έκδοση, ιδωμένο με μαρξιστική ματιά, που θα το ζήλευε ο καλύτερος βιβλιοκριτικός. Γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το μυθιστόρημα είναι ιστορικά τοποθετημένο γύρω στο 20ό Συνέδριο (1956) του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση. Οι μύθοι και οι χαρακτήρες του έχουν ως υπόβαθρό τους τα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την κοινωνική διαπάλη που αναπτύσσεται γι’ αυτά και βέβαια την αντανάκλασή της στην εσωκομματική διαπάλη. Επομένως είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά πολιτικοποιημένο, χρονικά τοποθετημένο ίσως στην πιο αποφασιστική, την πιο κρίσιμη περίοδο για την κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ.»
Προτείνω όλα τα μυθιστορήματα να περιέχουν, όπως τα θεατρικά έργα, στην αρχή του βιβλίου τα «ΠΡΟΣΩΠΑ», ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τη δράση τους κατά την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό κρίνεται, ιδιαίτερα απαραίτητο, σε μυθιστορήματα, τα οποία έχουν μεταφραστεί από άλλες γλώσσες, αφού τα ξένα ονόματα δε μας είναι οικεία και ως εκ τούτου, δυσχεραίνεται η μνήμη μας κατά τη συνάντηση στο κείμενο των διαφόρων ονομάτων, με συνέπεια να μη γίνεται πλήρως κατανοητή η υπόθεση, αφού δεν μπορούμε να συνδυάσουμε τα πρόσωπα με τη συγγενική μεταξύ τους σχέση, την ιδιότητά τους, το επάγγελμά τους κ.ο.κ.
Για το παρουσιαζόμενο μυθιστόρημα, καταγράφουμε τα πρόσωπα, πρωταγωνιστικά και μη, κατά σειρά παρουσίασης, και προτείνω να συμπεριληφθούν στη β΄ έκδοση του παρόντος δίτομου ή να τυπωθεί ένθετο, το οποίο θα συνοδεύει το υπάρχον δίτομο. Βέβαια, κατά τη γνώμη του εκδοτικού οίκου σε συνεργασία με τη μεταφράστρια και τον επιμελητής έκδοσης του δίτομου, είναι δυνατό να «ΠΡΟΣΩΠΑ» να περιοριστούν στα πλέον πρωταγωνιστικά και πιο συχνά εμφανιζόμενα στο μυθιστόρημα:
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΙΕΡΣΟΦ:
1. ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, Πρωτομάστορας των υψικαμίνων και των φούρνων Μαρτέν, Προϊστάμενος της Ίσκρα Κοζακόβα, ο μεγαλύτερος από τ’ αδέλφια.
2. ΓΙΑΚΟΦ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, πρώην εργάτης στο Τμήμα των φούρνων Μαρτέν, στο εργοστάσιο της Γιούζοφκα, και μετά απ’ τον Πατριωτικό Πόλεμο, Μουσικός, Μαέστρος φιλαρμονικής, επικεφαλής της καλλιτεχνικής ομάδας του εργοστασίου, Διευθυντής της λέσχης στο «Μέγαρο του Πολιτισμού», Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου του Κουζνίετσεκ.
3. ΙΠΚΝΑΤ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, σκοτώθηκε στον Πατριωτικό Πόλεμο.
4. ΣΤΕΠΑΝ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ (Στιόπκα), αρχικά κομσομόλος, αργότερα συνεργάτης των Γερμανών, προδότης.
5. ΣΕΡΑΦΙΜΑ ΓΙΕΡΣΟΦ, Βοηθός γιατρού στην πολυκλινική του Κουζνίετσεκ, σύζυγος πλοιάρχου.
6. ΝΤΜΙΤΡΙ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ (Ντίμα ή Ντιμότσκα ή Μίτενκα ή Μίτια), πρώτος χειριστής της πρέσας.
7. ΒΑΡΙΑ ΓΙΕΡΣΟΦ, η μικρότερη αδελφή, η οποία εργαζόταν στο Θέατρο του Κουζνίετσεκ.
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΤΙΜΟΦΕΪ (ΤΙΜΟΘΕΟΣ) ΙΓΚΝΑΤΙΕΒΙΤΣ ΓΙΕΡΣΟΦ, πατέρας των αδελφών Γιερσόφ, ο οποίος βασανίστηκε από τους Γερμανούς στον Πατριωτικό Πόλεμο και πέθανε ηρωικά.
ΜΑΡΙΑ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΝΑ (Μάσα), σύζυγος του Πλάτωνα Γιερσόφ, η οποία πέθανε κατά τον πρώτο χρόνο του Πατριωτικού Πολέμου.
ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ, σύζυγος του Γιάκοφ Τιμοφέγιεβιτς.
ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΛΒΟΒΙΤΣ ΓΚΟΥΛΙΑΓΕΦ («θείος Σιούρα»), Ηθοποιός, γείτονας του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς.
ΒΙΤΑΛΙ ΚΟΖΑΚΟΦ (Βίτκα ή Βίτενκα), Ζωγράφος
ΙΣΚΡΑ ΒΑΣΙΛΙΕΒΝΑ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΚΟΖΑΚΟΒΑ (Ίσκρενκα ή Ισκρούλα), Μεταλλουργός-Μηχανικός, σύζυγος του Βιτάλι Κοζακόφ.
ΛΙΟΥΣΚΑ (Λιούσια ή Λιουντμίλα), κόρη της Ίσκρα Κοζακόβα.
ΑΝΤΡΕΪ ΙΓΚΝΑΤΙΕΒΙΤΣ (Ιγκνάτ ή Αντριούσκα), Μάστορας στο τμήμα των φούρνων, ανιψιός των αδελφών Γιερσόφ, γιος του σκοτωμένου στον Πατριωτικό Πόλεμο αδελφού τους, Ιγκνάτ.
ΟΛΓΑ ΒΕΛΙΤΣΚΙΝΑ ΣΕΡΓΚΙΕΓΕΒΝΑ (Λέλετσκα ή Λέλια ή Όλια ή Όλενκα), Εργάτρια στο Συνεταιρισμό των Ψαράδων στο χωριό Ριμπάτσεγιε, η αγαπημένη του Ντμίτρι Γιερσόφ, παλιά φίλη του Στεπάν Γιερσόφ.
ΟΥΣΤΙΝΟΒΝΑ, θεία των αδελφών Γιερσόφ, αδελφή του πατέρα τους.
ΚΛΑΒΝΤΙΑ ΝΤΜΙΤΡΙΕΒΝΑ ΦΙΛΙΠΟΒΝΑ, γειτόνισσα.
ΒΟΛΟΝΤΙΑ, ΣΑΝΚΑ (Σάνια) και ΜΠΟΡΙΣ (Μπόρια), γιοι του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ, εγγόνια της Ουστίνοβνα.
ΛΙΟΥΜΠΟΤΣΚΑ, μουσικός, κόρη του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ, εγγονή της Ουστίνοβνα.
ΚΑΠΙ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΒΑ (Καπούσκα ή Κάποτσκα ή Καπιτολίνα), Φοιτήτρια ιατρικής, φίλη και αργότερα σύζυγος του Αντρέι Ιγκνάτιεβιτς Γιερσόφ.
ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΓΙΕΒΝΑ (Νιούρα), μητέρα της Κάπι.
ΙΒΑΝ ΓΙΑΚΟΒΛΕΒΙΤΣ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΦ (Βανιούσκα ή Βάνια), Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Πόλης, πατέρας της Κάπι.
ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΦ, αδελφός της Κάπι.
ΣΙΜΟΤΣΚΑ, Γραμματέας του γραφείου του Ιβάν Γκαρμπάτσεφ, στο κτήριο της Κομματικής Επιτροπής Πόλης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΡΟΜΑΝΟΒΙΤΣ ΟΡΛΕΑΝΤΣΕΦ, Μεταλλουργός-Μηχανικός στο Τμήμα των φούρνων Μαρτέν, μέλος του ΚΚΣΕ.
ΑΝΤΟΝ ΓΙΕΡΓΚΟΡΟΒΙΤΣ ΤΣΙΜΠΙΣΟΦ, Διευθυντής εργοστασίου
ΖΟΓΙΑ ΠΕΤΡΟΒΝΑ (Ζόγιενκα), Γραμματέας του Τσιμπίσοφ
ΚΡΟΥΤΙΛΙΤΣ, Μηχανικός-Εφευρέτης
ΣΟΝΙΑ, πρώην σύζυγος του Κρουτίλιτς.
ΤΟΜΑΣΟΥΚ, Σκηνοθέτης θεάτρου
ΜΠΟΡΙΣ ΚΑΛΙΣΤΡΑΤΟΒΙΤΣ ΒΟΡΟΜΠΕΪΝΙ, Μηχανικός, πρώην συνεργάτης των Γερμανών, προδότης, αργότερα Πρωτομάστορας των υψικαμίνων και των φούρνων Μαρτέν, αντικαταστάτης του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ.
ΓΙΟΥΡΙ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΤΟΜΑΣΟΥΚ, Σκηνοθέτης Θεάτρου
ΒΛΑΣΟΦ, προδότης στρατηγός, συνεργάτης των Γερμανών
ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΡΟΜΑΝΟΒΙΤΣ ΟΡΛΕΑΝΤΣΕΦ (Κόστενκα), Μηχανικός του τμήματος της τεχνολογικής υπηρεσίας.
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ της εφημερίδας της περιοχής.
ΣΥΖΥΓΟΣ, η δεύτερη του Ορλεάντσεφ («στρατηγίνα»).
ΓΚΑΛΙΝΑ («Γκαζέλα»), ερωμένη του Ορλεάντσεφ.
ΑΛΕΞΑΧΙΝ, Δραματουργός, Ασυρματιστής στο σταθμό ασυρμάτου του λιμανιού
ΦΙΟΝΤΟΡ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΜΠΟΥΣΙΡΙΝ, Συντάκτης τοπικής εφημερίδας του Κουζνιέτσκ
[ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ], Λογοτέχνης-Κριτικός τέχνης
ΜΠΟΜΠΡΟΦ, Πρόεδρος του Λαϊκού Συμβουλίου του Κουζνίετσεκ.
ΓΙΕΓΚΟΡΟΒΝΑ, καθαρίστρια στο Σπίτι του Πολιτισμού του Κουζνιέτσεκ.
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΜΟΚΕΪΤΣ, γείτονας του Αντρέι και της Κάπι.
Τη μετάφραση υπογράφει, όπως προαναφέραμε, η Κυριακή Α. Καμαρινού, Δρ. Κοινωνιολογίας, Παιδαγωγός και συγγραφέας, Διδάσκουσα στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πρόκειται για μια νέα δημιουργία, όπως φυσικά είναι κάθε μετάφραση κειμένου. Ο αναγνώστης απολαμβάνει το κείμενο σε απλή και πλούσια δημοτική γλώσσα, όπου φανερώνονται οι γλωσσικές και συντακτικές αρετές της μεταφράστριας, η οποία κατέχει τη ρωσική γλώσσα, αφού έζησε και σπούδασε κάποια χρόνια στην Ε.Σ.Σ.Δ. Μια απολαυστική μετάφραση ενός θαυμάσιου μυθιστορήματος, που αναμφίβολα συναρπάζει τον αναγνώστη του.
Αξίζουν συγχαρητήρια στους επιμελητές της έκδοσης και στη ΣΤΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, για τη θαυμάσια επιλογή της, ώστε να φτάσει το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα σε μας, τους τυχερούς αναγνώστες. Ένα μυθιστόρημα που μας έκανε πιο σοφούς, γνωστικά, αλλά και πολιτικά. Όσα περισσότερα μαθαίνουμε για την Ιστορία της ΕΣΣΔ και για την μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του Σοσιαλισμού σ’ αυτή, για τα επιτεύγματα, τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, τόσο το καλύτερο για όλους μας και ιδιαίτερα για την Εργατική τάξη.
Σας ευχόμαστε «καλή ανάγνωση»!
Ετικέτες
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018
Μαρία
Κανέλλη-Schaal: Θυμάσαι… Ιστορίες – μνήμες
Ήρθε πρόσφατα στα χέρια μου αυτό το σύντομο αφήγημα,
σε μέγεθος μικρής νουβέλας, με τον τίτλο «Θυμάσαι… ιστορίες-μνήμες» Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, παρακινώντας
με να θυμηθώ κι εγώ μαζί με τη συγγραφέα του. Και ανοίγοντάς το, διαβάζω
το χαρακτηριστικό μότο που θέτει η συγγραφέας του σε μια από τις πρώτες
σελίδες του βιβλίου της: «Το
θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά, αλλά η λήθη», άποψη
του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες.
Η συγγραφέας αναφέρει παρακάτω: «Λένε πως η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη».
Στο κείμενο του οπισθόφυλλου, διαβάζω, και
άλλες συγγενικές έννοιες και φράσεις: «νοσταλγία», «ιστορική μνήμη», «διαρκής αιώρηση από το χτες στο σήμερα»,
«από τη ζώσα μνήμη στην αδυσώπητη πραγματικότητα», «εικόνες κι αρώματα
μιας αλλοτινής εποχής».
Επίσης, στο κείμενο του οπισθόφυλλου, που είθισται
να διαβάζει ο αναγνώστης, πριν από την ανάγνωση του κάθε βιβλίου, συναντούμε
ένα ιερό πρόσωπο όλων μας, τη μάνα. Διαβάζω: «Όταν η νοσταλγία για την εμβληματική μορφή της μάνας παντρεύεται
με την ιστορική μνήμη», «η κατάθεση της Μαρίας Κανέλλη αποτυπώνει
με λεπτές, διακριτικές γραμμές την προσωπογραφία της μάνας».
Απ’ ότι φαίνεται ξεκάθαρα σε όλο το κείμενό
της η κ. Κανέλλη εντάσσει τη μητέρα της στο «Εικονοστάσι των Ανώνυμων
Αγίων» του Γιάννη Ρίτσου, με σεβασμό και νοσταλγία.
Ύστερα, βυθίζομαι στην ανάγνωση του βιβλίου
των 103 σελίδων, που εξέδωσαν σε μια συμπαθητική και καλαίσθητη έκδοση
οι εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, των δραστήριων αυτών εργατών του βιβλίου, της κ. Μαρίας
και του κ. Θέμη Φασούλα.
Πρόκειται για ένα αφήγημα, με στρωτή γραφή –κατά
σημεία λογοτεχνική και ποιητική– και με νοσταλγικό συγγραφικό
ύφος μιας ευαίσθητης φυσιογνωμίας, η οποία επιδιώκει, και το πετυχαίνει,
να κάνει ένα μνημόσυνο στην αγαπημένη της μητέρα, με την καταγραφή
και περιγραφή αναμνήσεων, μπλεγμένων και ενταγμένων στο ιστορικό γίγνεσθαι
αρκετών δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρωικής και δύσκολης
εποχής για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας (της
Κατοχής και του Εμφύλιου, ιδιαίτερα).
Είναι έκδηλη η ανάγκη της συγγραφέα να ανατρέξει
στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, ενδοσκοπώντας, αλλά και περιγράφοντας
σκηνές και τοπία των Μεσογείων (της «Μεσογαίας Αττικής», όπως την ονομάζει)
και της Αθήνας, αρχικά των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960, και στη συνέχεια
μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, διαπιστώνοντας ότι ο χρόνος συμπαρασύρει
τα πράγματα στη φθορά και στην καταστροφή, ενώ συγχρόνως μας δημιουργεί
έντονα συναισθήματα θλίψης και αναπόλησης:
«Τα παντζούρια, όσα έχουν απομείνει,
κρέμονται ξεκάρφωτα, τα παράθυρα, σκοτεινά πελώρια ανοίγματα στο
κενό, χάσκουν ορθάνοιχτα, τα μπαλκόνια ρημαγμένα, φαγωμένα απ’ τη
σκουριά, τα χρώματα ξεθωριασμένα, ένα ερείπιο το σπίτι που μας είχε φιλοξενήσει
σε δύσκολους καιρούς. […] πάνω στους ξεφτισμένους τοίχους ξεχωρίζουν,
διάσπαρτα, κομμάτια από σοβά ξεκολλημένα σαν από χτύπημα σφυριού, θα
’λεγε κανείς σήμερα, όμως στ’ αλήθεια σημάδια από σφαίρες. Πληγές από
τη μάχη της Αθήνας στα χρόνια του εμφύλιου…»
Η δομή του βιβλίου παρουσιάζει μια ιδιομορφία.
Τα γεγονότα δεν περιγράφονται μ’ επάλληλο τρόπο, αλλά ανακόλουθα.
Συνήθως, όμως, η αφήγηση επανέρχεται χρονολογικά στο πρότερο παρελθόν,
μπαίνει σε μια χρονολογική σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυριαρχεί η ανακολουθία.
Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει διότι η ανάκληση της μνήμης μας ακολουθεί
τους δικούς της φυσικούς νόμους.
Το έναυσμα, η αφόρμηση για την παρούσα συγγραφή
στάθηκε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγραψε την παρακάτω αφιέρωση στο
ημερολόγιο που της χάρισε: «Χρόνια
πολλά και ευτυχισμένο το 2000… για έμπνευση και νέο ξεκίνημα, πολιτικά,
αγωνιστικά, συγγραφικά.» κι
η συγγραφέας απεφάνθη, απευθυνόμενη νοερά στη μητέρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος
μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψηλαφητά,
να σε ξαναβρεί, να σε γνωρίσει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστορία.»
Και φυσικά αρχίζει ν’ αναπολεί και να γράφει,
βιαστικά, όπως ομολογεί η ίδια: «να προλάβω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρόσωπα
της καθημερινής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να περάσεις έτσι σιωπηλά και
αθόρυβα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανασταίνω
κάθε μέρα.»
Το ενλόγω κείμενο είναι γεμάτο από περιγραφές
φυσικών περιοχών και τοπίων, αστικών και αγροτικών περιοχών και
χώρων, ηθών και εθίμων από το χώρο των θρησκευτικών γιορτών και των αγροτικών
ασχολιών. Συνυπάρχει ένα ψηφιδωτό από τις κοινωνικές συνθήκες και
τις πολιτικές εξελίξεις διαφόρων
ιστορικών περιόδων. Οι περιγραφές είναι απέριττες, γλαφυρές και μεστές.
Παρέχει πληροφοριακά στοιχεία στον αναγνώστη, που ίσως να μην τα γνώριζε.
Κατορθώνει να τον κρατά σε εγρήγορση και με τις συνεχείς αναδρομές στο
παρελθόν, του εξάπτει το ενδιαφέρον, με τις αδιάκοπες αποκαλύψεις της,
τους προβληματισμούς που του θέτει έμμεσα, με εργαλείο τη συναισθηματική
και ιδεολογική συνάμα φόρτισή του.
Πλατεία Αγ. Παντελεήμονα, στην Αχαρνών, εκεί
που η συγγραφέας έπαιζε μικρή, εκεί που το πράσινο κυριαρχούσε, στο κηπάκι
με τους θάμνους, τώρα, στην Κατοχή και μετακατοχικά
«δε φυτρώνει ούτ’ ένα πράσινο φύλλο.
Όλος ο τόπος μοιάζει ανασκαμμένος κι όσο πλησιάζουμε, μακρόστενοι
σωροί από χώμα ξεχωρίζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρόχειροι τάφοι δίπλα στις κούνιες που παίζαμε
παιδιά. Το μικρό κηπάκι έχει γίνει κοιμητήρι της ανάγκης για όσους μια
μοίρα αδέσποτη τους πήρε τη ζωή. Περνάμε ανάμεσά τους. Πάνω σ’ έναν απ’
αυτούς το σώμα μιας γυναίκας, πεσμένο μπρούμυτα με τα μαλλιά λυτά πάνω
στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προσπερνάμε. Δεν είναι αδιαφορία, είναι οι
άγριες εικόνες της πείνας στους δρόμους και τα πεζοδρόμια της κατοχικής
Αθήνας που έχουν παγώσει τις ψυχές μας.»
Εικόνες φρίκης και απόγνωσης, που εμείς οι νεότεροι
και τα σημερινά παιδιά δεν είχαμε την ατυχία να βιώσουμε. Κάτι, όμως,
που δε συνέβη με τα παιδιά του σύγχρονου δράματος στον πόλεμο της Συρίας,
του Αφγανιστάν κ.ά. εμπόλεμων περιοχών του πλανήτη.
Ο αφηγηματικός συναισθηματικός λόγος της συγγραφέα
εναλλάσσεται με αρκετές ρεαλιστικές σκηνές, που ασφαλώς αγγίζουν
την ψυχρή πραγματικότητα, τη λογική και την αντικειμενική ιστορική
αλήθεια. Εδώ, ο αφηγηματικός λυρισμός, ενώ συνεχίζει να υπάρχει διάχυτος
στο κείμενο, συγκρούεται αναπόφευκτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλήθος
θλιβερών γεγονότων, οπότε ο αναγνώστης φορτίζεται περίεργα και δυσάρεστα.
Όμως, αυτή η σύγκρουση είναι η αφορμή για γνώσεις, για κοινωνικούς προβληματισμούς,
για αναγωγές και περίσκεψη.
Σαν κινηματογραφική ταινία περνούν μπροστά
μας ολοζώντανες σκηνές από μια ολόκληρη χρονική περίοδο με ιστορικά
στιγμιότυπα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γειτονιά της συγγραφέα, ο Άγιος
Παντελεήμονας Αχαρνών, το καταφύγιό του, το καφενείο του κυρ Νίκου,
και αναφορές: στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», στο Εξέλσιορ, στο καφεκοπτείο
στη γωνία της Γ΄ Σεπτεμβρίου, στο εστιατόριον «Η Ελλάς», στο γραφείο του
πατέρα στην Αριστείδου, στο σχολείο του Προκοπίδη στην Αριστοτέλους,
στα προσφυγικά της Λεωφ. Αλεξάνδρας, στην πλατεία Βάθη, στην Αχαρνών,
στους Αμπελόκηπους κ.λπ.) Σκηνές από το Μαρκόπουλο και το Πόρτο-Ράφτη
της Μεσογαίας Αττικής. Τραγικές σκηνές από συγκλονιστικά γεγονότα
(από τις μάχες στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο,
από τις φυλακίσεις στις φυλακές Αβέρωφ της γιαγιάς της, της θείας Αγνής,
των δύο θείων της πολιτικών κρατούμενων, αλλά και από την πείνα, τα συσσίτια
της Κατοχής, την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, ενώ εκείνοι οικογενειακά
βρίσκονταν στο Μαρκόπουλο λόγω των σχολικών διακοπών του Πάσχα) Εικόνες
από κάποιες ηρωικές φυσιογνωμίες (όπως είναι οι εκτελεσμένοι στο Χαϊδάρι,
ο δικός τους Ναπολέων, αντάρτης καπετάνιος της Πελοποννήσου, ο οποίος
στα 1950, πέρασε από δίκη στο Ναύπλιο, τον οποίο ανεψιό του υπερασπίστηκε
ο δικηγόρος πατέρας της συγγραφέα και γλιτώνοντας την εκτέλεση, καταδικάστηκε
«μόνο»… σε «ισόβια», τους δικούς τους νέους Γιάννη και Γιώργο, οι οποίοι
αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν στο κολαστήριο
των φυλακών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέπει να ’νιωσες βαθιά τις αδικίες
της ζωής, της δικιάς σου κι όλης σου της γενιάς: πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος,
αρρώστιες, ανέχεια. Όμως, κανείς δε σε είδε να παραπονεθείς μήτε να δειλιάσεις.
Πάντα γενναία και γερή σε βρήκαν μπρος τους οι φουρτούνες και δεν κατάφεραν
ποτέ ως τώρα να σε ρίξουν κάτω. Με πόσο ρεαλισμό, σύνεση και σοφία στάθηκες
απέναντί τους, σίγουρη πως θα τα ’βγαζες πέρα, κι έδωσες τη μάχη κόντρα
στη δυστυχία και την απερίγραπτη φτώχεια που την ακολούθησε, μέσα στη
γενική εξαθλίωση που βύθισε τη χώρα και τους ανθρώπους της ο πόλεμος
και τα επακόλουθά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξόδεψες ό,τι θα μπορούσε
να ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρίσκονται στο Μαρκόπουλο, κι ενώ πληροφορούνται
για την εισβολή των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Παρασκευή
και ακολουθεί η Ανάσταση, γράφει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερπύστριες των
τανκ. Ψυχή στους δρόμους. Τα σπίτια σιωπηλά, τα παντζούρια σφαλιστά,
σαν να δόθηκε σύνθημα που απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή.
[…] Η Κατοχή είχε αρχίσει. Δε θυμάμαι να γιορτάστηκε η Ανάσταση εκείνη
τη χρονιά…»
Δεν παραλείπει, ακόμη ν’ αναφερθεί στο όνειρο
της μητέρας της να γίνει δασκάλα, που δυστυχώς παρέμεινε όνειρο. Στο
ταξίδι της μητέρας της, τον Αύγουστο του 1965, στο Στρασβούργο, για να
δει τον εγγονό της, που μόλις είχε γεννηθεί.
Χαραγμένη έντονα στη μνήμη της συγγραφέα είναι
και μια άλλη εμβληματική μορφή: η γιαγιά της, που ζούσε και δημιουργούσε
στο Μαρκόπουλο, μέσα σ’ ένα εύπορο μεγαλοαγροτικό περιβάλλον. Η
δράση της στα οικογενειακά, εργασιακά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής
και του τόπου την εντυπωσιάζει. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνει
στην αγαπημένη της γιαγιά.
Αναφορές γίνονται στην εμβληματική μορφή του
συνθέτη και αγωνιστή τότε, Μίκη Θεοδωράκη και στην παράσταση που
είδαν με τη μητέρα της στο θέατρο Καλουτά, στην Πατησίων (Πλατ. Αμερικής):
«Το τραγούδι του νεκρού αδερφού» με τον πρωτοεμφανιζόμενο στη
σκηνή Γρηγόρη Μπιθικώτση, στα 1960-61 και τις λαϊκές συναυλίες του
στην επαρχία, με τον «Επιτάφιο» επίσης του Γιάννη Ρίτσου, με την
Αλέκα Παΐζη και την Ειρήνη Παπά.
Και στα 2006, γυρίζοντας στο σπίτι της μετά από κάμποσους
μήνες ταξίδι, τη σοκάρει η σιωπή και το λιγοστό φως του σπιτιού, γυρίζει
το διακόπτη του ηλεκτρικού, και αμέσως μετά ανοίγει τα παράθυρα για να
μπει πιότερο φως, ο ήλιος, στο εσωτερικό του σπιτιού και συνεχίζοντας
την αφήγησή της γράφει:
«Κάθομαι στην πολυθρόνα σου. Ακουμπώ
τους αγκώνες στο σκαλιστό ξύλινο χερούλι. Μου φαίνεται πως έχει ακόμα
την αφή των χεριών σου. Αρκεί να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τη φωνή σου
να μας καλωσορίζει…»
Μετά το τέλος της θαυμάσιας αφήγησής της, παραθέτει
στο τέλος του κειμένου της τη συλλυπητήρια επιστολή που της έστειλε
για το θάνατο της μητέρας της, από το Μπες (Besse),
ο φίλος της Φρανσουά, στα γαλλικά, αλλά και σε ελληνική μετάφραση.
Τέλος, στο βιβλίο δημοσιεύονται διάσπαρτα αρκετές
οικογενειακές και άλλες φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν πιστά
την εποχή, χρήσιμες και για την καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας.
Η μητέρα της Μαρίας Κανέλλη-Schaal,
έφυγε από τη ζωή το Φεβρουάριο του 1997, πλήρης ημερών, στα 93 χρόνια της.
Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρδιά της, με αποτέλεσμα όχι
μόνο να ζει ακόμη και σήμερα η αείμνηστη Ελένη Κανέλλη από το Μαρκόπουλο
Μεσογαίας Αττικής, αλλά και να τη γνωρίσουμε αρκετά καλά κι εμείς οι
αναγνώστες του βιβλίου της, όλη τη ζωή της και της οικογένειάς της, κατά
την προπολεμική, πολεμική, εμφυλιακή και μεταπολεμική περίοδο,
ως το τέλος του προηγούμενου αιώνα.
Σας ευχαριστούμε κ. Μαρία Κανέλλη γι’ αυτή την
έμμεση, αλλά ολοζώντανη γνωριμία,
καθώς και για τη γλαφυρή, συγκινητική αφήγηση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πάντοτε καλά και να γράψετε και άλλα κείμενα
μ’ αυτή τη δυναμική και συνάμα ευαίσθητη πέννα σας.
Σας ευχαριστώ.
_______________________________________________
Ετικέτες
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κώστας Βάρναλης
Αϊ-Στράτης
Θυμήματα εξορίας
Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σχόλια
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ
Εκδόσεις
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2014, σσ. 299
Δεύτερο
θετικό εκδοτικό εγχείρημα των εκδ. Καστανιώτη, μετά από το Κώστας Βάρναλης. Φέιγ βολάν της Κατοχής. Χρονογραφήματα (Επιλογή-επιμέλεια:
Γιώργος Ζεβελάκης), Αθήνα 2007, σσ. 335.
Θετική,
όμως, και η συμβολή του δημοσιογράφου και μελετητή του βαρναλικού έργου, Ηρακλή
Κακαβάνη, στην ιστορική έρευνα και μελέτη του έργου του ογκόλιθου της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, κομμουνιστή διανοητή και αγωνιστή Κ. Βάρναλη.
Είμαι
πάντοτε υποστηριχτής και εμψυχωτής όσων μοχθούν να συγκεντρώσουν και να
παρουσιάσουν σε έκδοση συλλογής κειμένων, είτε δικών τους σκόρπιων
δημοσιευμένων έργων σε εφημερίδες και περιοδικά παρελθόντων ετών, είτε έργων
σημαντικών λογοτεχνών και επιστημόνων. Αν δεν το έκαναν, δε θα γνωρίζαμε
ίσως ποτέ οι περισσότεροι από εμάς τους «κρυμμένους»,
«θαμμένους» και λησμονημένους αυτούς «θησαυρούς», άσχετα αν δεν είναι όλοι από
«χρυσό», οι οποίοι θα «χάνονταν» στο πέρασμα του χρόνου και θα περνούσαν
νομοτελειακά στη λήθη. Διότι απλούστατα δεν είναι δυνατό να βρούμε και να
φυλλομετρήσουμε όλοι μας χιλιάδες σελίδες
περιοδικών και εφημερίδων και άλλων εντύπων, τα οποία αναμένουν ωστόσο υπομονετικά
τον ιστορικό ερευνητή και μελετητή, ο οποίος θα τα καταστήσει και πάλι επίκαιρα,
θα τα «αναστήσει» και θα τα δώσει στο κοινό για ανάγνωση και μελέτη πλέον για
τις επόμενες γενιές. Επισημαίνω και υπογραμμίζω, λοιπόν, την αξία τέτοιων
εργασιών και βιβλίων, όπως είναι τα προαναφερόμενα βιβλία των εκδ. Καστανιώτη
και φυσικά ένα πλήθος άλλων βιβλίων με παρόμοιο περιεχόμενο.
Ο
Ηρακλής Κακαβάνης, ως γνωστό, διακονεί εδώ και αρκετά χρόνια με πάθος και
συνέπεια τα γράμματα. Χαρακτηρίζεται ως αξιόλογος ερευνητής και μελετητής του
βαρναλικού έργου και είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει πολλά ακόμη σ’ αυτή την
περιοχή του πνευματικού μας βίου.
Δεν
πρέπει εδώ να παραλείψω να υπενθυμίσω στον αναγνώστη μου ότι ο Ηρ. Κακαβάνης
είχε δώσει πρόσφατα στη δημοσιότητα άλλο ένα, πολύ ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό,
βιβλίο του: Ο άγνωστος Βάρναλης και 19
αδημοσίευτα ποιήματά του. (εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ», Αθήνα 2012, σσ. 320), το οποίο
δημιούργησε ευνοϊκά σχόλια από την κριτική και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό
κοινό.
Το
παρόν βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Α. «Θυμήματα
στον Ανεξάρτητο», «Δημοσιεύματα στο
Ριζοσπάστη» και «Μαρτυρίες», Β. «Οι επιστολές από την εξορία» και Γ. «Τα ποιήματα της εξορίας».
Προηγείται
στην αρχή του βιβλίου μια πολύ κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Ηρ.
Κακαβάνη και ακολουθεί των βαρναλικών κειμένων ένα «Παράρτημα» (με ενδιαφέροντα κείμενα, που αφορούν την περιρρέουσα
ιστορική και λογοτεχνική ατμόσφαιρα και όχι μόνο), τα «Βιογραφικά» διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων εκείνης της εποχής
και συνοπτικά «Η ζωή και το έργο του»
Κώστα Βάρναλη.
Η
έκδοση εμπλουτίζεται από 43 φωτογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, σκίτσα,
χειρόγραφες επιστολές κ.λπ.
Είναι
αρκετά δύσκολο να παρουσιάσει κανείς αναλυτικά και να επιχειρήσει μια
ερμηνευτική προσέγγιση σε όλα τα δημοσιευμένα εδώ βαρναλικά κείμενα. Και
μάλιστα με τον προσήκοντα σεβασμό στο πολύπτυχο, πολυδιάστατο και πολυσήμαντο
βαρναλικό έργο, εξετάζοντας τη θεματολογία, την ιδεολογία, τη γλώσσα, την πολιτική και κοινωνική προσφορά του
λογοτέχνη, μέσα από την τέχνη του και με γνώμονα τη ζωή και την αγωνιστική του
δράση, ενταγμένα όλα μέσα στον ιστορικό καμβά, όπου όλα αυτά ανήκουν οργανικά.
Απαιτείται,
ως εκ τούτου μια ιδιαίτερη μελέτη ή κάποιο εγχείρημα στα πλαίσια μιας πτυχιακής
έστω πανεπιστημιακής εργασίας.
Ο
Ηρακλής Κακαβάνης, έριξε το σπόρο. Με αυτή δε την αποκαλυπτική ερευνητική
προσπάθειά του, με τη σταχυολόγηση, συγκέντρωση και παρουσίαση των βαρναλικών
κειμένων, αλλά και με την εμπεριστατωμένη «εισαγωγή» του στο παρόν βιβλίο, ανοίγει
οπωσδήποτε δρόμους για την περαιτέρω σπουδή των συγκεκριμένων κειμένων, αλλά
και για την ενημέρωση και κοινωνικο-πολιτικό προβληματισμό του αναγνωστικού
κοινού.
Μια
ενδιαφέρουσα έκδοση για φιλομαθείς αναγνώστες και κυρίως για φιλολόγους,
εκπαιδευτικούς, φοιτητές και μελετητές του βαρναλικού έργου, που έρχεται να
προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα πλούσια σχετική βιβλιογραφία.
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Ετικέτες
ΙΣΤΟΡΙΑ,
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρήστος Δημούλας
Οι
λαϊκατδήδες
Ποίηση
Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ο Χρήστος
Δημούλας είναι ένας νέος άνθρωπος, που αγωνίζεται για το μεροκάματο, με μια
αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια. Με ψηλά το κεφάλι, μακριά από τις σύγχρονες σειρήνες
της αστικής διανόησης, δίπλα και μαζί με την εργατική τάξη και τους ταξικούς
αγώνες της, μπροστάρης για τη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων, τρέχει ολημερίς
–μετά την επίπονη δουλειά του– αν και κουρασμένος, στις πολιτιστικές
εκδηλώσεις, στις πολιτικές μαζώξεις, στα συλλαλητήρια, για να επιτελέσει το
προσωπικό του χρέος απέναντι στους συνανθρώπους του. Δεν το βάζει κάτω. Στο ένα
χέρι το βιβλίο και στο άλλο τη γραφίδα του, πολεμάει, μαζί με τους συναγωνιστές
του, τον ταξικό μας εχθρό, με όπλο την ποίηση, αλλά ενίοτε και τον πεζό λόγο.
Στην ποίηση
έχει μια ευχέρεια. Σκαρώνει στίχους και ποιήματα άλλοτε με ομοιοκαταληξία και
άλλοτε σε ελεύθερο στίχο, ο οποίος όμως διαθέτει ρυθμό. Ο ρυθμός των ποιημάτων
του είναι πηγαίος, όπως πηγαία και γνήσια είναι τα συναισθήματά του και η
πολιτική σκέψη του. Μια σκέψη αρκετά καλλιεργημένη, γαλουχημένη από τον
ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό, δεν ξεφεύγει σε περιττολογίες και δε
χρησιμοποιεί ασκόπως το δευτερεύον και το επιμέρους. Στοχεύει στο κοινωνικά
κύριο και καθοριστικό, με λυρισμό ή ρεαλισμό, και σχεδόν πάντοτε περιφέρεται
και επικεντρώνει στον άνθρωπο και στην ευτυχία του, στον εργαζόμενο ή στον
άνεργο και στα προβλήματά του. Καυτηριάζει το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Ο
στίχος του σαλπίζει με τέχνη τον αγώνα και την επανάσταση. Επιδιώκει τον
ξεσηκωμό για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας, δίκαιης και ειρηνικής, της
σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κάποιες φορές ο λόγος του είναι «αντιποιητικός» ή
«χυδαίος», κατά την κρατούσα καθωσπρέπει αστική διανόηση, που την ενοχλεί,
βέβαια, όμως καίριος, κοφτερός, αποκαλυπτικός, γνήσιος, καταπέλτης για τους
συμβιβασμένους και τους πραγματικά χυδαίους.
Στο παρόν
βιβλίο του δεν υπάρχουν διάφορα ποιήματα, αλλά μόνο ένα ποίημα έκτασης
δεκαπέντε σελίδων, μια ποιητική σύνθεση. Εμπνευστής των στίχων του είναι η ίδια
του η ζωή, η καταγωγή του, τα παιδικά του βιώματα, η κοινωνική και ταξική του
συνείδηση. Ο πατέρας του και ο θείος του εργαζόμενοι στις λαϊκές αγορές,
«λαϊκατζήδες», και αυτός από μικρός κοντά τους, βοηθός τους, πίσω από τον
πάγκο. Βιώματα που δεν εξαλείφονται στο πέρασμα του χρόνου, αν και μεγάλωσε,
σπούδασε στο πανεπιστήμιο, έγινε επιστήμονας.
Η επιλογή
του ήταν να ακολουθήσει το δρόμο των εργατών και των εργαζομένων, γενικότερα.
Θέλει να είναι κοντά και μαζί με την εργατική τάξη. Γι’ αυτό και ο στίχος του
είναι ταξικός και συχνά αναφέρεται σε κοινωνικά προβλήματα, χωρίς να στέκεται
στην περιγραφή, αλλά στο βάθος και στην ανάλυση των φαινομένων. Καταγράφει
ποιητικά το κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά δε μένει στην περιγραφή, δίνοντας διάσταση
και προοπτική στην αλλαγή και στην ανατροπή.
«Οι λαϊκατζήδες» είναι το πρώτο βιβλίο,
που εκδίδεται για την κοινωνική αυτή ομάδα της εργατικής τάξης. Και είναι άξιο
λόγου, που το σκέφτηκε και το υλοποίησε ο ποιητής Χρήστος Δημούλας.
Επίσης, ο
«περί ου λόγος» ποιητής κυκλοφόρησε, επίσης, για πρώτη φορά την αξιόλογη ποιητική
βιογραφία, με τίτλο: Χρήστος
Δημούλας: «Γιώργος Φαρσακίδης, Ο Ζωγράφος
του Λαού», εκδ. Εντύποις» (ποιητική συλλογή)
Παραθέτω, ως
δείγματα γραφής, ελάχιστα από τα 69 τετράστιχα της ποιητικής του σύνθεσης:
«Τα προϊόντα στον πάγκο αραδιασμένα/η
παράσταση και πάλι αρχινάει/η βροχή τρυπάει τα κόκαλα τα ιδρωμένα/η ορθοστασία
τα γόνατα πονάει.» Κάπως έτσι περιγράφει την πραγματικότητα και τα
προβλήματα του κλάδου των λαϊκατζήδων.
«Φρούτα, λαχανικά, υφάσματα/τ’ ανθρώπινου
κόπου δημιουργίες/του μισού ευρώ τα λαχανιάσματα, ενάντια/στων πολυεθνικών τις
ραδιουργίες.», περνώντας από την περιγραφή στην κοινωνιολογική ανάλυση,
δίνοντας σε δυο στίχους τις ταξικές αντιθέσεις.
«Μικρογραφία κοινωνίας/όλες του κόσμου οι
λαϊκές/μέσα τους ένα αεράκι ειρωνείας/που ξαποσταίνει μοναχά τις Κυριακές»,
αφού περιγράφει σε άλλα τετράστιχα τα διάφορα κοινωνικά στρώματα που υπάρχουν
ως έμποροι και ως πελάτες στις λαϊκές.
«Σωματείο, συνελεύσεις για ουσιαστικά
προβλήματα/ο φόβος για το αύριο του κλάδου/προτάσεις άπειρες που φέρνουν νέα
ερωτήματα/να μην καταντήσουμε απορρίμματα του κάδου.», καθώς τον απασχολεί
η συνδικαλιστική οργάνωση και πάλη των εργαζόμενων στον κλάδο.
«Εξαγγελίες, νέα μέτρα για εμπόριο
υγιές/πρωτοσέλιδα, δηλώσεις, μα χαμένη η ουσία, πως το κύριο είναι να ανατραπεί
η εξουσία/που γεννά τις ανεργίες και τις λαμογιές.», περιγράφοντας την
αλητεία της αστικής εξουσίας και θέτοντας θέμα ανατροπής της.
«Φορτηγά ατέλειωτα στου Ρέντη το παζάρι/πάνε
κι έρχονται καρότσια και τελάρα/στον ίδιο χώρο ο αξιοπρεπής και το τομάρι/απ’
όλα έχει και τούτη εδώ η φάρα.», καταγράφοντας την ανθρωπογεωγραφία του
κλάδου με ειλικρίνεια, αν και παρόμοιοι χαρακτήρες και συμπεριφορές υπάρχουν
και σε άλλους κλάδους εργαζομένων, εμπόρων κ.λπ.
«Στη λαϊκή μεγάλωσαν/και μεγαλώνουνε πολλά
παιδιά/το βιος τους το εμπάλωσαν/με μια αντάρα στην καρδιά.», δηλώνοντας
ότι αρκετοί από τους λαϊκατζήδες δουλεύουν από παιδιά και έχουν βιώσει πόνο,
ταλαιπωρία, απογοήτευση, αδικία.
«Το χρήμα, κατάρα και στόχος ποθητός/στα
μηνίγγια φλόγα, στο κεφάλι πυρετός/αϋπνία κι έλκος στο στομάχι/σκληρός
ανταγωνισμός πάντοτε να άρχει.», αποφαινόμενος τις δυσκολίες του
επαγγέλματος και τα προβλήματα υγείας, κυρίως, που απορρέουν απ’ αυτές.
«Ελεύθεροι επαγγελματίες, μάπα ελευθερία/σαν
τους κλόουν πριν την αυτοχειρία/για μισό κιλό κέρδος σαν παλιάτσοι να γελάν/κι
όταν μένουν μόνοι τα νεύρα τους να σπαν.», ειρωνευόμενος την «ελευθερία»,
που ψεύτικα τάζει το αστικό κράτος, ενώ η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι
δυσάρεστα πολύ διαφορετικές.
«Σελίδες, εγκυκλοπαίδειες και τόμοι/μπορούν
να γραφτούν απ’ της λαϊκής τις ιστορίες/η οποία είναι σπίτι κι οι λαϊκατζήδες
οικοδόμοι,/παλάτι που το λυμαίνονται αρχόντοι και τ’ αγαπούν παρίες.»,
δηλώνοντας πόσα γεγονότα και περιπέτειες συμβαίνουν χρόνια και δεκαετίες στις
λαϊκές αγορές, που βέβαια – τα περισσότερα – τα βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι
σ’ αυτές και φυσικά, καλό θα ήταν κάποτε να καταγραφούν για να μην πέσουν στην
ιστορική λήθη, για τις μελλοντικές γενιές.
Τα παραπάνω
αποσπάσματα του βιβλίου, δεν παρέχουν στον επίδοξο αναγνώστη του μια πλήρη
εικόνα των θεμάτων, που διαπραγματεύεται ποιητικά ο Χρ. Δημούλας, ούτε του
δίνεται τοιουτοτρόπως ολόκληρο το ψηφιδωτό ιδεών, απόψεων, γεγονότων, βιωμάτων
κ.ο.κ., ικανά για να δημιουργήσουν ή να διαμορφώσουν την άποψη του αναγνώστη
για τις λαϊκές και τους λαϊκατζήδες, για τις ιδιομορφίες και τα προβλήματα του
επαγγέλματος κ.ο.κ.
Ένα βιβλίο,
άξιο λόγου, που αξίζει να αναζητηθεί και να διαβαστεί, αλλά και να παρουσιαστεί
σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Θανάσης Ν. Καραγιάννης
http://thkaragia.wix.com/main
Ετικέτες
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)