Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Κριτική βιβλίου: Κόρινθος 1858-2008


Κόρινθος 1858-2008
Korinth 1858-2008

Φωτογραφικό υλικό – Λεζάντες: Χαράλαμπος Ι. Πρεδάρης
Μετάφραση: Μάγια Φουριώτη

Δήμος Κορίνθου – Εκδόσεις ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ
Κιάτο 2010, σσ. 222

Παρουσιάζει ο: Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης

Η Κόρινθος απέκτησε ένα βιβλίο, το οποίο αναφέρεται στην Ιστορία της, την οποία ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μελετήσει μέσα από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, το οποίο βρίσκεται στη Συλλογή...
/Αρχείο ενός φανατικού συλλέκτη, του κ. Χαρ. Ι. Πρεδάρη.
Οπωσδήποτε ανήκουν συγχαρητήρια στον Δήμαρχο, κ. Αλέξ. Πνευματικό, και στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης μας, που αποφάσισαν να εκδώσουν το παρόν λεύκωμα.
Το βιβλίο αποτελείται από 7 μέρη:
Α. «Η κληρονομιά», με 6 φωτογραφίες, όπου μαθαίνουμε για τους αρχαιολογικούς χώρους της Κορίνθου,
Β. «Η γέννηση & η ανάπτυξη της νέας πόλης», με 44 φωτογραφίες. Εδώ ο αναγνώστης βλέπει φωτογραφίες από τα εγκαίνια του Ισθμού, τη Δίολκο, το Σιδηροδρομικό Σταθμό (1910), το σεισμό του 1928, τους άστεγους, τις παράγκες, ιδιωτικά και δημοτικά μέγαρα και κτίρια, συνοικίες της πόλης και ναούς πριν από το σεισμό, αλλά και μετά το σεισμό, μέχρι το τέλος του 20ού αι.
Γ. «Τα δημόσια κτίρια», με 19 φωτογραφίες.
Δ. «Από τη δημόσια ζωή. Οι τοπικοί άρχοντες. Οι επίσημοι», με 21 φωτογραφίες.
Ε. «Από την επαγγελματική ζωή. Στο σωματείο. Στη δουλειά», με 34 φωτογραφίες.
ΣΤ. «Από την κοινωνική ζωή. Στη φιλαρμονική & τη χορωδία. Στο σχολείο. Στην εκδρομή. Στην ψυχαγωγία», με 62 φωτογραφίες. Ίσως, πιο εύστοχος ως τίτλος του κεφαλαίου να ήταν: «Πολιτισμός και Εκπαίδευση».
Ζ. «Ο Δωρητής του αρχείου», με 8 φωτογραφίες.
Νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο, με τίτλο: «Ναοί και εκκλησιαστική ζωή», αφού υπάρχει σημαντικός αριθμός φωτογραφιών, που ανήκουν σ’ αυτή τη θεματολογία.

Επισημαίνω, καλοπροαίρετα, μερικά τεχνικής φύσεως –αλλά ουσιαστικά, κατά τη γνώμη μου, λάθη–  και ορισμένες σημαντικές παραλείψεις:
  1. Αρκετές φωτογραφίες δεν έχουν χρονολογία. Θα έπρεπε ν’ αναφέρεται η πιθανή δεκαετία, όπως σωστά ο συλλέκτης αναφέρει σε άλλες φωτογραφίες,
  2. Όταν αναφέρονται ονοματεπώνυμα, θα έπρεπε να γίνεται κάποια αντιστοίχιση με τα πρόσωπα της φωτογραφίας. Π.χ. πρώτος από τα δεξιά, δεύτερος από τ’ αριστερά κ.ο.κ.,
  3. Όσα θέματα είναι αυτονόητα για τον ίδιο το συλλέκτη, φυσικά δεν είναι για τους άλλους και ιδιαίτερα για τους νεότερους. Άρα χρειάζονταν να προστεθούν στις λεζάντες και άλλες πληροφορίες και επεξηγήσεις, σχετικά με πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα,
  4. Στη σ. 92, η φωτογραφία δεν είναι τραβηγμένη στην Κόρινθο, άρα δεν έπρεπε να δημοσιευθεί, αν και φαίνεται ο Π. Τσαλδάρης. Μπορούσε να δημοσιευθεί, αν δεν υπήρχε άλλη φωτογραφία του Τσαλδάρη στην Κόρινθο (βλ. στη σ. 93),
  5.  Στη σ. 119, η φωτογραφία δείχνει κάποιους κουστουμαρισμένους και γραβατοφορεμένους κυρίους και η λεζάντα αναφέρει: «Η ηγεσία του αγροτικού κόσμου […] μπροστά από τα γραφεία της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών, στην οδό Κύπρου». Να είναι τσορμπατζήδες;
  6. Στη σ. 124, νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός «λούστρος», έστω σε εισαγωγικά, δεν είναι επιτυχής. Ο Βασ. Ρώτας, θα έλεγε «Θεληματάρης» (Βλ. στο ομώνυμο θεατρικό έργο του για παιδιά) ή θα πρότεινα τον χαρακτηρισμό «μικροί μεταφορείς»,
  7. Είναι εμφανέστατη η ιδεολογική μονομέρεια στη δημοσίευση των φωτογραφιών, καθώς και ο αποκλεισμός και απόκρυψη των κοινωνικών αγώνων της εργατικής τάξης (σπάνιες εξαιρέσεις είναι οι φωτογραφίες των: σ. 121, σ. 122 μ’ ένα λευκό;;; πανό, σ. 123, στη λεζάντα, όμως, δεν σχολιάζεται ότι οι απεργοί επιθυμούσαν ασφάλιση. Τρεις φωτογραφίες και πολλές ήταν!!!!), στο βαθμό και στην έκταση που της αξίζει για το αίμα που χύθηκε για τις κατακτήσεις της, τους διωγμούς, τις φυλακίσεις, τις εξορίες που υπέστησαν κοινωνικοί αγωνιστές, κατά τις φασιστικές δικτατορίες Ι. Μεταξά και Γ. Παπαδόπουλου, αλλά και στις τελευταίες δεκαετίες της αστικής εξουσίας του προηγούμενου αιώνα. Καμία αναφορά, σε φωτογραφικό υλικό, δε γίνεται στην Εθνική Αντίσταση ενάντια στους φασίστες και ναζί κατακτητές, και στους αγώνες του λαού μας για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία (Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν.), για λαϊκή εξουσία (Δ.Σ.Ε.), αλλά ούτε και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που έδρασαν ενδεχομένως στην Κορινθία κατά την περίοδο εκείνη (1941-1949).
Είναι φυσικό ο κ. Πρεδάρης να μην έχει στο Αρχείο του τέτοιου είδους φωτογραφίες, αλλά έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να δανειστεί από κάποιους συντοπίτες μας, και να τις δημοσιεύσει, για να μην του καταλογιστεί εντέλει εμπάθεια, μονομέρεια και ιστορική παραχάραξη, με το παρόν έργο του. Ευθύνη, βέβαια, έχουν και οι υπεύθυνοι του Δήμου και ο κ. Δήμαρχος, που του ανέθεσαν το έργο και όφειλαν να του «υποδείξουν» έστω κάποιον πλουραλισμό στην ιδεολογική κατεύθυνση του βιβλίου και κάποιο στοιχειώδη σεβασμό στην ιστορική μνήμη, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς μονομέρεια. Διότι, ασφαλώς, το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού δεν είναι προσωπική υπόθεση κανενός. Είναι μέρος της Ιστορίας ολόκληρου του Κορινθιακού λαού.
Το κενό αυτό νομίζω ότι πρέπει να καλυφθεί μ’ ένα άλλο άλμπουμ, το οποίο προτείνω να εκδώσει και πάλι ο Δήμος Κορινθίων.
  1. Είναι, επίσης, εμφανέστατη, η παράθεση πολλών φωτογραφιών από τη θρησκευτική  ζωή της πόλης (κατ’ αναλογία υπερβολική) (επισκόπων, πατριαρχών, ιερέων, ναών, κατηχητικών σχολείων κ.ο.κ.), από τη ζωή των προσκόπων, από επισκέψεις βασιλέων κ.ο.κ. Υπάρχει ακόμη και φωτογραφία του αλόγου του Διαδόχου του βασιλικού θρόνου, το οποίο βέβαια έχει την τιμή… να καβαλικεύει ο κ. Πρεδάρης, το 1956.

Εν κατακλείδι, όπως κάθε ιστορικό λεύκωμα φωτογραφιών, έτσι και το ενλόγω έχει την αξία του. Ανοίγεται ο δρόμος στους νεότερους ιστορικούς ερευνητές και μελετητές της Ιστορίας της Κορίνθου, να συνεχίσουν και να εμπλουτίσουν τη «σοδειά» τούτη και με άλλη, που ενδέχεται να βρίσκεται σε Αρχεία πολλών, ακόμη, οικογενειών της πόλης και της περιοχής. Επίσης, απαιτείται η «παραγωγή» φωτογραφιών από τη σύγχρονη πόλη και τη ζωή της, ώστε οι  φωτογραφίες αυτές και τα βίντεο ν’ αποτελέσουν στο μέλλον χρήσιμο και σημαντικό υλικό. Και μάλιστα σήμερα τα μέσα που μας δίνει η τεχνολογία είναι πλουσιότερα και πιο αποδοτικά.


ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ



Θ. Καραγιάννης 
Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους 
Σύγχρονη Εποχή, 2007

1.        Έργο ερευνητικής δικαιοσύνης: ανοίγει ένα από τα κλειστά αρχεία της νεοελληνικής γραμματείας. Το γιατί υπάρχουν κλειστά αρχεία είναι ερώτημα κρίσιμο που για να απαντηθεί χρειάζεται να μιλήσουμε για την έρευνα στην Ελλάδα, για συμφέροντα που έχουν μπει και βάζουν τους κανόνες, για μια φιλολογία των δημοσίων σχέσεων, ευλύγιστης και ευκίνητης σε κάμψεις που απαιτούν οι κάθε είδους είσοδοι (από τα σαλόνια του Τύπου και των εκδοτών μέχρι την πανεπιστημιακή έδρα). Κι έτσι σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο: να ερευνώνται εξονυχιστικά ορισμένα μόνο θέματα και αυτά -τα διερευνημένα μέχρι τα τελευταία όρια και των πιο ευφάνταστων ερωτημάτων που θα μπορούσαν να διατυπωθούν-, να ξαναερευνώνται, ενώ την ίδια στιγμή παραδίδονται στη λήθη ή την τύχη μιας ‘συνάντησης’ με την ερευνητική εντιμότητα κάποιου ευσυνείδητου κι ανήσυχου λογίου. Αυτός είναι ο πρώτος έπαινος που έχω να κάνω στον συγγραφέα του βιβλίου.
2.      Η σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής έρευνα: αναδεικνύει το εύρος και το βάθος του ζητήματος που απασχόλησε τον συγγραφέα· εμποδίζει να ξαναθαφτεί το θέμα· προωθεί σημαντικά την φιλολογική έρευνα και, κυρίως, να τονίσω αυτό: θέτει τις βάσεις, τα θεμέλια για την έρευνα την μελλοντική, καθόσον: θέτει ερωτήματα, ανακοινώνει πληροφορίες, φέρνει στο φως καινούριο υλικό και νέες εκτιμήσεις. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί η βιβλιογραφική τεκμηρίωση και ο «διάλογος» της μελέτης με προηγούμενες συναφείς εργασίες, γεγονός που δείχνει γνώση και μεθοδικότητα στην  πραγμάτευση του θέματος. 
3.      Το βιβλίο του κ. Καραγιάννη έχει έναν ‘ολικό’ χαρακτήρα. Και αυτό να το συνδυάσουμε με το γεγονός ότι μας παρουσιάζει την πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση πληθωρικότητας διανοούμενου του 20ού αιώνα, για να έχουμε ένα μέτρο του τι σημαίνει ο ‘ολικός’ χαρακτήρας. Χρησιμοποιώντας έναν άλλον όρο θα έλεγα ότι είναι ένα ‘πολυβιβλίο’, με την έννοια της συνθεμένης του πολυμέρειας. Να απαριθμήσω σύντομα μόνο ορισμένα από τα μέρη που αποτελούν πλήρεις, ξεχωριστές πραγματείες στα οικεία θέματα. Να κάνω μια παρένθεση και να πω ποιες εννοώ ως αυτάρκεις και ξεχωριστές πραγματείες. Εννοώ αυτές που προκύπτουν από μια κωδικοποίηση της εσωτερικής δομής της μελέτης, από μια ανασυγκρότηση των δεδομένων της, λ.χ. των πρωτογενών πηγών (μαζί και των προφορικών μαρτυριών), των βιβλιογραφικών και των ερμηνευτικών. Αυτή η συνθετότητα που είναι αποτέλεσμα του πλούσιου υλικού και του τρόπου που εσωτερικά δομείται η εργασία είναι μια σύνθεση δευτέρου βαθμού, πέρα από την προφανή πολυμέρεια που γίνεται φανερή από την διαίρεση των κεφαλαίων και όπου εκεί μας προσφέρονται, καταρχήν, τέσσερις, τουλάχιστον, μονογραφίες: για το θέατρο του Ρώτα (το μέρος αυτό από μόνο του είναι πολλά βιβλία μαζί), την ποίηση, την πεζογραφία ή για τα κλασικά εικονογραφημένα. Να πούμε επιπροσθέτως ότι αυτά τα  κείμενα του Ρώτα, τα κλασικά εικονογραφημένα, ανήκουν σε μια νέου τύπου αφήγηση, όπου και εδώ ο Ρώτας είναι πρωτοπόρος για τα ελληνικά δεδομένα, και πρόκειται για μια αφήγηση μέσα από την οποία ο δημιουργός γνωρίζει την πιο λαϊκή αναγνώριση, από το μεγάλο κοινό των αναγνωστών. Βλέποντας, τώρα, ‘εσωτερικά’ το βιβλίο του κ. Καραγιάννη θα προσέθετα μια ολόκληρη σειρά θεμάτων να προκύπτουν λ.χ. από το υλικό με τα βιογραφικά του Ρώτα. Κάνοντας την βιογραφία του Ρώτα, μας δίνει ταυτόχρονα και υλικό για τα εξής θέματα. Σημειώνω πρόχειρα: την ιστορία του θεάτρου, την θεωρία του θεάτρου, την μέθοδο της υποκριτικής τέχνης, την ιστορία της λογοτεχνίας, την ιστορία της κριτικής, την ιστορία των ιδεών και της διανόησης, την πολιτική ιστορία. Αυτά και μόνο ως ενδεικτικά του πλούτου που απλόχερα μας δίνει αλλά με μόχθο πολύ συγκέντρωσε ο κ. Καραγιάννης και που η αγάπη για το θέμα του μόνο αλάφρωνε το φορτίο των ερευνητικών απαιτήσεων που ο ίδιος έβαζε πολύ υψηλά.
4.      ένας τρόπος να ωφεληθεί κανείς με μια ματιά από τον πλούτο του βιβλίου είναι να αρχίσει να το διαβάζει από το τέλος προς την αρχή. Από εκεί θα γνωρίσει το μέγεθος του Ρώτα: πρώτα πρώτα εκεί είναι ένα λεπτομερέστατο, πληρέστατο, πολυτιμότατο Χρονολόγιο (8 σελίδων), συνταγμένο από τον κ. Καραγιάννη, κείμενο απολύτως αναγκαίο για μια προσωπικότητα σαν τον Ρώτα, να έχει δηλ. κάποιος έναν άνθρωπο-ποταμό μέσα σε λίγες σελίδες. Και ύστερα ακολουθούν 9 σελίδες με την Εργογραφία του Ρώτα, όπου παίρνει σάρκα και οστά το μέγεθος του ανθρώπου, καθώς καταγράφεται η εκδοτική παρουσία 6 δεκαετιών, με περίπου 163 έργα: 52 πρωτότυπα λογοτεχνικά, ιστορικά, θεατρικά, θεωρητικά, κριτικά· 45 βιβλία μεταφράσεις, 47 τεύχη της σειράς κλασικά εικονογραφημένα· 19 τεύχη του περιοδικού Λαϊκός Λόγος (1965-6, 1975). Να σημειώσω πως υπάρχει αρκετό ακόμη υλικό, διάσπαρτο στα περιοδικά και τις εφημερίδες, ικανό να συμπληρώσει ένα ακόμα βιβλίο. Στην προσωπική μου έρευνα συχνά συναντώ δημοσιεύματά του που δεν έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις. Μπορώ να αναφέρω το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (1945-1951), όπου ο Ρώτας είναι τακτικός συνεργάτης, την εποχή εκείνη, μεταφράσεις του ανεβαίνουν στο θέατρο και γενικά αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα: γράφει, μεταφράζει, παίζει στο θέατρο. Αυτό το υλικό ζητάει τους ερευνητές του. Για να μείνουμε στο βιβλίο του κ. Καραγιάννη, να αναφέρουμε ακόμη ένα, επίσης, χρήσιμο Επίμετρο, όπου καταχωρίζει πολύτιμο εικαστικό και φωτογραφικό υλικό, τόσο πλούσιο που έχουμε ξανά την βιογραφία του Ρώτα αλλά τώρα μέσα από τις φωτογραφίες.
5.      Μια τελευταία κουβέντα για τον Ρώτα. Είναι ο πρωτοπόρος των πρωτοπόρων στο θέατρο για παιδιά: και τούτο γιατί όχι μόνο ανήκει στην πρώτη, χρονικά, ομάδα των δραματουργών –με τους οποίους και ξεκινά, προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, η συστηματική ιστορία αυτής της δραματουργίας- αλλά είναι ο πρώτος που προέρχεται αποκλειστικά από το θέατρο και όχι από την παιδαγωγική που ήταν η προέλευση των κυριών που ίδρυσαν τις πρώτες σκηνές (Λόντου, Μεταξά). Αυτό φυσικά έχει συνέπειες για το είδος του θεάτρου για παιδιά που έρχεται να εισηγηθεί· είναι το είδος που σήμερα χαρακτηρίζει τον θεατρικό μας πολιτισμό στην τέχνη για παιδιά και που σταθεροποίησαν, στη δεκαετία του 1970, οι αναγνωρισμένοι δημιουργοί, ο Δ. Ποταμίτης και η Ξ. Καλογεροπούλου. Να προσθέσουμε μάλιστα ότι στην πρώτη εκείνη εμφάνιση, ο Ρώτας ερχόταν με πολλές ιδιότητες ταυτόχρονα που του έδιναν την επάρκεια να ανταποκρίνεται στις σύνθετες απαιτήσεις του θεατρικού γεγονότος: ως δραματουργός (1928), ως ηθοποιός και σκηνοθέτης (Λαϊκό Θέατρο, 1930-1938), και ως μεταφραστής του Σαίξπηρ. Η πρωτοποριακή του συμβολή διακρίνεται τόσο στο είδος του θεατρικού κειμένου που γράφει όσο και στην θεατρική πράξη, όπως θεωρητικά την περιγράφει, την ίδια εποχή, και όπως την εφαρμόζει: το παιδί βρίσκεται στο κέντρο της θεατρικής πράξης, είναι σχεδόν πάντα ο δραματικός ήρωας στα κείμενά του, είναι κατά προτίμηση ο υποκριτής/ηθοποιός και βέβαια ο σταθερός δέκτης, το κοινό του θεάτρου. Ανάλογα και η θεματική των έργων του, αλλά και οι τεχνικές και οι θεατρικές συμβάσεις που διαλέγει να χρησιμοποιήσει επιλέγονται με κριτήριο την εμπειρία και την συναισθηματική ωριμότητα του παιδιού της μικρής, κυρίως, σχολικής ηλικίας. Στόχος του «να κάνει τα παιδιά περισσότερο λειτουργούς και λιγότερο θεατές». Η εμπειρία  αυτής της εργασίας τον κάνει να είναι ο πρώτος εισηγητής του education drama, περνώντας θέματα του σχολικού προγράμματος από την ιστορία, τη μυθολογία, τη θρησκεία, την κοινωνική ζωή μέσα στη θεατρική φόρμα. Κορυφαία, εδώ, η συμβολή του στις παραστάσεις της νεολαίας της Αντίστασης, της ΕΠΟΝ, και πρωτοποριακή σε αυτές τις παραστάσεις είναι η προσαρμογή της «φιγούρας» –δηλαδή της πιο εκλαϊκευμένης αλλά και της πιο πριμιτίβ αναπαράστασης- στην υποκριτική που την διεκπεραιώνουν τα φυσικά σώματα των ηθοποιών. Ο Ρώτας χρησιμοποιεί πολλές «φιγούρες» ως δραματικούς χαρακτήρες, από εκείνες του Θεάτρου Σκιών μέχρι τις άλλες των φύλλων της τράπουλας- π.χ. τον Ρήγα, την Βασίλισσα- αλλά και από τον βωβό κινηματογράφο με ήρωα τον Τσάπλιν. Για να δούμε πόσο γόνιμη είναι αυτή η σύλληψη αρκεί, ενδεικτικά, να θυμίσουμε μια περίπτωση ανάλογης χρήσης της από το μοντέρνο θέατρο, όπως συμβαίνει με το έργο του Γ. Σκούρτη, Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης και, κυρίως με την παράστασή του από το Θέατρο Τέχνης και την σκηνοθεσία του Κ. Κουν. Να προσθέσουμε, εδώ, ότι ο Ρώτας, ήδη, από τα πρώτα χρόνια που ασχολείται με το παιδικό θέατρο, έχει αφομοιώσει στα δραματικά του κείμενα –και φυσικά στις παραστάσεις τους- τις τεχνικές της πιο πλούσιας κωμικής παράδοσης στο παγκόσμιο θέατρο, της commedia dellarte. Μάλιστα σε τόση ποικιλία που αν κάνουμε μια συστηματική ανάγνωση των δραματικών του κειμένων, μέσα από αυτό το πρίσμα, θα έχουμε μια εγκυκλοπαίδεια κωμικών τεχνασμάτων βασισμένων στην μεγάλη παράδοση της commedia dellarte. Για το θέμα αυτό, όπως και για το προηγούμενο θέμα της «φιγούρας», υπάρχουν σχετικές μελέτες.
6.      Κλείνοντας, να επιστρέψω στο βιβλίο του κ. Καραγιάννη και να σημειώσω πως είναι ταυτόχρονα και ένα βιβλίο-ανάγνωσμα, μακριά από την απωθητική στρυφνότητα των διδακτορικών διατριβών. Κι αυτό το οφείλουμε στο δικό του λόγο, που έχει ωριμάσει από δεκαετίες συνομιλίας του δάσκαλου με τους μαθητές του. Τα πιο ωραία του δείγματα μέσα στο βιβλίο είναι οι ‘δευτερογενείς του αφηγήσεις’, όταν κυριολεκτικά μας αφηγείται τις υποθέσεις των έργων του Ρώτα. Έτσι, και μαθαίνουμε και απολαμβάνουμε ή, για να γυρίσουμε σε μια παλαιική αξία που φαίνεται ακόμα να ισχύει: το βιβλίο του κ. Καραγιάννη ανταποκρίνεται πλήρως σε μια σύνθετη και απαιτητική προσδοκία: να μπορεί ταυτόχρονα να μας προσφέρει την τέχνη με την επιστήμη ή, για να το πούμε όπως ακουγόταν στον 19ο αιώνα: το τερπνόν μετά του ωφελίμου.        

Γεωργία Λαδογιάννη
Επίκ. Καθηγήτρια
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων



Ιωάννινα 4 Φεβρουαρίου 2009



Ο σατιρικός Βασίλης Ρώτας.

Σύντομη επίσκεψη στο ποιητικό
και δραματουργικό έργο του
για παιδιά  και εφήβους[1]

Θεωρητικά και άλλα τινά…

Με την ιστορία[2] και τη θεωρία της σάτιρας έχουν ασχοληθεί πολλοί ιστορικοί και μελετητές της ελληνικής και διεθνούς γραμματείας. Επίσης, έχουν μελετηθεί επαρκώς και οι σχέσεις της σάτιρας με τα συγγενή είδη: ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ.[3] Οι ορισμοί για τη σάτιρα είναι πολλοί και διάφοροι, σε διεθνές επίπεδο, καθώς και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, απόψεις, ενστάσεις, συγχύσεις, διαφωνίες, συνάφειες, αποκλίσεις κ.ο.κ. Η επιστημονική θεωρητική προσέγγιση του είδους έχει προσφέρει στη διεθνή βιβλιογραφία ένα πλήθος από μελέτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεχνικές της ασυμφωνίας, της έκπληξης, της υποκρισίας, της υπεροχής, αλλά και οι σχέσεις της γ.π. με την παρωδία, το χιούμορ, την ειρωνεία.[4] Ακόμη και ανθολόγοι έχουν ασχοληθεί με τη σατιρική ποίηση[5] ενώ αντιθέτως δεν υπάρχουν ανθολογίες σατιρικής πεζογραφίας και δραματουργίας.
Ο Ρώτας από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη σάτιρα. Του άρεσε με σκωπτική διάθεση να «επιτίθεται» και να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ ακόμη υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό, πριν γίνει μόνιμος στρατιωτικός (1912-1926). Έγραψε και κυκλοφόρησε τη χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα «Ψύλλος», η οποία, από μαρτυρία της Βούλας Δαμιανάκου,[6] γνωρίζουμε ότι «τσίμπησε» ακόμη και το διοικητή της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, όπου ο Ρώτας εκπαιδευόταν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Με τη σάτιρα όμως του Ρώτα, ουσιαστικά και εμπεριστατωμένα, δεν ασχολήθηκε ακόμη κανένας. Οι ελάχιστες αναφορές, κυρίως τα τελευταία χρόνια (2001-2002), στη σατιρική του φλέβα και διάθεση επιβεβαιώνουν τον κανόνα.[7]
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι μετά από σύντομη προσωπική έρευνα διαπίστωσα ότι ορισμένες από τις πιο σημαντικές Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο δεν αναφέρουν τίποτα για το σατιρικό ποιητικό και θεατρικό έργο του Ρώτα, αλλά δεν αναφέρουν τίποτα –ούτε στις υποσημειώσεις– γενικά για το έργο αυτού του αξιόλογου ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και θεατρικού συγγραφέα. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο και δε μ’ εκπλήσσει. Άλλωστε, οι σπουδαίοι –κατά τ’ άλλα– ιστορικοί της λογοτεχνίας μας, Λίνος Πολίτης Μάριο Βίττι και Κ. Θ. Δημαράς, παρόμοια στάση κρατούν και γι’ άλλους πνευματικούς ανθρώπους του λογοτεχνικού Παρνασσού. Δε γνώριζαν, άραγε, τον Ρώτα; Ούτε  το πολυδιάστατο και αξιόλογο έργο του; Ποια ήταν η αιτία της αποσιώπησής του, ακόμη και η μη αναφορά του ονόματός του; (Μόνο ο Βίττι το αναφέρει μια φορά. Έστω, κάτι είναι κι αυτό …) Τους ενοχλούσαν οι αριστερές ιδέες του; Το θεωρούσαν ασήμαντο και άρα ανάξιο της όποιας αναφοράς; (Θεωρούσαν πιο σημαντικό το έργο άλλων ήσσονος αξίας λογοτεχνών, όπως γ.π. του Σπήλιου Πασαγιάννη, του Μηνά Δημάκη και άλλων;) Νόμιζαν ότι αν το αγνοούσαν θα χανόταν με την πάροδο του χρόνου; Πολλά και διάφορα μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα μιας άλλης συζήτησης. Βέβαια, ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σημειώνει ότι «Ο Β. Ρώτας, που έχει γερή σατιρική φλέβα, έγραψε και σατιρικά έργα με κοινωνικό περιεχόμενο και ριζοσπαστικές ιδέες.» Επισημάνσεις και αναφορές για τη σάτιρα του Ρώτα κάνουν και ο Χάρης Σακελλαρίου (στο Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας), ο Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος (στο Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980), η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου (στο μελέτημά της «Η παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα») και ο Αντ. Δελώνης (στο Ελληνική παιδική λογοτεχνία 1835-1985).
Εδώ θα με απασχολήσει το σατιρικό έργο του Βασίλη Ρώτα, το ποιητικό και κυρίως το θεατρικό. Και φυσικά δε θ’ αναφερθώ σε όλο αυτό το έργο, αλλά σ’ ένα τμήμα του, και θα σταθώ σε μερικά σημεία του, σε μερικά δείγματα γραφής του. Θα περιδιαβάσω εν συντομία την περιοχή αυτή, την οποία θεωρώ σημαντική και πρωτίστως άγνωστη στους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς της Λογοτεχνίας μας, αλλά και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, δηλαδή, για μία ακόμη άγραφη σελίδα της Νεοελληνικής Γραμματείας μας. Η έρευνα έφερε στο φως αρκετά ποιήματα και θεατρικά έργα με σατιρικό, αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. Έργα που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους.

Αναφορές στην ποίησή του

Στην ποίηση για παιδιά ο Ρώτας ενσωματώνει ποιήματα εύληπτα, απλογραμμένα, κυρίως στην ποιητική συλλογή «Αυγούλα», τα οποία ο μελετητής του έργου του είναι δυνατό να τα κατατάξει σε χωριστή κατηγορία, με τίτλο: «Σατιρικά-Χοιυμοριστικά». Στο ποίημα «Ο Φακής»,[8] ο ποιητής σατιρίζει και τελικά γελοιοποιεί κάθε θρασύδειλο αξιωματικό, με μια αντιεξουσιαστική ποιητική διάθεση. Ο Ρώτας φαίνεται πως δεν ανέχεται, και άρα  θεωρεί φοβερά ανθρώπινα ελαττώματα, τον εγωισμό, την ψωροπερηφάνια, την κομπορρημοσύνη, την έπαρση, αλλά και τη θρασυδειλία, και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να τα καυτηριάσει μ’ εργαλείο τη σάτιρα.
Στο ποίημα «Κόκορης»[9] παρατηρούμε το ίδιο πνεύμα, όπου σατιρίζεται κι εδώ η θρασυδειλία ενός «Κορωνάτου σπιρουνάτου/κορδωμένου και τριζάτου» κόκορα, ο οποίος ενώ θέλει να φαίνεται σπουδαίος και δυνατός, ουσιαστικά αποδεικνύεται ότι είναι ένας κακόμοιρος θρασύδειλος τύπος, σαν εκείνον τον κόκορα, στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχ. Παπαντωνίου.
Υπάρχει, βέβαια, και το ποίημα του Γερ. Μαρκορά: «Ο Καυχησιάρης» (με το ίδιο θέμα), όπου σημειώνουμε την παραλλαγή της ρωταϊκής ποιητικής έκφρασης: «κορμί κορδωμένο» σε «λείψανο κορδωμένο» στο ποίημα του Μαρκορά. Παρόμοια σατιρικά στοιχεία έχουμε και στο ποίημα «Ο περήφανος καπνός» του Ι. Πολέμη. Ασφαλώς, πρόκειται για δάνεια θεματολογικά και εκφραστικά στοιχεία, αλλά και για αλληλοεπιδράσεις μεταξύ ποιητών, οι οποίοι υπηρετούν τη σάτιρα, στη Νεοελληνική Γραμματεία, σε όλες τις ποιητικές περιόδους.
Ακόμη και στον τετράστιχο μύθο του Ρώτα «Βάτραχος πολεμιστής»,[10] της ίδιας ποιητικής συλλογής, σατιρίζεται και πάλι η θρασυδειλία.
Επίσης στο ποίημα «Ο τεμπέλης»,[11] ο ποιητής σατιρίζει με ειρωνική διάθεση τον τεμπέλη και την τεμπελιά, την απαξία της εργασίας, ενώ στο ποίημα «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης»,[12] αναδεικνύονται, με σατιρική και περιπαιχτική διάθεση, οι δυσκολίες της συνεργασίας και της συμβίωσης, αλλά και τ’ αποτελέσματα της αναποφασιστικότητας, τα οποία οδηγούν αναπόφευκτα στη διχόνοια και στη ρήξη των ανθρώπινων σχέσεων: «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης / δε μονιάζουνε ποτέ: / άσπρο ο ένας, μάβρο ο άλλος, / όχι ο ένας, ο άλλος ναι· / μόλις σμίξουνε χωρίζουν / ο καθένας πιο ζαβός, / ο Σταμάτης όλο πίσω / κι ο Προχώρης όλο μπρος. [...]». Το λεπτό σατιρικό και ειρωνικό ρωταϊκό πνεύμα βοηθά τον αναγνώστη να προβληματιστεί επάνω στη λαϊκή ρήση: «Ο ένας τραβάει στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση».
Στο αντιμιλιταριστικό ποίημα «Οι δυο στρατιώτες-άσμα ηρωικό»,[13] επιχειρείται διακωμώδηση των στρατών και των πολέμων και σατιρίζεται η ματαιοδοξία των φιλοπόλεμων ανθρώπων.
Ο μύθος του «Πέντε ποντικοί»,[14] είναι χιουμοριστικός, με σατιρικά στοιχεία, τα οποία αφορούν: α) την αφέλεια ορισμένων, η οποία αρκετές φορές πληρώνεται ακριβά, β) την πονηριά κάποιων άλλων, που εκμεταλλεύονται την αφέλεια των προηγουμένων, γ) την αντίσταση που πρέπει να προβάλλουμε σε κάθε είδους εξουσία, στην άνομη και άδικη επιθετική στάση αυτών που με πονηριά και ιδιοτελείς σκοπιμότητες ασκούν βία επάνω μας: «Μ’ αν χυμήξει και σε μένα / με τα νύχια τεντωμένα / στόνε πιάνω μια χαρά /και στον κάνω μασκαρά.»
Στην ποίηση για παιδιά και εφήβους είναι δυνατό να καταταγούν και άλλα σατιρικά ποιήματα, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί από τον Ρώτα σε άλλες ποιητικές συλλογές του ή είναι δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Όπως γ.π. το ποίημα «Εθελοντής»,[15] το οποίο αναφέρεται, με ειρωνικό και σατιρικό τρόπο, στην ιστορία ενός στρατιώτη, του Λια και έχει κάποιες επιδράσεις από το ποίημα του Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός». Το ποίημα του Καρυωτάκη είναι αντιμιλιταριστικό, με πολιτικές προεκτάσεις, δείχνει την καταπίεση του στρατού στους στρατιώτες, το μη σεβασμό στις ατομικές ιδιαιτερότητές τους κ.λπ.[16] Ο Λιας του Ρώτα ήταν εθελοντής, σε αντίθεση με το Μιχαλιό του Καρυωτάκη, ο οποίος ήταν κληρωτός. Μόνο στην α΄ στροφή του ποιήματος του Ρώτα είναι εμφανής η ειρωνεία του ποιητή για τα ανούσια πράγματα, που επιβάλλονται σε κάθε στρατιώτη: γ.π. να μαθαίνει να περπατά με ρυθμό «απάνου-κάτ’», να φυλάει σκοπός. Η ρουμελιώτικη διάλεκτος (ίδια με εκείνη που χρησιμοποιεί ο Ζαχ. Παπαντωνίου στο ποίημα: «Η γριά η βαβά μ’»), την οποία χρησιμοποιεί και ο Ρώτας, καθιστούν το ποίημα πιο εύληπτο και διασκεδαστικό. Ο Λιας επιλέγει να υπηρετήσει στο στρατό, ως εθελοντής, χωρίς να φανταστεί ότι η μοίρα του του επιφυλάσσει τη γελοιοποίηση και μάλιστα εμπρός στον ίδιο το βασιλιά. Ο Λιας, αν και έχει εκπαιδευτεί επαρκώς, δεν υπολογίζει ότι την ώρα της επιθεώρησης μια μύγα θα έμπαινε μέσα στη μύτη του και θα τον γαργαλούσε, με αποτέλεσμα – αν και βρισκόταν ακίνητος σε στάση προσοχής και παρουσίαζε το όπλο του – να του πέσει το ντουφέκι και όλοι να γελάσουν με το συμβάν εκτός από το βασιλιά, ο οποίος προσπέρασε, κρατώντας μια διακριτική στάση. Ο ποιητής σαρκάζει για τις άσκοπες δραστηριότητες που συμβαίνουν στο στρατό, οι οποίες φυσικά και δεν καταγράφονται ιστορικά ως σημαντικά γεγονότα, ούτε επίσης καταγράφονται και τα ονόματα των στρατιωτών, που υποχρεώνονται να εκτελέσουν τέτοιου είδους ανούσιες δραστηριότητες.

Ματιές στη δραματουργία του

Ας μεταφερθούμε και στο ρωταϊκό θέατρο, για να διαπιστώσουμε τις σατιρικές επιδώσεις του δραματουργού Ρώτα και ας αναφερθούμε, σχολιάζοντας εντελώς ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα από τα μονόπρακτα, που έχουν το  γενικό τίτλο: «Τα Καραγκιόζικα». Πρόκειται για σύντομους θεατρικούς μονολόγους ή διαλόγους ή ακόμη για θεατρικά κείμενα με δομή και πλοκή, παρόμοια μ’ εκείνη του Λαϊκού Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, με ήρωες και χαρακτήρες τους κλασικούς τύπους του (Καραγκιόζη, Χατζαβάτη, και όλους τους γνωστούς και δημοφιλείς ήρωες  του μπερντέ), με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα «μεταλλαγμένο θέατρο σκιών»,[17] γραμμένο για το θεατρικό σανίδι, με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, με αρκετή σατιρική χροιά στα κείμενά του, τα οποία ο Ρώτας γράφει τη μεταεμφυλιακή δεκαετία του 1950, τμηματικά σ’ εφημερίδες («Αυγή», «Ρίζος της Δευτέρας»), το περιοδικό του «Λαϊκός Λόγος» και περιοδικά της Αριστεράς, «μία από τις ευτυχισμένες στιγμές στη συγγραφική πορεία» του συγγραφέα τους.[18]
Σε όλα αυτά τα 49 μονόπρακτα συνολικά, ο μελετητής μπορεί ν’ ανιχνεύσει σατιρικά στοιχεία. Το Λαϊκό Θέατρο Σκιών επιδρά παντοιοτρόπως στα ενλόγω κείμενα, διανθισμένα βέβαια με πολιτική σάτιρα, με αποτέλεσμα όλα να είναι κατάλληλα για παιδιά[19], κυρίως για εφήβους. Εντελώς ενδεικτικά θ’ αναφερθώ σε τρία απ’ αυτά, με σκοπό να καταδειχθεί η σατιρική φλέβα του Ρώτα και στη δραματουργία του, αν και απαιτείται ευρύτερη μελέτη για μια πλήρη καταγραφή και ερμηνεία.
Το ιστορικό και συνάμα πατριωτικό θεατρικό μονόπρακτο «Ο ήρως Κατσαντώνης»[20] έχει διττή ιστορική και πατριωτική υπόσταση. Από τη μια χρησιμοποιεί ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και από την άλλη τους μεταφέρει στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Συνδέει ιστορικά δύο επαναστατικές εποχές του Ελληνισμού, ο οποίος παλεύει για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία (την Κατοχή και τον Εμφύλιο). Δύσκολη και συγχρόνως τραγική η εμφυλιοπολεμική και μεταεμφυλιοπολεμική εποχή για την πατρίδα μας. Ο Ρώτας σχολιάζει σατιρίζοντας τους πρωταγωνιστές της, τον ξένο παράγοντα, ο οποίος εισβάλλει στα εσωτερικά μιας ξένης χώρας για να επιβληθεί οικονομικά και ασφαλώς πολιτικά, να την καταστήσει προτεκτοράτο και υποτελή του. Ο δραματουργός επιχειρεί σύντομο πολιτικό δημοσιογραφικό σχόλιο με όχημα τη θεατρική τέχνη, μια επιγραμματική περήφανη και αξιοπρεπή ιστορική αναφορά, για λογαριασμό του λαού, του οποίου εκπρόσωποι καθίστανται ο Μπαρμπαγιώργος και ο Καραγκιόζης, γνήσιοι λαϊκοί τύποι, που εκφράζονται πάντοτε με παρρησία, και μάλιστα με δεικτικό τρόπο, χωρίς να φοβούνται το οποιοδήποτε κόστος που εισπράττουν συνήθως από μέρους της εξουσίας, ιδίως ο καμπουρομακρυχέρης Καραγκιόζης.
Στο μονόπρακτο «Το μάθημα της Ιστορίας»,[21] ο Πασάς επιθυμεί να μάθει σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, άλλωστε, ζήτησε δάσκαλο των ελληνικών. Ο Καραγκιόζης προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, παριστάνει το δάσκαλο, και δεν παραλείπει να μιλά με χιούμορ, ειρωνεία και ν’ ασκεί κοινωνική κριτική. Όλα τα διανθίζει με πονηριά και καυστική σάτιρα, λέγοντας αλήθειες, οι οποίες ενίοτε, όταν γίνονται κατανοητές, ενοχλούν τον Πασά. Προσπαθεί, κάποιες φορές, υποκριτικά, να συμφωνεί με τις απόψεις του Πασά, για να διατηρεί την εύνοιά του, να κερδίζει χρήματα και να μη γίνει φανερή σ’ αυτόν η επιστημονική και γλωσσική του ένδεια:

«ΠΑΣΑΣ: [...] Μάτεις εμένα καλές ελληνικές γκλώσσες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τις πιο καλές και νόστιμες, του Φαλήρου! Σήμερα τι μάθημα θες να κάνουμε; Μαθηματικά, Φελοσοφία, Μαριγούλα, Ιστορία;
ΠΑΣΑΣ: Ο γιες, ιστορία. Τέλο γκνωρίζω αυτό λαός. Εντώ το λαός όλο λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά και ντουλειά κατόλου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανάποδος κόσμος, πασά μου. Το σωστό θα ’τανε όλο δουλειά, δουλειά, δουλειά και λεφτά καθόλου.»

Την ίδια τακτική χρησιμοποιεί και στη συνέχεια, δίνοντας στο λόγο του ιστορικό περιεχόμενο – δε διστάζει, ακόμη, και να παραποιήσει την ιστορική πραγματικότητα – για να ικανοποιήσει την άποψη του Πασά για το πνεύμα κλοπής που, δήθεν, διακρίνει τους σύγχρονους Έλληνες. Και προφανώς, ο Πασάς κλοπή εννοεί ό,τι αφορά στη δική του περιουσία. Ο Καραγκιόζης, με την ιστορική αναφορά του, ξεφεύγει προσωρινά, αν και επανέρχεται σε ρεαλιστική βάση, επικρίνοντας τη φορομπηχτική συμπεριφορά του δημοσίου, το οποίο απροκάλυπτα χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Ο Πασάς, όμως, ο οποίος ταυτίζεται με την εξουσία και το δημόσιο, θίγεται από μια τέτοια επικριτική επίθεση, γι’ αυτό χωρίς ν’ ανέχεται μια τέτοια συμπεριφορά ενός δασκάλου που διακηρύσσει με παρρησία την αλήθεια, διατάσσει τον Βελή (Βεληγκέκα) να τον πετάξει «έξω με τις κλωτσιές».

«ΠΑΣΑΣ: Εντώ κλέφτη κόσμο, αμάν τι κλέφτη κόσμο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εδώ είμαστε κλέφτες αναντάμ παπαντάμ. Οι εθνικοί μας ήρωες όλοι κλέφτες. Ο Κατσαντώνης κλέφτης, ο Κολοκοτρώνης κλέφτης, ο Καραϊσκάκης κλέφτης, ο Ανδρούτσος κλέφτης, όλοι οι μεγάλοι άντρες μας κλέφτες: το πιο δοξασμένο κεφάλαιο της ιστορίας μας είναι αυτό που έχει τίτλο «αμαρτωλοί και κλέφτες». Τι περιμένεις από λαό που ’χει προγόνους του αμαρτωλούς και κλέφτες;»
Και συνεχίζει:

«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: [...] Που λες πασά μου, όλοι οι πρόγονοί μας ήντουσαν κλέφτες. Φαντάσου πως σ’ όλη την ιστορία μας ένας μοναχός δεν έκλεψε το δημόσιο και έβγαλε όνομα: ο τίμιος Αριστείδης. Αλλά καλά κάνουνε και κλέβουνε το δημόσιο τέτοιο που είναι. Γιατί την αρχή στην κλεψιά τήνε κάνει το δημόσιο.
ΠΑΣΑΣ: Πώς το λέει αυτό το λόγκο; Κλέβει το ντημόσιο;»

Εδώ, ο Καραγκιόζης δίνει μια διαχρονική άποψη – σχεδόν πεποίθηση των Νεοελλήνων – οι οποίοι πιστεύουν δικαίως ότι το δημόσιο (του αστικού κράτους) είναι άδικο στη φορολόγηση, προπαντός των πολιτών που ανήκουν στις χαμηλόμισθες και μικρομεσαίες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του προς αυτούς και είναι υπερβολικό στην εισπρακτική του πολιτική, αφήνοντας τα «μεγάλα ψάρια έξω από το δίχτυ»:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εμ’ τι κάνει; Φτάνει να σε βάλει στο χέρι και δεν του γλιτώνεις, δράκου ρίζα να ’χεις. Ενώ άμα σου χρωστάει εκείνο, τρέχα γύρευε! Ε, δεν είναι το δημόσιο σήμερα ο μεγαλύτερος κλέφτης που δε μας αφήνει ούτε το σάλιο στη γλώσσα μας αφορολόγητο;
ΠΑΣΑΣ: [...] Το ντημόσιο κλέβει; Ε, ντεν είμαι εγκώ ντημόσιο; Κλέφτη κι εγκώ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμ’ απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι, πασά μου, λέει η ιστορία.»

Ο Καραγκιόζης, ο οποίος εκπροσωπεί στην τέχνη τη λαϊκή θυμοσοφία και τη λαϊκή βούληση, δεν μπορεί άλλο να υποκρίνεται ή να συμβιβάζεται. Έτσι, προκειμένου να μη δημιουργηθούν και πρόσθετα κοινωνικά προβλήματα, με παρρησία λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και κατακεραυνώνει την εξουσία, για την αντιλαϊκή πολιτική της. Έρχεται κάποια στιγμή που το ποτήρι ξεχειλίζει...
Τέλος, θ’ αναφερθώ στο μονόπρακτο «Ο Πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς»[22] (από «Τα Καραγκιόζικα»):
Ο πασάς, ως εκπρόσωπος της πλουτοκρατίας και της εξουσίας, προσπαθεί να ταυτίσει τις έννοιες «πατρίδα» και «περιουσία του πασά-σεράι», προσφέροντας ως δόλωμα στον Καραγκιόζη μια παράλληλη ταύτιση: «πατρίδα» = «καλύβα του Καραγκιόζη». Προσπαθεί να δώσει στον Καραγκιόζη την εντύπωση ύπαρξης ισοδύναμων αξιών ανάμεσα σε δύο τάξεις: ότι, δηλ. το σεράι έχει την ίδια αξία μ’ εκείνη της καλύβας, ότι ο πασάς έχει την ίδια κοινωνική και οικονομική επιφάνεια με τον Καραγκιόζη, ότι όλοι είναι ίσοι, ότι η κοινωνία δεν είναι ταξική:

«ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο:
ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως …
ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, η καλοπέρασή σου …
ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνον η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»[23]

Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν ξεγελιέται ούτε για μια στιγμή. Δίνει στον πασά, υποκριτικά, την εντύπωση ότι συμφωνεί με όσα αυτός του λέει. Όμως, όταν αποφασίζει να του πει κατά πρόσωπο την άσχημη για το λαό πλευρά της πραγματικότητας, δηλαδή την αλήθεια, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της εξουσίας και τη βίαιη στάση της αστυνομίας.
Δεν ανέχεται την παραπλανητική πολιτική του Πασά, η οποία είναι τακτική της εξουσίας για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, να διακηρύσσει τη «συνεργασία των τάξεων», ακριβώς για να μη συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι η κοινωνία που ζούμε είναι ταξική, ότι η εκμετάλλευση και υποδούλωση της εργατικής τάξης συνεχίζεται αλλάζοντας απλά τρόπους και μέσα. Διότι, αν οι λαοί συνειδητοποιηθούν, τότε θα ισχυροποιηθεί η «πάλη των τάξεων», η οποία  αναπόφευκτα και νομοτελειακά θα δημιουργήσει προβλήματα στην άρχουσα αστική τάξη, και θα οδηγήσει τελικά στην ανατροπή της. Οι αναφορές είναι, φυσικά, και σαφέστατα, ιστορικές, της περιόδου 1950 και μετέπειτα. Με την αναφορά του στον Παρθενώνα, εννοεί τις εξορίες των αριστερών της περιόδου εκείνης στη Μακρόνησο.

Δια ταύτα…

Οι συχνότερες επισκέψεις στο έργο του Βασίλη Ρώτα θεωρούνται, κατά τη γνώμη μου, επιβεβλημένες από τους ιστορικούς και μελετητές της Νεοελληνικής και Παιδικής-Εφηβικής Γραμματείας μας. Αυτό αφορά και την προσωπική μου υποχρέωση απέναντι στο ρωταϊκό έργο, το οποίο έχει να μας αποκαλύψει στο μέλλον και άλλες διαστάσεις του, μία από τις οποίες είναι και η ευρύτερη περιοχή της ρωταϊκής σάτιρας, κυρίως στην πολιτική της διάσταση, που αφορά περισσότερο, βέβαια, τους εφήβους, νέους και ενηλίκους, αλλά και τα παιδιά. Το παρόν μελέτημα είναι το ελάχιστο δείγμα και κατά κάποιο τρόπο ένα εισαγωγικό κείμενο που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτής της προσωπικής μου υποχρέωση απέναντι στον ποιητή και δραματουργό Βασίλη Ρώτα.






[1]. Ομιλία στο Χώρο Ελεύθερης Έκφρασης Πολιτισμού «Φίλοι του Μουσείου Μάνης Μιχάλη Κάσση», με τίτλο: «Η σάτιρα στο έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και εφήβους» Στη συνέχεια, το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε τροποποιημένο κάπως στο περ. «Διαδρομές», τεύχ. 82, Καλοκαίρι 2006, σ. 7-15. Στο παρόν κείμενο του περ. «Διαδρομές» έχουν προστεθεί και επιπλέον αποσπάσματα από την προηγηθείσα ομιλία μου.
[2]. Βλ. Καρζής Θόδ., Η σάτιρα και η παγκόσμια ιστορία της. Από τους πρόγονους του Αριστοφάνη μέχρι τους απόγονους του Σουρή, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ. 239.
[3]. Βλ. Κωστία Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 303, Pollard Arthur, Σάτιρα, Ερμής, Αθήνα 22000, σσ. 124 κ.ά.
[4]. Κωστίου Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής, ό.π.,
[5]. Κοκκίνης Σπύρος, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης. Από τις αρχές του 18ου αι. ως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1981, σσ. 275. Ο Σπ. Κοκκίνης, στο ενλόγω  βιβλίο, ανθολογεί τον έμμετρο θεατρικό μονόλογο του Ρώτα «Το διάγγελμα του καραγκιόζη», ο οποίος  περιέχεται στα Καραγκιόζικα [Γ΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 21996, σ. 82-88. Επίσης, βλ. Μαρρές Γιάννης Αθ., Νεοελληνική σάτιρα (Μελέτη και Ανθολόγηση), Αθήνα 1977, σσ. 125.
[6]. Για την πρωτοβουλία του αυτή τιμωρήθηκε μ’ ενάμιση μήνα φυλάκιση και «γλίτωσε το στρατοδικείο χάρη στον έξοχο αξιωματικό Χρ. Καλάρη, που ήταν διοικητής της Σχολής, και που κι αυτόν ο Ψύλλος του τον είχε τσιμπήσει αφού τον έλεγε αράχνη.», βλ. Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Αφιέρωμα), Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου, Επιμέλεια: Ελένη Βασιλοπούλου, Αθήνα 1979, σ. 17-18.
[7]. Αναφορές έχουν κάνει οι: Γ. Κορδάτος, Βούλα Δαμιανάκου, Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Ανδρέας Καρακίτσιος, Γεωργία Λαδογιάννη, Αθ. Ν. Γκότοβος, Χ. Σακελλαρίου, Αντ. Δελώνης, Μαρία Τζαφεροπούλου κ.ά.
[8]. Βλ. Αυγούλα, Επικαιρότητα, Αθήνα 21989, σσ. 94. Για περισσότερα βλ. Θανάση Καραγιάννη, «Ο Φακής. Έπαρση και δρασυδειλία, Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 440, 2002, σ. 45-51.
[9]. Βλ. Αυγούλα, ό.π., 46.  
[10]. Ό.π., σ. 94.
[11]. Ό.π., σ. 59.
[12]. Ό.π., σ. 68.
[13]. Ό.π., σ. 77.
[14]. Ό.π., σ. 92.
[15]. Βλ. περ. «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965, σ. 23.
[16]. Βλ. Γιάννη Παπακώστα, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1992, σ. 17-32.
[17]. Ο καθηγητής κ. Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης είναι ο πρώτος ο οποίος έχει εισαγάγει τον όρο και μελετά με περισσή εμβρίθεια τα συγκεκριμένα θεατρικά μονόπρακτα του Ρώτα, με αποτέλεσμα το μελέτημά του αυτό ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους και μελλοντικούς μελετητές της ρωταϊκής δραματουργίας, βλ. Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, «Τα Καραγκιόζικα του Βασίλη Ρώτα: ένα “μεταλλαγμένο” θέατρο σκιών», περ. «Έρευνα», τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σ. 17-26.
[18]. Ό.π., σ. 19.
[19]. Ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ υποστηρίζει εύστοχα ότι: «Στο βαθμό που το θέατρο σκιών ήταν πάντα και παιδικό θέατρο, αλλά όχι μόνο, και η πολιτική σάτιρα του Ρώτα στα Καραγκιόζικα κινείται κοντά σε αυτό που συμβατικά λέγεται παιδικό θέατρο. Ωστόσο το παιδικό θέατρο του Ρώτα [...] δεν είναι το συνηθισμένο, και η πολιτική σάτιρα όπως τη χειρίζεται αποτελεί και παιδικό θέατρο, που φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την εκάστοτε πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, αποκρύψεις και ψεύτικες διορθώσεις”», «δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και πολιτικό θέατρο.», βλ. το μελέτημά του: «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 9-10, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003, σ. 78.
[20]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 42002, σ. 106-111.
[21]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Β΄], ό.π., σ. 39-43.
[22]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 55-58.
[23]. Ο Ρώτας χρησιμοποιεί παρόμοιες εκφράσεις και σε άλλα κείμενά του: «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Αυτός έτρωγε το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι.», βλ. «Ο ήρως Κατσαντώνης», Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 107 ή «Εμείς πολεμάμε. Αλλά εσείς έχετε τις απολαβές. Την περνάτε ζωή και κότα, με φαγοπότι και μεις σκορδοφάγια και ψείρα.», βλ. Ρώτας Βασίλης, «Η οργή του Αχιλλέα», Ατλαντίς, Αθήνα 2004, σ. 21, στη σειρά: «Κλασσικά εικονογραφημένα».


Σχολικό Θέατρο και αστική ιδεολογία

 –κατά την περίοδο 1940-1949–[1]

Ιστορική και θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα:



Στη δεκαετία, στην οποία εστιάζει ο φακός της ιστορικής μας έρευνας για το Σχολικό Θέατρο και ειδικά για τη δραματουργική του παραγωγή, εξελίσσονται διεθνώς σημαντικά γεγονότα, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος «γεννήθηκε από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και στόχευε (σ.σ.: βασικά) (σ)τη συντριβή της Ε.Σ.Σ.Δ.»,[2] αλλά και γεγονότα στο εσωτερικό της χώρας μας, όπου η ωμή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων στα εσωτερικά μας πράγματα, είχε ως αποτέλεσμα τις εξελίξεις στα «Δεκεμβριανά» (3 Δεκ. 1944-5 Ιαν. 1945), τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρ. 1944), το συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), τη συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτ. 1944) και τον τριετή αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949).

Στην Κατοχή (1941-1944) η νεολαία υπέστη τα πάνδεινα: πείνα και κακουχίες (το Χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν από την πείνα 60.000 παιδιά και από το διαρκή υποσιτισμό καταστράφηκε η υγεία 130.000 παιδιών) και ένα σημαντικό μέρος της υπέστη ορφάνια και εγκατάλειψη.[3] Είναι φυσικό ότι ο πόλεμος και η Κατοχή επέδρασαν δυσμενώς και στην ψυχική υγεία των περισσότερων παιδιών, εκτός από αυτά που οργανωμένα συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, στις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν., με την πολιτική καθοδήγηση και την ηθική στήριξη και διαπαιδαγώγηση του Ε.Α.Μ. και της Π.Ε.Ε.Α. Ο παιδαγωγός Κώστας Καλαντζής σχολιάζει με έμφαση την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, επισημαίνοντας ότι «Εσταμάτησαν την κανονικήν εξέλιξιν του ψυχικού βίου των παιδιών, τα ωρίμασαν προώρως, επέδρασαν βλαπτικώς επί της συναισθηματικής ζωής των, εκλόνισαν την προσωπικότητά των και έθεσαν εν κινδύνω τον ηθικόν των κόσμον. Αντιθέτως ένα μέρος της νεολαίας, το οποίον έλαβε μέρος εις τον Αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως, εξέφυγε την καταστρεπτικήν αυτήν επίδρασιν και διέπλασσε νέαν ηθικήν, της θυσίας, της αλληλεγγύης και της αγάπης προς την Πατρίδα.»[4]

Από την πρώτη στιγμή της κήρυξης του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, πολλοί καλλιτέχνες και ηθοποιοί έθεσαν εαυτόν στην Αντίσταση κατά του εισβολέως και στη συνέχεια κατά των κατακτητών της πατρίδας μας.[5] Λογοτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, δραματουργοί, σκηνογράφοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. άνθρωποι του πνεύματος ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα κυρίως του Ε.Α.Μ. και της Ε.Π.Ο.Ν., οργανώθηκαν και πρόσφεραν πολλά στα δυστυχισμένα παιδιά της πολεμικής και κατοχικής περιόδου, αλλά και αργότερα κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο. Ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Νίκος Καρβούνης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεράσιμος Σταύρου, ο Νίκος Ακίλογλου, ο Αλέκος Ξένος, η Άννα Ξένου, ο Αλέξης Μυριαλής, η Αλέκα Μυριαλή, ο Άκης Σμυρναίος, ο Χάρης Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι στις εσχατιές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας συνέβαλαν καθοριστικά στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία των παιδιών, αλλά και στη συνειδητή και αποφασιστική τους μαχητική κοινωνική και αντιστασιακή τους δράση για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατία, αξιοπρέπεια, με αγωνιστική διάθεση και με ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όχι μόνο στον τομέα της Παιδικής Λογοτεχνίας[6], αλλά και του Παιδικού Θεάτρου και Κουκλοθεάτρου[7], της Μουσικής, της Εκπαίδευσης[8] κ.ο.κ.

Η οργανωτική δουλειά της Ε.Π.Ο.Ν. και των στελεχών και μελών της στάθηκε καθοριστική για την επιτυχία των εκπολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στην Κατοχή, αλλά και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Σημαντική ήταν η θεατρική δραστηριότητα του «Θεατρικού Ομίλου Ε.Π.Ο.Ν. Θεσσαλίας», του Βασίλη Ρώτα και των συνεργατών του, ηθοποιών, μουσικών, σκηνογράφων και μελών της Οργάνωσης[9] και άλλων ΕΠΟΝίτικων θεατρικών ομάδων σε όλη τη χώρα.[10]

Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη ιδεολογική πίστη των δημιουργών στα πατριωτικά, κοινωνικά και ταξικά ιδεώδη, δεν είχε κάποια σχέση με τις όποιες προσπάθειες και συγκεκριμένες επιλήψιμες κοινωνικές πρακτικές ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίοι, πολλοί απ’ αυτούς, ιδιοτελείς καθώς ήταν, ήθελαν «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο», δηλ. να προσφέρουν στα παιδιά κάποιο καλλιτεχνικό υλικό, συναισθηματικά και μόνο ορμώμενοι, αλλά υλικό ακίνδυνο και ανώδυνο για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους (δοσίλογους, προδότες, συνεργάτες και κάθε είδους «εθνικόφρονες», οι οποίοι επέδειξαν παντός είδους άνομες και ανήθικες δραστηριότητες κατά την εποχή της Κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου, σε βάρος του λαού μας και κυρίως κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης), και τελικά … οι ίδιοι στη συνέχεια βραβεύτηκαν μάλιστα από την πολιτεία γι’ αυτή την ιδιοτελή και μειοδοτική πατριωτικά συμπεριφορά τους.

Έτσι, ορισμένοι απ’ αυτούς, χωρίς ν’ αγωνιστούν κατά του Φασισμού και Ναζισμού, κατά των κατοχικών δυνάμεων, κατά των κυβερνήσεων Γ. Τσολάκογλου και κάθε βασιλόφρονα και «εθνικόφρονα» προδότη της πατρίδας μας και συνεργάτη των κατακτητών, αργότερα κέρδισαν βραβεία και επαίνους από τις μετέπειτα «εθνικόφρονες» κυβερνήσεις και τους βασιλείς.

Θ’ αναφερθώ μόνο σ’ ένα παράδειγμα, εντελώς ενδεικτικό: η Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή «θεία Λένα», η οποία έχει προσφέρει τόσα και τόσα λογοτεχνικά, θεατρικά και εγκυκλοπαιδικά κείμενα για παιδιά) κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιμελούνταν τις ραδιοφωνικές εκπομπές της «Θέατρο για παιδιά» και «Η ώρα του παιδιού», και μ’ αυτές πρόσφερε ψυχαγωγία στα παιδιά.[11] Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, δεν παρουσίασε κάποια έστω στοιχειώδη αντιστασιακή δραστηριότητα, παρά μόνο επέδειξε ανεκτικότητα στους κατακτητές και συνεργάστηκε με τους συνεργάτες τους. Αργότερα, το 1965, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ο βασιλιάς της απένειμε το παράσημο του «Τάγματος της Ευποιίας», ενώ άλλοι άξιοι καλλιτέχνες συνάδελφοί της, αν και έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας, αν και άλλοι αγωνίστηκαν στην Εθνική μας Αντίσταση, αν και πρόσφεραν με την τέχνη τους ανυπολόγιστες υπηρεσίες στα παιδιά, στη νεολαία και στο λαό μας, κατά την ίδια περίοδο, εντούτοις δεν έτυχαν παρόμοιων διακρίσεων. Και όσοι απ’ αυτούς επέζησαν, όχι μόνο δεν πήραν βραβεία και παράσημα από το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, αλλά αντιθέτως εξορίστηκαν και βασανίστηκαν και τοιουτοτρόπως «αμείφθηκαν» … για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην πατρίδα.



Θεματολογικές προσεγγίσεις:



Η θεματολογία της Δραματουργίας για παιδιά, την περίοδο που εξετάζουμε, ήταν ποικίλη, και κυρίως κάλυπτε τις ανάγκες των σχολικών γιορτών[12]: της 25ης Μαρτίου 1821,[13] της 28ης Οκτωβρίου 1940 (από το 1944 και μετά),[14] των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, των Αποκριών, της Μητέρας και των εξετάσεων.

Οι δραματουργοί, όμως, του Σχολικού Θεάτρου, επικέντρωναν την παραγωγή τους και σε άλλα θέματα, όπως: στην Ελληνική Μυθολογία, τη λαϊκή μας παράδοση, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και σε άλλα κοινωνικά, θρησκευτικά και φυσιολατρικά θέματα.



Ιδεολογικές επισημάνσεις:



Μια παράμετρος του αστικού ιδεολογικού φάσματος ήταν η θρησκοληψία και η καλλιέργεια της μεταφυσικής σκέψης των παιδιών. Ο ορθολογισμός, η απλή λογική σκέψη και πόσο μάλλον η επιστημονική σκέψη και γνώση απουσιάζουν και δεν αποτελούν στόχους από παιδαγωγική άποψη στους θεατρικούς διαλόγους και κατά την εξέλιξη του μύθου. Αναφέρω ένα παράδειγμα:



Η Λίζα Π. Τζουνάκου, στο βιβλίο της Το ανταρτόπληκτο (Πειραιεύς 1949) και συγκεκριμένα στο κείμενο «Τα παιδιά μας στο 1942. Μονόπρακτο δραματάκι για τα σχολεία», αναφέρεται στο βαρύ χειμώνα του 1942 της Κατοχής. Η μάνα Αννιώ συζητά με τα μικρά παιδιά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα για την πείνα. Κι ενώ εκείνα επικρίνουν το θεό για την απονιά του, η μάνα τούς απαντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγαπά και τον φροντίζει, τον λυπάται. Μα αυτό που μας κάνει σήμερα είναι τιμωρία, γιατί δεν τον ακούμε. Η καταστροφή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, γιατί έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό έστειλε τους Γερμανούς και μας τιμωρούν, γι’ αυτό χρειάζεται, καλά μου παιδιά, υπομονή. Κι’ αν είσθε καλά παιδιά πάλι θαρθούν καλές μέρες.», και παρακάτω, ενώ προσεύχεται: «[…] Εσύ γλυκειά μου Παρθένα, εσύ λυπήσου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμωρείς. Αρκετά υποφέρει. Λυπήσου, σα μάννα πούσαι, τουλάχιστον αυτά τα φτωχά παιδάκια. Τι φταίνε τα κακόμοιρα, που κάθε μέρα πληρώνουνε, με τη ζωούλα και την υγεία τους, την κακία πούχουν οι μεγάλοι αναμεταξύ τους.» Είναι σαφής η αντι-διαλεκτική σκέψη, η ηθικοπλαστική και θεοκεντρική αντίληψη και ιδεολογία της συγγραφέα, η οποία δεν αγγίζει καν θέματα, από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη, όπως: ο ναζισμός και τα εγκλήματά του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Εθνική Αντίσταση κ.ά., αλλά αντιθέτως καλλιεργεί στα μικρά παιδιά: α) τη μοιρολατρία, β) την ιδεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων –χωρίς τουλάχιστο ν’ αναφέρει έστω μια λογική σκέψη–, γ) τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τις αιτίες του πολέμου και των φρικτών συνεπειών του και δ) δεν προσπαθεί να τα πείσει, παίζοντας τον προσήκοντα παιδαγωγικό ρόλο της ως μάνα, και τον κοινωνικό ρόλο της ως άνθρωπος, για την αναγκαιότητα αντίστασης σε αυτούς που σκόρπισαν το θάνατο και τις καταστροφές σε εκατομμύρια ανθρώπους, στη φύση και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε αυτούς που τους σκλάβωσαν και  που αποτελούν την αιτία για την πείνα και το θάνατο του λαού μας και των άλλων λαών. Τοιουτοτρόπως, θα έδινε στα παιδιά της επιχειρήματα για να κατανοήσουν το μέγεθος της αδικίας, της εγκληματικότητας, της ανηθικότητας, της διεθνούς παράνομης τρομοκρατίας των ναζιστών και φασιστών του Άξονα κ.ο.κ.



Η αστική αντικομμουνιστική ιδεολογική προπαγάνδα και υστερία είναι μια άλλη πλευρά της θεματολογίας του Σχολικού Θεάτρου, την οποία συναντούμε ιδιαίτερα στα έργα της περιόδου του Εμφύλιου πολέμου. Μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών είχαν γαλουχηθεί στη βασική και στην ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση, στην οικογένειά τους, αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, με τα νάματα του τρίπτυχου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενός συνθήματος του οποίου οι ρίζες, όπως μας πληροφορεί η Έφη Γαζή, βρίσκονται στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1880-1930.[15] Θ’ αναφερθώ μόνο σε ορισμένες σχετικές περιπτώσεις έργων του Σχολικού Θεάτρου[16]:



Ο Δημήτριος Αντ. Σαμαράς, Διευθυντής του 12ου Δημ. Σχολείου Α΄ Περιφ. Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε στα 1949 το βιβλίο του Νάουσα, στο οποίο συμπεριέλαβε το έργο «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις». Ένα μισαλλόδοξο έργο, μ’ εθνικιστικό και όχι πατριωτικό πνεύμα, με θρησκόληπτη και όχι θρησκευτική αντίληψη, με το οποίο φιλοδοξούσε να διαποτίσει τις ψυχές των μικρών παιδιών με μίσος για τους Σλάβους, «τα κόκκινα τσακάλια», που «πήραν οι κακούργοι τα παιδιά για να πουλήσουν την ψυχή τους στον Σατανά», «που αυτοί οι κακούργοι τα μάζεψαν και τα πήγαν στις σλαβικές χώρες», που προσπαθούν «τα Ελληνόπουλα αυτά, πολύ δύσκολα και με πολλά βασανιστήρια να κατορθώσουν να τα κάμουν σαν τα μούτρα τους». Ο δημοδιδάσκαλος, ένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου,  με οργίλο ύφος λέει: «Οι κακούργοι ορφάνεψαν χιλιάδες ελληνόπουλα και χιλιάδες γονείς τούς πήραν τα παιδιά τους! Άτιμοι Σλάβοι, ’κείνο που χρόνια επιθυμούσατε, να αφανίσετε την ελληνική φυλή πάτε να το επιτύχετε, ως ένα βαθμό, με τα ελληνόφωνα όργανά σας», υπονοώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το Κ.Κ.Ε. Και συνεχίζει: «Οι συμμορίτες σαν τους πεινασμένους λύκους τώρα, σε μικρές ομάδες χωρισμένοι μπαίνουν στα χωριά, για να αρπάξουν τρόφιμα και να σπείρουν τον τρόμο, την καταστροφή και το θάνατο. Οι τυφλοί! Οι αφιονισμένοι απ’ την εθνοκτόνο προπαγάνδα των Σλάβων, δεν βλέπουν πως φθίνει η φυλή μας κάθε μέρα! Οι κανίβαλλοι! Ελληνίδων μανάδων παιδιά οι ίδιοι, ροφούν το αίμα της μεγάλης τους μάνας, της Ελλάδας.» Και η σύζυγος του δασκάλου εκθειάζει τις Παιδουπόλεις και την εμπνεύστριά τους την «καλή» Γερμανίδα, πρώην δραστήριο μέλος της ναζιστικής χιτλερικής νεολαίας, βασίλισσα Φρειδερίκη, που «όλα τα παιδιά την αγαπούνε σαν νάναι μητέρα τους και τη λατρεύουνε σαν αγία.»: «Αυτά τα καημένα έχασαν τον πατέρα και τη μάνα τους. Τους σκότωσαν οι αγριάνθρωποι, μα βρήκαν μια πονετική μάνα, την Βασίλισσά μας, που τα συμμάζεψε και τα φροντίζει τόσο, που ξεχνούν τον πόνο της ορφάνιας.»

Η αστική προπαγάνδα, προσπαθούσε να μπολιάσει τον αντικομμουνισμό στις ψυχές των μαθητών των Δημ. Σχολείων, ασύστολα και με αντι-δεοντολογικό και αντι-επιστημονικό τρόπο. Ουσιαστικά, προσπαθούσε να μη μάθουν ποτέ τα παιδιά και οι γονείς τους την αλήθεια για τη φιλοξενία, τη στοργή και τη θαλπωρή που δέχτηκαν χιλιάδες παιδιά στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επιδίωκε να δυσφημιστούν οι Λαϊκές Δημοκρατίες και η συμβολή τους στο «παιδοσώσιμο» αυτών των 25.000, περίπου, παιδιών, τα οποία στάλθηκαν εκεί μετά από πρόταση των λαϊκών συμβουλίων της χώρας μας, από σχετικό αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και με αποδοχή από τις εκεί κυβερνήσεις ν’ αναλάβουν όλα τα έξοδα για την αποκατάσταση της διαταραγμένης από τον πόλεμο ψυχικής υγείας των παιδιών, την υγιεινή διαβίωσή τους και τη μόρφωσή τους.[17] Επίσης, η ντόπια αστική πολιτική ηγεσία και ο ξένος παράγοντας ήθελαν να μη μάθουν ποτέ οι Έλληνες τη φασιστική προπαγάνδα και αυταρχική συμπεριφορά που δέχονταν όσα παιδιά, ιδίως φυλακισθέντων, εξορισθέντων, πολιτικών προσφύγων και εκτελεσθέντων κομμουνιστών, κλείστηκαν στις επονομαζόμενες ψευδεπίγραφα «Παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, στα επί της ουσίας «παιδικά γκέτο», «φασιστικά κάτεργα», «στρατόπεδα-αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια».[18]



Θ’ αναφερθώ και σ’ ένα άλλο έργο της ίδιας θεματολογίας, το οποίο διακατέχεται, επίσης,  από μισαλλοδοξία, αντικομμουνισμό και φιλοβασιλική προπαγάνδα. Πρόκειται για το θεατρικό κείμενο του Βασιλείου Παπαευθυμίου, «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς» (απ’ το βιβλίο του, Το Σχολείο μας γιορτάζει, Αθήναι 1949). Ο δραματουργός σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου: «[…] πιστεύω ακόμα πως δίνω ένα βιβλίο μορφωτικό και ψυχαγωγικό για τον μαθητή πρώτα και για κάθε Έλληνα ύστερα». Και ασφαλώς ευνοούσε η εποχή για να θεωρείται ένα έργο του Σχολικού Θεάτρου ως «μορφωτικό», όταν αυτό υμνούσε τη βασιλεία και μπόλιαζε στις ψυχές των παιδιών την απέχθεια στον κομμουνισμό. Είναι το μοναδικό βιβλίο, στο οποίο συνάντησα την εξής θεματολογική κατηγορία έργων του Σχολικού Θεάτρου: «Από τον αντικομμουνιστικό αγώνα». Ο δραματουργός σημειώνει, επίσης, πληροφοριακά τα εξής: «Το σκετς λαμβάνει χώραν στην Αγία Μαρίνα της Ηπείρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυοκομμουνισταί», δίνοντας σαφές ιδεολογικό στίγμα. Η υπόθεση σχετίζεται με το «Χορό του Ζαλόγγου», προσομοιάζοντας εκείνη την ηρωική πράξη αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, με την τωρινή πράξη κάποιων Ηπειρωτισσών, οι οποίες πέφτουν από το βράχο και σκοτώνονται για να σωθούν από τους «κατσαπλιάδες», ελπίζοντας ότι θα μεταμορφωθούν πεθαίνοντας σε σειρήνες της θάλασσας και θα ρωτούν τους καραβοκύρηδες, όπως περίπου ρωτούσε η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου: «Ζη η Ελλάδα μας παιδιά;» και θα τους απαντούν «Ναι! ζει και μεγαλώνει!» Και θα ξαναρωτούν: «Ζη ο Παύλος Βασιλιάς;» και θ’ απαντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!».

Το παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα έβγαινε έμμεσα και με αβίαστο τρόπο: καλύτερα βασιλιά, παρά κομμουνισμό…! ή κάπως έτσι… Ο συγγραφέας εκφράζεται ως «ακραιφνής βασιλόφρων» και με στιχουργικό τρόπο, στην αρχή του βιβλίου, με τη δημοσίευση «εμπνευσμένων καλλιτεχνικών» στίχων του με τίτλο: «Ύμνος εις την Α.Μ. την Βασίλισσαν Φρειδερίκην», οι οποίοι βρίσκονται μελοποιημένοι[19] σε παρτιτούρα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Αντιγράφω μερικούς, απ’ αυτούς, τους οποίους υποθέτω ότι τραγουδούσαν κάποιοι μαθητές σε ορισμένα σχολεία, ώστε οι φιλόμουσοι βασιλόφρονες διδάσκαλοί τους να δώσουν και μ’ αυτό τον τρόπο τα διαπιστευτήριά τους στους προϊσταμένους τους, στη Βασίλισσά τους και στην Εθνική τους Κυβέρνηση: «Εσύ Μεγάλη Εστιάδα, / στον ιερό μας το βωμό / με της ψυχής σου την λαμπάδα / κράτα τον ιερό πυρσό. / Κι’ οδήγα μας, Βασίλισσά μας, / σε πιο μεγάλα ιδανικά / για να γεννούν τα δάκρυά μας / του Θρόνου σου τα πιο λαμπρά / διαμάντια αγάπης του Λαού μας / να τον κοσμούν παντοτεινά / και σκόρπιζέ μας τη χαρά / με χέρια πάντα στοργικά.» Και το ρεφραίν: «Μάγισσα είσαι, Ρήγισσα, / με το χρυσό ραβδί σου / ξέρεις να γειάνης τις πληγές, / τους πόνους να γιατρεύης, / ξέρεις να βασιλεύης.»    



Επίσης, ο Ν. Φατσέας, στο βιβλίο του Θεατρικά σκετς (πατριωτικά και κωμικά) (Αθήναι 1948), συμπεριέλαβε το αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό έργο του «Ελληνικό προσκλητήριο», όπου στα πλαίσια του πατριωτικού πνεύματος, που όταν ο συγγραφέας υπερβάλλει, μετατρέπεται σε εθνικιστικό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν για πολλές δεκαετίες στη Σχολική Δραματουργία. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο «Η Ελλάς» προσκαλεί όλα τα παιδιά της ν’ αγωνιστούν ενάντια στους «συμμορίτες», για να σωθεί η πατρίδα μας. Λέει ο «Αεροπόρος»: «γιατί με τον ατσάλινο δικό σας ανδρισμό / εσείς θα ξεκληρίσετε τον συμμοριτισμό.» Και ο «Στρατιώτης» λέει στη «Β. Ήπειρο»: «Θα ξαναρθής ολόκληρη πάλι στην αγκαλιά μας / και θάχης για κορώνα σου τον Παύλο Βασιλιά μας.»



Επίλογος:



Ιδεολογικές αποχρώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες υπάρχουν ανά τους αιώνες, ενταγμένες στο φιλοσοφικό δίπολο ιδεαλισμός/υλισμός επικρατούσαν και στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1940-1949. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις γενικότερα είχαν κατά την περίοδο εκείνη ως αποτέλεσμα ακόμη και την ένοπλη έκβασή τους κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ως επικρατούσα ιδεολογία όμως ο ιδεαλισμός, είχε παραχθεί, επιβληθεί και διοχετευθεί μέσα από πολιτικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά κανάλια, με όπλα την αστική προπαγάνδα, και με επιπλέον θεσμούς όπως ήταν η εκκλησία, ο τύπος και ο στρατός. Το ιδεολογικό τρίπτυχο της «πιο διαδεδομένης “συνθηματικής φράσης” της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»: «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», είχε ριζώσει βαθιά στη συνείδηση των παιδιών από την καθεστωτική ιδεολογία, είχε επιβληθεί και νομοθετικά, ώστε κανένας να μην μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή της ή να μην έχει την ευχέρεια να την αμφισβητήσει, ιδίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι «μεταλαμπαδευτές των αιώνιων ιδεαλιστικών αξιών»…, οι εκπαιδευτικοί. Η δε τρομοκρατία που ασκήθηκε είτε νομοθετικά είτε με τα όπλα, τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες, κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, είχε ως αποτέλεσμα το φόβο, τη σύμπραξη με τον «δυνατό δυνάστη», Έλληνα ή ιμπεριαλιστή εισβολέα, με έμπρακτη πρακτική: την ανοχή, τη σιωπή και τον «ιδεολογικό παπαγαλισμό», «για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους» πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί.  



Το Σχολικό Θέατρο δεν ήταν δυνατό ν’ αποφύγει το σφιχτό ιδεολογικό εναγκαλισμό της αστικής προπαγάνδας στην ποικίλη θεματολογία της δραματουργίας που παρήχθη κατά την ενλόγω δεκαετία. Εκείνο, που ξέφυγε από τον κλοιό ήταν ως ένα βαθμό το Παιδικό, το Ερασιτεχνικό και το Λαϊκό Θέατρο, κυρίως αυτό που δημιουργήθηκε από αριστερούς δραματουργούς, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όπως ήταν οι: Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μιχάλης Παπαμαύρος, Γεράσιμος Σταύρου, Νίκος Ακίλογλου, Χάρης Σακελλαρίου, Στρατής Π. Παπαδάκης κ.ά. Η θεματολογία της δραματουργίας τους ήταν συνυφασμένη με την αριστερή και σοσιαλιστική ιδεολογία και με κοινωνικές αξίες, όπως: η εθνική ανεξαρτησία, η ειρήνη, η λευτεριά, ο πατριωτισμός, η λαοκρατία, η αυτοθυσία, η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια, το αγέρωχο και ασυμβίβαστο του χαρακτήρα κ.ά., δίνοντας μέσα από τα θεατρικά κείμενά τους για παιδιά, ακόμη και στο Κουκλοθέατρο και στο Λαϊκό Θέατρο Σκιών, ισχυρά ραπίσματα, στους δοσίλογους προδότες συνεργάτες των ναζιστών και φασιστών κατακτητών, στους συμβιβασμένους ποταπούς κουκουλοφόρους Γερμανοτσολιάδες, στους ιδιοτελείς μαυραγορίτες, στους αδίστακτους  δολοφόνους και τρομοκράτες Χίτες και άλλους παρακρατικούς. Αυτοί ήταν εκείνοι που με την ανοχή του νόμου και την οργανωμένη συμβολή της αστυνομίας και του στρατού, κάτω από τις εντολές και τη συνεργασία των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών Άγγλων και Αμερικανών αφεντικών τους, έδωσαν συνέχεια μετά την Κατοχή στην αστική ιδεολογική προπαγάνδα και στη βίαιη επιβολή των «αστικών αξιών», γεγονός που επηρέαζε έμμεσα –πλην σαφώς άμεσα– την εκπαιδευτική πολιτική, την ιδεολογική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και το Σχολικό Θέατρο. Και … η έρευνα συνεχίζεται!   



Τα θεατρικά έργα και η θεματολογία τους:



Στον παρακάτω «Ενδεικτικό κατάλογο» περιλαμβάνεται ένα μέρος της εκδοτικής παραγωγής έργων Σχολικού Θεάτρου, αλλά και άλλων που δημοσιεύτηκαν στον περιοδικό τύπο κατά τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρομαι.

Αποκλείονται απ’ αυτόν άλλα θεατρικά έργα, τα οποία γράφτηκαν ή δημοσιεύτηκαν στις επόμενες δεκαετίες, με θεματολογικές αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1940-1949.

Επειδή ο ενλόγω κατάλογος είναι ευρύς, δημοσιεύω εδώ ένα μέρος του και αφορά στις θεματολογικές ενότητες: «Για την 28 Οκτωβρίου 1940», «Για την περίοδο 1941-1944 (Κατοχή και Εθνική Αντίσταση)», «Για τον Εμφύλιο πόλεμο» και «Από τον αντικομμουνιστικόν αγώνα».




ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

– ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ –[20]



Για την 28η Οκτωβρίου 1940:



1.        Κόκκαλης Διονύσιος, «Ο Πόλεμος του 1940», χ.χ. (Παιδικό Θέατρο)

2.        Αλεξιάδης Κώστας, «Στη μεγάλη Μάνα», 1947 (Παιδικό Θέατρο. Τεύχος πρώτο)

3.        Θύμης Κωνσταντίνος[21], «Η συμβολή των ελληνίδων στον Αγώνα», 1949 (Εθνική Κιβωτός)

4.        Θύμης Κωνσταντίνος, «Γράμμα από το Μέτωπο», 1949 (Εθνική Κιβωτός)

5.        Θύμης Κωνσταντίνος, «Ο γυρισμός του πατέρα (Διάλογος)», 1949 (Εθνική Κιβωτός)

6.        Μπακανάκη(ς) Π., «Η υπερήφανη μητέρα», 1949 (Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, Σχολικές Εορτές)

7.        Καρανικόλα Λ., «Ανατολή», 1949 (Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, Σχολικές Εορτές)

8.        Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, «Διαβάζοντας τις εφημερίδες», 1949 (Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, Σχολικές Εορτές)

9.        Παπαευθυμίου Βασ., «Ο δειλός ήρωας», 1949 (Το Σχολείο μας γιορτάζει)



Για την περίοδο 1941-1945 (Κατοχή και Εθνική Αντίσταση):



1.        Ρώτας Βασίλης, «Το πιάνο. Κομωδία για κούκλες», 1943 (Το πιάνο)

2.        Ρώτας Βασίλης, «Η Κατοχή. Μονόπρακτο» (ανέκδοτο)

3.        Ρώτας Βασίλης, «Μάνα. Μονόπρακτο» (ανέκδοτο)

4.        Ρώτας Βασίλης, «Οι Γραμματιζούμενοι», 1946

5.        Ρώτας Βασίλης, «Τα ελληνικά νειάτα. Τραγωδία» [1946][22] (Τα ελληνικά νειάτα)

6.        Αλεξιάδης Κώστας, «Αμύνεσθαι περί πάτρης», 1947 (Παιδικό Θέατρο. Τεύχος πρώτο)

7.        Χάσουλας Γεώργιος Κωνστ., «Η σκλαβωμένη Ελλάδα 1941-1944. Δράμα σε τρεις πράξεις», 1947 (Η σκλαβωμένη Ελλάδα 1941-1944)

8.        Αρμένης Αριστ. Ν., «Η βοσκοπούλα της Κορυτσάς», 1948 (Η βοσκοπούλα της Κορυτσάς)

9.        Μπασιάκος Ευάγ., «Η θυσία. Μονόπρακτο» [1. Για την πατρίδα. 2. Η θυσία (1947) και: Στον βωμό σου Πατρίδα (1949)]

10.    Παππάς Στέφανος Β., «Τα Νέα Ψαρά. Δράμα σε δυο πράξεις» [1948] («Εμπνευσμένο από την τραγική σφαγή του Κομμένου στις 16 Αυγούστου 1943») (Τα Νέα Ψαρά)

11.    Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, «Στα χρόνια της Κατοχής. Σκετς», 1949 (Σχολικές Εορτές)

[Δημόπουλος Ευάγ. Κων., «Τρίπρακτον έργον. Η Ελληνική Ψυχή (28η Οκτωβρίου 1940 – 14 Οκτωβρίου 1944)», 1949 (Η Ελληνική Ψυχή)]

12.    Παπαευθυμίου Βασ., «Ο γυιος μου (σε δύο μέρη)», 1949 (Το Σχολείο μας γιορτάζει)

13.    Δημόπουλος Ευάγ. Κων., «Η Ελληνική ψυχή», 1949 (Η Ελληνική ψυχή)

14.    Α.Θ., «Η παραμονή της 25 Μαρτίου 1941 στο ελληνικό χωριό Φοινίκη (Στην Αλβανία)», 1949 (Αντωνίου-Καραντώνη Ελένη, Σχολικές Εορτές)

15.    Μπασιάκος Ευάγ., «Χριστούγεννα του 1942. Μονόπρακτη δραματική σκηνή» [1949] (ο μύθος εξελίσσεται το 2002) (Στον βωμό σου Πατρίδα)

16.    Παπαμαύρος Μιχ., «Ο Αγώνας. Δράμα», 1989 (Σακελλαρίου Χάρης, Το Θέατρο της Αντίστασης)

17.    Μαυροειδή-Παπαδάκη Σοφία, «Το τραίνο δε θα περάσει», 5.9.1945[23]

18.    Παπαδάκης Στρατής, «Η γέφυρα του χωριού (Ανοικοδόμηση) Μονόπρακτο πατριωτικό σκετς», χ.χ. (αναφορά στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, 1945) (Τελειώνοντας το σχολείο μας. Τόμος Β΄)



Για τον Εμφύλιο πόλεμο:



19.    Φατσέας Ν.[24], «Ελληνικό προσκλητήριο. Φιναλέτο επιθεωρησιακό», 1948 (Θεατρικά σκετς. Πατριωτικά και κωμικά)

20.    Σαμαράς Δημ. Αντ., «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις», 1949 («παιδομάζωμα»-«παιδοσώσιμο») (Νάουσα)



«Από τον αντικομμουνιστικόν αγώνα»:



[Φατσέας Ν., «Ελληνικό προσκλητήριο. Φιναλέτο επιθεωρησιακό», 1948 (Θεατρικά σκετς. Πατριωτικά και κωμικά)]

[Δημόπουλος Ευάγ. Κων., «Τρίπρακτον έργον. Η Ελληνική Ψυχή (28η Οκτωβρίου 1940 – 14 Οκτωβρίου 1944)», 1949 (Η Ελληνική Ψυχή)]

[Σαμαράς Δημ. Αντ., «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις», 1949 (Νάουσα)]

21.    Παπαευθυμίου Βασ., «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς», 1949 (Το Σχολείο μας γιορτάζει)




ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ













[1]. Εισήγηση που ανακοινώθηκε την Κυριακή, 7 Οκτ. 2012, στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.Ε.Κ), με τίτλο «Παιδεία κάλλιστον εστί κτήμα βροτοίς», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο διήμερο 6 & 7 Οκτ. 2012 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στην Αθήνα.

[2]. Βλ. εφ. «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», «7 ΜΕΡΕΣ μαζί», 6 Σεπτ. 2009, σ. 11-14.

[3]. Ο Κ. Καλαντζής γράφει, σχετικά: «Η ιδία η Κυβέρνησις έρριψεν εις τον δρόμον εκατοντάδες ορφανών παιδιών επιτάξασα Ιδρύματα και ορφανοτροφεία, όπως το περίφημον ορφανοτροφείον Αθηνών “Γ. και Αικ. Χατζηκώστα” δια να το μετατρέψη εις φυλακάς.», βλ. Καλαντζής Κωνσταντίνος, Η Παιδεία εν Ελλάδι 1935-1951 (εισαγωγή: Γ. Γρόλλιος – Χρ. Τζήκας), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002, σ. 101.

[4]. Βλ. Καλαντζής Κωνσταντίνος (2002), Η Παιδεία εν Ελλάδι 1935-1951 (εισαγωγή: Γ. Γρόλλιος – Χρ. Τζήκας), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σ. 101.

[5]. Σχετικά με το θέμα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Ενδεικτικά αναφέρω: Λεονταρίτης, Γ., «Το θέατρο στην Κατοχή», στο ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφ. «Καθημερινή», 25.4.1999, σ. 5-14, Καγγελάρη, Δηώ, «Της Κατοχής και του Θεάτρου», στο ίδιο ένθετο της ίδιας εφημερίδας (Αφιέρωμα: «Η Κατοχική Αθήνα»), 25.4.1999, σ. 15-17, της ίδιας, «Σκηνές πολέμου», στο ίδιο ένθετο της ίδιας εφημερίδας (Αφιέρωμα: «Η Ελλάδα τον 20ό αιώνα 1940-1945»), 14.11.1999, σ. 34-36, Γεωργοπούλου, Βαρβάρα, «ΣΕΗ – Διοικητικά Συμβούλια και η δράση τους: Ιστορική αναδρομή. Β΄1940-1945: Τα δύσκολα χρόνια», σ. 105-112, και «Εθνική και κοινωνική προσφορά των Ελλήνων ηθοποιών. Β΄1940-1947», στο βιβλίο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Ογδόντα χρόνια. 1917-1997 (έρευνα – εποπτεία – συντονισμός: Χρ. Σταματοπούλου-Βασιλάκου), Σμπίλιας, Αθήνα 1999, σ. 283-334 κ.ά.

[6]. Βλ. Σακελλαρίου Χάρης, Η Παιδική Λογοτεχνία στην Αντίσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983.

[7]. Βλ. Σακελλαρίου Χάρης, Το Θέατρο της Αντίστασης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 21995.

[8]. Βλ. Σακελλαρίου Χάρης, Η Παιδεία στην Αντίσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 32003.  

[9]. Βλ. Ρώτας Βασ., «Το Θέατρο στην Αντίσταση», στο βιβλίο: Θέατρο και Αντίσταση, Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σ. 13-29.

[10]. Σχετικές αναφορές έχω συμπεριλάβει στην «Παραστασιογραφία» για την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, στο τελευταίο βιβλίο μου. Βλ. Θανάση Ν. Καραγιάννη, Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα (1871-1949) και την Κύπρο (1932-1949), Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2012, σ. 261-318.

[11]. Οι παρακάτω αναφορές μάλλον σκοπεύουν στην εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό των αστικών προτύπων από ορισμένους σύγχρονους μελετητές και συγγραφείς, και αναμφίβολα ένα απ’ αυτά τα’ αστικά πρότυπα είναι η Αντιγόνη Μεταξά. Αυτό γίνεται σαφές και από το ύφος και από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι συντάκτες τους: α. «Στα χρόνια που η Ελλάδα στέναζε κάτω απ’ τον εχθρικό ζυγό (1941-1944), η γλυκιά Θεία Λένα με τα παραμύθια της γύριζε το Ελληνόπουλο στις παλιές εποχές και δόξες, το ενθάρρυνε και κρατούσε άσβεστη μέσα στην καρδιά του τη φλόγα που λέγεται ελπίδα, και ταξίδευε μαζί της χέρι με χέρι, καρδιά με καρδιά, από την εποχή της δόξας της Ελλάδας μέχρι την εποχή εκείνη της σκλαβιάς, ανάμεσα στα δρομάκια και στα υπόγεια, όπου η πείνα, ο τρόμος και ο θάνατος είχαν φωλιάσει.», βλ. τη δακτυλογραφημένη μελέτη: Σχολή Νηπιαγωγών Καρδίτσας, Πηνελόπη Δέλτα – Αντιγόνη Μεταξά – Εισαγωγή στην Παιδική Λογοτεχνία, Καρδίτσα 1979, σ. 109, β. «Γέμισε –λένε πολλοί– την παιδική λογοτεχνία με ζωάκια και παιδάκια και κουκλίτσες και τρενάκια, με υποκοριστικά και ροζ κόσμο που καμιά σχέση  δεν είχε με την πραγματικότητα και που καμιά κριτική σκέψη δεν καλλιεργούσε. Ξεχνούν όμως εδώ οι επικριτές την εποχή και τις ειδικές ανάγκες που κάλυψε η προσφορά της. Με τα ζωάκια και τα ροζ παιδάκια κράτησε τη νύχτα της Κατοχής μια πόρτα ολάνοιχτη, την Ώρα του Παιδιού, για ν’ ακούνε τα παιδιά – όσα μπορούσαν – τη γλώσσα τους και να παίρνουν κουράγιο, να νιώθουν ζεστασιά και να περνούν, έστω και νηστικά, λίγα λεπτά γαλήνης, όταν όλα γύρω τους τα τάραζαν και τα τρόμαζαν και δεν τους έκρυβαν τίποτα από την τραγική πραγματικότητα και τη φρίκη του πολέμου.», βλ. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη, Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, σ. 69 και γ. «Και κάτι ακόμα που αυξάνει το ειδικό βάρος αυτής της εκπομπής (σ.σ.: «Η ώρα του παιδιού») είναι ότι υπήρξε κατά το διάστημα της κατοχής 41-44 το ηθικό αντιστύλι, η παρηγοριά και η ελπίδα. Με την αναφορά στους θρύλους του λαού μας, στους αρχαίους και νεότερους ήρωες, στη μυθολογία και στις παραδόσεις μας θέρμαινε τις καρδιές με τον πόθο της λευτεριάς και ενίσχυε την πεποίθηση πως γρήγορα η γαλανόλευκη θα κυμάτιζε στην Ακρόπολη. Αυτή είναι μια πλευρά της προσφοράς της Θείας Λένας, που θα άξιζε ασφαλώς μια ειδικότερη μελέτη και αξιολόγηση.», βλ. Αναγνωστόπουλος Β.Δ., «Το έργο της Θείας Λένας. 15 χρόνια από το θάνατό της», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 3, Φθινόπωρο 1986, σ. 193. 
Σημειωτέον ότι κατά την Κατοχή γενικός διευθυντής της ελληνικής ραδιοφωνίας ανέλαβε ο Ιωάννης Βουλπιώτης (1902-1999), ο οποίος υπήρξε ένας από τους βασικούς πρωτοστάτες για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η Αντιγόνη Μεταξά από το 1941 συνεργάστηκε μαζί του, καθιερώνοντας τις ραδιοφωνικές εκπομπές της: «Η ώρα του παιδιού», «Ελάτε να ταξιδέψουμε», «Το Θέατρο της Κυριακής» και άλλες. Βλ. σχετικά: Αναγνωστόπουλος Β.Δ., «Πενήντα χρόνια Ραδιοφωνίας και οι παιδικές εκπομπές», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 13, Χειμώνας 1988, σ. 279. Συμπεραίνεται ότι έχει δίκαιο ο Β.Δ. Αναγνωστόπουλος όταν σημειώνει ότι: «θα άξιζε ασφαλώς μια ειδικότερη μελέτη και αξιολόγηση.» και για τις ραδιοφωνικές παιδικές εκπομπές της, αλλά θα πρόσθετα και γενικότερα,.
Για τον Ιωάννη Βουλπιώτη, αντιγράφω ένα σύντομο βιογραφικό του από το διαδίκτυο: «Γεννήθηκε το 1902 στην Αθήνα και σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στη Γερμανία. Στα τέλη της δεκαετίας 1920, έπειτα από τον γάμο του με την κόρη του Γερμανού μεγαλοβιομηχάνου Ζήμενς, ανέλαβε διευθυντική θέση στα κεντρικά γραφεία του συγκροτήματος AEG - Siemens - Telefunken. Εκπροσώπησε το συγκρότημα έναντι του Ελληνικού Δημοσίου σε διάφορες συμβάσεις μεγάλων προμηθειών, όπως των τηλεφωνικών κέντρων και των ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων. Με την ιδιότητα αυτή συμμετείχε στα Δ.Σ. των ημικρατικών εταιριών ΑΕΤΕ (προκάτοχος του ΟΤΕ) και ΑΕΡΕ (προκάτοχος του ΕΙΡ). Κατά την Κατοχή ανέλαβε γενικός διευθυντής της ελληνικής ραδιοφωνίας και υπήρξε ένας από τους βασικούς πρωτοστάτες για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Πέθανε το 1999 στην Αθήνα.»
Θα ήταν πολύ διαφορετική, άκρως ζοφερή και δυσάρεστη, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση των λαών και των ανθρώπων, εάν είχαν επικρατήσει ιδέες όπως οι παραπάνω. Δηλαδή, σε περίοδο φασιστικής και ναζιστικής κατοχής ενός λαού, να ενδιέφερε μόνο η ψυχαγωγία των παιδιών με μύθους, θρύλους και παραμύθια, μόνο η παροχή ηρώων και προτύπων, μόνο η παιδαγωγική θεωρητική αναφορά και ενασχόληση, χωρίς παράλληλα να υπάρχει συμμετοχή στην πρωτοποριακή αντιστασιακή δράση των διανοούμενων και καλλιτεχνών για το ξεσήκωμα του λαού, με στόχο τη λευτεριά και την εθνική του ανεξαρτησία.

[12]. Βλ. Μαυρίδου Ελένη, «Η καθιέρωση των σχολικών γιορτών στο Δημοτικό Σχολείο – Ιστορικό διάγραμμα (19ος και 20ός αιώνας)», Διαδίκτυο, 12.7.2010.

[13]. Καθιερώθηκε ως σχολική γιορτή με Β.Δ. από το 1838. Βλ. «Η πρώτη εθνική εορτή», εφ. «Ακρόπολις», Αθήνα 25 Μαρτίου 1884, σελ. 2.

[14]. Καθιερώθηκε ως σχολική γιορτή με Β.Δ. από το 1944 (Φ.Ε.Κ. 4/24.10.1944), τεύχ. Α΄, σ. 13 και αργότερα με το Β.Δ. 157/25.2.1969 (Φ.Ε.Κ. 46/11.3.1969)

[15]. Βλ. Γαζή Έφη, Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930, Πόλις, Αθήνα 2011, σσ. 361, Ανδρειωμένος Γιώργος, Η νέα γενιά υπό καθοδήγηση: Το παράδειγμα του περιοδικού Η Νεολαία (1938-1941), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2012, σ. . 

[16].  Οι όποιοι σχολιασμοί, σχετικά με το θέμα, έχουν δημοσιευθεί στο παρελθόν, μάλλον είναι επιφανειακοί και γενικόλογοι. Παραθέτω μόνο μία περίπτωση: «Δύο τρία (σ.σ.: έργα) αναφέρονται στον Εμφύλιο (κυρίως στο “παιδομάζωμα”), διαποτισμένα με φανατισμό, συνέπεια του εμφυλιοπολεμικού πνεύματος.», βλ. Αναγνωστόπουλος Β.Δ., Η ελληνική παιδική λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1945-1958), Καστανιώτης, Αθήνα 1991, σ. 175.

[17]. «Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μόρφωσης και της πατριωτικής του διαπαιδαγώγησης, το Κ.Κ.Ε. συγκρότησε το Μάη του 1948 την Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (Ε.ΒΟ.Π.), με επικεφαλής τον καθηγητή της Ιατρικής Πέτρο Κόκκαλη και μέλη την Έλλη Αλεξίου, τον Γιώργη Αθανασιάδη, τον Γιώργη Ζωίδη και άλλους εκπαιδευτικούς.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα τρομαγμένα και άρρωστα Ελληνόπουλα απαλλάχτηκαν από τους εφιάλτες του πολέμου, ηρέμησαν ψυχικά, επανέκτησαν την υγεία τους και επιδόθηκαν με ζήλο στη μάθηση.
Όταν στάλθηκαν στις λαϊκοδημοκρατικές χώρες το 60% απ’ αυτά ήταν αγράμματα, το 17% είχε τελειώσει μόνο την Α΄ Δημοτικού και το 14% μόνο τη Β΄. Στις φιλόξενες χώρες όλα φοίτησαν σε σχολεία και πολλά έγιναν επιστήμονες ή τελείωσαν μέσες και ανώτερες τεχνικές σχολές.», βλ. Δοκίμιο ιστορίας του Κ.Κ.Ε. Α΄ τόμο, 1918-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 32001, σ. 589-590. 

[18]. Βλ. Σέρβος Δημ., Το Παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001, σσ. 349, «Οι “νεκρές ζώνες” και οι συνέπειες της δημιουργίας τους», στο βιβλίο Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946-1949, Ριζοσπάστης – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 21998, σ. 457-469, «Η διάσωση χιλιάδων παιδιών από τις περιοχές των πολεμικών συγκρούσεων», στο βιβλίο Δοκίμιο ιστορίας του Κ.Κ.Ε. Α΄ τόμο, 1918-1949, ό.π., σ. 589-590, Μητσόπουλος Θαν., «Μείναμε Έλληνες», Οδυσσέας, Αθήνα 1979, Γκριτζώνας Κώστας, Τα παιδιά του Εμφυλίου πολέμου, Φιλίστωρ, Αθήνα 1998, Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Τα παιδιά του Εμφυλίου και της Πολιτικής Προσφυγιάς, Έκδοση Π.Ε.Α.Ε.Α.-Δ.Σ.Ε., Αθήνα 2011, σσ. 335 κ.ά.
Σχετικά με το «Παιδομάζωμα» κυκλοφόρησαν και στα επόμενα χρόνια βιβλία με θεατρικά έργα για το Σχολικό Θέατρο, όπως γ.π. του Μιχ. Α. Μπαξεβάνογλου, Σχολικό Θέατρο. Το Παιδομάζωμα, Αθήνα 1950 κ.ά. 

[19]. Από τη Δ. Ι. Παναγιωτοπούλου-Κούρου, στις σ. 126-127. 

[20]. Στον «Ενδεικτικό κατάλογο» περιέχονται έργα του Σχολικού Θεάτρου, τα οποία γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν σε βιβλία και σε περιοδικά (ή είναι ανέκδοτα) κατά την περίοδο 1940-1949. Όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα της ίδιας χρονολογικής περιόδου γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν μετά το 1950 αρκετά ακόμη έργα του Σχολικού Θεάτρου, τα οποία δεν περιέχονται εδώ.

[21]. Ο Κωνσταντίνος Θύμης ήταν εκπαιδευτικός και νομικός, από την Κέρκυρα. Στη συγγραφική του παραγωγή συμπεριλαμβάνονται και βιβλία που αφορούν την εκπαίδευση και εκδόθηκαν πριν από το 1949, όπως: Το Παιδαγωγικόν Σχολείον της εποχής μας (2 τεύχη), Τα δίκαια παράπονα των δημοδιδασκάλων, Πάλι στη δόξα (ποιήματα), Ελληνικός & Χριστιανικός Ευαγγελισμός (Σχολική εορτή), Μία εκλεκτή συλλογή δια σχολικάς εορτάς (μονόλογοι, διάλογοι, ποιήματα και λόγοι).

[22]. Το έργο άρχισε να γράφεται από το δραματουργό στο τέλος του 1944 και τέλειωσε μέσα στο 1945. Στη σ. 76 του βιβλίου είναι δημοσιευμένη η ημερομηνία: 25-5-46.

[23]. Περ. «Νέα Γενιά», Αρ. φύλλου 56, 5 Σεπτέμβρη 1945, σ. 10-11.


[24]. Ο Νίκος Φατσέας (1914-1990) γεννήθηκε στα Φατσάδικα των Κυθήρων. Ήταν δραματουργός και στιχουργός. Συνεργάστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες του Μεσοπόλεμου, αλλά και της μεταπολεμικής περιόδου, όπως οι: Μιχ. Σουγιούλ, Νίκος Γούναρης, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Μουζάκης, Γιώργος Κατσαρός κ.ά., γράφοντας θαυμάσιους στίχους πολύ γνωστών και διαχρονικής αξίας τραγουδιών τους, όπως: «Γύρισε, σε περιμένω, γύρισε», «Για μας κελαηδούν τα πουλιά», «Τίποτε άσχημο δεν έχεις», «Απόψε τα μεσάνυχτα» κ.ά.