Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

"Τα ραβδιά των τυφλών": μια αφορμή για γνωριμία με το θεατρικό έργο του Ρίτσου

«Τα ραβδιά των τυφλών»:
Μια αφορμή για γνωριμία με το θεατρικό έργο του Ρίτσου

«[…] παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις.»
Κωστής Παλαμάς

Του Θανάση Ν. Καραγιάννη

Πανελλήνια πρεμιέρα από μαθητές:

Μία και μοναδική παράσταση: Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης, 24 Μαΐου 1995, ώρα: 20.00. Τους ρόλους του έργου «Τα ραβδιά των τυφλών» του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου απέδωσαν μαθητές του 4ου Λυκείου Ηλιούπολης. Οι δραστήριοι και προοδευτικοί γονείς/μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου σε συνεργασία με το 15μελές Μαθητικό Συμβούλιο ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας το όλο εγχείρημα. Κάτι που ήταν αρκετά δύσκολο. Τα παιδιά δεν είχαν θεατρικές εμπειρίες ή ορισμένα από αυτά είχαν ελάχιστες. Οι υποχρεώσεις του πολλές (μαθήματα, διάβασμα, φροντιστήρια, ωδείο κ.ο.κ.) Το βάρος της σκηνοθεσίας ανέλαβε ένας δάσκαλος της Ηλιούπολης, ο υποφαινόμενος, ερασιτέχνης κι αυτός στο χώρο του θεάτρου και η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του με εφήβους. Δυνατή εμπειρία. Οι άλλοι συντελεστές της παράστασης, ερασιτέχνες κι αυτοί, καθ’ όλα άξιοι και πολλοί δουλευταράδες . Εισηγήθηκα να σκηνοθετήσω την παράσταση του έργου στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου. Αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Τα έξοδα για την έκδοση του προγράμματος και η αμοιβή μου (είχαμε οικονομικές ανάγκες τότε, με τα δυο παιδιά μας να σπουδάζουν στο Λύκειο) καλύφθηκαν από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις που μου έδωσαν επαγγελματίες φίλοι της Ηλιούπολης και δημοσιεύτηκαν στο πρόγραμμα της παράστασης. Τα έξοδα της παράστασης (σκηνικά κ.λπ.) καλύφθηκαν από τον ίδιο το Σύλλογο.
Η επιλογή μου για το συγκεκριμένο έργο ήταν συνειδητή. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν και είναι ο αγαπημένος ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο εκφραστής των ιδανικών και οραμάτων της εργατικής τάξης και του κόμματός της, του Κ.Κ.Ε., και ολόκληρου του βασανισμένου, φτωχού και πολύπαθου λαού μας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος με την εξαίσια τέχνη του εξέφρασε και ανέδειξε όλα τα προβλήματα, τις αγωνίες και τους αγώνες του. Παράλληλα, όμως διαπίστωσα ότι ο Ρίτσος ήταν και θεατρικός . Με την έκδοση των τεσσάρων διασωθέντων θεατρικών έργων του Ρίτσου από τον Κώστα Νίτσο, έμαθα την τόσο σημαντική, αλλά άγνωστη, θεατρική δραστηριότητα του ποιητή. Αιτία για να επιλέξω το συγκεκριμένο έργο ήταν οι σημειώσεις του εκδότη: «Ανέκδοτο και άπαιχτο στην Ελλάδα», «Θέατρο ποιητικό. Κλίμα τσεχωφικό. Ξεκάθαρη κοινωνική αφύπνιση.» Σκέφτηκα, λοιπόν, να επιχειρήσω τη σκηνοθεσία μιας παράστασης ενός έργου του Ρίτσου, που δεν είχε, ακόμη, ανεβαστεί στη χώρα μας. Ενός έργου με κοινωνικά μηνύματα, που πάντοτε έχουν ανάγκη όλοι οι έφηβοι.
Διάβασα το έργο και διαπίστωσα ότι μεταφέρει το θεατή της παράστασης σε μια άλλη εποχή, αρκετά μακρινή για τη σύγχρονη νεολαία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50.
Στο Πρόγραμμα της Παράστασης (24.5.1995), μεταξύ άλλων, έγραφα τα εξής:
«Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως πάντοτε, επιζητεί την κοινωνική αφύπνιση. Στα Ραβδιά των τυφλών δημιουργεί ένα τσεχωφικό κλίμα και προσπαθεί με δραματικούς μονολόγους (Ο Άνθρωπος με το ρεμπούμπλικο, κύρια), σύντομους και κοφτούς διαλόγους, να ευαισθητοποιήσει το θεατή, να τον κάνει να νιώσει την πραγματικότητα γυμνή, λαγαρή, χωρίς φτιασιδώματα.
Ο θεατής παρακολουθεί την παράσταση και σαν σε καθρέφτη βλέπει το είδωλό του, τη ζωή του, με τις χαρές, τις λύπες, τις αγωνίες και τις αγάπες, γιατί τα χρόνια πέρασαν, μα η ζωή μας λίγο πολύ είναι η ίδια σ’ ένα άλλο κοινωνικό επίπεδο, σε μια άλλη ιστορική περίοδο, με τις ίδιες ρίζες, τα ίδια όνειρα, τα ίδια οράματα […] Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης σκιτσάρει με το χρωστήρα της ψυχής του ένα κοινωνικό πορτρέτο γεμάτο από φιλοσοφικά και ποιητικά χρώματα. Ένα πορτρέτο που φεγγοβολάει από συναίσθημα, πάθος, αντιθέσεις, δύναμη χρέους, λαχτάρα ζωής, ελπίδα, έρωτα, αναμνήσεις.
Κεντρική σκηνή η μετεμφυλιακή Ελλάδα του χαφιεδισμού, των διώξεων, της μισαλλοδοξίας, σ’ ένα φόντο θολό, απόμακρο, όπου ο ιδεολογικός βιασμός και η κοινωνική ανελευθερία δροσίζονται από σταγόνες αγάπης κι ελπίδας.
Η άνοιξη έρχεται μέσα στην πολιτική βαρυχειμωνιά μιας πορείας σκληρής και δυσοίωνης, μέσα από φωτεινές αναλαμπές προσωρινής μυσταγωγίας συναισθηματικών εξάρσεων, που ο Ρίτσος, ως ποιητής, γνωρίζει να υφαίνει και πάνω στο θεατρικό σανίδι.
Μέσα από την παρούσα παράσταση, τα εφηβικά όνειρα των δικών μας παιδιών, ανιχνεύουν τις θολές, μυστηριακές μνήμες και ψηλαφούν ιστορικά τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, προσπαθώντας να την κατανοήσουν και να την αλλάξουν.»
Αρχικά δίστασα, μήπως και το περιεχόμενό του δε θα συγκινήσει τους έφηβους ηθοποιούς, που είχαν άλλες εμπειρίες και ενδεχομένως άλλες ιδέες, άλλα ιδανικά και όνειρα για το παρόν και το μέλλον τους. Φοβήθηκα μήπως δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα από αντιδράσεις των γονιών για την επιλογή έργου του γνωστού σε όλους Κομμουνιστή ποιητή, αφού οι μαθητές οπωσδήποτε προέρχονταν από οικογένειες διαφορετικής κοινωνικής, ιδεολογικής αφετηρίας. Αποφάσισα να το επιχειρήσω και… όπου με βγάλει. Πίστεψα ότι ο ποιητικός και κοινωνικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου, η κοινωνική υπόθεση του έργου του, οι δραματικές συγκρούσεις των ηρώων, η κορύφωση και η λύση που αφορούσαν απλά και καθημερινά πράγματα και καταστάσεις των ανθρώπων του μόχθου, που είχαν προβλήματα, όπως και οι ίδιοι οι γονείς και οι άνθρωποι γενικά των λαϊκών στρωμάτων κάθε εποχής – θα τους κέρδιζε. Όπως και έγινε.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν από την εμπειρία και απέδωσαν, το καλοκαιριάτικο εκείνο βράδυ, το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Το «Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης» (σήμερα ονομάζεται Δημοτικό Θέατρο του Άλσους «Δημήτρης Κιντής» Ηλιούπολης) ήταν κατάμεστο από γονείς και συγγενείς των παιδιών, από μαθητές, από εκπαιδευτικούς και από θεατρόφιλους Ηλιουπολίτες. Όλα κίνησαν ομαλά. Οι μαθητές/ηθοποιοί καταχάρηκαν την παράστασή τους. Ο μόχθος τόσων μηνών δεν πήγε χαμένος. Οι γονείς χάρηκαν κι εγώ έμεινα ικανοποιημένος.
Υπήρξε, όμως, και εξέλιξη στην υπόθεση αυτής της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των μαθητών, με κοινωνική, αισθητική και παιδαγωγική ωφελιμότητα γι’ αυτούς, όπως άλλωστε ωφελήθηκαν τοιουτοτρόπως και από την προετοιμασία του έργου για την παράσταση. Το Φθινόπωρο, όταν έμαθα ότι ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Μίμης Κουγιουμτζής, μαθητής του Κουν, ανέβασε στο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης», σε αυτή την πασίγνωστη και αγαπημένη αίθουσα, εκεί που έπαιζε τις κλασικές παραστάσεις του ο μεγάλος δάσκαλος Κάρολος Κουν, του τηλεφώνησα και τον ενημέρωσα για τη φτωχή δική μας ερασιτεχνική προσπάθεια. Παράλληλα του έστειλα υλικό από την παράστασή μας: το Πρόγραμμα και φωτογραφίες. Ενθουσιάστηκε και μας κάλεσε, τα παιδιά και τους συντελεστές της παράστασής μας, να πάμε ένα βράδυ να δούμε δωρεάν τη δική τους επαγγελματική παράσταση. Πήγαμε με δέος στο χώρο, στον άνθρωπο και στο έργο του και παρακολουθήσαμε την παράσταση. Το θέατρο ήταν γεμάτο. Αφού έφυγαν όλοι οι υπόλοιποι θεατές, με εντολή του σκηνοθέτη βγήκαν από τα παρασκήνια όλοι οι ηθοποιοί, κάθισαν στο θεατρικό σανίδι και συζήτησαν με τα παιδιά για μια ώρα, περίπου. Χάρηκα, διότι δόθηκε η ευκαιρία στα παιδιά μας να ζήσουν αυτή τη μοναδική εμπειρία, η οποία θα τους μείνει χαραγμένη στη μνήμη και στην ψυχή τους για πάντα.

Πληροφορίες – επισημάνσεις:

Το έργο είναι τρίπρακτο, το έβδομο θεατρικό έργο του Ρίτσου και το τρίτο από τα σωζόμενα. Γράφτηκε το Γενάρη-Φλεβάρη του 1959. Ο ποιητής έχει γράψει συνολικά οκτώ ολοκληρωμένα θεατρικά έργα. Τα δύο πρώτα έγραψε στην Κατοχή («Το πανηγύρι του ήλιου», 1942, «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών», 1944-1947), το τρίτο αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά («Η Αθήνα στ’ άρματα») (1945), άλλα τρία στα χρόνια του Εμφύλιου και των χρόνων της εξορίας του σε νησιά του Αιγαίου («Τμήμα μεταγωγών Πειραιώς», 1948, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα», 1949, στο Κοντοπούλι της Λήμνου και «Επτά άνθρωποι σ’ ένα αντίσκηνο», 1950, στον Άι-Στράτη) και τα δύο επόμενα έγραψε σε ηλικία 50 χρόνων, στη «δημιουργική νεότητά» του, το 1959 («Τα ραβδιά των τυφλών», «Ο λόφος με το συντριβάνι»).
Αυτά που δε σώθηκαν είναι τα εξής: «Το πανηγύρι του ήλιου», «Τμήμα μεταγωγών Πειραιώς», «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα», «Επτά άνθρωποι σ’ ένα αντίσκηνο». Τα παραπάνω θεατρικά έργα, μαζί με χιλιάδες άλλα χειρόγραφα είχαν μια τραγική κατάληξη. Παραδόθηκαν στη φωτιά από τον ίδιο το δημιουργό τους, αφού προηγουμένως τα σχίζει το 1969, στο σπίτι του, στο Καρλόβασι της Σάμου. Εκεί βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό» από την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών. Παίρνει αυτή την απόφαση για την καταστροφή των χειρογράφων του, διότι έχει πειστεί ότι φτάνει το τέλος της ζωής του, μετά τη γραπτή ιατρική γνωμάτευση καρκίνου, που έχει στα χέρια του. Του μπαίνει, λοιπόν, η ιδέα ότι δε θα ξαναδεί ποτέ το ανέκδοτο έργο του . Τι κρίμα για την Ιστορία του Θεάτρου, αλλά και του Ελληνικού Πολιτισμού, που λόγω αυτής της βεβιασμένης και επίμονης απόφασής του, παρά τις προσπάθειες των δικών του να την αποτρέψουν, στερούμαστε τώρα το μεγάλο αυτό πνευματικό θησαυρό.
«Ο άνθρωπος με το ρεπούμπλικο», δηλαδή ο αφηγητής ή εξηγητής του έργου, είναι ο ίδιος ο ποιητής, που θέλει πριν από κάθε πράξη να βγει στη σκηνή και να πληροφορήσει/εξηγήσει στο θεατή σχετικά με την εξέλιξη του μύθου, με όχημα το γνώριμο, μεστό, λυρικό και ποιοτικό λόγο του. Παράλληλα εκφράζει φιλοσοφικές και κοινωνιολογικού χαρακτήρα σκέψεις, με λυρικό ποιητικό λόγο, εντάσσοντας έτσι το έργο στο ποιητικό μας θέατρο.
Έχει ειπωθεί, από πιο ειδικούς από μένα, ότι ο Ρίτσος στα κείμενά του θέτει σε διαλεκτική σχέση την ελληνική ιστορία με την κοινωνική πραγματικότητα. Ο αναγνώστης της ποίησής του ή ο θεατής του θεατρικού έργου του διαπιστώνει ότι ο Ρίτσος αναδεικνύει με γλαφυρό ποιητικό τρόπο και υψηλή τέχνη, την πολιτική κατάσταση, ενώ συγχρόνως σκιαγραφεί και ψυχογραφεί τους ανθρώπους κάθε εποχής, μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του, εντάσσοντάς τους με θεατρικό τρόπο και με ρεαλισμό στο κοινωνικό πλαίσιο. Όλα φαίνονται, σε πρώτη ανάγνωση, απλά και καθημερινά. Εμβαθύνοντας, όμως, κάποιος διαπιστώνει και άλλα δευτερογενή επίπεδα ανάλυσης. Ο απλός θεατής, δεν υποψιάζεται μόνο, αλλά προβληματίζεται, σκέφτεται, κρίνει. Οδηγείται, σταδιακά, ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες και δυνατότητες, στο επόμενο ή στα επόμενα επίπεδα ανάλυσης. Ενίοτε δίνει στους ήρωές του υπερρεαλιστικές διαστάσεις, χρησιμοποιώντας συμβολισμούς μέσα από έναν αδιάκοπο και ατέρμονο εξαντλητικό διάλογο του υποκειμένου με την ιστορία. Η ποιητικότητα στο θεατρικό του έργο έχει αναλυθεί και διαπιστωθεί δεόντως . Άλλωστε στο συγκεκριμένο έργο, όπως προανέφερα, είναι εμφανέστατη στους μονολόγους «Του ανθρώπου με το ρεπούμπλικο». Ένα χάρμα ακοής και πνευματικής πανδαισίας.

Αναφορές στην υπόθεση:

Οι τυφλοί επαναλαμβάνουν τη συνηθισμένη καθημερινή πορεία τους. Ανάγκη και συνήθεια. Ατμόσφαιρα μουντή, με μοτίβα δυστυχίας. Τα κτυπήματα των ραβδιών τρομάζουν κάποιους. Είναι ο φόβος από την αβεβαιότητα της ζωής που θα ’ρθει; Γιατί γι’ αυτή που πέρασε τι να πούνε; Για «τη ζωή μας την πικρή, τη μαγκούφα, την πονήρω, την πανώρια»; Για τη ζωή της Κατοχής και του Εμφύλιου;
Στην άκρη του δωματίου υπάρχει ένα καπελάδικο. Χώρος σκοτεινός, εμποτισμένος με μιζέρια, με πρόσωπα γεμάτα με πικρές αναμνήσεις, απογοητεύσεις, φρούδες ελπίδες, κινούνται δύσκολα με κάποιες νότες αισιοδοξίας, ενώ ένας κάποιος ερωτισμός και συναισθηματική φόρτιση αχνοφαίνεται που και που. Οι ορφανές πια πέντε αδερφές Καψάλη, ξεπεσμένες οικονομικά και κοινωνικά, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, προσπαθούν να «μαζέψουν τα κομμάτια τους». Οι πληγές τους, και μετά από το θάνατο των γονιών τους, είναι βαθιές. Η ανέχεια τις κάνει να ξεπουλάνε όλα τα «τελευταία θυμητικά του σπιτιού» τους: τ’ ασημένια σερβίτσια, τους πίνακες, τα χαλιά, το σπίτι…
Η μία είναι καπελού, η άλλη δακτυλογράφος, η άλλη παίζει πιάνο και είναι καμένη (από ατύχημα), η άλλη άνεργη και η τελευταία νοικοκυρά. Ο «κύριος» Ανδρόνικος εκμεταλλεύεται τα ορφανά, τα βοηθά με… το αζημίωτο, βέβαια. Η Κάκια το δέχεται και πιάνει δουλειά. Η Άννα αντιδρά έντονα και δε δέχεται την «προστασία» του. Αργότερα θα ψάξει μόνη της για δουλειά, με αξιοπρεπή τρόπο. Η Ελένη προσπαθεί να τα συμβιβάσει. Ο Πέτρος είναι εργάτης συνδικαλιστής, προφανώς κομμουνιστής. Η αστυνομία τον κυνηγά. Ζητάει καταφύγιο στο σπίτι των πέντε αδερφών και του το δίνουν. Τους μεταδίδει μια αισιοδοξία με την αγωνιστικότητά του, που τις μεταμορφώνει στην κυριολεξία. Σε αυτό συμβάλλει και το μωρό της κυρα-Στάθαινας. Ένα βήμα για νέα ζωή. Αποκτούν συντροφικότητα, συνεργάζονται. Η Μαρία κρύβει όλα τα παλιά καπέλα και τα «κομμένα κεφάλια» στο μπαούλο. Έτσι, ξορκίζει το παρελθόν. Το φως μπαίνει άπλετο στα δωμάτια. Κι όμως κάτι τους φοβίζει… «Όλα είναι ένας φόβος – κι η ελπίδα πιο μεγάλος φόβος.» Όμως, η αλλαγή έγινε και οι αδερφές αντιμετωπίζουν τη ζωή με άλλες ιδέες. Ο Πέτρος τους επηρεάζει διαρκώς. Η Άννα λέει: «Δουλεύοντας είναι σα να ξεχνάμε τον εαυτό μας και να τον ανακαλύπτουμε. Το πρώτο βήμα έγινε. Δε φτάνει. Ο Πέτρος λέει, πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ό,τι καλύτερο έχουμε και να το δυναμώσουμε. Όλοι, κάτι καλύτερο έχουμε. Κι η μόνη χαρά είναι να κάνουμε πράξη αυτό το καλύτερο – όχι μονάχα για μας, μα για όλους.» Εκτιμούν τον Πέτρο για τη δύναμη που αντλεί απ’ τις ιδέες του, την πειθαρχία του (στην Οργάνωση) και την προσήλωσή του στο κοινωνικό χρέος του. Η Μαρία και η Ελένη, πλέον, με αφορμή το φορεματάκι για το μωρό της κυρα-Στάθαινας, ανοίγουν πανιά για μια νέα περιπέτεια: κατασκευάζουν παιδικά φορεματάκια. Και είναι ευτυχισμένες. Κάνουν όνειρα. Η Ανθούλα κάνει μαθήματα πιάνου. Η κυρα-Στάθαινα εργάζεται ως οικιακή βοηθός, ξενοδουλεύει. Ο Ανδρόνικος αποδεικνύεται ότι είναι και καταδότης της Ασφάλειας. Ο Πέτρος τον «περιποιείται» με δυο χαστούκια. Η Άννα βρίσκει δουλειά, ταμίας σε μπακάλικο, και είναι χαρούμενη. Η Ελένη οδηγείται στο Αστυνομικό Τμήμα για ανάκριση, προφανώς μετά από ενημέρωση της Ασφάλειας από τον δήθεν «προστάτη» τους, Ανδρόνικο.
Ο δραματουργός παραθέτει εικόνες από την καθημερινότητα της εργατικής τάξης, σύντομα στιγμιότυπα, μικρά ρεπορτάζ. Δίνει την ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η οποία παρά τη φτώχεια της αγωνίζεται, προσπαθεί για το καλύτερο. Δίνει ανθρώπινες στιγμές γεμάτες με συντροφικότητα και αλληλεγγύη, με όνειρα, φοβίες, προβλήματα, αγωνίες, μα και με ευτυχία. Αναδεικνύει, έμμεσα και διακριτικά, χωρίς προπαγανδιστική διάθεση, τις συνεχείς και ουσιαστικές αλλαγές των ηρώων σε ιδεολογικό επίπεδο, επηρεασμένων από την Αριστερά, που εκπροσωπεί με το φωτεινό του παράδειγμα ο Πέτρος.

Η ταυτότητα του έργου :

ΤΙΤΛΟΣ:
Τα ραβδιά των τυφλών
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:
Γιάννης Ρίτσος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ:
Γενάρης-Φλεβάρης 1959
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ:
Γιάννης Βεάκης, με τη συνεργασία του Ρουμάνου ποιητή Στεφάν Ποπέσκου (Stefan Popescu)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ:
1961-1962
ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
Κώστας Νίτσος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ:
Γενάρης-Μάης 1990
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ:
18 Μαΐου 1963: Βραΐλα Ρουμανίας (Κρατικό Θέατρο), σε σκηνοθεσία Γιάννη Βεάκη και με Ρουμάνους ηθοποιούς , με σκηνικά και κοστούμια της Έλενας Πατρασκάνου (Patrascanu)-Βεάκη (1914-1985) και με μουσική επένδυση του Γιάννη Βεάκη, με συνθέσεις του Μάνου Χατζηδάκη και Γιάννη Μαρκόπουλου
ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
24
ΘΕΑΤΕΣ:
7.000 (6400 εισιτήρια και 600 προσκλήσεις)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
24 Μαΐου 1995, Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης, σε σκηνοθεσία Θανάση Καραγιάννη
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
Θεατρική περίοδος 1995-1996 από το «Θέατρο Τέχνης», σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή.
ΔΟΜΗ:
Θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις
ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ:
Εσωτερικό σπιτιού. Εργαστήριο και βιτρίνα καπελάδικου
ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
Περίοδος μετά τον Εμφύλιο πόλεμο
ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ:
Εσωτερικό σπιτιού.
ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
Μερικές ημέρες.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Ο Άνθρωπος με το ρεμπούμπλικο
Πέντε αδερφές
Ανδρόνικος
Πέτρος
Κυρα-Στάθαινα
Αλέκος
Πόπη
Δύο τυφλοί
Αστυνομικός
Το μωρό της κυρα-Στάθαινας (κούκλα)
ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
Πέντε αδερφές
Αλέκος
Ανδρόνικος

Σύντομος επίλογος δημοσιογραφικού χαρακτήρα:

Κλείνω την παρούσα μαρτυρία και αναφορά μου στο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, με τον έπαινο που οφείλουμε κυρίως στον Κώστα Νίτσο, που εξέδωσε τέσσερα διασωθέντα ανέκδοτα έργα του δραματουργού Ρίτσου και που μας πρόσφερε τόσα πολλά γραμματολογικά και ιστορικά στοιχεία σχετικά με αυτά τα έργα. Επίσης, έπαινος αξίζει και στον αείμνηστο σκηνοθέτη-ηθοποιό Μίμη Κουγιουμτζή που ανέβασε στην Αθήνα, για δύο θεατρικές περιόδους (1995-1996 και 1996-1997), «Τα ραβδιά των τυφλών». Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα δούμε να παριστάνονται και τα υπόλοιπα θεατρικά του Ρίτσου από επαγγελματικούς θιάσους της χώρας μας. Νομίζω ότι το οφείλουμε ως λαός – με μπροστάρηδες το Σ.Ε.Η. και τα μέλη του, τους σκηνοθέτες κ.ο.κ. – στον διεθνούς φήμη ποιητή μας, στο τεράστιο αυτό πνευματικό κεφάλαιο του λαού μας, που αγωνίστηκε για κοινωνικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη και καταξίωσε την πατρίδα μας, διεθνώς. Είναι ευκαιρία, και υπάρχει χρόνος, ακόμη, να συμπεριληφθούν παραστάσεις των έργων του στον «εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννησή του». Είθε!

1 σχόλιο:

  1. Καλημέρα,
    Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον το άρθρο και παίρνω το θάρρος να σας γράψω. Αφού δούλεψα μερικά χρόνια ως σκηνοθέτρια, κάνω τώρα ένα διδακτορικό πάνω στα τέσσερα θεατρικά έργα του Ρίτσου στο INALCO (Παρίσι), και θα μου ήταν πολύ χρήσιμο να μάθω περισσότερα για την εμπειρία σας. Μήπως θα δεχόσαστε ν’απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις, μέσω e-mail ή αυτοπροσώπως (θα είμαι στην Αθήνα 3-7 Οκτοβρίου);
    Σας ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια σας (και συγγνώμη για τα ελληνικά μου),
    Chiara Gallo
    chiara.gallo.traductrice@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.