Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013



Ο σατιρικός Βασίλης Ρώτας.

Σύντομη επίσκεψη στο ποιητικό
και δραματουργικό έργο του
για παιδιά  και εφήβους[1]

Θεωρητικά και άλλα τινά…

Με την ιστορία[2] και τη θεωρία της σάτιρας έχουν ασχοληθεί πολλοί ιστορικοί και μελετητές της ελληνικής και διεθνούς γραμματείας. Επίσης, έχουν μελετηθεί επαρκώς και οι σχέσεις της σάτιρας με τα συγγενή είδη: ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ.[3] Οι ορισμοί για τη σάτιρα είναι πολλοί και διάφοροι, σε διεθνές επίπεδο, καθώς και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, απόψεις, ενστάσεις, συγχύσεις, διαφωνίες, συνάφειες, αποκλίσεις κ.ο.κ. Η επιστημονική θεωρητική προσέγγιση του είδους έχει προσφέρει στη διεθνή βιβλιογραφία ένα πλήθος από μελέτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεχνικές της ασυμφωνίας, της έκπληξης, της υποκρισίας, της υπεροχής, αλλά και οι σχέσεις της γ.π. με την παρωδία, το χιούμορ, την ειρωνεία.[4] Ακόμη και ανθολόγοι έχουν ασχοληθεί με τη σατιρική ποίηση[5] ενώ αντιθέτως δεν υπάρχουν ανθολογίες σατιρικής πεζογραφίας και δραματουργίας.
Ο Ρώτας από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη σάτιρα. Του άρεσε με σκωπτική διάθεση να «επιτίθεται» και να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ ακόμη υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό, πριν γίνει μόνιμος στρατιωτικός (1912-1926). Έγραψε και κυκλοφόρησε τη χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα «Ψύλλος», η οποία, από μαρτυρία της Βούλας Δαμιανάκου,[6] γνωρίζουμε ότι «τσίμπησε» ακόμη και το διοικητή της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, όπου ο Ρώτας εκπαιδευόταν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Με τη σάτιρα όμως του Ρώτα, ουσιαστικά και εμπεριστατωμένα, δεν ασχολήθηκε ακόμη κανένας. Οι ελάχιστες αναφορές, κυρίως τα τελευταία χρόνια (2001-2002), στη σατιρική του φλέβα και διάθεση επιβεβαιώνουν τον κανόνα.[7]
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι μετά από σύντομη προσωπική έρευνα διαπίστωσα ότι ορισμένες από τις πιο σημαντικές Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο δεν αναφέρουν τίποτα για το σατιρικό ποιητικό και θεατρικό έργο του Ρώτα, αλλά δεν αναφέρουν τίποτα –ούτε στις υποσημειώσεις– γενικά για το έργο αυτού του αξιόλογου ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και θεατρικού συγγραφέα. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο και δε μ’ εκπλήσσει. Άλλωστε, οι σπουδαίοι –κατά τ’ άλλα– ιστορικοί της λογοτεχνίας μας, Λίνος Πολίτης Μάριο Βίττι και Κ. Θ. Δημαράς, παρόμοια στάση κρατούν και γι’ άλλους πνευματικούς ανθρώπους του λογοτεχνικού Παρνασσού. Δε γνώριζαν, άραγε, τον Ρώτα; Ούτε  το πολυδιάστατο και αξιόλογο έργο του; Ποια ήταν η αιτία της αποσιώπησής του, ακόμη και η μη αναφορά του ονόματός του; (Μόνο ο Βίττι το αναφέρει μια φορά. Έστω, κάτι είναι κι αυτό …) Τους ενοχλούσαν οι αριστερές ιδέες του; Το θεωρούσαν ασήμαντο και άρα ανάξιο της όποιας αναφοράς; (Θεωρούσαν πιο σημαντικό το έργο άλλων ήσσονος αξίας λογοτεχνών, όπως γ.π. του Σπήλιου Πασαγιάννη, του Μηνά Δημάκη και άλλων;) Νόμιζαν ότι αν το αγνοούσαν θα χανόταν με την πάροδο του χρόνου; Πολλά και διάφορα μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα μιας άλλης συζήτησης. Βέβαια, ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σημειώνει ότι «Ο Β. Ρώτας, που έχει γερή σατιρική φλέβα, έγραψε και σατιρικά έργα με κοινωνικό περιεχόμενο και ριζοσπαστικές ιδέες.» Επισημάνσεις και αναφορές για τη σάτιρα του Ρώτα κάνουν και ο Χάρης Σακελλαρίου (στο Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας), ο Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος (στο Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980), η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου (στο μελέτημά της «Η παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα») και ο Αντ. Δελώνης (στο Ελληνική παιδική λογοτεχνία 1835-1985).
Εδώ θα με απασχολήσει το σατιρικό έργο του Βασίλη Ρώτα, το ποιητικό και κυρίως το θεατρικό. Και φυσικά δε θ’ αναφερθώ σε όλο αυτό το έργο, αλλά σ’ ένα τμήμα του, και θα σταθώ σε μερικά σημεία του, σε μερικά δείγματα γραφής του. Θα περιδιαβάσω εν συντομία την περιοχή αυτή, την οποία θεωρώ σημαντική και πρωτίστως άγνωστη στους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς της Λογοτεχνίας μας, αλλά και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, δηλαδή, για μία ακόμη άγραφη σελίδα της Νεοελληνικής Γραμματείας μας. Η έρευνα έφερε στο φως αρκετά ποιήματα και θεατρικά έργα με σατιρικό, αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. Έργα που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους.

Αναφορές στην ποίησή του

Στην ποίηση για παιδιά ο Ρώτας ενσωματώνει ποιήματα εύληπτα, απλογραμμένα, κυρίως στην ποιητική συλλογή «Αυγούλα», τα οποία ο μελετητής του έργου του είναι δυνατό να τα κατατάξει σε χωριστή κατηγορία, με τίτλο: «Σατιρικά-Χοιυμοριστικά». Στο ποίημα «Ο Φακής»,[8] ο ποιητής σατιρίζει και τελικά γελοιοποιεί κάθε θρασύδειλο αξιωματικό, με μια αντιεξουσιαστική ποιητική διάθεση. Ο Ρώτας φαίνεται πως δεν ανέχεται, και άρα  θεωρεί φοβερά ανθρώπινα ελαττώματα, τον εγωισμό, την ψωροπερηφάνια, την κομπορρημοσύνη, την έπαρση, αλλά και τη θρασυδειλία, και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να τα καυτηριάσει μ’ εργαλείο τη σάτιρα.
Στο ποίημα «Κόκορης»[9] παρατηρούμε το ίδιο πνεύμα, όπου σατιρίζεται κι εδώ η θρασυδειλία ενός «Κορωνάτου σπιρουνάτου/κορδωμένου και τριζάτου» κόκορα, ο οποίος ενώ θέλει να φαίνεται σπουδαίος και δυνατός, ουσιαστικά αποδεικνύεται ότι είναι ένας κακόμοιρος θρασύδειλος τύπος, σαν εκείνον τον κόκορα, στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχ. Παπαντωνίου.
Υπάρχει, βέβαια, και το ποίημα του Γερ. Μαρκορά: «Ο Καυχησιάρης» (με το ίδιο θέμα), όπου σημειώνουμε την παραλλαγή της ρωταϊκής ποιητικής έκφρασης: «κορμί κορδωμένο» σε «λείψανο κορδωμένο» στο ποίημα του Μαρκορά. Παρόμοια σατιρικά στοιχεία έχουμε και στο ποίημα «Ο περήφανος καπνός» του Ι. Πολέμη. Ασφαλώς, πρόκειται για δάνεια θεματολογικά και εκφραστικά στοιχεία, αλλά και για αλληλοεπιδράσεις μεταξύ ποιητών, οι οποίοι υπηρετούν τη σάτιρα, στη Νεοελληνική Γραμματεία, σε όλες τις ποιητικές περιόδους.
Ακόμη και στον τετράστιχο μύθο του Ρώτα «Βάτραχος πολεμιστής»,[10] της ίδιας ποιητικής συλλογής, σατιρίζεται και πάλι η θρασυδειλία.
Επίσης στο ποίημα «Ο τεμπέλης»,[11] ο ποιητής σατιρίζει με ειρωνική διάθεση τον τεμπέλη και την τεμπελιά, την απαξία της εργασίας, ενώ στο ποίημα «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης»,[12] αναδεικνύονται, με σατιρική και περιπαιχτική διάθεση, οι δυσκολίες της συνεργασίας και της συμβίωσης, αλλά και τ’ αποτελέσματα της αναποφασιστικότητας, τα οποία οδηγούν αναπόφευκτα στη διχόνοια και στη ρήξη των ανθρώπινων σχέσεων: «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης / δε μονιάζουνε ποτέ: / άσπρο ο ένας, μάβρο ο άλλος, / όχι ο ένας, ο άλλος ναι· / μόλις σμίξουνε χωρίζουν / ο καθένας πιο ζαβός, / ο Σταμάτης όλο πίσω / κι ο Προχώρης όλο μπρος. [...]». Το λεπτό σατιρικό και ειρωνικό ρωταϊκό πνεύμα βοηθά τον αναγνώστη να προβληματιστεί επάνω στη λαϊκή ρήση: «Ο ένας τραβάει στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση».
Στο αντιμιλιταριστικό ποίημα «Οι δυο στρατιώτες-άσμα ηρωικό»,[13] επιχειρείται διακωμώδηση των στρατών και των πολέμων και σατιρίζεται η ματαιοδοξία των φιλοπόλεμων ανθρώπων.
Ο μύθος του «Πέντε ποντικοί»,[14] είναι χιουμοριστικός, με σατιρικά στοιχεία, τα οποία αφορούν: α) την αφέλεια ορισμένων, η οποία αρκετές φορές πληρώνεται ακριβά, β) την πονηριά κάποιων άλλων, που εκμεταλλεύονται την αφέλεια των προηγουμένων, γ) την αντίσταση που πρέπει να προβάλλουμε σε κάθε είδους εξουσία, στην άνομη και άδικη επιθετική στάση αυτών που με πονηριά και ιδιοτελείς σκοπιμότητες ασκούν βία επάνω μας: «Μ’ αν χυμήξει και σε μένα / με τα νύχια τεντωμένα / στόνε πιάνω μια χαρά /και στον κάνω μασκαρά.»
Στην ποίηση για παιδιά και εφήβους είναι δυνατό να καταταγούν και άλλα σατιρικά ποιήματα, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί από τον Ρώτα σε άλλες ποιητικές συλλογές του ή είναι δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Όπως γ.π. το ποίημα «Εθελοντής»,[15] το οποίο αναφέρεται, με ειρωνικό και σατιρικό τρόπο, στην ιστορία ενός στρατιώτη, του Λια και έχει κάποιες επιδράσεις από το ποίημα του Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός». Το ποίημα του Καρυωτάκη είναι αντιμιλιταριστικό, με πολιτικές προεκτάσεις, δείχνει την καταπίεση του στρατού στους στρατιώτες, το μη σεβασμό στις ατομικές ιδιαιτερότητές τους κ.λπ.[16] Ο Λιας του Ρώτα ήταν εθελοντής, σε αντίθεση με το Μιχαλιό του Καρυωτάκη, ο οποίος ήταν κληρωτός. Μόνο στην α΄ στροφή του ποιήματος του Ρώτα είναι εμφανής η ειρωνεία του ποιητή για τα ανούσια πράγματα, που επιβάλλονται σε κάθε στρατιώτη: γ.π. να μαθαίνει να περπατά με ρυθμό «απάνου-κάτ’», να φυλάει σκοπός. Η ρουμελιώτικη διάλεκτος (ίδια με εκείνη που χρησιμοποιεί ο Ζαχ. Παπαντωνίου στο ποίημα: «Η γριά η βαβά μ’»), την οποία χρησιμοποιεί και ο Ρώτας, καθιστούν το ποίημα πιο εύληπτο και διασκεδαστικό. Ο Λιας επιλέγει να υπηρετήσει στο στρατό, ως εθελοντής, χωρίς να φανταστεί ότι η μοίρα του του επιφυλάσσει τη γελοιοποίηση και μάλιστα εμπρός στον ίδιο το βασιλιά. Ο Λιας, αν και έχει εκπαιδευτεί επαρκώς, δεν υπολογίζει ότι την ώρα της επιθεώρησης μια μύγα θα έμπαινε μέσα στη μύτη του και θα τον γαργαλούσε, με αποτέλεσμα – αν και βρισκόταν ακίνητος σε στάση προσοχής και παρουσίαζε το όπλο του – να του πέσει το ντουφέκι και όλοι να γελάσουν με το συμβάν εκτός από το βασιλιά, ο οποίος προσπέρασε, κρατώντας μια διακριτική στάση. Ο ποιητής σαρκάζει για τις άσκοπες δραστηριότητες που συμβαίνουν στο στρατό, οι οποίες φυσικά και δεν καταγράφονται ιστορικά ως σημαντικά γεγονότα, ούτε επίσης καταγράφονται και τα ονόματα των στρατιωτών, που υποχρεώνονται να εκτελέσουν τέτοιου είδους ανούσιες δραστηριότητες.

Ματιές στη δραματουργία του

Ας μεταφερθούμε και στο ρωταϊκό θέατρο, για να διαπιστώσουμε τις σατιρικές επιδώσεις του δραματουργού Ρώτα και ας αναφερθούμε, σχολιάζοντας εντελώς ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα από τα μονόπρακτα, που έχουν το  γενικό τίτλο: «Τα Καραγκιόζικα». Πρόκειται για σύντομους θεατρικούς μονολόγους ή διαλόγους ή ακόμη για θεατρικά κείμενα με δομή και πλοκή, παρόμοια μ’ εκείνη του Λαϊκού Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, με ήρωες και χαρακτήρες τους κλασικούς τύπους του (Καραγκιόζη, Χατζαβάτη, και όλους τους γνωστούς και δημοφιλείς ήρωες  του μπερντέ), με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα «μεταλλαγμένο θέατρο σκιών»,[17] γραμμένο για το θεατρικό σανίδι, με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, με αρκετή σατιρική χροιά στα κείμενά του, τα οποία ο Ρώτας γράφει τη μεταεμφυλιακή δεκαετία του 1950, τμηματικά σ’ εφημερίδες («Αυγή», «Ρίζος της Δευτέρας»), το περιοδικό του «Λαϊκός Λόγος» και περιοδικά της Αριστεράς, «μία από τις ευτυχισμένες στιγμές στη συγγραφική πορεία» του συγγραφέα τους.[18]
Σε όλα αυτά τα 49 μονόπρακτα συνολικά, ο μελετητής μπορεί ν’ ανιχνεύσει σατιρικά στοιχεία. Το Λαϊκό Θέατρο Σκιών επιδρά παντοιοτρόπως στα ενλόγω κείμενα, διανθισμένα βέβαια με πολιτική σάτιρα, με αποτέλεσμα όλα να είναι κατάλληλα για παιδιά[19], κυρίως για εφήβους. Εντελώς ενδεικτικά θ’ αναφερθώ σε τρία απ’ αυτά, με σκοπό να καταδειχθεί η σατιρική φλέβα του Ρώτα και στη δραματουργία του, αν και απαιτείται ευρύτερη μελέτη για μια πλήρη καταγραφή και ερμηνεία.
Το ιστορικό και συνάμα πατριωτικό θεατρικό μονόπρακτο «Ο ήρως Κατσαντώνης»[20] έχει διττή ιστορική και πατριωτική υπόσταση. Από τη μια χρησιμοποιεί ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και από την άλλη τους μεταφέρει στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Συνδέει ιστορικά δύο επαναστατικές εποχές του Ελληνισμού, ο οποίος παλεύει για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία (την Κατοχή και τον Εμφύλιο). Δύσκολη και συγχρόνως τραγική η εμφυλιοπολεμική και μεταεμφυλιοπολεμική εποχή για την πατρίδα μας. Ο Ρώτας σχολιάζει σατιρίζοντας τους πρωταγωνιστές της, τον ξένο παράγοντα, ο οποίος εισβάλλει στα εσωτερικά μιας ξένης χώρας για να επιβληθεί οικονομικά και ασφαλώς πολιτικά, να την καταστήσει προτεκτοράτο και υποτελή του. Ο δραματουργός επιχειρεί σύντομο πολιτικό δημοσιογραφικό σχόλιο με όχημα τη θεατρική τέχνη, μια επιγραμματική περήφανη και αξιοπρεπή ιστορική αναφορά, για λογαριασμό του λαού, του οποίου εκπρόσωποι καθίστανται ο Μπαρμπαγιώργος και ο Καραγκιόζης, γνήσιοι λαϊκοί τύποι, που εκφράζονται πάντοτε με παρρησία, και μάλιστα με δεικτικό τρόπο, χωρίς να φοβούνται το οποιοδήποτε κόστος που εισπράττουν συνήθως από μέρους της εξουσίας, ιδίως ο καμπουρομακρυχέρης Καραγκιόζης.
Στο μονόπρακτο «Το μάθημα της Ιστορίας»,[21] ο Πασάς επιθυμεί να μάθει σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, άλλωστε, ζήτησε δάσκαλο των ελληνικών. Ο Καραγκιόζης προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, παριστάνει το δάσκαλο, και δεν παραλείπει να μιλά με χιούμορ, ειρωνεία και ν’ ασκεί κοινωνική κριτική. Όλα τα διανθίζει με πονηριά και καυστική σάτιρα, λέγοντας αλήθειες, οι οποίες ενίοτε, όταν γίνονται κατανοητές, ενοχλούν τον Πασά. Προσπαθεί, κάποιες φορές, υποκριτικά, να συμφωνεί με τις απόψεις του Πασά, για να διατηρεί την εύνοιά του, να κερδίζει χρήματα και να μη γίνει φανερή σ’ αυτόν η επιστημονική και γλωσσική του ένδεια:

«ΠΑΣΑΣ: [...] Μάτεις εμένα καλές ελληνικές γκλώσσες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τις πιο καλές και νόστιμες, του Φαλήρου! Σήμερα τι μάθημα θες να κάνουμε; Μαθηματικά, Φελοσοφία, Μαριγούλα, Ιστορία;
ΠΑΣΑΣ: Ο γιες, ιστορία. Τέλο γκνωρίζω αυτό λαός. Εντώ το λαός όλο λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά και ντουλειά κατόλου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανάποδος κόσμος, πασά μου. Το σωστό θα ’τανε όλο δουλειά, δουλειά, δουλειά και λεφτά καθόλου.»

Την ίδια τακτική χρησιμοποιεί και στη συνέχεια, δίνοντας στο λόγο του ιστορικό περιεχόμενο – δε διστάζει, ακόμη, και να παραποιήσει την ιστορική πραγματικότητα – για να ικανοποιήσει την άποψη του Πασά για το πνεύμα κλοπής που, δήθεν, διακρίνει τους σύγχρονους Έλληνες. Και προφανώς, ο Πασάς κλοπή εννοεί ό,τι αφορά στη δική του περιουσία. Ο Καραγκιόζης, με την ιστορική αναφορά του, ξεφεύγει προσωρινά, αν και επανέρχεται σε ρεαλιστική βάση, επικρίνοντας τη φορομπηχτική συμπεριφορά του δημοσίου, το οποίο απροκάλυπτα χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Ο Πασάς, όμως, ο οποίος ταυτίζεται με την εξουσία και το δημόσιο, θίγεται από μια τέτοια επικριτική επίθεση, γι’ αυτό χωρίς ν’ ανέχεται μια τέτοια συμπεριφορά ενός δασκάλου που διακηρύσσει με παρρησία την αλήθεια, διατάσσει τον Βελή (Βεληγκέκα) να τον πετάξει «έξω με τις κλωτσιές».

«ΠΑΣΑΣ: Εντώ κλέφτη κόσμο, αμάν τι κλέφτη κόσμο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εδώ είμαστε κλέφτες αναντάμ παπαντάμ. Οι εθνικοί μας ήρωες όλοι κλέφτες. Ο Κατσαντώνης κλέφτης, ο Κολοκοτρώνης κλέφτης, ο Καραϊσκάκης κλέφτης, ο Ανδρούτσος κλέφτης, όλοι οι μεγάλοι άντρες μας κλέφτες: το πιο δοξασμένο κεφάλαιο της ιστορίας μας είναι αυτό που έχει τίτλο «αμαρτωλοί και κλέφτες». Τι περιμένεις από λαό που ’χει προγόνους του αμαρτωλούς και κλέφτες;»
Και συνεχίζει:

«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: [...] Που λες πασά μου, όλοι οι πρόγονοί μας ήντουσαν κλέφτες. Φαντάσου πως σ’ όλη την ιστορία μας ένας μοναχός δεν έκλεψε το δημόσιο και έβγαλε όνομα: ο τίμιος Αριστείδης. Αλλά καλά κάνουνε και κλέβουνε το δημόσιο τέτοιο που είναι. Γιατί την αρχή στην κλεψιά τήνε κάνει το δημόσιο.
ΠΑΣΑΣ: Πώς το λέει αυτό το λόγκο; Κλέβει το ντημόσιο;»

Εδώ, ο Καραγκιόζης δίνει μια διαχρονική άποψη – σχεδόν πεποίθηση των Νεοελλήνων – οι οποίοι πιστεύουν δικαίως ότι το δημόσιο (του αστικού κράτους) είναι άδικο στη φορολόγηση, προπαντός των πολιτών που ανήκουν στις χαμηλόμισθες και μικρομεσαίες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του προς αυτούς και είναι υπερβολικό στην εισπρακτική του πολιτική, αφήνοντας τα «μεγάλα ψάρια έξω από το δίχτυ»:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εμ’ τι κάνει; Φτάνει να σε βάλει στο χέρι και δεν του γλιτώνεις, δράκου ρίζα να ’χεις. Ενώ άμα σου χρωστάει εκείνο, τρέχα γύρευε! Ε, δεν είναι το δημόσιο σήμερα ο μεγαλύτερος κλέφτης που δε μας αφήνει ούτε το σάλιο στη γλώσσα μας αφορολόγητο;
ΠΑΣΑΣ: [...] Το ντημόσιο κλέβει; Ε, ντεν είμαι εγκώ ντημόσιο; Κλέφτη κι εγκώ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμ’ απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι, πασά μου, λέει η ιστορία.»

Ο Καραγκιόζης, ο οποίος εκπροσωπεί στην τέχνη τη λαϊκή θυμοσοφία και τη λαϊκή βούληση, δεν μπορεί άλλο να υποκρίνεται ή να συμβιβάζεται. Έτσι, προκειμένου να μη δημιουργηθούν και πρόσθετα κοινωνικά προβλήματα, με παρρησία λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και κατακεραυνώνει την εξουσία, για την αντιλαϊκή πολιτική της. Έρχεται κάποια στιγμή που το ποτήρι ξεχειλίζει...
Τέλος, θ’ αναφερθώ στο μονόπρακτο «Ο Πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς»[22] (από «Τα Καραγκιόζικα»):
Ο πασάς, ως εκπρόσωπος της πλουτοκρατίας και της εξουσίας, προσπαθεί να ταυτίσει τις έννοιες «πατρίδα» και «περιουσία του πασά-σεράι», προσφέροντας ως δόλωμα στον Καραγκιόζη μια παράλληλη ταύτιση: «πατρίδα» = «καλύβα του Καραγκιόζη». Προσπαθεί να δώσει στον Καραγκιόζη την εντύπωση ύπαρξης ισοδύναμων αξιών ανάμεσα σε δύο τάξεις: ότι, δηλ. το σεράι έχει την ίδια αξία μ’ εκείνη της καλύβας, ότι ο πασάς έχει την ίδια κοινωνική και οικονομική επιφάνεια με τον Καραγκιόζη, ότι όλοι είναι ίσοι, ότι η κοινωνία δεν είναι ταξική:

«ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο:
ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως …
ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, η καλοπέρασή σου …
ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνον η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»[23]

Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν ξεγελιέται ούτε για μια στιγμή. Δίνει στον πασά, υποκριτικά, την εντύπωση ότι συμφωνεί με όσα αυτός του λέει. Όμως, όταν αποφασίζει να του πει κατά πρόσωπο την άσχημη για το λαό πλευρά της πραγματικότητας, δηλαδή την αλήθεια, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της εξουσίας και τη βίαιη στάση της αστυνομίας.
Δεν ανέχεται την παραπλανητική πολιτική του Πασά, η οποία είναι τακτική της εξουσίας για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, να διακηρύσσει τη «συνεργασία των τάξεων», ακριβώς για να μη συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι η κοινωνία που ζούμε είναι ταξική, ότι η εκμετάλλευση και υποδούλωση της εργατικής τάξης συνεχίζεται αλλάζοντας απλά τρόπους και μέσα. Διότι, αν οι λαοί συνειδητοποιηθούν, τότε θα ισχυροποιηθεί η «πάλη των τάξεων», η οποία  αναπόφευκτα και νομοτελειακά θα δημιουργήσει προβλήματα στην άρχουσα αστική τάξη, και θα οδηγήσει τελικά στην ανατροπή της. Οι αναφορές είναι, φυσικά, και σαφέστατα, ιστορικές, της περιόδου 1950 και μετέπειτα. Με την αναφορά του στον Παρθενώνα, εννοεί τις εξορίες των αριστερών της περιόδου εκείνης στη Μακρόνησο.

Δια ταύτα…

Οι συχνότερες επισκέψεις στο έργο του Βασίλη Ρώτα θεωρούνται, κατά τη γνώμη μου, επιβεβλημένες από τους ιστορικούς και μελετητές της Νεοελληνικής και Παιδικής-Εφηβικής Γραμματείας μας. Αυτό αφορά και την προσωπική μου υποχρέωση απέναντι στο ρωταϊκό έργο, το οποίο έχει να μας αποκαλύψει στο μέλλον και άλλες διαστάσεις του, μία από τις οποίες είναι και η ευρύτερη περιοχή της ρωταϊκής σάτιρας, κυρίως στην πολιτική της διάσταση, που αφορά περισσότερο, βέβαια, τους εφήβους, νέους και ενηλίκους, αλλά και τα παιδιά. Το παρόν μελέτημα είναι το ελάχιστο δείγμα και κατά κάποιο τρόπο ένα εισαγωγικό κείμενο που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτής της προσωπικής μου υποχρέωση απέναντι στον ποιητή και δραματουργό Βασίλη Ρώτα.






[1]. Ομιλία στο Χώρο Ελεύθερης Έκφρασης Πολιτισμού «Φίλοι του Μουσείου Μάνης Μιχάλη Κάσση», με τίτλο: «Η σάτιρα στο έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και εφήβους» Στη συνέχεια, το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε τροποποιημένο κάπως στο περ. «Διαδρομές», τεύχ. 82, Καλοκαίρι 2006, σ. 7-15. Στο παρόν κείμενο του περ. «Διαδρομές» έχουν προστεθεί και επιπλέον αποσπάσματα από την προηγηθείσα ομιλία μου.
[2]. Βλ. Καρζής Θόδ., Η σάτιρα και η παγκόσμια ιστορία της. Από τους πρόγονους του Αριστοφάνη μέχρι τους απόγονους του Σουρή, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ. 239.
[3]. Βλ. Κωστία Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 303, Pollard Arthur, Σάτιρα, Ερμής, Αθήνα 22000, σσ. 124 κ.ά.
[4]. Κωστίου Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής, ό.π.,
[5]. Κοκκίνης Σπύρος, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης. Από τις αρχές του 18ου αι. ως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1981, σσ. 275. Ο Σπ. Κοκκίνης, στο ενλόγω  βιβλίο, ανθολογεί τον έμμετρο θεατρικό μονόλογο του Ρώτα «Το διάγγελμα του καραγκιόζη», ο οποίος  περιέχεται στα Καραγκιόζικα [Γ΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 21996, σ. 82-88. Επίσης, βλ. Μαρρές Γιάννης Αθ., Νεοελληνική σάτιρα (Μελέτη και Ανθολόγηση), Αθήνα 1977, σσ. 125.
[6]. Για την πρωτοβουλία του αυτή τιμωρήθηκε μ’ ενάμιση μήνα φυλάκιση και «γλίτωσε το στρατοδικείο χάρη στον έξοχο αξιωματικό Χρ. Καλάρη, που ήταν διοικητής της Σχολής, και που κι αυτόν ο Ψύλλος του τον είχε τσιμπήσει αφού τον έλεγε αράχνη.», βλ. Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Αφιέρωμα), Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου, Επιμέλεια: Ελένη Βασιλοπούλου, Αθήνα 1979, σ. 17-18.
[7]. Αναφορές έχουν κάνει οι: Γ. Κορδάτος, Βούλα Δαμιανάκου, Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Ανδρέας Καρακίτσιος, Γεωργία Λαδογιάννη, Αθ. Ν. Γκότοβος, Χ. Σακελλαρίου, Αντ. Δελώνης, Μαρία Τζαφεροπούλου κ.ά.
[8]. Βλ. Αυγούλα, Επικαιρότητα, Αθήνα 21989, σσ. 94. Για περισσότερα βλ. Θανάση Καραγιάννη, «Ο Φακής. Έπαρση και δρασυδειλία, Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 440, 2002, σ. 45-51.
[9]. Βλ. Αυγούλα, ό.π., 46.  
[10]. Ό.π., σ. 94.
[11]. Ό.π., σ. 59.
[12]. Ό.π., σ. 68.
[13]. Ό.π., σ. 77.
[14]. Ό.π., σ. 92.
[15]. Βλ. περ. «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965, σ. 23.
[16]. Βλ. Γιάννη Παπακώστα, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1992, σ. 17-32.
[17]. Ο καθηγητής κ. Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης είναι ο πρώτος ο οποίος έχει εισαγάγει τον όρο και μελετά με περισσή εμβρίθεια τα συγκεκριμένα θεατρικά μονόπρακτα του Ρώτα, με αποτέλεσμα το μελέτημά του αυτό ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους και μελλοντικούς μελετητές της ρωταϊκής δραματουργίας, βλ. Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, «Τα Καραγκιόζικα του Βασίλη Ρώτα: ένα “μεταλλαγμένο” θέατρο σκιών», περ. «Έρευνα», τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σ. 17-26.
[18]. Ό.π., σ. 19.
[19]. Ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ υποστηρίζει εύστοχα ότι: «Στο βαθμό που το θέατρο σκιών ήταν πάντα και παιδικό θέατρο, αλλά όχι μόνο, και η πολιτική σάτιρα του Ρώτα στα Καραγκιόζικα κινείται κοντά σε αυτό που συμβατικά λέγεται παιδικό θέατρο. Ωστόσο το παιδικό θέατρο του Ρώτα [...] δεν είναι το συνηθισμένο, και η πολιτική σάτιρα όπως τη χειρίζεται αποτελεί και παιδικό θέατρο, που φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την εκάστοτε πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, αποκρύψεις και ψεύτικες διορθώσεις”», «δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και πολιτικό θέατρο.», βλ. το μελέτημά του: «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 9-10, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003, σ. 78.
[20]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 42002, σ. 106-111.
[21]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Β΄], ό.π., σ. 39-43.
[22]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 55-58.
[23]. Ο Ρώτας χρησιμοποιεί παρόμοιες εκφράσεις και σε άλλα κείμενά του: «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Αυτός έτρωγε το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι.», βλ. «Ο ήρως Κατσαντώνης», Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 107 ή «Εμείς πολεμάμε. Αλλά εσείς έχετε τις απολαβές. Την περνάτε ζωή και κότα, με φαγοπότι και μεις σκορδοφάγια και ψείρα.», βλ. Ρώτας Βασίλης, «Η οργή του Αχιλλέα», Ατλαντίς, Αθήνα 2004, σ. 21, στη σειρά: «Κλασσικά εικονογραφημένα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.