Η Θεατρική Κριτική του Μάριου Πλωρίτη
στην εφ. «Ελευθερία»
για παραστάσεις με κοινωνικά/πολιτικά θέματα
Κυρίες και κύριοι,
Ο Μάριος Πλωρίτης, ως πολυτάλαντος πνευματικός άνθρωπος και πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα μας άφησε, ομολογουμένως, πλούσια και βαριά παρακαταθήκη σε διάφορες περιοχές των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως και στην περιοχή της Θεατρικής Κριτικής. Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι σπούδασε – και το σπουδαιότερο – ασχολήθηκε, εργάστηκε σκληρά, για να γράψει και να δημοσιεύσει ένα πλήθος από κείμενα, που έχουν σχέση με τη Δραματουργία, τη Θεατρολογία, τη Μετάφραση θεατρικών έργων, την Ιστορία του Θεάτρου, τη Φιλολογία, την Πολιτική και Κοινωνική Κριτική κ.ο.κ. Μας κληροδοτήθηκε, λοιπόν, ένας όγκος έργου που μας εντυπωσιάζει και μας φορτώνει ευθύνες για το παρόν και το μέλλον. Το πνευματικό οπλοστάσιο που φέρνει από σημαντικές ακαδημαϊκές και μη σπουδές (στη Νομική, στις Πολιτικές Επιστήμες και στο Θέατρο, στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στην Αμερική), τον βοηθούν να συγκροτεί έναν μεστό και ουσιαστικό λόγο, όχι μόνο σε άρθρα και δοκίμια, αλλά και σε κείμενα Θεατρικής Κριτικής.
Ο Μάριος Πλωρίτης δημοσίευε Θεατρική Κριτική στην εφ. «Ελευθερία», κατά τη χρονική περίοδο 1946-1965 . Ο φακός της σύντομης ερευνητικής μας προσπάθειας θα εστιάσει στην σχεδόν τακτική στήλη που διατηρούσε με τίτλο: «ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ», αλλά ορισμένες φορές και με άλλους τίτλους, όπως: «ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΖΩΗ», «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ» κ.ά.
Σημειωτέον ότι ο Πλωρίτης διαδέχτηκε στην εφημερίδα τον Πέτρο Χάρη, ο οποίος έγραφε τακτικά Θεατρική Κριτική, με τίτλο: «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ», ολόκληρο το 1945. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, δημοσιεύθηκαν τρεις ανυπόγραφες θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα είναι του Πλωρίτη .
Ιδιαίτερα, όμως, θα σταθούμε στη Θεατρική Κριτική του για παραστάσεις, με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, του ευρωπαϊκού και του ελληνικού δραματολογίου του 19ου αι., των αρχών του 20ού αι., του Μεσοπόλεμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε οκτώ θεατρικές κριτικές, των πρώτων χρόνων (1946-1947), τις οποίες δημοσίευσε στην ενλόγω εφημερίδα και θα παραθέσουμε εμβόλιμα κάποια αποσπάσματά τους:
1. Μ. Βοντοπιάνοβ – Γ. Λάπτιεβ, «Αναγκαστική προσγείωση» (ρώσικη κωμωδία πλοκής, σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες) (1.1.1946).
2. Ίρβιγκ Σώου, «Θάψτε τους νεκρούς», σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (19.2.1946), έργο που ο Σώου έγραψε στα 1936, όταν, όπως γράφει ο Πλωρίτης: «Φούντωσε μέσα του η αγανάκτηση για τον ανήθικο παραλογισμό ενός καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου». Ο Πλωρίτης εδώ φαίνεται ότι επηρεάστηκε βαθιά και συγκλονίστηκε από τα πολιτικά, οικουμενικά και διαχρονικά μηνύματα του έργου, με αποτέλεσμα να προβεί σε μια εκτενή και ανισομερή πολιτική και φιλοσοφικού περιεχομένου ανάλυση του θεατρικού κειμένου, μένοντας έτσι περισσότερο στη δραματική υπόστασή του, παρά στην παραστατική του εκδοχή.
3. Στέφαν Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», από την «Αυλαία» (21.3.1946), όπου,
όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, «Η δεξιοτεχνία και κυρίως η αγαναχτισμένη διαμαρτυρία για την κοινωνική αδικία (ο Σ. Τ. συγκρατήθηκε να μην ξεπέση στη φτηνή προπαγάνδα και πολύ εύκολη ρητορεία, μ’ όλο που η φωνή αυτή της οργής προκλήθηκε από την άμεση κι’ οδυνηρή γνωριμιά του με τη δικτατορική καταπίεσι που τον έδιωξε απ’ την πατρίδα του) χάρισαν στο έργο του παγκόσμια επιτυχία, αν και είναι κάπως σχηματοποιημένοι οι τύποι κι’ η δράση τους […]». Επίσης, όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, ο Στέφαν Τσβάιχ, με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός, «[…] είδε αμέσως μια λαμπρή ευκαιρία για ένα θεατρικό πύραυλο – φραγγέλιο της απολυταρχίας και της δικτατορίας, κατηγορητήριο που θα ενσάρκωνε το αίτημα για την ισότητα των ανθρώπων απέναντι στο νόμο και στη δικαιοσύνη.»
4. Δημ. Ψαθά, «Φον Δημητράκης», από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (8.5.1946). Να πώς ο κριτικός σκιαγραφεί τον κεντρικό ήρωα αυτής της «φαρσοειδούς κωμωδίας», με απλά λόγια και καίριες παρατηρήσεις: «Ο Φον Δημητράκης», γράφει, «είναι απ’ τους “τύπους” εκείνους που ξέβρασε ο φοβερός σίφουνας της κατοχής. Προορισμένοι να μείνουν πάντα στο βυθό, έφτασαν ως την επιφάνεια μόνο χάρη στην “ελαστικότητα” της συνείδησής τους και της άμετρης κενοδοξίας τους. Το απρόσιτο όνειρό τους, ο ανικανοποίητος πόθος τους να κυβερνήσουν τον τόπο, πραγματοποιήθηκε μόνο χάρη στην υποδούλωση αυτού του τόπου. Δεν μπόρεσαν να τον κυβερνήσουν παρά όταν ήταν σκλάβος. Άλλο το ζήτημα αν ήταν αληθινά σκλάβος κι’ αν αληθινά τον κυβέρνησαν».
5. Έρσκιν Κ(ά)ώλντγουελ και Τζακ Κίρκλαντ, «Για ένα κομμάτι γης», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (4.1.1947).
6. Δ.Κ. Βυζαντίου «Βαβυλωνία», σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη, από το Εθνικό Θέατρο (12.2.1947).
Μεταξύ άλλων σχολιάζει επικριτικά το έργο, που θεωρεί ιστορικό μεν και κατάλληλο να παίζεται σε ειδικές περιστάσεις, όχι, όμως, να συμπεριλαμβάνεται στο ρεπερτόριο του Εθνικού: «Αλλ’ από τη Βαβυλωνία δε λείπει μόνο η πνοή της μεγάλης σάτιρας. Όσο κι’ αν είναι υπερβολικό νάχει κανείς αξιώσεις απ’ το πρώτο θεατρικό έργο ενός λαού που μόλις ξυπνάει απ’ τη σκλαβιά, δε μπορεί ωστόσο παρά να ζητάει ένα μίνιμουμ δραματικών και τεχνικών στοιχείων. Στη Βαβυλωνία δεν υπάρχουν πρόσωπα – γλωσσικά ιδιώματα μόνο, ντυμένα ντόπια ρούχα – δεν υπάρχει μύθος, η τεχνική είναι πρωτόγονη και στο βασικό θέμα δεν προεκτείνεται, δεν κινείται, δεν προοδεύει, μένει στατικά ανεξέλικτο απ’ την αρχή ως το τέλος, και φυσικά έπειτ’ από λίγο η επανάληψη κουράζει κι’ η αρχική ευθυμία μετατρέπεται σε ουδέτερη παρακολούθηση.»
7. Ευγένιου Ο’ Νηλ «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (28.2.1947), έργο που «φανέρωνε μια νέα ωριμότητα, χρησιμοποιώντας μια δυνατή ιστορία ερωτικού πάθους, αιμομιξίας και παιδοκτονίας ως σχόλιο πάνω στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. », κατά τη χρονική φάση που εγκαταλείπεται ο ρεαλισμός. Ο Πλωρίτης το χαρακτήρισε ως: «το σημαντικότερο ρεαλιστικό δράμα της Αμερικής» και συνέχιζε: «Η αρτιότητα της αρχιτεκτονικής, η συγκλονιστική δύναμη των συγκρούσεων, η ρωμαλεότητα του διαλόγου, η αναγλυφικότητα των μορφών κι’ η ποιητική μορφή […] κάνουν τους “Πόθους” το σπουδαιότερον εκπρόσωπο της παρακμής ενός θεατρικού είδους που περνάει λίγο-λίγο στο παρελθόν».
8. Για την κοινωνική σάτιρα που επιχειρεί ο Μπέρναρ Σω στο θεατρικό έργο του: «Πάνω στα βράχια», από το θίασο Βεάκη – Παππά, στο θέατρο «ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ» (6.3.1947), και για την παράστασή του στο αθηναϊκό κοινό, ο Πλωρίτης σημειώνει: «Ο Ιρλανδικός Ταύρος, έπειτ’ από 40 χρόνων θητεία στην κοινωνική σφαίρα, αποφασίζει με το Πάνω στα βράχια μια κατά μέτωπον επίθεση του Κοινοβουλίου. Ο σαρκασμός των προλήψεων, της ανθρώπινης ηλιθιότητας και της κοινωνικής παραφροσύνης, δίνει τη θέση του σε μια καθαρά πολιτική κωμωδία που πασχίζει ν’ αποδείξει την κωμωδία της πολιτικής».
Η πολυμάθεια του Πλωρίτη στο χώρο της δραματουργίας και θεατρολογίας είναι εμφανής σε όλα τα κείμενά του, τα οποία, αν και ποιοτικά, υπολείπονται της αξίας των μετέπειτα δοκιμίων και άρθρων του. Χαρακτηρίζονται – κατά σημεία – από μια δημοσιογραφική αντίληψη και δομή. Εντούτοις ο αναγνώστης διακρίνει την ευρυμάθεια του συντάκτη τους και την κριτική του ικανότητα. Εμφανής είναι, επίσης, και η μαρξιστική ανάλυση που επιχειρεί – κατά σημεία – αυτός ο σημαντικός διανοούμενος, επηρεασμένος σαφώς από την Αριστερά, που στην Κατοχή, δημιουργεί μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.) την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, αναδεικνύοντας τα γράμματα και τις τέχνες (το θέατρο και τη μουσική, ιδιαίτερα) στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», αλλά και στις εσχατιές της χώρας μας με καθοδηγητή την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.) και την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.)
Στον απόηχο αυτής της μεγαλειώδους άνθησης του ταξικού και λαϊκού πολιτισμού ο Μάριος Πλωρίτης ασκεί το λειτούργημά του, με μέθοδο το διαλεκτικό υλισμό, αναλύοντας τα θεατρικά κείμενα, που παριστάνονται κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κριτικός είναι η απλή δημοτική, όμως διανθισμένη με εκφράσεις και λέξεις, που φανερώνουν δεινό χειριστή του λόγου, αλλά και κατέχοντα τη θεατρολογική ορολογία, που ωστόσο χρησιμοποιεί πολύ διακριτικά, χωρίς να δημιουργεί σύγχυση στο μη μυημένο περί των θεατρικών πραγμάτων αναγνώστη. Τα αποσπάσματα αυτής της εισήγησης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Επίσης, η κριτική του πένα διεισδύει με τέχνη και μέθοδο στην ουσία της δραματικής υπόθεσης, επιχειρεί συγκρίσεις με παρόμοια έργα, αναφέρεται σε προηγούμενη παραστασιογραφία, διαγράφει ενίοτε εντελώς σύντομα – όσο αυτό του επιτρέπεται από το χώρο και την περίσταση – μέρος του υπόλοιπου έργου του δραματουργού και κάποια βιογραφικά του στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης ν’ αντιληφθεί καλύτερα τη συνέχεια και εξέλιξη συνολικά του δραματικού έργου. Με μαεστρία διαγράφει τους χαρακτήρες του κάθε έργου, προσδίνοντάς του τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του, αποκαλύπτοντας τους συμβολισμούς που δίνει ο δραματουργός, αλλά δεν παραλείπει να ακονίσει την κριτική του λεπίδα πάνω στην υποκριτική δεινότητα ή αδυναμία των ηθοποιών, τις αστοχίες του σκηνοθέτη και των άλλων συντελεστών της παράστασης.
Να γ.π. πώς επικρίνει τη σκηνοθεσία του Δημ. Ροντήρη και τη σκηνογραφία του Κλώνη στην παράσταση της «Βαβυλωνίας» στο Εθνικό Θέατρο του 1947: «Η τυπικότητα χαρακτήρισε άλλη μια φορά την παράσταση του Εθνικού. Τα παλιά χνάρια ήταν φανερά, μα φανερή κι η απουσία αληθινής ζωής πάνω στη σκηνή. Το μπρίο, το κέφι, το γλέντι μαρτυρούσαν το μηχανισμό της κατασκευής τους. Μόνο πού και πού, [όταν] οι ηθοποιοί αφίνονταν να ξεπεταχτούν από την “προδιαγεγραμμένη”, ζωντάνευε κάπως ο χλωμός αυτός πίνακας. Λησμονήθηκε πάρα πολύ η συγγένεια της “Βαβυλωνίας” με το λαϊκό θέατρο και δε δόθηκε στην παράσταση ούτε υποψία από τον τόνο της αφέλειας, του πρωτογονισμού και της ορμής που το χαρακτηρίζει. Προπάντων λησμονήθηκε τούτο από τον κ. Κλώνη, που έχτισε πάλι δίπατα σκηνικά, “φόντο” σε τρία τέσσερα πλάνα, εσωτερικά κι’ εξωτερικά τόσο ρεαλιστικά και ογκώδη όσο και σε γερμανικό μελόδραμα. Και γιατί εκείνος ο γκριζορόδινος χρωματισμός για ένα έργο που σφύζει ο λαϊκός πληθωρισμός; Μήπως μίμηση των “φράγκικων” χαλκογραφιών της εποχής; Που και ξενικές είναι και ρομαντικές κι’ άσχετες, οπωσδήποτε, με τη “Βαβυλωνία”.»
Αρκετά αργότερα, στα 1982, θα δημοσιεύσει κείμενό του, με τίτλο: «Το Μεταπολεμικό Ελληνικό Θέατρο (1945-1967). Ένα μικρό διάγραμμα», όπου θα παρουσιάσει συνοπτικά μεν, μεστά και εμπεριστατωμένα δε, και θα αποτιμήσει κριτικά και ιδεολογικά, ολόκληρη τη μεταπολεμική θεατρική παραγωγή στη χώρα μας , με διαλεκτική κριτική σκέψη και κοινωνιολογική μεθοδολογία, επιχειρώντας συγχρόνως μια κάποια ιστορική ανάλυση. Το κείμενό του αυτό οπωσδήποτε στηρίζεται στα κείμενα θεατρικής κριτικής που δημοσίευσε κατά την περίοδο εκείνη στην «Ελευθερία», που έγραψε και μάζεψε τότε σπυρί σπυρί, συγκεντρώνοντας έτσι σιγά σιγά έναν όγκο κειμένων, χρήσιμα για τις μετέπειτα μελέτες και κριτικές αποτιμήσεις του.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο Μάριος Πλωρίτης αναδείχτηκε σε σημαντικό θεατρικό κριτικό της μεταπολεμικής περιόδου, διότι κατείχε εξίσου καλά την αμερικάνικη, ευρωπαϊκή και ελληνική δραματουργία, με ισχυρό υπόβαθρο τις θεωρητικές και ιστορικές γνώσεις του στο χώρο του Θεάτρου, μα και γνώριζε επαρκώς και επακριβώς τη διαδικασία ανεβάσματος μιας θεατρικής παράστασης. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι οι προϋποθέσεις και τα εχέγγυα για μια καλή θεατρική κριτική, από μέρους τού κάθε επίδοξου κριτικού θεάτρου. Ο Μάριος Πλωρίτης πρεσβεύει τα παραπάνω και να πώς τα υποστηρίζει στην ομιλία του με θέμα «Θεατρικές διδασκαλίες», κατά την αγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2000: «Πιστεύω», λέει, «πως καλύτεροι κριτικοί μιας παράστασης είναι εκείνοι που όχι μόνο γνωρίζουν σε βάθος το κρινόμενο έργο φιλολογικά, αλλά και ξέρουν τι σημαίνει και πώς πραγματώνεται η πρακτική διδασκαλία ενός έργου, η προετοιμασία μιας παράστασης. Μόνο αν έχεις ζήσει το μόχθο, τα προβλήματα, το βασανισμό, τις αγωνίες σκηνοθέτη και ηθοποιών, τις πολύωρες, και πολύμηνες ακόμα, προσπάθειές τους να κατανοήσουν το δραματουργό, να βιώσουν και να αναβιώσουν τα πρόσωπά του, να πλάσσουν ένας-ένας κι όλοι μαζί την αρμονία […], μόνο τότε μπορείς να αποτιμήσεις, όσο γίνεται δίκαια, την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος, να διαγνώσεις, ακόμα, την ειλικρίνεια των προθέσεων ή την ιδιοτέλειά τους.» Πολύ εύστοχα ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ, κατά την εκδήλωση εκείνη, επισήμανε για το μεταφραστικό έργο του Πλωρίτη ότι: «Η υφολογία του Πλωρίτη έχει σπάνια γνωρίσματα: κομψότητα στη διατύπωση, ακρίβεια στην έκφραση, κάτι το παιχνιώδες, λεκτικό πλούτο.» Γνωρίσματα, που νομίζουμε ότι χαρακτηρίζουν και τον κριτικό του λόγο.
Τις παραπάνω απόψεις του ο Μάριος Πλωρίτης μετουσίωσε, πρακτικά, σε εκατοντάδες κείμενά του θεατρικής κριτικής, στην εφ. «Ελευθερία», που τόσο συνοπτικά παρουσιάσαμε. Αξίζει να συνεχίσουμε την έρευνα για μια ευρύτερη και πληρέστερη παρουσίαση του θέματος.
Θανάσης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.