Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ Α. ΚΟΤΣΕΤΟΦ ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΙΕΡΣΟΦ Μετάφραση: Κυριακή Α. Καμαρινού – Πρόλογος: Ελένη Μπέλλου Διόρθωση: Βούλα Λίτσιου – Μακέτα εξωφύλλου: Μαριάννα Τσαγκάρη Α΄+ Β΄ τόμοι Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2020, σσ. 358+344=702 Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης Ένα πολύ ενδιαφέρον, συναρπαστικό και αξιόλογο δίτομο μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ. Όπως μας πληροφορεί η θαυμάσια μεταφράστρια του παρόντος μυθιστορήματος, Δρ. Κυριακή Α. Καμαρινού, το βιβλίο «κυκλοφόρησε το 1958, στον απόηχο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Μετά την επιτυχία που σημείωσε το έργο Οι Ζουρμπίν, που γράφτηκε το 1952 και απέσπασε επαινετικά σχόλια από τον Μ. Σόλοχοφ, και αυτό το έργο του Β. Κοτσετόφ σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Έγινε θεατρικό έργο το 1959 και κινηματογραφική ταινία το 1960.» Η υπόθεση του μυθιστορήματος αναφέρεται σε μια επαρχιακή βιομηχανική πόλη της ΕΣΣΔ, την πόλη Ζντάνοφ (Μαριούπολη) και χρονικά μετά από τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, δηλαδή μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την περίοδο 1955-1956. Η κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ συνεχίζεται. Πρωταγωνιστές είναι εργάτες και διευθυντικά στελέχη των ορυχείων και μεταλλείων, μια εργάτρια της αλιευτικής παραγωγής, μηχανικοί και γιατροί, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΣΕ. Τα δρώμενα και οι εξελίξεις που αφορούν εργασιακά προβλήματα, ιδεολογικές ζυμώσεις, οργανωτικά θέματα είναι διάχυτα στο κείμενο. Δεν απουσιάζουν οι ίντρικες, οι διαμάχες, τα ατοπήματα ορισμένων, οι οποίοι ρέπουν με τον άστατο και ανήθικο χαρακτήρα τους προς μια αντι-μαρξιστική, αναθεωρητική-οπουρτονιστική κατεύθυνση και ιστορικά η αντεπανάσταση αποδείχτηκε ότι επικράτησε στους κόλπους του ΚΚΣΕ έγινε πλειοψηφικό ρεύμα ακόμη και στην κοινωνία, με αποτέλεσμα την ανατροπή του σοσιαλισμού και της επαναστατικής φυσιογνωμίας του κόμματος, αλλά και της επίτευξης διάλυσης της ΕΣΣΔ, 26.12.1991, αμέσως μετά το 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1990). Ο συγγραφέας δείχνει μέσα από το μύθο και τη δράση των ηρώων, μα και ξεκάθαρα αποδεικνύει την προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τη δεκαετία του 1950 από την εργατική τάξη, την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, τις δυσκολίες για την επίλυσή τους, αλλά και τη δυναμική που αναπτυσσόταν με τον εργατικό έλεγχο στον καταμερισμό του κοινωνικού πλούτου, και τη συστηματική οργάνωση της παραγωγής, την αισιοδοξία και την αγωνιστικότητα που επιδείκνυαν για την επιτυχία των πλάνων εργασίας κ.λπ. Ο συγγραφέας χωρίς ωραιοποιήσεις και αποκρύψεις αναδεικνύει τις αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των πραγματικών κομμουνιστών –μελών του ΚΚΣΕ και των νεωτεριστών– εκσυγχρονιστών «κομμουνιστών», περιγράφει τις αντιπαραθέσεις, τις αποκαλύψεις, κάποιες ανεπίτρεπτες ηθικά, κοινωνικά και κομματικά πράξεις και ενέργειες ορισμένων κομματικών μελών και στελεχών, το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στο εργοστάσιο και στις οικογενειακές συνάξεις κ.λπ. Η συνέχεια επί του βιβλίου… Πυκνό, καλογραμμένο λογοτεχνικό κείμενο, με εναλλαγές εικόνων, τόπων και προσώπων, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι γλαφυρές και λεπτομερείς περιγραφές τόπων και πραγμάτων, ενημερώνουν μ’ ευχάριστο τρόπο τον αναγνώστη, προσφέροντάς του όμορφες εικόνες, αλλά και ένα πλήθος από πληροφορίες. Από το μυθιστόρημα μαθαίνουμε με λεπτομέρειες τη λειτουργία, τη φύση, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα σ’ ένα εργοστάσιο μεταλλουργίας και μάλιστα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Γίνονται αναφορές ή διαδραματίζονται γεγονότα σε ορισμένες από τις παρακάτω πόλεις και κωμοπόλεις: Κουζνιέτσκ, Μαγνιτογκόρσκ, Οβράζναγια, Μόσχα, Γιούζοφκα, Ριμπάτσκι, Κούτκα. Ένας χάρτης, που να φαίνονται όλοι οι τόποι, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα στο μυθιστόρημα, κρίνεται κατά τη γνώμη μου απαραίτητος να υπάρχει στο τέλος του τόμου Β΄. Διευκολύνει πολύ τον αναγνώστη, ώστε ν’ αντιλαμβάνεται καλύτερα την εξέλιξη των γεγονότων. Η Ελένη Μπέλλου, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, προλογίζει μ’ ένα γλαφυρό, επιστημονικό και εμπεριστατωμένο και υποδειγματικό (ουσιαστικά δοκιμιακό) κείμενό της, την παρούσα έκδοση, ιδωμένο με μαρξιστική ματιά, που θα το ζήλευε ο καλύτερος βιβλιοκριτικός. Γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το μυθιστόρημα είναι ιστορικά τοποθετημένο γύρω στο 20ό Συνέδριο (1956) του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση. Οι μύθοι και οι χαρακτήρες του έχουν ως υπόβαθρό τους τα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την κοινωνική διαπάλη που αναπτύσσεται γι’ αυτά και βέβαια την αντανάκλασή της στην εσωκομματική διαπάλη. Επομένως είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά πολιτικοποιημένο, χρονικά τοποθετημένο ίσως στην πιο αποφασιστική, την πιο κρίσιμη περίοδο για την κομμουνιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ.» Προτείνω όλα τα μυθιστορήματα να περιέχουν, όπως τα θεατρικά έργα, στην αρχή του βιβλίου τα «ΠΡΟΣΩΠΑ», ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τη δράση τους κατά την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό κρίνεται, ιδιαίτερα απαραίτητο, σε μυθιστορήματα, τα οποία έχουν μεταφραστεί από άλλες γλώσσες, αφού τα ξένα ονόματα δε μας είναι οικεία και ως εκ τούτου, δυσχεραίνεται η μνήμη μας κατά τη συνάντηση στο κείμενο των διαφόρων ονομάτων, με συνέπεια να μη γίνεται πλήρως κατανοητή η υπόθεση, αφού δεν μπορούμε να συνδυάσουμε τα πρόσωπα με τη συγγενική μεταξύ τους σχέση, την ιδιότητά τους, το επάγγελμά τους κ.ο.κ. Για το παρουσιαζόμενο μυθιστόρημα, καταγράφουμε τα πρόσωπα, πρωταγωνιστικά και μη, κατά σειρά παρουσίασης, και προτείνω να συμπεριληφθούν στη β΄ έκδοση του παρόντος δίτομου ή να τυπωθεί ένθετο, το οποίο θα συνοδεύει το υπάρχον δίτομο. Βέβαια, κατά τη γνώμη του εκδοτικού οίκου σε συνεργασία με τη μεταφράστρια και τον επιμελητής έκδοσης του δίτομου, είναι δυνατό να «ΠΡΟΣΩΠΑ» να περιοριστούν στα πλέον πρωταγωνιστικά και πιο συχνά εμφανιζόμενα στο μυθιστόρημα: ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΙΕΡΣΟΦ: 1. ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, Πρωτομάστορας των υψικαμίνων και των φούρνων Μαρτέν, Προϊστάμενος της Ίσκρα Κοζακόβα, ο μεγαλύτερος από τ’ αδέλφια. 2. ΓΙΑΚΟΦ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, πρώην εργάτης στο Τμήμα των φούρνων Μαρτέν, στο εργοστάσιο της Γιούζοφκα, και μετά απ’ τον Πατριωτικό Πόλεμο, Μουσικός, Μαέστρος φιλαρμονικής, επικεφαλής της καλλιτεχνικής ομάδας του εργοστασίου, Διευθυντής της λέσχης στο «Μέγαρο του Πολιτισμού», Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου του Κουζνίετσεκ. 3. ΙΠΚΝΑΤ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ, σκοτώθηκε στον Πατριωτικό Πόλεμο. 4. ΣΤΕΠΑΝ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ (Στιόπκα), αρχικά κομσομόλος, αργότερα συνεργάτης των Γερμανών, προδότης. 5. ΣΕΡΑΦΙΜΑ ΓΙΕΡΣΟΦ, Βοηθός γιατρού στην πολυκλινική του Κουζνίετσεκ, σύζυγος πλοιάρχου. 6. ΝΤΜΙΤΡΙ ΤΙΜΟΦΕΓΙΕΒΙΤΣ (Ντίμα ή Ντιμότσκα ή Μίτενκα ή Μίτια), πρώτος χειριστής της πρέσας. 7. ΒΑΡΙΑ ΓΙΕΡΣΟΦ, η μικρότερη αδελφή, η οποία εργαζόταν στο Θέατρο του Κουζνίετσεκ. ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΤΙΜΟΦΕΪ (ΤΙΜΟΘΕΟΣ) ΙΓΚΝΑΤΙΕΒΙΤΣ ΓΙΕΡΣΟΦ, πατέρας των αδελφών Γιερσόφ, ο οποίος βασανίστηκε από τους Γερμανούς στον Πατριωτικό Πόλεμο και πέθανε ηρωικά. ΜΑΡΙΑ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΝΑ (Μάσα), σύζυγος του Πλάτωνα Γιερσόφ, η οποία πέθανε κατά τον πρώτο χρόνο του Πατριωτικού Πολέμου. ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ, σύζυγος του Γιάκοφ Τιμοφέγιεβιτς. ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΛΒΟΒΙΤΣ ΓΚΟΥΛΙΑΓΕΦ («θείος Σιούρα»), Ηθοποιός, γείτονας του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς. ΒΙΤΑΛΙ ΚΟΖΑΚΟΦ (Βίτκα ή Βίτενκα), Ζωγράφος ΙΣΚΡΑ ΒΑΣΙΛΙΕΒΝΑ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΚΟΖΑΚΟΒΑ (Ίσκρενκα ή Ισκρούλα), Μεταλλουργός-Μηχανικός, σύζυγος του Βιτάλι Κοζακόφ. ΛΙΟΥΣΚΑ (Λιούσια ή Λιουντμίλα), κόρη της Ίσκρα Κοζακόβα. ΑΝΤΡΕΪ ΙΓΚΝΑΤΙΕΒΙΤΣ (Ιγκνάτ ή Αντριούσκα), Μάστορας στο τμήμα των φούρνων, ανιψιός των αδελφών Γιερσόφ, γιος του σκοτωμένου στον Πατριωτικό Πόλεμο αδελφού τους, Ιγκνάτ. ΟΛΓΑ ΒΕΛΙΤΣΚΙΝΑ ΣΕΡΓΚΙΕΓΕΒΝΑ (Λέλετσκα ή Λέλια ή Όλια ή Όλενκα), Εργάτρια στο Συνεταιρισμό των Ψαράδων στο χωριό Ριμπάτσεγιε, η αγαπημένη του Ντμίτρι Γιερσόφ, παλιά φίλη του Στεπάν Γιερσόφ. ΟΥΣΤΙΝΟΒΝΑ, θεία των αδελφών Γιερσόφ, αδελφή του πατέρα τους. ΚΛΑΒΝΤΙΑ ΝΤΜΙΤΡΙΕΒΝΑ ΦΙΛΙΠΟΒΝΑ, γειτόνισσα. ΒΟΛΟΝΤΙΑ, ΣΑΝΚΑ (Σάνια) και ΜΠΟΡΙΣ (Μπόρια), γιοι του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ, εγγόνια της Ουστίνοβνα. ΛΙΟΥΜΠΟΤΣΚΑ, μουσικός, κόρη του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ, εγγονή της Ουστίνοβνα. ΚΑΠΙ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΒΑ (Καπούσκα ή Κάποτσκα ή Καπιτολίνα), Φοιτήτρια ιατρικής, φίλη και αργότερα σύζυγος του Αντρέι Ιγκνάτιεβιτς Γιερσόφ. ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΓΙΕΒΝΑ (Νιούρα), μητέρα της Κάπι. ΙΒΑΝ ΓΙΑΚΟΒΛΕΒΙΤΣ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΦ (Βανιούσκα ή Βάνια), Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Πόλης, πατέρας της Κάπι. ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΓΚΑΡΜΠΑΤΣΕΦ, αδελφός της Κάπι. ΣΙΜΟΤΣΚΑ, Γραμματέας του γραφείου του Ιβάν Γκαρμπάτσεφ, στο κτήριο της Κομματικής Επιτροπής Πόλης. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΡΟΜΑΝΟΒΙΤΣ ΟΡΛΕΑΝΤΣΕΦ, Μεταλλουργός-Μηχανικός στο Τμήμα των φούρνων Μαρτέν, μέλος του ΚΚΣΕ. ΑΝΤΟΝ ΓΙΕΡΓΚΟΡΟΒΙΤΣ ΤΣΙΜΠΙΣΟΦ, Διευθυντής εργοστασίου ΖΟΓΙΑ ΠΕΤΡΟΒΝΑ (Ζόγιενκα), Γραμματέας του Τσιμπίσοφ ΚΡΟΥΤΙΛΙΤΣ, Μηχανικός-Εφευρέτης ΣΟΝΙΑ, πρώην σύζυγος του Κρουτίλιτς. ΤΟΜΑΣΟΥΚ, Σκηνοθέτης θεάτρου ΜΠΟΡΙΣ ΚΑΛΙΣΤΡΑΤΟΒΙΤΣ ΒΟΡΟΜΠΕΪΝΙ, Μηχανικός, πρώην συνεργάτης των Γερμανών, προδότης, αργότερα Πρωτομάστορας των υψικαμίνων και των φούρνων Μαρτέν, αντικαταστάτης του Πλάτωνα Τιμοφέγιεβιτς Γιερσόφ. ΓΙΟΥΡΙ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΤΟΜΑΣΟΥΚ, Σκηνοθέτης Θεάτρου ΒΛΑΣΟΦ, προδότης στρατηγός, συνεργάτης των Γερμανών ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΡΟΜΑΝΟΒΙΤΣ ΟΡΛΕΑΝΤΣΕΦ (Κόστενκα), Μηχανικός του τμήματος της τεχνολογικής υπηρεσίας. ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ της εφημερίδας της περιοχής. ΣΥΖΥΓΟΣ, η δεύτερη του Ορλεάντσεφ («στρατηγίνα»). ΓΚΑΛΙΝΑ («Γκαζέλα»), ερωμένη του Ορλεάντσεφ. ΑΛΕΞΑΧΙΝ, Δραματουργός, Ασυρματιστής στο σταθμό ασυρμάτου του λιμανιού ΦΙΟΝΤΟΡ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ ΜΠΟΥΣΙΡΙΝ, Συντάκτης τοπικής εφημερίδας του Κουζνιέτσκ [ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ], Λογοτέχνης-Κριτικός τέχνης ΜΠΟΜΠΡΟΦ, Πρόεδρος του Λαϊκού Συμβουλίου του Κουζνίετσεκ. ΓΙΕΓΚΟΡΟΒΝΑ, καθαρίστρια στο Σπίτι του Πολιτισμού του Κουζνιέτσεκ. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΜΟΚΕΪΤΣ, γείτονας του Αντρέι και της Κάπι. Τη μετάφραση υπογράφει, όπως προαναφέραμε, η Κυριακή Α. Καμαρινού, Δρ. Κοινωνιολογίας, Παιδαγωγός και συγγραφέας, Διδάσκουσα στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πρόκειται για μια νέα δημιουργία, όπως φυσικά είναι κάθε μετάφραση κειμένου. Ο αναγνώστης απολαμβάνει το κείμενο σε απλή και πλούσια δημοτική γλώσσα, όπου φανερώνονται οι γλωσσικές και συντακτικές αρετές της μεταφράστριας, η οποία κατέχει τη ρωσική γλώσσα, αφού έζησε και σπούδασε κάποια χρόνια στην Ε.Σ.Σ.Δ. Μια απολαυστική μετάφραση ενός θαυμάσιου μυθιστορήματος, που αναμφίβολα συναρπάζει τον αναγνώστη του. Αξίζουν συγχαρητήρια στους επιμελητές της έκδοσης και στη ΣΤΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, για τη θαυμάσια επιλογή της, ώστε να φτάσει το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα σε μας, τους τυχερούς αναγνώστες. Ένα μυθιστόρημα που μας έκανε πιο σοφούς, γνωστικά, αλλά και πολιτικά. Όσα περισσότερα μαθαίνουμε για την Ιστορία της ΕΣΣΔ και για την μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του Σοσιαλισμού σ’ αυτή, για τα επιτεύγματα, τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, τόσο το καλύτερο για όλους μας και ιδιαίτερα για την Εργατική τάξη. Σας ευχόμαστε «καλή ανάγνωση»!

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Μαρία Κα­νέλ­λη-Schaal: Θυ­μά­σαι… Ιστο­ρί­ες – μνή­μες
Πα­ρου­σιά­ζει ο Θα­νά­σης Ν. Κα­ρα­γιάν­νης* //

Ήρθε πρό­σφα­τα στα χέρια μου αυτό το σύ­ντο­μο αφή­γη­μα, σε μέ­γε­θος μι­κρής νου­βέ­λας, με τον τίτλο «Θυ­μά­σαι… ιστο­ρί­ες-μνή­μες» Εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, πα­ρα­κι­νώ­ντας με να θυ­μη­θώ κι εγώ μαζί με τη συγ­γρα­φέα του. Και ανοί­γο­ντάς το, δια­βά­ζω το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μότο που θέτει η συγ­γρα­φέ­ας του σε μια από τις πρώ­τες σε­λί­δες του βι­βλί­ου της: «Το θά­να­το δεν τον φέρ­νουν τα γη­ρα­τειά, αλλά η λήθη», άποψη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­θία Μάρ­κες.
Άρα, ο ανα­γνώ­στης αμέ­σως προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο δί­πο­λο μνή­μη-λή­θη.
Η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει πα­ρα­κά­τω: «Λένε πως η μόνη πε­ριου­σία μας είναι η μνήμη».
Στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, δια­βά­ζω, και άλλες συγ­γε­νι­κές έν­νοιες και φρά­σεις: «νο­σταλ­γία», «ιστο­ρι­κή μνήμη», «διαρ­κής αιώ­ρη­ση από το χτες στο σή­με­ρα», «από τη ζώσα μνήμη στην αδυ­σώ­πη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «ει­κό­νες κι αρώ­μα­τα μιας αλ­λο­τι­νής επο­χής».
Επί­σης, στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, που εί­θι­σται να δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης, πριν από την ανά­γνω­ση του κάθε βι­βλί­ου, συ­να­ντού­με ένα ιερό πρό­σω­πο όλων μας, τη μάνα. Δια­βά­ζω: «Όταν η νο­σταλ­γία για την εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή της μάνας πα­ντρεύ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή μνήμη», «η κα­τά­θε­ση της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη απο­τυ­πώ­νει με λε­πτές, δια­κρι­τι­κές γραμ­μές την προ­σω­πο­γρα­φία της μάνας».
Απ’ ότι φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα σε όλο το κεί­με­νό της η κ. Κα­νέλ­λη εντάσ­σει τη μη­τέ­ρα της στο «Ει­κο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγίων» του Γιάν­νη Ρί­τσου, με σε­βα­σμό και νο­σταλ­γία.
Ύστε­ρα, βυ­θί­ζο­μαι στην ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου των 103 σε­λί­δων, που εξέ­δω­σαν σε μια συ­μπα­θη­τι­κή και κα­λαί­σθη­τη έκ­δο­ση οι εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, των δρα­στή­ριων αυτών ερ­γα­τών του βι­βλί­ου, της κ. Μα­ρί­ας και του κ. Θέμη Φα­σού­λα.
Πρό­κει­ται για ένα αφή­γη­μα, με στρω­τή γραφή –κατά ση­μεία λο­γο­τε­χνι­κή και ποι­η­τι­κή– και με νο­σταλ­γι­κό συγ­γρα­φι­κό ύφος μιας ευαί­σθη­της φυ­σιο­γνω­μί­ας, η οποία επι­διώ­κει, και το πε­τυ­χαί­νει, να κάνει ένα μνη­μό­συ­νο στην αγα­πη­μέ­νη της μη­τέ­ρα, με την κα­τα­γρα­φή και πε­ρι­γρα­φή ανα­μνή­σε­ων, μπλεγ­μέ­νων και ενταγ­μέ­νων στο ιστο­ρι­κό γί­γνε­σθαι αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρω­ι­κής και δύ­σκο­λης επο­χής για την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα λαϊκά στρώ­μα­τα της πα­τρί­δας μας (της Κα­το­χής και του Εμ­φύ­λιου, ιδιαί­τε­ρα).
Είναι έκ­δη­λη η ανά­γκη της συγ­γρα­φέα να ανα­τρέ­ξει στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά της χρό­νια, εν­δο­σκο­πώ­ντας, αλλά και πε­ρι­γρά­φο­ντας σκη­νές και τοπία των Με­σο­γεί­ων (της «Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής», όπως την ονο­μά­ζει) και της Αθή­νας, αρ­χι­κά των δε­κα­ε­τιών 1940, 1950 και 1960, και στη συ­νέ­χεια μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο χρό­νος συ­μπα­ρα­σύ­ρει τα πράγ­μα­τα στη φθορά και στην κα­τα­στρο­φή, ενώ συγ­χρό­νως μας δη­μιουρ­γεί έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και ανα­πό­λη­σης:
«Τα παν­τζού­ρια, όσα έχουν απο­μεί­νει, κρέ­μο­νται ξε­κάρ­φω­τα, τα πα­ρά­θυ­ρα, σκο­τει­νά πε­λώ­ρια ανοίγ­μα­τα στο κενό, χά­σκουν ορ­θά­νοι­χτα, τα μπαλ­κό­νια ρη­μαγ­μέ­να, φα­γω­μέ­να απ’ τη σκου­ριά, τα χρώ­μα­τα ξε­θω­ρια­σμέ­να, ένα ερεί­πιο το σπίτι που μας είχε φι­λο­ξε­νή­σει σε δύ­σκο­λους και­ρούς. […] πάνω στους ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους ξε­χω­ρί­ζουν, διά­σπαρ­τα, κομ­μά­τια από σοβά ξε­κολ­λη­μέ­να σαν από χτύ­πη­μα σφυ­ριού, θα ’λεγε κα­νείς σή­με­ρα, όμως στ’ αλή­θεια ση­μά­δια από σφαί­ρες. Πλη­γές από τη μάχη της Αθή­νας στα χρό­νια του εμ­φύ­λιου…»
Η δομή του βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία. Τα γε­γο­νό­τα δεν πε­ρι­γρά­φο­νται μ’ επάλ­λη­λο τρόπο, αλλά ανα­κό­λου­θα. Συ­νή­θως, όμως, η αφή­γη­ση επα­νέρ­χε­ται χρο­νο­λο­γι­κά στο πρό­τε­ρο πα­ρελ­θόν, μπαί­νει σε μια χρο­νο­λο­γι­κή σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυ­ριαρ­χεί η ανα­κο­λου­θία. Υπο­θέ­τω ότι αυτό συμ­βαί­νει διότι η ανά­κλη­ση της μνή­μης μας ακο­λου­θεί τους δι­κούς της φυ­σι­κούς νό­μους.  
Το έναυ­σμα, η αφόρ­μη­ση για την πα­ρού­σα συγ­γρα­φή στά­θη­κε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγρα­ψε την πα­ρα­κά­τω αφιέ­ρω­ση στο ημε­ρο­λό­γιο που της χά­ρι­σε: «Χρό­νια πολλά και ευ­τυ­χι­σμέ­νο το 2000… για έμπνευ­ση και νέο ξε­κί­νη­μα, πο­λι­τι­κά, αγω­νι­στι­κά, συγ­γρα­φι­κά.» κι η συγ­γρα­φέ­ας απε­φάν­θη, απευ­θυ­νό­με­νη νοερά στη μη­τέ­ρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψη­λα­φη­τά, να σε ξα­να­βρεί, να σε γνω­ρί­σει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστο­ρία.»
Και φυ­σι­κά αρ­χί­ζει ν’ ανα­πο­λεί και να γρά­φει, βια­στι­κά, όπως ομο­λο­γεί η ίδια: «να προ­λά­βω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρό­σω­πα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να πε­ρά­σεις έτσι σιω­πη­λά και αθό­ρυ­βα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανα­σταί­νω κάθε μέρα.»
Το εν­λό­γω κεί­με­νο είναι γε­μά­το από πε­ρι­γρα­φές φυ­σι­κών πε­ριο­χών και το­πί­ων, αστι­κών και αγρο­τι­κών πε­ριο­χών και χώρων, ηθών και εθί­μων από το χώρο των θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών και των αγρο­τι­κών ασχο­λιών. Συ­νυ­πάρ­χει ένα ψη­φι­δω­τό από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και τις πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις  δια­φό­ρων ιστο­ρι­κών πε­ριό­δων. Οι πε­ρι­γρα­φές είναι απέ­ριτ­τες, γλα­φυ­ρές και με­στές. Πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρια­κά στοι­χεία στον ανα­γνώ­στη, που ίσως να μην τα γνώ­ρι­ζε. Κα­τορ­θώ­νει να τον κρατά σε εγρή­γορ­ση και με τις συ­νε­χείς ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν, του εξά­πτει το εν­δια­φέ­ρον, με τις αδιά­κο­πες απο­κα­λύ­ψεις της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του θέτει έμ­με­σα, με ερ­γα­λείο τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συ­νά­μα φόρ­τι­σή του.  
Πλα­τεία Αγ. Πα­ντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, εκεί που η συγ­γρα­φέ­ας έπαι­ζε μικρή, εκεί που το πρά­σι­νο κυ­ριαρ­χού­σε, στο κη­πά­κι με τους θά­μνους, τώρα, στην Κα­το­χή και με­τα­κα­το­χι­κά
«δε φυ­τρώ­νει ούτ’ ένα πρά­σι­νο φύλλο. Όλος ο τόπος μοιά­ζει ανα­σκαμ­μέ­νος κι όσο πλη­σιά­ζου­με, μα­κρό­στε­νοι σωροί από χώμα ξε­χω­ρί­ζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρό­χει­ροι τάφοι δίπλα στις κού­νιες που παί­ζα­με παι­διά. Το μικρό κη­πά­κι έχει γίνει κοι­μη­τή­ρι της ανά­γκης για όσους μια μοίρα αδέ­σπο­τη τους πήρε τη ζωή. Περ­νά­με ανά­με­σά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυ­τούς το σώμα μιας γυ­ναί­κας, πε­σμέ­νο μπρού­μυ­τα με τα μαλ­λιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προ­σπερ­νά­με. Δεν είναι αδια­φο­ρία, είναι οι άγριες ει­κό­νες της πεί­νας στους δρό­μους και τα πε­ζο­δρό­μια της κα­το­χι­κής Αθή­νας που έχουν πα­γώ­σει τις ψυχές μας.»  
Ει­κό­νες φρί­κης και από­γνω­σης, που εμείς οι νε­ό­τε­ροι και τα ση­με­ρι­νά παι­διά δεν εί­χα­με την ατυ­χία να βιώ­σου­με. Κάτι, όμως, που δε συ­νέ­βη με τα παι­διά του σύγ­χρο­νου δρά­μα­τος στον πό­λε­μο της Συ­ρί­ας, του Αφ­γα­νι­στάν κ.ά. εμπό­λε­μων πε­ριο­χών του πλα­νή­τη.
Ο αφη­γη­μα­τι­κός συ­ναι­σθη­μα­τι­κός λόγος της συγ­γρα­φέα εναλ­λάσ­σε­ται με αρ­κε­τές ρε­α­λι­στι­κές σκη­νές, που ασφα­λώς αγ­γί­ζουν την ψυχρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη λο­γι­κή και την αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Εδώ, ο αφη­γη­μα­τι­κός λυ­ρι­σμός, ενώ συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει διά­χυ­τος στο κεί­με­νο, συ­γκρού­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλή­θος θλι­βε­ρών γε­γο­νό­των, οπότε ο ανα­γνώ­στης φορ­τί­ζε­ται πε­ρί­ερ­γα και δυ­σά­ρε­στα. Όμως, αυτή η σύ­γκρου­ση είναι η αφορ­μή για γνώ­σεις, για κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, για ανα­γω­γές και πε­ρί­σκε­ψη.
Σαν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία περ­νούν μπρο­στά μας ολο­ζώ­ντα­νες σκη­νές από μια ολό­κλη­ρη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με ιστο­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γει­το­νιά της συγ­γρα­φέα, ο Άγιος Πα­ντε­λε­ή­μο­νας Αχαρ­νών, το κα­τα­φύ­γιό του, το κα­φε­νείο του κυρ Νίκου, και ανα­φο­ρές: στο ξε­νο­δο­χείο «Μέγας Αλέ­ξαν­δρος», στο Εξέλ­σιορ, στο κα­φε­κο­πτείο στη γωνία της Γ΄ Σε­πτεμ­βρί­ου, στο εστια­τό­ριον «Η Ελλάς», στο γρα­φείο του πα­τέ­ρα στην Αρι­στεί­δου, στο σχο­λείο του Προ­κο­πί­δη στην Αρι­στο­τέ­λους, στα προ­σφυ­γι­κά της Λεωφ. Αλε­ξάν­δρας, στην πλα­τεία Βάθη, στην Αχαρ­νών, στους Αμπε­λό­κη­πους κ.λπ.) Σκη­νές από το Μαρ­κό­που­λο και το Πόρ­το-Ρά­φτη της Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής. Τρα­γι­κές σκη­νές από συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα (από τις μάχες στην Αθήνα στα Δε­κεμ­βρια­νά, στην Κα­το­χή και στον Εμ­φύ­λιο, από τις φυ­λα­κί­σεις στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ της για­γιάς της, της θείας Αγνής, των δύο θείων της πο­λι­τι­κών κρα­τού­με­νων, αλλά και από την πείνα, τα συσ­σί­τια της Κα­το­χής, την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθήνα, ενώ εκεί­νοι οι­κο­γε­νεια­κά βρί­σκο­νταν στο Μαρ­κό­που­λο λόγω των σχο­λι­κών δια­κο­πών του Πάσχα) Ει­κό­νες από κά­ποιες ηρω­ι­κές φυ­σιο­γνω­μί­ες (όπως είναι οι εκτε­λε­σμέ­νοι στο Χαϊ­δά­ρι, ο δικός τους Να­πο­λέ­ων, αντάρ­της κα­πε­τά­νιος της Πε­λο­πον­νή­σου, ο οποί­ος στα 1950, πέ­ρα­σε από δίκη στο Ναύ­πλιο, τον οποίο ανε­ψιό του υπε­ρα­σπί­στη­κε ο δι­κη­γό­ρος πα­τέ­ρας της συγ­γρα­φέα και γλι­τώ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση, κα­τα­δι­κά­στη­κε «μόνο»… σε «ισό­βια», τους δι­κούς τους νέους Γιάν­νη και Γιώρ­γο, οι οποί­οι αιχ­μα­λω­τί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και κλεί­στη­καν στο κο­λα­στή­ριο των φυ­λα­κών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέ­πει να ’νιω­σες βαθιά τις αδι­κί­ες της ζωής, της δι­κιάς σου κι όλης σου της γε­νιάς: πό­λε­μος, κα­το­χή, εμ­φύ­λιος, αρ­ρώ­στιες, ανέ­χεια. Όμως, κα­νείς δε σε είδε να πα­ρα­πο­νε­θείς μήτε να δει­λιά­σεις. Πάντα γεν­ναία και γερή σε βρή­καν μπρος τους οι φουρ­τού­νες και δεν κα­τά­φε­ραν ποτέ ως τώρα να σε ρί­ξουν κάτω. Με πόσο ρε­α­λι­σμό, σύ­νε­ση και σοφία στά­θη­κες απέ­να­ντί τους, σί­γου­ρη πως θα τα ’βγα­ζες πέρα, κι έδω­σες τη μάχη κό­ντρα στη δυ­στυ­χία και την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια που την ακο­λού­θη­σε, μέσα στη γε­νι­κή εξα­θλί­ω­ση που βύ­θι­σε τη χώρα και τους αν­θρώ­πους της ο πό­λε­μος και τα επα­κό­λου­θά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξό­δε­ψες ό,τι θα μπο­ρού­σε να ήταν τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρί­σκο­νται στο Μαρ­κό­που­λο, κι ενώ πλη­ρο­φο­ρού­νται για την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Πα­ρα­σκευή και ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση, γρά­φει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερ­πύ­στριες των τανκ. Ψυχή στους δρό­μους. Τα σπί­τια σιω­πη­λά, τα παν­τζού­ρια σφα­λι­στά, σαν να δό­θη­κε σύν­θη­μα που απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή. […] Η Κα­το­χή είχε αρ­χί­σει. Δε θυ­μά­μαι να γιορ­τά­στη­κε η Ανά­στα­ση εκεί­νη τη χρο­νιά…»
Δεν πα­ρα­λεί­πει, ακόμη ν’ ανα­φερ­θεί στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας της να γίνει δα­σκά­λα, που δυ­στυ­χώς πα­ρέ­μει­νε όνει­ρο. Στο τα­ξί­δι της μη­τέ­ρας της, τον Αύ­γου­στο του 1965, στο Στρα­σβούρ­γο, για να δει τον εγ­γο­νό της, που μόλις είχε γεν­νη­θεί.
Χα­ραγ­μέ­νη έντο­να στη μνήμη της συγ­γρα­φέα είναι και μια άλλη εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή: η για­γιά της, που ζούσε και δη­μιουρ­γού­σε στο Μαρ­κό­που­λο, μέσα σ’ ένα εύ­πο­ρο με­γα­λο­α­γρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η δράση της στα οι­κο­γε­νεια­κά, ερ­γα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να της επο­χής και του τόπου την εντυ­πω­σιά­ζει. Ένα ολό­κλη­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου αφιε­ρώ­νει στην αγα­πη­μέ­νη της για­γιά.
Ανα­φο­ρές γί­νο­νται στην εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή του συν­θέ­τη και αγω­νι­στή τότε, Μίκη Θε­ο­δω­ρά­κη και στην πα­ρά­στα­ση που είδαν με τη μη­τέ­ρα της στο θέ­α­τρο Κα­λου­τά, στην Πα­τη­σί­ων (Πλατ. Αμε­ρι­κής): «Το τρα­γού­δι του νε­κρού αδερ­φού» με τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο στη σκηνή Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, στα 1960-61 και τις λαϊ­κές συ­ναυ­λί­ες του στην επαρ­χία, με τον «Επι­τά­φιο» επί­σης του Γιάν­νη Ρί­τσου, με την Αλέκα Παΐζη και την Ει­ρή­νη Παπά.
Και στα 2006, γυ­ρί­ζο­ντας στο σπίτι της μετά από κά­μπο­σους μήνες τα­ξί­δι, τη σο­κά­ρει η σιωπή και το λι­γο­στό φως του σπι­τιού, γυ­ρί­ζει το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού, και αμέ­σως μετά ανοί­γει τα πα­ρά­θυ­ρα για να μπει πιό­τε­ρο φως, ο ήλιος, στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και συ­νε­χί­ζο­ντας την αφή­γη­σή της γρά­φει:
«Κά­θο­μαι στην πο­λυ­θρό­να σου. Ακου­μπώ τους αγκώ­νες στο σκα­λι­στό ξύ­λι­νο χε­ρού­λι. Μου φαί­νε­ται πως έχει ακόμα την αφή των χε­ριών σου. Αρκεί να κλεί­σω τα μάτια για ν’ ακού­σω τη φωνή σου να μας κα­λω­σο­ρί­ζει…»  
Μετά το τέλος της θαυ­μά­σιας αφή­γη­σής της, πα­ρα­θέ­τει στο τέλος του κει­μέ­νου της τη συλ­λυ­πη­τή­ρια επι­στο­λή που της έστει­λε για το θά­να­το της μη­τέ­ρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φραν­σουά, στα γαλ­λι­κά, αλλά και σε ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Τέλος, στο βι­βλίο δη­μο­σιεύ­ο­νται διά­σπαρ­τα αρ­κε­τές οι­κο­γε­νεια­κές και άλλες φω­το­γρα­φί­ες, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νουν πιστά την εποχή, χρή­σι­μες και για την κα­τα­γρα­φή της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Η μη­τέ­ρα της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη-Schaal, έφυγε από τη ζωή το Φε­βρουά­ριο του 1997, πλή­ρης ημε­ρών, στα 93 χρό­νια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρ­διά της, με απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο να ζει ακόμη και σή­με­ρα η αεί­μνη­στη Ελένη Κα­νέλ­λη από το Μαρ­κό­που­λο Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής, αλλά και να τη γνω­ρί­σου­με αρ­κε­τά καλά κι εμείς οι ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου της, όλη τη ζωή της και της οι­κο­γέ­νειάς της, κατά την προ­πο­λε­μι­κή, πο­λε­μι­κή, εμ­φυ­λια­κή και με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, ως το τέλος του προη­γού­με­νου αιώνα.
Σας ευ­χα­ρι­στού­με κ. Μαρία Κα­νέλ­λη γι’ αυτή την έμ­με­ση, αλλά ολο­ζώ­ντα­νη  γνω­ρι­μία, καθώς και για τη γλα­φυ­ρή, συ­γκι­νη­τι­κή αφή­γη­ση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πά­ντο­τε καλά και να γρά­ψε­τε και άλλα κεί­με­να μ’ αυτή τη δυ­να­μι­κή και συ­νά­μα ευαί­σθη­τη πέννα σας.
Σας ευ­χα­ρι­στώ.
_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_



Κώστας Βάρναλης
Αϊ-Στράτης
Θυμήματα εξορίας

Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σχόλια
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2014, σσ. 299

Δεύτερο θετικό εκδοτικό εγχείρημα των εκδ. Καστανιώτη, μετά από το Κώστας Βάρναλης. Φέιγ βολάν της Κατοχής. Χρονογραφήματα (Επιλογή-επιμέλεια: Γιώργος Ζεβελάκης), Αθήνα 2007, σσ. 335.
Θετική, όμως, και η συμβολή του δημοσιογράφου και μελετητή του βαρναλικού έργου, Ηρακλή Κακαβάνη, στην ιστορική έρευνα και μελέτη του έργου του ογκόλιθου της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κομμουνιστή διανοητή και αγωνιστή Κ. Βάρναλη.
Είμαι πάντοτε υποστηριχτής και εμψυχωτής όσων μοχθούν να συγκεντρώσουν και να παρουσιάσουν σε έκδοση συλλογής κειμένων, είτε δικών τους σκόρπιων δημοσιευμένων έργων σε εφημερίδες και περιοδικά παρελθόντων ετών, είτε έργων σημαντικών λογοτεχνών και επιστημόνων. Αν δεν το έκαναν, δε θα γνωρίζαμε ίσως  ποτέ οι περισσότεροι από εμάς τους «κρυμμένους», «θαμμένους» και λησμονημένους αυτούς «θησαυρούς», άσχετα αν δεν είναι όλοι από «χρυσό», οι οποίοι θα «χάνονταν» στο πέρασμα του χρόνου και θα περνούσαν νομοτελειακά στη λήθη. Διότι απλούστατα δεν είναι δυνατό να βρούμε και να φυλλομετρήσουμε όλοι μας χιλιάδες σελίδες  περιοδικών και εφημερίδων και άλλων εντύπων, τα οποία αναμένουν ωστόσο υπομονετικά τον ιστορικό ερευνητή και μελετητή, ο οποίος θα τα καταστήσει και πάλι επίκαιρα, θα τα «αναστήσει» και θα τα δώσει στο κοινό για ανάγνωση και μελέτη πλέον για τις επόμενες γενιές. Επισημαίνω και υπογραμμίζω, λοιπόν, την αξία τέτοιων εργασιών και βιβλίων, όπως είναι τα προαναφερόμενα βιβλία των εκδ. Καστανιώτη και φυσικά ένα πλήθος άλλων βιβλίων με παρόμοιο περιεχόμενο.
Ο Ηρακλής Κακαβάνης, ως γνωστό, διακονεί εδώ και αρκετά χρόνια με πάθος και συνέπεια τα γράμματα. Χαρακτηρίζεται ως αξιόλογος ερευνητής και μελετητής του βαρναλικού έργου και είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει πολλά ακόμη σ’ αυτή την περιοχή του πνευματικού μας βίου.
Δεν πρέπει εδώ να παραλείψω να υπενθυμίσω στον αναγνώστη μου ότι ο Ηρ. Κακαβάνης είχε δώσει πρόσφατα στη δημοσιότητα άλλο ένα, πολύ ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό, βιβλίο του: Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του. (εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ», Αθήνα 2012, σσ. 320), το οποίο δημιούργησε ευνοϊκά σχόλια από την κριτική και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό.
Το παρόν βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Α. «Θυμήματα στον Ανεξάρτητο», «Δημοσιεύματα στο Ριζοσπάστη» και «Μαρτυρίες», Β. «Οι επιστολές από την εξορία» και Γ. «Τα ποιήματα της εξορίας».
Προηγείται στην αρχή του βιβλίου μια πολύ κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Ηρ. Κακαβάνη και ακολουθεί των βαρναλικών κειμένων ένα «Παράρτημα» (με ενδιαφέροντα κείμενα, που αφορούν την περιρρέουσα ιστορική και λογοτεχνική ατμόσφαιρα και όχι μόνο), τα «Βιογραφικά» διαφόρων σημαντικών προσωπικοτήτων εκείνης της εποχής και συνοπτικά «Η ζωή και το έργο του» Κώστα Βάρναλη.
Η έκδοση εμπλουτίζεται από 43 φωτογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, σκίτσα, χειρόγραφες επιστολές κ.λπ.
Είναι αρκετά δύσκολο να παρουσιάσει κανείς αναλυτικά και να επιχειρήσει μια ερμηνευτική προσέγγιση σε όλα τα δημοσιευμένα εδώ βαρναλικά κείμενα. Και μάλιστα με τον προσήκοντα σεβασμό στο πολύπτυχο, πολυδιάστατο και πολυσήμαντο βαρναλικό έργο, εξετάζοντας τη θεματολογία, την ιδεολογία, τη γλώσσα,  την πολιτική και κοινωνική προσφορά του λογοτέχνη, μέσα από την τέχνη του και με γνώμονα τη ζωή και την αγωνιστική του δράση, ενταγμένα όλα μέσα στον ιστορικό καμβά, όπου όλα αυτά ανήκουν οργανικά.
Απαιτείται, ως εκ τούτου μια ιδιαίτερη μελέτη ή κάποιο εγχείρημα στα πλαίσια μιας πτυχιακής έστω πανεπιστημιακής εργασίας.
Ο Ηρακλής Κακαβάνης, έριξε το σπόρο. Με αυτή δε την αποκαλυπτική ερευνητική προσπάθειά του, με τη σταχυολόγηση, συγκέντρωση και παρουσίαση των βαρναλικών κειμένων, αλλά και με την εμπεριστατωμένη «εισαγωγή» του στο παρόν βιβλίο, ανοίγει οπωσδήποτε δρόμους για την περαιτέρω σπουδή των συγκεκριμένων κειμένων, αλλά και για την ενημέρωση και κοινωνικο-πολιτικό προβληματισμό του αναγνωστικού κοινού.

Μια ενδιαφέρουσα έκδοση για φιλομαθείς αναγνώστες και κυρίως για φιλολόγους, εκπαιδευτικούς, φοιτητές και μελετητές του βαρναλικού έργου, που έρχεται να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα πλούσια σχετική βιβλιογραφία.

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Χρήστος Δημούλας
Οι λαϊκατδήδες
Ποίηση

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης

Ο Χρήστος Δημούλας είναι ένας νέος άνθρωπος, που αγωνίζεται για το μεροκάματο, με μια αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια. Με ψηλά το κεφάλι, μακριά από τις σύγχρονες σειρήνες της αστικής διανόησης, δίπλα και μαζί με την εργατική τάξη και τους ταξικούς αγώνες της, μπροστάρης για τη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων, τρέχει ολημερίς –μετά την επίπονη δουλειά του– αν και κουρασμένος, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, στις πολιτικές μαζώξεις, στα συλλαλητήρια, για να επιτελέσει το προσωπικό του χρέος απέναντι στους συνανθρώπους του. Δεν το βάζει κάτω. Στο ένα χέρι το βιβλίο και στο άλλο τη γραφίδα του, πολεμάει, μαζί με τους συναγωνιστές του, τον ταξικό μας εχθρό, με όπλο την ποίηση, αλλά ενίοτε και τον πεζό λόγο.
Στην ποίηση έχει μια ευχέρεια. Σκαρώνει στίχους και ποιήματα άλλοτε με ομοιοκαταληξία και άλλοτε σε ελεύθερο στίχο, ο οποίος όμως διαθέτει ρυθμό. Ο ρυθμός των ποιημάτων του είναι πηγαίος, όπως πηγαία και γνήσια είναι τα συναισθήματά του και η πολιτική σκέψη του. Μια σκέψη αρκετά καλλιεργημένη, γαλουχημένη από τον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό, δεν ξεφεύγει σε περιττολογίες και δε χρησιμοποιεί ασκόπως το δευτερεύον και το επιμέρους. Στοχεύει στο κοινωνικά κύριο και καθοριστικό, με λυρισμό ή ρεαλισμό, και σχεδόν πάντοτε περιφέρεται και επικεντρώνει στον άνθρωπο και στην ευτυχία του, στον εργαζόμενο ή στον άνεργο και στα προβλήματά του. Καυτηριάζει το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Ο στίχος του σαλπίζει με τέχνη τον αγώνα και την επανάσταση. Επιδιώκει τον ξεσηκωμό για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας, δίκαιης και ειρηνικής, της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κάποιες φορές ο λόγος του είναι «αντιποιητικός» ή «χυδαίος», κατά την κρατούσα καθωσπρέπει αστική διανόηση, που την ενοχλεί, βέβαια, όμως καίριος, κοφτερός, αποκαλυπτικός, γνήσιος, καταπέλτης για τους συμβιβασμένους και τους πραγματικά χυδαίους.
Στο παρόν βιβλίο του δεν υπάρχουν διάφορα ποιήματα, αλλά μόνο ένα ποίημα έκτασης δεκαπέντε σελίδων, μια ποιητική σύνθεση. Εμπνευστής των στίχων του είναι η ίδια του η ζωή, η καταγωγή του, τα παιδικά του βιώματα, η κοινωνική και ταξική του συνείδηση. Ο πατέρας του και ο θείος του εργαζόμενοι στις λαϊκές αγορές, «λαϊκατζήδες», και αυτός από μικρός κοντά τους, βοηθός τους, πίσω από τον πάγκο. Βιώματα που δεν εξαλείφονται στο πέρασμα του χρόνου, αν και μεγάλωσε, σπούδασε στο πανεπιστήμιο, έγινε επιστήμονας.
Η επιλογή του ήταν να ακολουθήσει το δρόμο των εργατών και των εργαζομένων, γενικότερα. Θέλει να είναι κοντά και μαζί με την εργατική τάξη. Γι’ αυτό και ο στίχος του είναι ταξικός και συχνά αναφέρεται σε κοινωνικά προβλήματα, χωρίς να στέκεται στην περιγραφή, αλλά στο βάθος και στην ανάλυση των φαινομένων. Καταγράφει ποιητικά το κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά δε μένει στην περιγραφή, δίνοντας διάσταση και προοπτική στην αλλαγή και στην ανατροπή.

«Οι λαϊκατζήδες» είναι το πρώτο βιβλίο, που εκδίδεται για την κοινωνική αυτή ομάδα της εργατικής τάξης. Και είναι άξιο λόγου, που το σκέφτηκε και το υλοποίησε ο ποιητής Χρήστος Δημούλας.

Επίσης, ο «περί ου λόγος» ποιητής κυκλοφόρησε, επίσης, για πρώτη φορά την αξιόλογη ποιητική βιογραφία, με τίτλο: Χρήστος Δημούλας: «Γιώργος Φαρσακίδης, Ο Ζωγράφος του Λαού», εκδ. Εντύποις» (ποιητική συλλογή)


Παραθέτω, ως δείγματα γραφής, ελάχιστα από τα 69 τετράστιχα της ποιητικής του σύνθεσης:
«Τα προϊόντα στον πάγκο αραδιασμένα/η παράσταση και πάλι αρχινάει/η βροχή τρυπάει τα κόκαλα τα ιδρωμένα/η ορθοστασία τα γόνατα πονάει.» Κάπως έτσι περιγράφει την πραγματικότητα και τα προβλήματα του κλάδου των λαϊκατζήδων.
«Φρούτα, λαχανικά, υφάσματα/τ’ ανθρώπινου κόπου δημιουργίες/του μισού ευρώ τα λαχανιάσματα, ενάντια/στων πολυεθνικών τις ραδιουργίες.», περνώντας από την περιγραφή στην κοινωνιολογική ανάλυση, δίνοντας σε δυο στίχους τις ταξικές αντιθέσεις.
«Μικρογραφία κοινωνίας/όλες του κόσμου οι λαϊκές/μέσα τους ένα αεράκι ειρωνείας/που ξαποσταίνει μοναχά τις Κυριακές», αφού περιγράφει σε άλλα τετράστιχα τα διάφορα κοινωνικά στρώματα που υπάρχουν ως έμποροι και ως πελάτες στις λαϊκές.
«Σωματείο, συνελεύσεις για ουσιαστικά προβλήματα/ο φόβος για το αύριο του κλάδου/προτάσεις άπειρες που φέρνουν νέα ερωτήματα/να μην καταντήσουμε απορρίμματα του κάδου.», καθώς τον απασχολεί η συνδικαλιστική οργάνωση και πάλη των εργαζόμενων στον κλάδο.
«Εξαγγελίες, νέα μέτρα για εμπόριο υγιές/πρωτοσέλιδα, δηλώσεις, μα χαμένη η ουσία, πως το κύριο είναι να ανατραπεί η εξουσία/που γεννά τις ανεργίες και τις λαμογιές.», περιγράφοντας την αλητεία της αστικής εξουσίας και θέτοντας θέμα ανατροπής της.
«Φορτηγά ατέλειωτα στου Ρέντη το παζάρι/πάνε κι έρχονται καρότσια και τελάρα/στον ίδιο χώρο ο αξιοπρεπής και το τομάρι/απ’ όλα έχει και τούτη εδώ η φάρα.», καταγράφοντας την ανθρωπογεωγραφία του κλάδου με ειλικρίνεια, αν και παρόμοιοι χαρακτήρες και συμπεριφορές υπάρχουν και σε άλλους κλάδους εργαζομένων, εμπόρων κ.λπ.
«Στη λαϊκή μεγάλωσαν/και μεγαλώνουνε πολλά παιδιά/το βιος τους το εμπάλωσαν/με μια αντάρα στην καρδιά.», δηλώνοντας ότι αρκετοί από τους λαϊκατζήδες δουλεύουν από παιδιά και έχουν βιώσει πόνο, ταλαιπωρία, απογοήτευση, αδικία.
«Το χρήμα, κατάρα και στόχος ποθητός/στα μηνίγγια φλόγα, στο κεφάλι πυρετός/αϋπνία κι έλκος στο στομάχι/σκληρός ανταγωνισμός πάντοτε να άρχει.», αποφαινόμενος τις δυσκολίες του επαγγέλματος και τα προβλήματα υγείας, κυρίως, που απορρέουν απ’ αυτές.
«Ελεύθεροι επαγγελματίες, μάπα ελευθερία/σαν τους κλόουν πριν την αυτοχειρία/για μισό κιλό κέρδος σαν παλιάτσοι να γελάν/κι όταν μένουν μόνοι τα νεύρα τους να σπαν.», ειρωνευόμενος την «ελευθερία», που ψεύτικα τάζει το αστικό κράτος, ενώ η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι δυσάρεστα πολύ διαφορετικές.
«Σελίδες, εγκυκλοπαίδειες και τόμοι/μπορούν να γραφτούν απ’ της λαϊκής τις ιστορίες/η οποία είναι σπίτι κι οι λαϊκατζήδες οικοδόμοι,/παλάτι που το λυμαίνονται αρχόντοι και τ’ αγαπούν παρίες.», δηλώνοντας πόσα γεγονότα και περιπέτειες συμβαίνουν χρόνια και δεκαετίες στις λαϊκές αγορές, που βέβαια – τα περισσότερα – τα βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σ’ αυτές και φυσικά, καλό θα ήταν κάποτε να καταγραφούν για να μην πέσουν στην ιστορική λήθη, για τις μελλοντικές γενιές.
Τα παραπάνω αποσπάσματα του βιβλίου, δεν παρέχουν στον επίδοξο αναγνώστη του μια πλήρη εικόνα των θεμάτων, που διαπραγματεύεται ποιητικά ο Χρ. Δημούλας, ούτε του δίνεται τοιουτοτρόπως ολόκληρο το ψηφιδωτό ιδεών, απόψεων, γεγονότων, βιωμάτων κ.ο.κ., ικανά για να δημιουργήσουν ή να διαμορφώσουν την άποψη του αναγνώστη για τις λαϊκές και τους λαϊκατζήδες, για τις ιδιομορφίες και τα προβλήματα του επαγγέλματος κ.ο.κ. 
Ένα βιβλίο, άξιο λόγου, που αξίζει να αναζητηθεί και να διαβαστεί, αλλά και να παρουσιαστεί σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Θανάσης Ν. Καραγιάννης
http://thkaragia.wix.com/main