Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
και το
«διδακτικό-διαλεκτικό» έργο του
κατάλληλο για παιδιά
και εφήβους
«Το πιο σημαντικό μάθημα που έμαθα ήταν πως
το μέλλον
της ανθρωπότητας μπορεί να ειδωθεί μόνο “από
τα κάτω”,
από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και
εκμεταλλευόμενων.
Μόνο όποιος αγωνίζεται μαζί τους,
αγωνίζεται για την Ανθρωπότητα.»
Γράφει
ο ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ*
Ο Μπέρτολτ
Μπρεχτ έγραψε ορισμένα κείμενα (ποιήματα, πεζογραφήματα και ένα θεατρικό), τα
οποία απεύθυνε σε παιδιά και εφήβους και γενικότερα στη νεολαία. Όμως, αν
διατρέξει κάποιος το σύνολο των δημοσιευμένων και μη έργων του, θα διαπιστώσει
ότι υπάρχουν και άλλα κείμενά του, τα οποία δεν απευθύνει ο ίδιος μόνο σε
ενήλικες, αλλά είναι δυνατό από κάποιους ν’ απευθυνθούν και ασφαλώς είναι
κατάλληλα να διαβαστούν και από παιδιά και εφήβους, γραμμένα όπως πάντοτε με
πολιτική χροιά και μ’ εργαλείο την επαναστατική και διαλεκτική/μαρξιστική σκέψη
του. Στον ιδεολογικό πυρήνα αυτών των κειμένων βρίσκεται η βαθιά πεποίθηση του
Μπρεχτ για ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά
και για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την εδραίωση του
Σοσιαλισμού/Κομμουνισμού.
Εδώ, επιχειρώ
να παρουσιάσω ορισμένα απ’ αυτά, όσα μετάφρασαν και με βοήθησαν πρόσφατα να
εντοπίσω οι συνεργάτιδες του περιοδικού «Θέματα
Παιδείας»: η φιλόλογος-εκπαιδευτικός Νατάσα Αβραμίδου και η πτυχιούχος της γερμανικής φιλολογίας Μέτη
Λυμπέρη, καταθέτοντας συγχρόνως σύντομα ερμηνευτικά σχόλιά μου, προσθέτοντας
και όσα ποιήματα εντόπισα από την υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία. Επίσης,
αρωγός στην προσπάθειά μου στάθηκε το αφιερωμένο στον Μπέρτολτ Μπρεχτ τεύχος
49-50 του περ. «Θέματα Παιδείας», το
οποίο πρόσθεσε αναμφισβήτητα πλουσιότατο υλικό στις μπρεχτικές σπουδές στη χώρα
μας, με πρωτο-μεταφρασμένα έργα του Μπρεχτ, αλλά και με σημαντικές μελέτες για
διάφορες πτυχές του έργου του.
Στην παγκόσμια
Παιδική Λογοτεχνία υπάρχει κοινή πραχτική, ασφαλώς και στη δική μας, οι
λογοτέχνες να γράφουν ορισμένα κείμενα, πρωτίστως για τα δικά τους παιδιά, από
παιδαγωγική ανάγκη, ίσως και για (αισθητικό) πειραματισμό, πριν από τη
δημοσίευσή τους. Με τα κείμενά τους αυτά αναζητούν από τα μικρά παιδιά τους
(αναγνώστες ή ακροατές), τις αντιδράσεις, τις εντυπώσεις και τις κρίσεις τους.
Τα παιδιά τους καθίστανται εν δυνάμει οι πρώτοι, γνήσιοι και αδέκαστοι
«κριτικοί» των έργων τους, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι λογοτέχνες να προβαίνουν
εν συνεχεία στις απαραίτητες διορθώσεις, προσθήκες, αφαιρέσεις κ.ο.κ., όταν θα
θελήσουν να δημοσιεύσουν αυτά τα κείμενα, με σκοπό βέβαια να τα απευθύνουν σε
αναγνωστικό κοινό ανηλίκων.
Έτσι και ο
Μπρεχτ έγραψε ορισμένα κείμενα (πεζά και ποιητικά), τα οποία διάβασε στα παιδιά
του και ορισμένα απ’ αυτά δεν πήραν ποτέ το δρόμο της δημοσιότητας.
Το έργο για (ή
με) παιδιά του Μπρεχτ είναι δυνατό να ενταχθεί στη διαπαιδαγωγική γενικότερα
ιδεολογική αντίληψη που είχε για την κοινωνική σημασία της τέχνης και του
θεάτρου.
Χωρίζεται σε τρεις ενότητες:
Α. Ποίηση
Β. Θέατρο
Γ. Πεζογραφία
Ο Μπρεχτ, με
το λόγο του, διδάσκει, διαπαιδαγωγεί, προβληματίζει, προ(σ)καλεί συνειδήσεις
παιδιών, εφήβων και ενηλίκων, προετοιμάζοντάς μας «για τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθούν.» Βέβαια, δεν είναι όλοι
οι άνθρωποι έτοιμοι να διδαχθούν όσα τους προτείνονται από τους καλλιτέχνες και
τους παιδαγωγούς. Ορισμένοι απ’ αυτούς ενδέχεται να παρουσιάζουν ενίοτε ανόητες
αντιδράσεις και εγωπαθείς συμπεριφορές. Ο Τριακόφ, στα 1934, έγραφε σχετικά με
το θέμα αυτό, μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο
Μπρεχτ ισχυρίζεται ότι η τέχνη είναι ένα τμήμα της παιδαγωγικής. Αν οι άνθρωποι
γενικά αποφεύγουν τη διδαχή, αν προσβάλλονται από κάθε διδακτικό τόνο, αυτό
συμβαίνει απλά επειδή τα σχολειά τους είναι χώροι διαστροφής του ανθρώπινου
μυαλού. Η πραγματική καθοδήγηση είναι κάτι επιθυμητό, κι ο άνθρωπος που τη
δέχεται, που γίνεται σοφότερος και πιο δυνατός, δε μπορεί παρά να ’ναι ευχαριστημένος.»
Α. Ποίηση
Ο Μάριος
Πλωρίτης γράφει: «Η καθαυτό ποιητική
γραφή στάθηκε η πρώτη και μόνιμη εκφραστική του Μπρεχτ, απ’ τα 13 του χρόνια ως
το θάνατό του. Πάνω από χίλια ποιήματα, πολύστιχα και λιγόστιχα, έγραψε στα 45
τούτα χρόνια –πότε ακολουθώντας τις καθιερωμένες φόρμες, πότε παρωδώντας τις,
πάντα καινοτομώντας στη γλώσσα και στην ουσία. Άλλοτε “εμπρεσσιονιστική” κι
άλλοτε δραματικά ή επικά λυρική, άλλοτε “διδακτικά” κι άλλοτε σαρδωνικά
κοινωνικοπολιτική, η ποίησή του δεν είναι μόνο μια αντίδραση στον ύστερο
γερμανικό κλασσικορομαντισμό. Είναι, πάνω και πρώτα απ’ όλα, ποίηση που φωτίζει
τη ζωή και διαφωτίζει τους ανθρώπους, για να την κάνουν βιώσιμη.»
Αρκετά
μπρεχτικά ποιήματα είχαν ήδη μεταφραστεί και εκδοθεί. Ήρθε, όμως, το πλήρωμα
του χρόνου, με την ευκαιρία του παρόντος Συνεδρίου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, να
μεταφραστούν αρκετά ακόμη ποιήματα (ασφαλώς και αρκετά άλλα) του μεγάλου αυτού
κομμουνιστή ποιητή/δραματουργού/διανοητή, Μπέρτολτ Μπρεχτ, πραγματική και
ουσιαστική κοινωνική προσφορά στην εργατική τάξη και τα κοινωνικά λαϊκά
στρώματα.
Ο Μπρεχτ
επιχείρησε πολλές φορές να συνθέσει ποίηση –είτε για ενήλικες είτε για παιδιά–
με μια απλότητα στη γλώσσα και στο ύφος, ώστε να καθίσταται κατανοητή. Αυτό δε
σημαίνει ότι άγγιξε ποτέ την απλοϊκότητα. Αντιθέτως, πρόκειται για ποίηση που
διαθέτει μεν λαϊκά στοιχεία, παράλληλα δε απαιτεί διαλεκτική σκέψη για την
ερμηνεία τους και μια «πολύπλοκη
πληρότητα, που κρύβεται πίσω απ’ τις φαινομενικά απλές εκφράσεις.»
Ο ίδιος
πίστευε τη χρησιμότητα ενός ποιήματος για τα παιδιά, και συγκεκριμένα, έγραφε:
«ένα ποίημα δίνει αληθινή χαρά μόνο όταν
το διαβάζει κανείς κατά βάθος, με ακριβολογία.», βλ. ένα γράμμα που έστειλε
ο Μπρεχτ στους πιονιέρους, στα 1953, και είναι αναδημοσιευμένο, με τον τίτλο: «Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ποιήματα»,
στο περ. «Πολιτιστική» (μετ.: Μαρία
Χατζηγιάννη), τεύχ. 39-41, Ιαν.-Μάρτ. 1986, σ. 176.
«Τέσσερα
Νανουρίσματα» («Wiegenlieder») (1932) (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Τα τέσσερα
αυτά κείμενα παρ’ όλο που δε θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε μ’ ευχέρεια στην
Παιδική Λογοτεχνία, εντούτοις είναι ποιήματα με αφηγηματικό διδακτικό και
κοινωνικό περιεχόμενο. Ο Μπρεχτ αναθέτει σε μια μάνα να εξιστορήσει στο γιο
της, με ειλικρίνεια τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γονείς του (πόλεμο,
φτώχεια, ανεργία) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και της γέννησής του.
Της αναθέτει, επίσης, να εκφράσει τις προσδοκίες της για το παιδί της, οι
οποίες ταυτίζονται με την ταξική συνείδησή της, με σκοπό να της υποδείξει ότι
πρέπει από νωρίς να συμβάλλει στην ταξική διαπαιδαγώγηση του γιου της, για την
αλλαγή του κόσμου.
Και φυσικά τα
«Νανουρίσματα» του Μπρεχτ δεν έχουν
σχέση με τα παραδοσιακά λαϊκά «Νανουρίσματα»
της Λαογραφίας. Δεν είναι τραγούδια για να κοιμίσει μια μάνα τα μωρά της.
Αντιθέτως, είναι ποιήματα για να «ξυπνήσει» πολιτικά μια μάνα τα παιδιά της,
κατά τη διάρκεια της ψυχοπνευματικής τους εξέλιξης.
Σκοπός της
μάνας, λοιπόν, με αυτά τα ποιήματα δεν είναι να του περιγράψει απλά τον πόνο,
τη δυστυχία και την ανέχειά τους, να μείνει σε περιγραφές και διαπιστώσεις,
αλλά να το διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά, ώστε η πορεία του μες στη ζωή να είναι
αγωνιστική, με αποτέλεσμα μαζί με τους συντρόφους του και την τάξη του, να
συντρίψουν το καπιταλιστικό σύστημα και να φέρουν στον κόσμο τη δικαιοσύνη και
την ισότητα. Επιθυμεί και επιδιώκει να το κάνει αγωνιστή από την κούνια του,
ακόμη. Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα:
«Υπάρχει ό,τι δεν έχεις – δεν εχάθηκε, όχι!
Αν δε
σ’ τα δίνουνε, ναν τους τα πάρεις μύρια!
Τις νύχτες ξαγρυπνώ σιμά σου ώρα την ώρα∙
Σε νιώθω: σφίγγεις τη μικρή γροθιά σου. Φα
’τους!
Για πόλεμο σε λογαριάζω απ’ τα τώρα –
ποτέ μην καταπιείς τα σκατοψέματά τους!
Με τους συντρόφους σου (αχ, να γλυκαθούν μου
οι πόνοι!)
τη δύναμη εκεινών να τήνε κάν’ τε σκόνη!
Εσύ, γιε μου, κι εγώ και όλοι οι όμοιοί μας
αντάμα να ’μαστε για πάντα στη γραμμή μας,
για να ’ν’ όλοι οι άνθρωποι ίσοι που η γης
σηκώνει!»
Επισημαίνει,
λοιπόν, το χρέος της συνειδητοποιημένης μάνας με ταξική συνείδηση απέναντι στο
μωρό της, το οποίο δεν περιμένει να μεγαλώσει. Πιστεύει ότι η σωστή δουλειά
πρέπει ν’ αρχίσει από νωρίς. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί πρωτοπόρες μεθόδους, που
ίσως καμία άλλη μάνα να μην είχε σκεφτεί, φυσικά ούτε και η αστική Παιδαγωγική.
Είναι σαφές, ότι μερικά αποσπάσματα από τα νανουρίσματά της προσκρούουν στην παιδαγωγική
δεοντολογία, είναι σκληρά, αφού εκφράζουν τη σκληρή και απάνθρωπη
εκμεταλλευτική πραγματικότητα. Άρα, διαβάζει στο παιδί της αποσπασματικά
κάποιους στίχους, ανάλογα με την αντιληπτική του ικανότητα, στην ηλικία που
κάθε φορά βρίσκεται, αφήνοντας κάθε φορά και κάποιους στίχους γι’ αργότερα. Με
τη μελωδική φωνή της προσπαθεί και με την απαιτούμενη γλυκύτητα και την
τρυφερότητά της να εγχαραχτούν μηνύματα στην ψυχούλα του, στην οποία συνειδητά
προσπαθεί να ενσταλάξει σταδιακά ταξικές νότες, να δημιουργήσει το υπόστρωμα
που απαιτείται για τους μελλοντικούς ταξικούς αγώνες.
Ο Μπρεχτ
έγραψε τα «Νανουρίσματα» στον
Μεσοπόλεμο, καταγράφοντας τις αγωνίες και τους αγώνες απλών εργαζόμενων
μητέρων, οι οποίες κοιλοπόνεσαν και γέννησαν μέσα σε άθλιες κοινωνικές
συνθήκες. Στα κείμενα αυτά, τα οποία έγραψε στα 1932, όταν ο ένας γιος τους, ο
Φρανκ, ήταν ήδη 13 χρόνων, η κόρη τους, Χάννε, 9 χρόνων και ο άλλος γιος τους,
ο Στέφαν, ήταν ήδη 6 χρόνων, καταγράφει τις συνθήκες που αυτοί γεννήθηκαν στα
1919, στα 1923 και στα 1926, αντίστοιχα, αλλά και τις συνθήκες που γεννήθηκαν
και μεγάλωσαν τόσα και τόσα παιδιά σε περιόδους πολέμου, φτώχειας και δυστυχίας
κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη δεκαετία που ακολούθησε.
Όπως και να
’ναι, τα νανουρίσματα του Μπρεχτ είναι αξιόλογα πολιτικά ποιήματα, με ταξικό
προσανατολισμό και τα οποία, ακόμη και σήμερα, διατηρούν την αισθητική και
ιδεολογική τους αξία είτε διαβάζονται αποσπασματικά, είτε όχι, σε παιδιά και
εφήβους. Ποιήματα που αναμφιβόλως είναι δυνατό να προσφέρουν γνώση, κοινωνικό
και ταξικό προβληματισμό, έναυσμα για συζήτηση στα χέρια ιδιαίτερα του
κομμουνιστή εκπαιδευτικού και γονιού.
Στα «Ποιήματα του Σβέντμποργκ» υπάρχει το
ποίημα «Μικρό νανούρισμα», του οποίου
το περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με τα λαϊκά νανουρίσματα. Εδώ, φανερώνεται
η τσιγκουνιά, η απληστία και η διαφθορά του κάθε καπιταλιστή αφεντικού:
«Τραγουδήστε ακόμα ένα τραγούδι και σκεφτείτε
Το
αφεντικό έχει δέσει τη δεκάρα του σ’ ένα σκοινί
Και
τη συνοδεύει όπως ένα σκύλο
Ώστε να
μην μπορεί να του ξεφύγει.
Τραγουδήστε δυνατά!
Και
τολμά να δείχνει στους γείτονές του πως δεν είναι τσιγκούνης.» (απόσπασμα)
(μετ.: Μέτη Λυμπέρη)
Οι
τρεις στρατιώτες (1932) (μετάφραση
κειμένου και σχολίων: Μέτη Λυμπέρη)
Το βιβλίο του
αυτό ο ίδιος ο ποιητής το απευθύνει σε παιδιά.
Προσωπικά πιστεύω ότι πρέπει να το έγραψε για εφήβους και όχι για παιδιά, αφού
συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό πολύ σκληρές φράσεις και εικόνες με εκτελέσεις
παιδιών και ενηλίκων, αλλά είναι γραμμένο και με αλληγορική διάθεση, δυσνόητη ούτως
ή άλλως από τα παιδιά.
Πρόκειται για
μια αντιπολεμική ποιητική σύνθεση, η οποία μ’ έναν πρωτότυπο και ευρηματικό
τρόπο, καταδεικνύει συγχρόνως διάφορα κοινωνικά προβλήματα,
επικρίνοντας τους ίδιους τους εργαζόμενους που τα ανέχονται και έμμεσα τα
διατηρούν σε βάρος τους, αναπαράγοντας το καπιταλιστικό σύστημα που τα
δημιουργεί.
Ο ποιητής με
τολμηρό και παράτολμο, ίσως, τρόπο προσπαθεί να θέσει στους εφήβους
προβληματισμούς, οι οποίοι αφορούν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της
οικογένειάς τους και να τους εξηγήσει ότι υπεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει είναι οι
ίδιοι οι πολίτες μιας χώρας, οι εργαζόμενοι, που δεν αποφασίζουν ν’ ανατρέψουν τον καπιταλισμό.
Το κείμενο
διαθέτει αντιπολεμικά και φιλειρηνικά στοιχεία, αναδεικνύει την ταξική φύση του
πολέμου, η οποία αποκαλύπτεται κάποια στιγμή στους τρεις στρατιώτες:
«Αυτοί οι τρεις στρατιώτες
μπλέχτηκαν στον παγκόσμιο
πόλεμο,
χωρίς να ρωτηθούν, αν θέλουν.
Στην πραγματικότητα δεν είχαν
ιδέα, τι ακριβώς έκαναν εκεί!
Μόλις πέρασε ο τρίτος χρόνος
κατάλαβαν
ότι ήταν ένας πόλεμος των
πλουσίων
κι ότι μόνο οι πλούσιοι
οδηγούσαν τον πόλεμο αυτό,
ώστε οι πλούσιοι να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι.»
Οι τρεις
στρατιώτες, λοιπόν, σε ρεαλιστικό επίπεδο, μετά από τέσσερα χρόνια πολεμικές
κακουχίες, φρίκη, θανάτους, και βιώνοντας το σκληρό, άδικο και απάνθρωπο
πρόσωπο του πολέμου, με «στάση αμείλικτη»,
σκοτώνουν αρχικά το λοχία τους και στη συνέχεια στρέφουν τα όπλα τους ενάντια
στον εσωτερικό ταξικό εχθρό, στους ίδιους τους καπιταλιστές και τους συνεργάτες
τους …
Στον καιρό της
ειρήνης που ακολούθησε, η κατάσταση ήταν σχεδόν εξίσου τραγική με τον πόλεμο. Ο
πόλεμος αυτός έφερε δυστυχία στο λαό, και έτσι οι στρατιώτες μετατρέπονται
αλληγορικά στις τρεις μορφές που αποκτά αυτή η δυστυχία στον καιρό της ειρήνης
(αρρώστια, πείνα και ατύχημα) σκοτώνοντας τους ανθρώπους που δεν παλεύουν για
ν’ απαλείψουν την πηγή της δυστυχίας τους: δηλαδή, το καπιταλιστικό σύστημα,
αιτία της εκμετάλλευσής τους, που ακόμη και στον καιρό της ειρήνης έχει
«πολεμική θωριά» οδηγώντας τους με άλλα μέσα ακόμη και στο θάνατο.
Οι τρεις
αόρατοι στρατιώτες (αρρώστια, πείνα και ατύχημα) είναι οι «από μηχανής» τιμωροί –λογική συνέπεια και απόρροια της αδράνειας
και αδιαφορίας– της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Παρουσιάζονται οι
ίδιοι ως εκτελεστές, με αλληγορική βέβαια σημασία, ενώ ουσιαστικά είναι ο ίδιος
ο λαός που αυτοτιμωρείται, αυτοκαταστρέφεται, αυτοκτονεί, αφού δεν οργανώνεται,
δεν επαναστατεί, με ταξική συνείδηση για να σωθεί από τις συνέπειες της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Ο Μπρεχτ,
επίσης, προβληματίζει
έντονα τα παιδιά/εφήβους ακόμη για την ανυπαρξία του δήθεν καλού θεού και για
το βαυκαλισμό όσων στηρίζονται με προσευχές στη δήθεν «μεγαλοθυμία» του, και
αναμφισβήτητα αργά ή γρήγορα οι ίδιοι «καταρρέουν», αφού ο ανύπαρκτος θεός τους
δεν τους βοηθά τελικά και δεν τους λύνει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματά
τους.
Στον επίλογο
του ποιήματος ο Μπρεχτ αναφέρεται στη λαϊκή εξέγερση, στον εμφύλιο και στη νίκη
της Προλεταριακής Επανάστασης, η οποία εξαφανίζει τους τρεις αόρατους
στρατιώτες από τη λαϊκή δημοκρατία, δηλαδή εκτελούνται στο απόσπασμα (και οι
τρεις): υπονοώντας ότι η πείνα, η ατύχημα και η αρρώστια παύουν να υφίστανται
πια, μέσα στο σοσιαλιστικό σύστημα.
«Το
Παιδικό Αλφαβητάρι» (1934)
Τα ποιήματα
αυτά μάλλον δε δημοσιεύτηκαν. Η θεματολογία τους είναι ποικίλη: διαγράφονται
απλά καθημερινά στιγμιότυπα από την
οικογενειακή ζωή και ασφαλώς διατυπώνονται κάποιες πολιτικές παρατηρήσεις. Για
παράδειγμα η διαχρονική συνήθεια των παιδιών να διαβάζουν με τις ώρες στο
αποχωρητήριο ένα βιβλίο που τους ενδιαφέρει, οι πρώτες απόπειρες των παιδιών
για κατασκευές και τεχνικές δημιουργίες, η ενασχόλησή τους με τ’ αυτοκίνητα από
την παιδική ηλικία μέσα από κατασκευές παιδικών παιχνιδιών. Στο τελευταίο
παράδειγμα, η αναφορά του σχετίζεται με τον έρωτα του Μπρεχτ σ’ ένα παμπάλαιο
αυτοκίνητο μάρκας Φορντ, που απέκτησε αργότερα, το οποίο έβαζε μπροστά με
μανιβέλα, έτρεμε δυνατά και έκανε εκκωφαντικό θόρυβο όταν ταξίδευε, σχεδόν δεν
είχε πάτωμα και κάτω απ’ τα πόδια σου έβλεπες το δρόμο και παρ’ όλα αυτά το
οδηγούσε και το κουμαντάριζε, κατόρθωνε δε να τον υπακούει απόλυτα.
Μια από τις
πολιτικές παρατηρήσεις του αφορά έναν κακό Γερμανό στρατηγό, ο οποίος αν και
απέτυχε στον πόλεμο, το κατεστημένο στρατιωτικό λόμπυ, διαπλεγμένο προφανώς με
το αντίστοιχο πολιτικό, τον προόρισαν για Πρόεδρο της χώρας. Ο ποιητής, λοιπόν,
επιχειρεί τον πολιτικό προβληματισμό των παιδιών, με απλό και κατανοητό τρόπο.
«Ποιήματα
του Σβέντμποργκ» («Svendborger Gedichte») (1934-1938)
Αναφέρω οκτώ
από τα ποιήματα αυτής της περιόδου, κατά την οποία ο Μπρεχτ έζησε εξόριστος στη
Δανία: «Μπαλάντα στο ράφτη του Ουλμ»,
«Ο αδερφός μου ήταν πιλότος», «Ο θεόςναείναιμαζίμας», «Το αλφαβητάρι του πολέμου», «Ο πόλεμος που θα ’ρθει», «Το παιδί, που δεν ήθελε να πλυθεί», «Η δαμασκηνιά», «Όταν οι πάνω μιλούν για την ειρήνη».
Ο ποιητής,
όσον αφορά την μπαλάντα του «Μπαλάντα στο ράφτη του Ουλμ» («Der Schneider von Ulm») (1934) (μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου),
αναφέρεται στο Ουλμ του 1592, όπου ένας ράφτης έδειξε με περηφάνια στον παπά
του χωριού του ότι μπορεί να πετάξει από το καμπαναριό της εκκλησίας, με φτερά
που είχε κατασκευάσει, με αποτέλεσμα όμως να … σκοτωθεί. Ο παπάς, όμως, τον
είχε προειδοποιήσει ότι «ο άνθρωπος δεν
είναι πουλί, / Ποτέ ο άνθρωπος δεν θα πετάξει» (μετ.: Μαρία Αγγελίδου).
Είναι σαφής η
διαλεκτική σχέση και σύγκρουση του παλιού με το νέο, του συντηρητικού με το
προοδευτικό, «της ανεπίκαιρης αλήθειας
του 1592» με την μετέπειτα ιστορική πραγματικότητα, με την εξέλιξη της
τεχνολογίας και της αεροναυπηγικής. Είναι εμφανής η συντηρητική και σαφώς η
μελλοντική αποτυχία της άποψης του παπά, αφού αργότερα ο Άνθρωπος κατάφερε,
βελτιώνοντας την τεχνολογία, να πετάξει πολύ καλύτερα από τα πουλιά.
Στο ποίημα «Ο
αδερφός μου ήταν πιλότος» («Mein Bruder war ein Flieger») (1937) (μετάφραση: Μέτη Λυμπέρη) τονίζεται η ιμπεριαλιστική ναζιστική
επιδρομή στην Ευρώπη, που άφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς και ερείπια. Ένας
από τους νεκρούς ήταν και ένας πιλότος, αδερφός του μικρότερου, προφανώς,
παιδιού/αφηγητή.
«Ο αδερφός μου είναι κατακτητής
Το έθνος
μας έχει έλλειψη σε χώρο
Και
αιτία για να βρούμε και έδαφος να κατακτήσουμε
Είναι
για μας ένα παλιό όνειρο
Ο
χώρος, τον οποίο ο αδερφός μου κατέκτησε […] Έχει μήκος 1,80 μ.
Και
βάθος 1,50 μ.» (απόσπασμα)
Στο ποίημα «Ο
θεόςναείναιμαζίμας» («Der Gottseibeiuns») (μετάφραση: Μέτη
Λυμπέρη) (ο ποιητής θέλει τον τίτλο σα μια ενιαία λέξη), επικρίνεται έμμεσα
και με ποιητικό τρόπο, η θρησκοληψία και η μοιρολατρία, ως αρνητικές αντικοινωνικές
«αξίες»:
«Κύριε καγκελάριε, ο λαός λιμοκτονεί!
Ο
λαός δε γίνεται να πεινάει
Ούτε
εγώ ο ίδιος παίρνω κρέας, μήτε κρασί
Και
μιλώ μέρα νύχτα για εσάς
Κι αν
όντως λιμοκτονείτε /
τότε
φταίει ο θεόςναείναιμαζίμας
αυτός
σας άφησε να πεινάσετε.» (απόσπασμα)
Το τετράστιχο
ποίημα «Το αλφαβητάρι του πολέμου» («Kriegsfibel») (μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης) ο ποιητής το
θέλει γραμμένο σ’ ένα τοίχο σαν αντιπολεμικό σύνθημα:
«Στον τοίχο, με κιμωλία γραμμένο:
Θέλουνε πόλεμο.
Αυτός
που το ’χε γράψει
Το ποίημα «Ο
πόλεμος που θα ’ρθει» («Der Krieg der kommen wird») (μετάφραση: Μέτη
Λυμπέρη) στέλνει αντιπολεμικό μήνυμα στα παιδιά, μέσα από λίγους και
μεστούς νοημάτων στίχους:
«Δεν θα είναι ο πρώτος. Πριν απ’ αυτόν
Έγιναν κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν
τέλειωσε ο προηγούμενος
Υπήρχαν
νικητές και νικημένοι.
Απ’
τους νικημένους, τα κατώτερα στρώματα του λαού
Πεινούσαν. Απ’ τους νικητές
Πεινούσε ο φτωχός λαός, επίσης.»
Στο ποίημα «Το
παιδί, που δεν ήθελε να πλυθεί» («Vom Kind, das sich nicht waschen wollte») (μετάφραση: Μέτη
Λυμπέρη), ένα παιδί, όχι μόνο δεν
ήθελε να πλυθεί, αλλά τουναντίον μουτζουρώθηκε με στάχτες. Όταν δε ήρθε ο
αυτοκράτορας στο σπίτι τους, η μάνα του παιδιού πανικοβλημένη έψαχνε να βρει
ένα πανί για να το καθαρίσει, χωρίς να το κατορθώσει …
«Το παιδί […] δείχνει αφάνταστη ξεροκεφαλιά και διαμαρτύρεται ενάντια στην κρατούσα
και συνήθη τάξη.» Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, χάνει έμμεσα την όποια
κοινωνική/πολιτική «αξία» του. Μετατρέπεται, με τη στάση του παιδιού, σε μια «άχρωμη μάζα – φεύγει». Για μια ακόμη
φορά ο Μπρεχτ μας θυμίζει – έστω αμυδρά – την αντιεξουσιαστική/αντιβασιλική
ιδεολογία του, όπως αυτή διαφαίνεται στο μονόπρακτό του «Ο ζητιάνος ή το ψόφιο σκυλί».
Στο ποίημα «Η
δαμασκηνιά» («Der Pflaumenbaum») (μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής),
ο ποιητής αναφέρεται σε μια μικρή δαμασκηνιά, που προστατεύεται από ένα φράχτη,
που δεν μπορεί να μεγαλώσει γιατί δεν έχει επαρκή ηλιοφάνεια, που δεν είχε ποτέ
ένα δαμάσκηνο. Δεν πρόκειται για μάθημα Φυτολογίας. Αντιθέτως, όπως πάντοτε ο
Μπρεχτ, έτσι κι εδώ, με αλληγορικό τρόπο, περιγράφει τις κατάλληλες κοινωνικές
συνθήκες στις οποίες μπορεί να ζήσει και ν’ αναπτυχθεί ένα παιδί.
Στο ποίημα «Όταν
οι πάνω μιλούν για την ειρήνη» («Wenn die Oberen vom Frieden reden») (μετάφραση: Μέτη
Λυμπέρη), φαίνεται ξεκάθαρα η υποκρισία των ιμπεριαλιστών, οι οποίοι δήθεν
επιθυμούν την ειρήνη, ενώ ήδη έχουν αποφασίσει για τη διεξαγωγή των πολέμων, οι
δε λαοί το μαθαίνουν εκ των υστέρων …
«Γνωρίζει όλος ο λαός
Ότι γίνεται πόλεμος.
Όταν οι πάνω τον πόλεμο αναθεματίζουν
Έχουν οι διαταγές ήδη δοθεί.»
«Ποιήματα
των ζώων»
Στο ανέκδοτο «Παιδικό Αλφαβητάρι» περιέλαβε και τα «Ποιήματα των ζώων», τα οποία έχουν άρωμα
από κείμενα προγενεστέρων του μυθοποιών, χωρίς βέβαια ν’ αναφέρεται επιμύθιο.
Αναφέρω μόνο δυο ποιήματα με πρωταγωνιστές έναν αετό στο πρώτο και μια
πολυποδαρούσα στο δεύτερο.
Ο αετός, με
ενέργειες των επικριτών του, κατέβηκε αναγκαστικά από τα ψηλά βουνά, όπου η
φύση τον ενέταξε για να ζήσει, για να κολυμπήσει σε μια λιμνούλα, όπου και
πνίγηκε. Αν και δε διακρίνεται αν ο ίδιος είχε κάποια ευθύνη, βγαίνει αβίαστα
το συμπέρασμα ότι αν κάποιος πάει ενάντια στη φύση του, αυτοκαταστρέφεται.
Όμως, εδώ, οι επικριτές του τον ανάγκασαν να κατέβει στη λιμνούλα, ίσως με
απειλές ίσως και με κολακείες, ώστε να τον παραπλανήσουν. Το αποτέλεσμα
εντούτοις ήταν το ίδιο. Σε πολιτικό επίπεδο και με αλληγορικό τρόπο, ο ποιητής
εφιστά την προσοχή των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται στο στόχαστρο της αστικής
εξουσίας, να μην κινούνται σε ατομικό επίπεδο, αλλά να οργανωθούν μαζικά και
συντονισμένα, ώστε ν’ αποφύγουν τα χειρότερα. Τούτη η ερμηνεία είναι δυνατό να
δοθεί από κάποιον που δεν αγνοεί την ιδεολογία του ποιητή.
Η
πολυποδαρούσα (ίσως σαρανταποδαρούσα), η οποία ήταν πολύ θρήσκα, βρήκε τραγικό
θάνατο στο κελάρι του πέτρινου σπιτιού που ζούσε, αφού αυτό κάποια μέρα
σωριάστηκε, από αδιευκρίνιστη αιτία. Σε κοινωνικό επίπεδο, μπορεί κάποιος να
πει ότι υπάρχουν άνθρωποι που θρησκεύονται και που πιστεύουν ότι με την
προσευχή τους ο καλός θεός θα στείλει τον άγγελό του και θα τους προστατεύσει
με τις φτερούγες του από κάθε κακό. Όμως, δυστυχώς, συχνά διαψεύδονται, αφού η
μεταφυσική σκέψη τους αδυνατεί να τους προφυλάξει από φυσικές και
κοινωνικο-οικονομικές απειλές, τις οποίες πρέπει να προβλέψουν μ’ επιστημονικό
και λαϊκά σχεδιασμένο τρόπο.
Κι άλλα ποιήματα για παιδιά
Υποθέτω ότι ο
Μπρεχτ έγραψε και άλλα ποιήματα κατάλληλα για παιδιά. Όμως, έχω υπόψη μου μόνο ορισμένα
απ’ αυτά που μεταφράστηκαν πρόσφατα στα ελληνικά και όσα, βέβαια, είναι ήδη
δημοσιευμένα σε μεταφρασμένα βιβλία του ή στον τύπο.
Αναφέρομαι εντελώς
επιφανειακά σε ορισμένα, όπως: «Τραγούδι
του Μαγιού απ’ τα παιδιά», «Παράκληση
των παιδιών», «Παιδικός ύμνος», «Παιδική
σταυροφορία» (1941), «Ο πολεμοχαρής
δάσκαλος».
Στο ποίημα «Τραγούδι
του Μαγιού απ’ τα παιδιά» («Mailied von Kindern») (μετάφραση:
Μέτη Λυμπέρη), απεικονίζονται η αισιοδοξία και η σοσιαλιστική
αγωνιστικότητα των παιδιών, για καλή σοδιά, για καλή ζωή, για πράσινους
κάμπους, για δικό μας ψωμί και δουλειά, βέβαια έχοντας κόκκινη σημαία, δηλαδή σοσιαλιστική
οικονομία. Το παράδειγμα το δίνουν οι γονείς, που αγωνίζονται με
αποφασιστικότητα για να εξαλειφθεί η φτώχεια. Τα παιδιά, επίσης, έχουν
συνειδητοποιήσει ότι μόνο οι δειλοί άνθρωποι ανέχονται την κατάντια και τη
μιζέρια, τις οποίες τους κληροδότησε το αστικό/καπιταλιστικό (ή φεουδαρχικό
σύστημα). Η άνοιξη, και ιδιαίτερα, ο Μάης, συμβάλλει ψυχολογικά ν’ ανεβεί η
διάθεσή τους για δουλειά, για αγώνα, για συνεργασία και επιτυχία, στους
κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους των πολιτών που οργανώνονται και παλεύουν
μέσα στο σοσιαλιστικό σύστημα.
Στο ποίημα «Παρακλήσεις
παιδιών» («Bitten der Kinder») (μετάφραση: Μέτη Λυμπέρη) είναι
ξεκάθαρη η αγωνία και η κραυγή των παιδιών προς τους γονείς και δασκάλους τους,
προς όλους τους ενήλικες, να σταματήσει ο πόλεμος, για να μπορούν να κοιμούνται
ήσυχα τις νύχτες, να χαίρονται ελεύθερα τη ζωή τους, να μην κλαίνε οι μανάδες
για τα τραυματισμένα ή σκοτωμένα παιδιά τους, να σταματήσουν οι σκοτωμοί, ν’
αρχίσει η ανοικοδόμηση της χώρας τους σε όλα τα επίπεδα, για ν’ αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη των παιδιών απέναντι στους ενήλικες. Κι όλα τα παραπάνω τα παιδιά
εύχονται να τα κατορθώσουν οι νέοι κύρια, αλλά και οι μεγαλύτεροι.
«Τα σπίτια να μην καίγονται.
Βομβιστές να μη γνωρίζει κανείς.
Η νύχτα να ’ναι για ύπνο.
Η ζωή να μην είναι τιμωρία.
Οι μανάδες να μην κλαίνε.
Κανείς να μη σκοτώνει κάποιον άλλο.
Όλοι κάτι να χτίζουν.
Έτσι θα μπορείς να τους εμπιστεύεσαι όλους.
Οι νέοι να το κατορθώσουν.
Οι γέροι επίσης.»
Στο ποίημα «Παιδικός
ύμνος» («Kinderhymne»)
(μετάφραση: Μέτη Λυμπέρη) ο Μπρεχτ, χαρίζει στα παιδιά τον καθαρό και
γνήσιο δημοκρατικό λόγο, την ουσία και την πεμπτουσία της ειρηνικής,
αντιρατσιστικής κοινωνικής ζωής. Προσπαθεί ν’ αποκαταστήσει το χαμένο διεθνώς
κύρος της πατρίδας του, μ’ ευθύνη του ναζιστικού Γ΄ Ράιχ, πιστεύοντας στην αξία
των απλών ανθρώπων του λαού του έτσι, ώστε στο μέλλον η Γερμανία να
συνεργάζεται πλέον με άλλους λαούς και σε όλα τα επίπεδα στην ειρηνική ζωή, με
ισότητα και σεβασμό αλλήλων. Δείχνει την αγάπη στην πατρίδα του και την ανάγκη
βελτίωσής της, και συγχρόνως το σεβασμό του στις ξένες πατρίδες.
«Φτώχεια μη σπαταλάς άλλο, κουράγιο
Πάθος όχι άλλη λογική.
Ώστε μια καλή Γερμανία ν’ ανθίσει
Σα μια διαφορετική καλή χώρα.
Ώστε οι λαοί να μην τρομάζουν
Όπως μπροστά σ’ έναν κλέφτη
Αλλά ν’ απλώσουν τα χέρια τους
Σ’ εμάς όπως και σε άλλους λαούς.
Κι ούτε ανώτεροι κι ούτε κατώτεροι
από άλλους λαούς θέλουμε να είμαστε
απ’ τη θάλασσα ως τις Άλπεις
απ’ τον Όντερ μέχρι τον Ρήνο.
Κι επειδή κάνουμε τη χώρα αυτή καλύτερη
Την αγαπάμε και την προστατεύουμε
Και να μπορεί να μας μοιάζει ότι είναι πιο
αγαπημένο μας
Όπως σε άλλους λαούς η δική τους (χώρα).»
Δικά του είναι
και τα ποιήματα: «Παιδική σταυροφορία» («Kinderkreuzzug») (1941) και «Ο πολεμοχαρής δάσκαλος» («Vom Kriegerischen Lehrer»).
Τα ποιήματα
που προτείνω για εφήβους, φυσικά ο ποιητής δεν τα επέλεξε γι’ αυτή την ηλικία.
Είναι προσωπική μου επιλογή με βάση κάποια αξιολογικά κριτήρια, τα οποία θεωρώ
ότι ανταποκρίνονται στο νοητικό και αντιληπτικό επίπεδο των εφήβων, καθώς και
στα ενδιαφέροντά τους. Ποιήματα που προβάλλουν κοινωνικές και ανθρωπιστικές
αξίες και ιδέες, τις οποίες οφείλουμε ως παιδαγωγοί να μεταλαμπαδεύσουμε στη
νέα γενιά.
Ξεχωρίζω
ορισμένα απ’ αυτά, παραθέτοντας ουσιαστικά ένα Μικρό Ανθολόγιο μπρεχτικής Ποίησης
για εφήβους, προς σχολική χρήση, με ολόκληρα ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων.
Επιλέγω τα εξής: «Κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη
σαν ανοίγουν τα σχολεία», «Μήνυμα του
ετοιμοθάνατου ποιητή στη Νεολαία», «Το
ψωμί του λαού», «Άκουγε όταν μιλάς»,
«Εγκώμιο στη Διαλεκτική», «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Οι πιο φτωχοί συμμαθητές απ’ τους
συνοικισμούς των προαστίων», «Η Νεολαία και το Τρίτο Ράιχ», «Κακή εποχή για τη Νεολαία», «Τραγούδι για τους καλούς ανθρώπους», «Αυτό θέλω να τους πω», «Μετανάστες», «Μη ζητάτε πολλή σοφία».
«Κάθε
χρόνο το Σεπτέμβρη σαν ανοίγουν τα σχολεία» («Alljährlich im September wenn die Schulzeit beginnt») (μετάφραση:
Πέτρος Μάρκαρης), όπου
ενώ στην αρχή του ποιήματος περιγράφονται με λίγα λόγια οι προετοιμασίες της
οικογένειας για τη νέα σχολική χρονιά και τα έξοδα που κάνουν κατά την αγορά
των απαραίτητων σχολικών ειδών, και ενώ οι γυναίκες παραπονιούνται –και
δικαιολογημένα–για την ακρίβεια της γνώσης– ο ποιητής θέτει στο τελευταίο
τρίστιχο ένα καίριο πολιτικό πρόβλημα: «Κι
όμως μήτε που υποπτεύονται / Πόσο κακή είναι η γνώση / Που προορίζεται για τα
παιδιά τους». Ο ποιητής γνωρίζει και γι’ αυτό επισημαίνει έμμεσα την ταξική
φύση της αστικής εκπαίδευσης σε βάρος των ασθενέστερων οικονομικά κοινωνικών
ομάδων. Πρόκειται για ζήτημα που ασφαλώς πρέπει να προβληματίσει τα παιδιά, από
νωρίς, από τα σχολικά θρανία τους κιόλας.
«Μήνυμα
του ετοιμοθάνατου ποιητή στη Νεολαία» («Adresse des sterbenden Dichters an die Jugend») (μετάφραση:
Πέτρος Μάρκαρης), όπου
ένας συμβιβασμένος αστός ετοιμοθάνατος ποιητής ενώ έχει συνειδητοποιήσει –έστω
και αργά– τα λάθη της ζωής του, απολογείται προς τη Νεολαία και την παρακαλεί
να μην επαναλάβει το «δικό του κακό
παράδειγμα», λέγοντάς της μεταξύ άλλων τα εξής:
«Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες
μου
Και
τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
[…]
Να κάνετε αυτά που δεν έγιναν
[…]
γιατί κάθισα στων στείρων το τραπέζι
[…]
γιατί ξόδεψα τα καλύτερά μου λόγια
Στη
δική τους / Άσκοπη κουβέντα
[…]
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι
στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων που είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί
[…]»
Και τελειώνει
ως εξής:
«Γι’ αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι
σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά
να σας ζητήσω
Να μη
δώσετε προσοχή σε λέξεις
Που
βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο
στόμα, μήτε και συμβουλή
Καμιά
να μη δεχτείτε
Απ’
αυτούς που στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά
μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο
το καλό για σας και τι σας βοηθάει
Τον
τόπο να χτίσετε που εμείς αφήσαμε
Να
ρημάξει σαν την πανούκλα,
Και
για να κάνετε τις πολιτείες
Κατοικήσιμες.»
Ο ποιητής
σαφώς και προσπαθεί να προβληματίσει τη μαθητιώσα και σπουδάζουσα Νεολαία, ώστε
να διαβάζει με κριτική σκέψη τη διδακτέα σχολική ή ακαδημαϊκή ύλη των
μαθημάτων, και άλλο μέρος της να το επιλέγει με ορθολογισμό και επιστημονική
σκέψη και συγχρόνως το υπόλοιπο να το απορρίπτει ως σκύβαλα δοσμένα με
σκοπιμότητα από την αστική επιστημονική και λογοτεχνική διανόηση για την
παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας, με μεταφυσική, σκοταδιστική και
παραπλανητική διάθεση, με σκοπό τη σύγχυση και την «πλύση» των νεανικών
εγκεφάλων.
«Το
ψωμί του λαού» («Das Brot des Volkes») (μετάφραση:
Πέτρος Μάρκαρης), όπου
με αριστοτεχνικό ποιητικό τρόπο παραλληλίζει, την αναγκαιότητα του ψωμιού για
το λαό μ’ εκείνη της δικαιοσύνης, που θ’ αποδίδεται από το λαό στο λαό,
υπονοώντας μέσα στη Λαϊκή Εξουσία, στο Σοσιαλισμό, δίνοντας και στα δυο την
ίδια –υλική από τη μια και κοινωνικά από την άλλη– αξία:
« […] Ποιος ψήνει το άλλο ψωμί;
Όπως
και τ’ άλλο ψωμί
Έτσι
και το ψωμί της δικαιοσύνης
Πρέπει να ψήνεται απ’ το λαό
Άφθονο, ωφέλιμο, καθημερινό.»
«Άκουγε
όταν μιλάς» («Höre beim Reden!») (μετάφραση:
Πέτρος Μάρκαρης), όπου μέσα σ’ ένα πεντάστιχο υπογραμμίζεται μια σημαντική
παιδαγωγική αξία, η οποία βασικά αφορά τους εκπαιδευτικούς, αλλά και τους
γονείς των παιδιών, σε σχέση με τη συμπεριφορά τους απέναντί τους. Τίθεται προς
προβληματισμό, λοιπόν, το ζήτημα της εγωιστικής και αυταρχικής στάσης ορισμένων
παιδαγωγών, απέναντι στο νεαρό εξελισσόμενο άτομο, στο οποίο χωρίς παιδαγωγικό
τακτ, προσπαθούν να του επιβάλλουν τις όποιες απόψεις τους. Προσπαθούν να τις
μεταδώσουν, αντιπαιδαγωγικά, χωρίς διάλογο, χωρίς υποδειγματική συμπεριφορά,
αυθαίρετα, ως μοναδικοί και απόλυτοι φορείς της γνώσης, που κατέχουν την
αλήθεια, χωρίς να δίνουν την ευκαιρία στους μαθητές τους για αμφισβήτηση ή
έκφραση διαφορετικής άποψης και ανάλογων επιχειρημάτων από μέρους τους. Φορείς
που δεν επιτρέπουν στους μαθητές τους ν’ ανακαλύψουν τη γνώση από μόνοι τους,
χωρίς να την προτείνουν έστω με τη μαιευτική μέθοδο ή τη διαλεκτική σκέψη,
καθώς και με επιστημονικό ερευνητικό τρόπο. Εκπαιδευτικοί που δε διαθέτουν
παιδαγωγική ευαισθησία και στοιχειώδη δημοκρατική συνείδηση, που δεν
αφουγκράζονται τις απορίες, τις απόψεις, τις αντιρρήσεις, τους προβληματισμούς
και τις ερευνητικές αναζητήσεις των μαθητών τους.
«Μη λες πολύ συχνά ότι έχεις δίκιο, δάσκαλε!
Άσε
να το δουν κ’ οι μαθητές!
Μην
πιέζεις πολύ την αλήθεια,
Δεν
το αντέχει.
Άκουγε όταν μιλάς!»
«Εγκώμιο
στη Διαλεκτική» («Lob der Dialektik») (1931) (μετάφραση: Νάντια Βαλαβάνη).
Μάλλον, θα έπρεπε να έχει ως τίτλο του: «Εγκώμιο
στο Διαλεκτικό Υλισμό», με συνεχείς συγκρούσεις αντίθετων κοινωνικών ιδεών,
ταξικού χαρακτήρα, όπως: άδικο ≠ δίκαιο, καταπιεστές/εκμεταλλευτές ≠ εκμεταλλευόμενοι,
συντηρητικοί ≠ προοδευτικοί, συντήρηση ≠ εξέλιξη/αλλαγή, πεσιμισμός/μοιρολατρία
≠ αισιοδοξία, σίγουρο ≠ αβέβαιο, γονατισμένοι ≠ όρθιοι, χαμένη υπόθεση ≠ αγωνιστικότητα/ανατροπή.
Επίσης, αναδεικνύει την αξία της αυτοκριτικής και της δίκαιης απόδοσης ευθυνών
σε κάποιους.
«Όποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το
σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως
ακριβώς είναι, έτσι δε μένει.
Όταν
πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε
Θα
μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί;
Εμείς
πάλι.
Όποιος
γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς
να εμποδιστεί;
Γιατί
οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και
το Ποτέ γίνεται; Σήμερα ακόμα!»
Ο Γιώργος
Κεντρωτής έχει μεταφράσει πιο κατανοητά, κατά τη γνώμη μου, το ενλόγω ποίημα.
Αντιγράφω, ενδεικτικά, τους τελευταίους στίχους:
«[…] Οι γονατισμένοι όλοι, εμπρός! Ορθωθείτε!
Οι χαμένοι όλοι, εμπρός! Στον αγώνα!
Πολεμήστε!
Όποιος την κατάστασή του ξέρει και κατανοεί
πώς θα εμποδιστεί να την αλλάξει;
Οι νικημένοι του σήμερα, βλέπετε,
είναι οι νικητές του αύριο,
όσο για ’κείνο το π ο τ έ
έχει πλέον γίνει, κι έχουμε κιόλας
αργήσει σ ή μ ε ρ α!»
«Άκουσα
πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε» («Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen») (μετάφραση:
Νάντια Βαλαβάνη)
Ο Μπρεχτ
υπογραμμίζει με διαλεκτικό τρόπο την αξία της μόρφωσης. Παρουσιάζει τις
διαχρονικές αντιλήψεις πολλών παιδιών και των ίδιων των οικογενειών τους, οι
οποίοι απαξιώνουν τη γνώση και τη μάθηση, σαν να μην τους είναι απαραίτητες,
λες και το παρόν και το μέλλον τους είναι «στρωμένο με πούπουλα». Επίσης,
επισημαίνει τη συντηρητική και τελικά αντιδραστική άποψη, η οποία δημιουργεί
προβλήματα στους ίδιους τους εργαζόμενους και στα παιδιά τους: ότι, δηλαδή, οι
πολίτες και οι εργαζόμενοι κάθε χώρας έχουν ως σωτήρες τους τους πολιτικούς και
τους ηγέτες τους. Βέβαια, όλες οι παραπάνω αντιλήψεις, που καθίστανται
στερεότυπα στη σκέψη και τροχοπέδη στη δράση των απλών ανθρώπων της εργατικής
τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, «Βέβαια,
αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά», που αντικειμενικά είναι, αν είχαν
συνειδητοποιηθεί ως λανθασμένες από τους ίδιους, απ’ τον καθένα μας, από σένα,
τότε ενκατακλείδι, όπως ισχυρίζεται ο ποιητής, «Η μάθηση θα ’τανε υποχρέωσή σου.»
«Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε
εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
Μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φροντίσαν
Οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια
σας
Σε πέτρα. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
Να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
Εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι
οι καιροί
Όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς
Τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
Τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε θητέψει πλάι σ’ εκείνους
Που ξέρουν τις αλήθειες
Που ισχύουνε για όλους τους καιρούς
Μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
Δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ’τανε υποχρέωσή σου.»
«Οι
πιο φτωχοί συμμαθητές απ’ τους συνοικισμούς των προαστίων» («Die ärmeren Mitschüler aus den Vorstädten») (μετάφραση: Νάντια
Βαλαβάνη)
Ο Μπρεχτ
περιγράφει με απλούς και αδρούς στίχους την κοινωνική και οικονομική κατάσταση
των φτωχών συμμαθητών του, την εξέλιξή τους μέσα στην εκμεταλλευτική, ταξική
και άδικη κοινωνία, την περιφρόνηση που δέχονταν απ’ ορισμένους «Γενίτσαρους»
δασκάλους τους λόγω της ταξικής τους θέσης, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο
σχολείο, τ’ ακατάλληλα «βρώμικα» βιβλία με τα οποία το σύστημα τους δίδασκε την
παραπληροφόρηση και την παραχάραξη της ιστορικής και αντικειμενικής αλήθειας.
Καταγράφει όλες τις ιδεολογικές παραμορφώσεις που έντεχνα και αδιάντροπα τους «καλλιέργησε»
και τελικά τους επέβαλε … η αστική εκπαίδευση, καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών
τους στο αστικό σχολείο, όπως: έμμεσες υποσχέσεις για διορισμό στο δημόσιο, την
υποτέλεια απέναντι στ’ αφεντικά, την καταφρόνηση αξιών όπως είναι οι γονείς και
η μάνα, ιδιαίτερα. Άλλωστε, επειδή το σύστημα τους προετοίμαζε για φτηνά και
αναλώσιμα ανταλλακτικά στην «κρεατομηχανή» του, τους έδινε ελλιπή, άχρηστη και
επουσιώδη γνώση.
«Οι πιο φτωχοί συμμαθητές με τα λεπτά παλτά
τους
Ερχόταν καθυστερημένοι στο πρωινό μάθημα
πάντα
Γιατί μοιράζαν γάλα ή εφημερίδες για τις
μάνες τους.
Οι δάσκαλοι
Τους γράφανε στο μαύρο τους τεφτέρι και τους
βρίζαν.
Για κολατσιό δε φέρναν τίποτα μαζί τους. Στα
διαλείμματα
Γράφαν μέσα στους καμπινέδες τα μαθήματά
τους.
Αυτό απαγορευότανε. Τα διαλείμματα
Ήτανε για αναψυχή και για φαΐ.
Σαν το δεκαδικό αριθμό του π δεν ξέρανε
Ρωτούσανε οι δάσκαλοι: Γιατί
Δεν έμενες καλύτερα στη λάσπη, απ’ όπου
έρχεσαι;
Μα αυτό το ξεραν.
Στους πιο φτωχούς μαθητές απ’ τους
συνοικισμούς των προαστίων
Υπόσχονταν κατώτερες θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες.
Γι’ αυτό το περιεχόμενο των
Βρώμικων σχολικών βιβλίων τους από δεύτερο
χέρι αγορασμένων
Με τον ιδρώτα του προσώπου τους μαθαίνανε
απ’ έξω
Μαθαίνανε να γλείφουνε τις μπότες του
δασκάλου και
Τις μανάδες τους τις ίδιες να καταφρονούνε.
Τα κατώτερα πόστα των πιο φτωχών μαθητών απ’
τους συνοικισμούς των
προαστίων
Βρισκότανε κάτω απ’ το χώμα. Η καρέκλα του
γραφείου τους
Δεν είχε κάθισμα. Θέα τους
Είχανε τις ρίζες των μικρών φυτών. Γιατί
τους βάλανε
Να μάθουνε ελληνική γραμματική και για τις
εκστρατείες του Καίσαρα
Του θείου τον τύπο και τον αριθμό του π;
Στους ομαδικούς τάφους της Φλάντρας, που γι’
αυτούς
ήτανε προορισμένοι
Τι άλλο τους χρειαζότανε πέρα από
Λίγο ασβέστη;
1937»
«Η
Νεολαία και το Τρίτο Ράιχ» («Die Jugend und das Dritte Reich») (μετάφραση:
Νάντια Βαλαβάνη)
Ο Μπρεχτ
προσπαθεί με ουσιαστική επιχειρηματολογία να προβληματίσει τη Νεολαία και
τοιουτοτρόπως ν’ ανατρέψει την σε βάρος της αντικοινωνική, αντιπαιδαγωγική, φιλοπόλεμη,
ναζιστική και αντι-εργατική προπαγάνδα της αστικής τάξης και του Γ΄ Ράιχ. Με τα
ρητορικά, αλλά ουσιαστικά, ερωτήματά του, δίνει προοπτική στη σκέψη των παιδιών
για να δουν πώς θα είναι η ζωή τους στο μέλλον, πνιγμένη σε αντιφάσεις, ψευτιές
και δυσκολίες, αφού κατά τους χρόνους της διαπαιδαγώγησής του στην οικογένεια
και στο σχολείο, τους δόθηκαν στρεβλή πολιτική και κοινωνική μόρφωση, καθώς και
παραχαραγμένη γνώση και σωρεία αστικών «αξιών», που αντιβαίνουν και
αντιμάχονται τα συμφέροντα των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, όπου ανήκουν τα
περισσότερα παιδιά, με αποτέλεσμα το σκοταδισμό και τελικά τον
αποπροσανατολισμό των συνειδήσεών τους από την αλήθεια και την πραγματικότητα.
«1
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η νεολαία
Έχει ήδη με το Τρίτο Ράιχ κερδηθεί.
Αυτό σημαίνει, ότι σε δέκα-είκοσι χρόνια
Ολόκληρος ο λαός θ’ αποτελείται
Μοναχά απ’ της κυβέρνησης τους οπαδούς.
Τι αφελές λάθος στο λογαριασμό τους κάνουν!
2
Αυτοί, που δεν είναι υποχρεωμένοι ακόμα το
ψωμί τους να κερδίζουν
Μα το βρίσκουν πάνω στο τραπέζι, λένε:
Εύκολα βγαίνει το ψωμί. Μήπως αυτό σημαίνει,
πως όταν
Σε δέκα χρόνια θα κερδίζουν το ψωμί τους και
για τα παιδιά τους
Θα πρέπει να το αφήνουν πάνω στο τραπέζι, θα
λένε
Ακόμα τότε: εύκολα βγαίνει;
3
Αυτοί, που το μάρκο ακόμα δεν τους έχουνε
ρουφήξει, είναι που
Υμνούνε την κυβέρνηση. Μήπως αυτό σημαίνει,
πως όταν
Κάποτε τους ρουφήξουνε το μάρκο, ακόμα
Την κυβέρνηση θα υμνούνε;
4
Αυτοί, που ακόμα δεν έχουν ακούσει τις
σφαίρες να σφυρίζουν, λένε:
Όμορφο είναι να πυροβολείς. Μήπως αυτό
σημαίνει, πως όταν
Κάποτε ακούσουνε τις σφαίρες να σφυρίζουν,
θα λένε
Ακόμα τότε: Όμορφος είναι ο
Πόλεμος;
5
Ναι, αν τα παιδιά μένανε παιδιά, θα
μπορούσανε
Τότε συνέχεια να τους διηγούνται παραμύθια.
Μεγαλώνουν όμως
Κι αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται.
6
Σαν η κυβέρνηση μιλάει για τη νεολαία
τρίβοντας τα χέρια της
Μοιάζει μ’ ένα άνθρωπο, που
Τη χιονισμένη βλέποντας πλαγιά, τρίβει τα
χέρια του
και λέει:
Τι ωραία δροσιά θα ’χω το καλοκαίρι
Με τόσο πολύ χιόνι!
1937»
«Κακή
εποχή για τη Νεολαία» («Schlechte Zeit für die Jugend») (μετάφραση:
Νάντια Βαλαβάνη)
Διαχρονικό
μπρεχτικό ποίημα, όπου ενώ τα παιδιά δέχονται από την εκπαίδευση και την
κοινωνία μια ανεπίτρεπτη και σκιώδη ταξική προπαγάνδα, μέσα και από τα βιβλία
που διαβάζουν –στο σχολείο και στο εμπόριο–, με πρότυπα ήρωες που εξυμνούν τις
καπιταλιστικές αξίες (πόλεμο, χρήμα, κομπίνες, τάχα ότι υπάρχει δικαιοσύνη, στο
αστικό κράτος, απέναντι και στους φτωχούς κ.ο.κ.), έρχεται η ευτυχισμένη ώρα
για ορισμένα παιδιά που έμαθαν από την οικογένειά τους κυρίως, να σκέφτονται
λογικά, κριτικά, διαλεκτικά και ταξικά, με αποτέλεσμα να γκρεμίζουν στη
συνείδησή τους ό,τι το αστικό σχολείο λαθεμένα τους προπαγάνδισε. Ο ποιητής
υπογραμμίζει και τον άχρηστο χρόνο που επιβάλλει το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα
στους μαθητές για να μάθει τα «σκύβαλα», που του προσφέρει ως πνευματική τροφή,
στερώντας του πολύτιμο χρόνο από το δημιουργικό του ομαδικό παιχνίδι στη φύση.
«Αντί το δάσος να παίζει με τους συνομηλίκους
του
Κάθεται ο μικρότερός μου γιος σκυμμένος πάνω
απ’ τα βιβλία
Και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
Για τις κομπίνες των λεφτάδων
Και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση, ότι οι νόμοι μας
Εξίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους
κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
Ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο
συγγραφέας
πουλημένος είναι
Το νεαρό το μέτωπο φωτίζεται. Α’ τη μεριά
μου
Το επιδοκιμάζω, κι όμως θα ’θελα να μπορούσα
Μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του
προσφέρω
Που σ’ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει
με τους συνομήλικούς του»
«Τραγούδι
για τους καλούς ανθρώπους» («Lied über die guten Leute») (μετάφραση:
Νάντια Βαλαβάνη)
Ο κομμουνιστής
ποιητής εδώ αναφέρεται στους ουσιαστικά καλούς ανθρώπους, στη μετριοφροσύνη
τους, στην προσπάθειά τους για αυτοβελτίωση, στην αυτοσυνειδησία τους ότι δεν
είναι τέλειοι. Τονίζει την υποδειγματική κοινωνική και αλτρουιστική συμπεριφορά
τους, η οποία γίνεται σωστό κοινωνικό πρότυπο, που λειτουργεί αβίαστα στη
συνείδησή μας. Δρουν αλληλέγγυα στην κοινωνία, και ως εκ τούτου, είναι χρήσιμοι
και απαραίτητοι στους συνανθρώπους τους. Εξελίσσονται συνεχώς προς το καλύτερο
και έτσι κερδίζουν με το μέρος τους και άλλους από το εγγύς και ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον τους. Η ζωή τους μας ευαισθητοποιεί και μας προβληματίζει,
χωρίς οι ίδιοι ενδεχομένως να επιδιώκουν συνειδητά κάτι τέτοιο. Δεν προσπαθούν
να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους, αν και είναι καλύτεροι ως άνθρωποι.
Συνεργάζονται μαζί μας για λυθούν τα κοινά μας προβλήματα, χωρίς επιδεικτικά να
μας προκαλούν, παρά μόνο ενεργώντας με απλότητα και μετριοφροσύνη. Λειτουργούν,
ορισμένες φορές, και ως αντι-πρότυπα, αφού διαπιστώνεται η διαλεκτική σχέση των
πράξεων και καθημερινών σχέσεών τους. Κερδίζουν, έτσι το ενδιαφέρον μας, αφού
ήδη μας έχουν κερδίσει με την καλοκάγαθη συμπεριφορά τους. Δε θυμώνουν και δεν
«επιβάλλουν» σε κανένα καλές συμπεριφορές, αλλά ούτε δέχονται από τους άλλους
ανεπίτρεπτες συμπεριφορές. Αν τη θετική απέναντί μας συμπεριφορά τους, εμείς
απερίσκεπτα την απωθούμε, αυτοί αντιδρούν υπομονετικά, χωρίς εγωιστική διάθεση,
η οποία χαρακτηρίζει τους μάλλον τους ανθρώπους που δεν έχουν ούτε ατομικό ούτε
κοινωνικό ήθος.
«1
Τους καλούς ανθρώπους τους αναγνωρίζεις
Απ’ τ’ ότι γίνονται καλύτεροι
Σαν τους αναγνωρίζεις. Οι καλοί άνθρωποι σε
Προσκαλούνε να τους βελτιώσεις, γιατί
Πώς γίνεται κανείς πιο έξυπνος; Μέσα απ’ αυτά
που ακούει
Και μ’ αυτά που του λένε.
2
Την ίδια όμως στιγμή
Βελτιώνουνε αυτοί καθένα που τους κοιτάζει
και καθένα
Που κοιτάζουνε. Όχι μονάχα επειδή βοηθούνε
τον καθένα
Να βρει φαΐ ή να βλέπει καθαρά, αλλά ακόμα
περισσότερο μέσα από τ’ ό,τι
Εμείς γνωρίζουμε πως αυτοί οι άνθρωποι είναι
ζωντανοί
Κι αλλάζουνε τον κόσμο – και τους
χρειαζόμαστε.
3
Αν κάποιος πάει να τους βρει, είναι ’κει
πέρα.
Θυμίζουν τα δικά τους
Παλιά πρόσωπα της τελευταίας συνάντησης.
Όσο και να ’ναι πάντα αλλαγμένοι –
Γιατί ακριβώς αυτοί είναι που αλλάζουν –
Έχουνε γίνει ακόμα πιο γνωστοί.
4
Μοιάζουνε μ’ ένα σπίτι που τους βοηθήσαμε να
χτίσουν.
Δε μας εξαναγκάζουνε μέσα εκεί να κατοικούμε
Μερικές φορές και δε μας το επιτρέπουν.
Μπορούμε να ερχόμαστε σ’ αυτούς όποτε
θέλουμε
όσο μικροί κι αν είμαστε, μα
Αυτό που φέρνουμε μαζί μας πρέπει να το
’χουμε ψαγμένο.
5
Ξέρουνε να αιτιολογούν τα δώρα τους
Αν βρούνε πως τα πέταξες μακριά, βάζουν τα
γέλια.
Αλλά και σε τούτο μπορείς πάνω τους να
στηριχτείς, στ’ ό,τι
Παρεκτός αν στηριζόμαστε στους ίδιους τους
εαυτούς μας
Δεν μπορούμε πάνω τους να στηριχτούμε.
6
Όταν κάνουν λάθη, εμείς γελάμε:
Γιατί αν βάζουνε μια πέτρα σε λαθεμένη θέση
Εμείς, παρατηρώντας τους, βλέπουμε
Τη σωστή.
Κερδίζουνε καθημερινά το ενδιαφέρον μας,
όπως
Καθημερινά οι ίδιοι κερδίζουν το ψωμί τους.
Γιατί
Ενδιαφέρονται για κάτι
Που βρίσκεται έξω από τους ίδιους.
7
Οι καλοί άνθρωποι μας απασχολούν
Δε φαίνονται ικανοί τίποτα να τελειώσουνε
μονάχοι
Όλες οι λύσεις τους περιέχουνε προβλήματα
ακόμη.
Τις επικίνδυνες στιγμές πάνω σε καράβια που
βουλιάζουνε
Βλέπουμε ξαφνικά τα μάτια τους πάνω μας να
στηλώνονται μεγάλα
Αν και δε μας θεωρούνε εντελώς σωστούς έτσι
όπως είμαστε
Παρόλα αυτά είναι σε συμφωνία μαζί μας.»
«Αυτό
θέλω να τους πω» («Das will ich ihnen sagen») (μετάφραση:
Νάντια Βαλαβάνη)
Εδώ ο Μπρεχτ
αναφέρεται στην εμπορευματοποιημένη γνώση, η οποία αποκτάται φτηνή και
προσφέρεται ακριβή, σε βάρος των πολλών. Μια γνώση, βέβαια, η οποία προσφέρεται
από το αστικό σύστημα, λειψή και διαστρεβλωμένη, με σκοπό να το διατηρεί και να
το αναπαράγει στην εξουσία και στις συνειδήσεις της νεολαίας. Μια συντηρητική
γνώση που βασίζεται στη βία της επιβολής και της κυριαρχίας των λίγων ενάντια
στους πολλούς. Μια γνώση που διατηρεί την υποτέλεια απέναντι στους
εκμεταλλευτές και την παραμονή τους στην εξουσία. Έτσι, ώστε να παραταθεί η
θυσία των εκμεταλλευόμενων. Τελικά, όμως, ο ποιητής δείχνει στον αναγνώστη ότι
ο ίδιος προβληματίστηκε μ’ αυτή την κατάσταση και τελικά αποφάσισε … Προφανώς,
την αλλαγή της πολιτικής στάσης του, καλώντας έμμεσα τον αναγνώστη να πράξει το
ίδιο.
«Αναρωτιέμαι: γιατί να συζητάω μαζί τους;
Ψωνίζουνε τη γνώση για να την πουλήσουν.
Θέλουν να μάθουνε πού υπάρχει γνώση φτηνή
Που να μπορούνε ακριβά να την πουλήσουν.
Γιατί
Να ενδιαφερθούνε να γνωρίσουν ό,τι
Ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει;
Θέλουνε να νικήσουν
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουνε να
ξέρουν.
Δε θέλουνε άλλοι να τους καταπιέζουν
Θέλουνε να καταπιέζουνε οι ίδιοι.
Δε θέλουνε την πρόοδο.
Θέλουνε την υπεροχή.
Πειθαρχούνε σ’ όποιον
Τους υπόσχεται πως θα μπορούνε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
Για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της
θυσίας.
Τι να τους πω, σκέφτηκα. Αυτό
Θέλω να τους πω, αποφάσισα.»
«Μετανάστες»
(μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
Πολιτικός
πρόσφυγας και πολιτικός εξόριστος ο ίδιος ο Μπρεχτ και η οικογένειά του, για
μια 15ετία (1933-1948), δεν ήταν δυνατό να μην είναι ευαισθητοποιημένος με το
δράμα που βιώνει κάθε μετανάστης. Έτσι, αποτυπώνει με ποιητικό τρόπο πολύ
παραστατικά τις κακουχίες των προσφύγων, τα συναισθήματά τους, την αρνητική και
ενίοτε εχθρική αντιμετώπιση των ντόπιων της χώρας που κάθε φορά τους φιλοξενεί.
Ένα ποίημα με καταγγελτικό λόγο, ο οποίος δημιουργεί προβληματισμό, αλλά και
μήνυμα γι’ αλλαγή του πολιτικού και ιδεολογικού status, που αφορά το μεγάλο και σημαντικό
αυτό διεθνές πρόβλημα.
«Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα το όνομα που μας
δίναν:
“Μετανάστες”
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.
Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας
προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ’ναι,
μα εξορία.
Εμείς απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο
μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,
καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλη όχθη, πνίγοντας μ’
ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε,
τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτα απ’ όσα έγιναν,
τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή!
Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα
στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που
κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια
ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας
μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»
«Μη
ζητάτε πολλή σοφία» («Verlangt nicht zuviel Klugheit») (Βερολίνο
1924-1933) (μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης)
Εδώ τίθεται η
αξία της λογικής σκέψης στην Πολιτική και η άρση της εμπιστοσύνης στους κάθε
λογής «ηγέτες» και «σωτήρες». Και ο ποιητής προτείνει έμμεσα περισσότερη τόλμη
και αποφασιστικότητα για ριζικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, ώστε να
βελτιωθεί η ζωή όλων μας.
«Πολλή σοφία μη ζητάτε, γιατί σοφία δε
χρειάζεται πολλή
Να καταλάβεις πώς το ένα περσότερο είναι από
κανένα.
Μην υπολογίζετε μονάχα στην εμπιστοσύνη∙
Το μοναδικό προστάτη του κανείς δεν τον
αφήνει.
Μη βασίζεστε μονάχα στους τολμηρούς∙
Οι περσότεροι τόλμη έχουν αρκετή για να
σώσουν τη ζωή τους.»
Β. Θέατρο
Στο θέατρο για
ενήλικες, αλλά και στο θέατρο που απευθύνεται ή είναι κατάλληλο για παιδιά ή
και για παιδιά, ο Μπρεχτ πειραματίστηκε, εργάστηκε σκληρά σε δραματουργικό,
σκηνικό, σκηνοθετικό και θεωρητικό επίπεδο και πρόσφερε στην Ανθρωπότητα τη
δική του μεθοδολογική πρόταση (το ερευνητικό εργαλείο) στη θεατρική
πραγματικότητα, δηλαδή το επικό
(υλιστικό επαναστατικό), το διδακτικό και
το διαλεκτικό/πολιτικό εντέλει προλεταριακό θέατρο. Αντικατέστησε τη «λογική της μεταφυσικής» και τη «δραματική φόρμα (μεταφυσική, ιδεαλιστική,
μικροαστική)» του Αριστοτέλη με τη δική του «επική φόρμα (υλιστική, διαλεκτική, επαναστατική)». Ο
Αριστοτέλης και ο Μπρεχτ, βέβαια, συμφωνούσαν ότι η τέχνη είναι διαδικασία
νοηματική και ότι είναι μαζί ψυχαγωγία και συναίσθημα. Ο Μπρεχτ πίστευε στο «θέατρο της επιστημονικής εποχής», γι’
αυτό επιθυμούσε η απόλαυση (που παρέχει η τέχνη) να μεταβάλλεται σε μάθηση και
το αντίστροφο, η μάθηση να μεταβάλλεται σε απόλαυση.
Γενικότερα
αντικατέστησε το θέατρο που θέλει το θεατή παθητικό δέκτη, το
θέατρο που μόνο συγκινεί το θεατή (κωμικά ή τραγικά), με το θέατρο που θέλει
ηθοποιούς και θεατές να «συνδιαλέγονται» κατά τη διάρκεια και λειτουργία μιας
θεατρικής παράστασης, ηθοποιούς εντελώς αποστασιοποιημένους, με σκοπό ν’
αλλάξουν τον κόσμο.
Φυσικά, από το 1927, οπότε γνώρισε και μελέτησε το διαλεκτικό και ιστορικό
υλισμό, επιθυμούσε έναν κόσμο ανθρωπινότερο, δικαιότερο και ειρηνικότερο, και
θεατές/πολίτες με λογική και διαλεκτική σκέψη, με ταξική σοσιαλιστική
συνείδηση. Μέσα στην επιστημονική εποχή που ζούμε ζητούσε από τους θεατές
κριτική αντιμετώπιση των θεατρικών δρώμενων. Αρχικά τους υπέβαλε την ερώτηση: «Ποια είναι η παραγωγική στάση (τους)
απέναντι στη φύση και απέναντι στην κοινωνία, που εμείς, τέκνα ενός
επιστημονικού αιώνα, θέλουμε να προσλάβουμε στο θέατρο για να διασκεδάσουμε;» και
αμέσως απαντούσε ο ίδιος: «Η στάση είναι
κριτική» και αναφερόταν ενδεικτικά σε ορισμένους εργάτες και
τεχνίτες/παραγωγούς μέσα στην επιστημονική και τεχνολογική εποχή μας (στον «επιστημονικό αιώνα»), για να καταλήξει
ως εξής, απευθυνόμενος προφανώς στους θεατές της κάθε παράστασης και μη: «Τις απεικονίσεις μας από την κοινωνική ζωή,
τις κάνουμε για τους ρυθμιστές του ποταμού, τους φρουτοπαραγωγούς, τους
κατασκευαστές μεταφορικών μέσων, τους ανατροπείς της κοινωνίας, που τους
καλούμε στα θέατρά μας και τους παρακαλάμε, να μην ξεχάσουν κοντά μας τα
χαρούμενα ενδιαφέροντά τους, παρέχοντάς τους τον κόσμο στο πνεύμα τους και τις
καρδιές τους, για να τον αλλάξουν κατά το κέφι τους.»
Το ερευνητικό
(μεθοδολογικό) εργαλείο του, που αφορούσε το θέατρο, «καθοριζόταν απ’ τη διαλεκτική συνοδοιπορία του θεάτρου με τα
τεκταινόμενα εντός της ιστορίας.», είχε
υλιστική βάση και διέθετε μια ευθεία σχέση με το διαλεκτικό και ιστορικό
υλισμό, και μάλιστα με την επιστημονική του ουσία, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε
ως βασικό εξάρτημα του εργαλείου του το «σύστημα
των αντιθέσεων και αντιφάσεων που καθορίζουν την πραγματικότητα.»
Πρόκειται για πρωτοποριακή διεθνώς πρόταση, η οποία δοκιμάστηκε, τροποποιήθηκε
και καθιερώθηκε από τον ίδιο, όσο ζούσε, με διαρκή και σκληρή εργασία σε
σκηνικό και θεωρητικό επίπεδο και έχει διαχρονική –μέχρι σήμερα ακόμη– αξία και
χρησιμότητα στα θεατρικά δρώμενα, και καθορίζεται από ορισμένες θέσεις, όπως:
την ιστορικότητα, την καθημερινή ζωή, το παραξένισμα και την
ψυχαγωγία. Το θέατρό του, η τέχνη
του, η μέθοδός του ήταν στρατευμένα, με ταξικό, προλεταριακό και επαναστατικό προσανατολισμό. Υποστήριζε
ότι: «Αν ο ηθοποιός δε θέλει να είναι
παπαγάλος ή μαϊμού πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην
κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες.»
Για παιδιά και
εφήβους, κυρίως, έγραψε δύο όπερες, με διαχρονική ιδεολογική αξία για όλη την
Ανθρωπότητα σε όλες τις εποχές:
«Αυτός
που λέει Ναι και Αυτός που λέει Όχι» («Der Jasager und Der Neinsager») (1930)
(εισαγωγή-μετάφραση: Σωτηρία Ματζίρη)
Τα έργα αυτά,
όπερες για παιδιά (με μουσική του Κουρτ Βάιλ), είναι βασισμένες στο κλασικό
γιαπωνέζικο έργο του 15ου αι., του θεάτρου Νο «Τανικό» (που σημαίνει «το
γκρέμισμα στην κοιλάδα»), του Ιάπωνα συγγραφέα Zenchiku (1405-1468).
Ο δραματουργός
Μπρεχτ, με λιτό τρόπο μας δίνει δύο εκδοχές του αρχικού μύθου, την παραδοσιακή,
που σέβεται το έθιμο, όπου ο θάνατος του αγοριού γίνεται αποδεκτός, όχι όπως
επιβάλλεται για θρησκευτικούς λόγους στον αρχικό μύθο, αλλά τροποποιημένος από
τον Μπρεχτ φαίνεται ο θάνατος να γίνεται αποδεκτός με λογική σκέψη και για
κοινωνικούς λόγους («Αυτός που λέει Ναι»).
Ο Σίμος Παπαδόπουλος σχολιάζει, σχετικά: «Η
θυσία του ατόμου (σ.σ.: εν προκειμένω του παιδιού) για το σύνολο είναι αυτή που δείχνει το δρόμο του πολιτικά ορθού.»
και παρακάτω: «Η εθελούσια θυσία του
ατόμου συνειδητοποιείται και αποφασίζεται μέσα από την επιλογή και το πλεόνασμα
αλληλεγγύης για το κοινωνικό σύνολο.»
Στη δεύτερη εκδοχή, επαναλαμβάνεται επακριβώς η δομή
του μύθου με τα ίδια πρόσωπα, αλλά αλλάζει η έκβαση και ιδεολογία του μύθου. Το
αγόρι, αλλά και η ομάδα υιοθετούν την άποψη ότι δεν πρέπει να παραμένουμε
πιστοί στην παράδοση, αλλά αν το επιβάλλει η λογική και
το συμφέρον των ανθρώπων, τότε πρέπει να τροποποιείται συνειδητά ή ν’ αλλάζει η
παράδοση. («Αυτός που λέει Όχι»).
«Η απάντηση
που έδωσα τότε ήταν λαθεμένη, αλλά ακόμα πιο λαθεμένη ήταν η ερώτησή σας.
Όποιος έχει πει Α δεν είναι υποχρεωμένος να πει και Β. Γιατί στο μεταξύ μπορεί
ν’ αναγνωρίσει ότι το Α ήταν λάθος». Και το αγόρι συνεχίζει: «Ήθελα να φέρω στη
μητέρα μου φάρμακα, αλλά τώρα αρρώστησα ο ίδιος, κι έτσι αυτό δεν είναι πια
δυνατό. Σύμφωνα λοιπόν με την καινούρια κατάσταση, θέλω να επιστρέψω αμέσως
πίσω. Και σας παρακαλώ κι εσάς να επιστρέψετε μαζί μου για συνοδεία. Η έρευνά
σας πέρα απ’ τα βουνά μπορεί κάλλιστα να περιμένει λίγο. Αν εκεί πέρα μπορεί να
διδαχτεί κανείς κάτι, τότε σίγουρα αυτό θα ’ναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση
πρέπει κανείς να γυρίζει πίσω. Και όσο για το παλιό, μεγάλο έθιμο, δεν μπορώ να
δω καμιά λογική σ’ αυτό. Μεγαλύτερη ανάγκη έχουμε από ένα καινούριο, μεγάλο
έθιμο που θα υιοθετήσουμε αμέσως, δηλαδή το έθιμο σε κάθε καινούρια περίπτωση
να σκεφτόμαστε από την αρχή.»
Αυτές οι
παιδικές όπερες, όπως σημειώνει ο ίδιος ο δραματουργός γράφτηκαν για σχολεία
και «θα ήταν σωστό τα δύο αυτά μικρά έργα
να μην παίζονται το ένα δίχως το άλλο.»
Πρόκειται για
κείμενα, τα οποία προσφέρονται απόλυτα για σκηνική εφαρμογή, με παιδαγωγική και
κοινωνική διάσταση, στα χέρια ενός εμψυχωτή σκηνοθέτη με παιδαγωγικές γνώσεις
και ευαισθησίες ή ενός παιδαγωγού με σκηνοθετικές γνώσεις. Για εφαρμογή των
μπρεχτικών αντιλήψεων περί διδακτικού και διαλεκτικού θεάτρου και
σε σκηνικό επίπεδο με διαδραστική, συμμετοχική και συλλογική λειτουργία ηθοποιών
και παιδιών/θεατών της παράστασης.
Ο Σίμος
Παπαδόπουλος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης, στην διαπίστωση της Σοφίας
Αδαμίδου: «Προτείνει, λοιπόν, ο Μπρεχτ
ένα διδακτικό θέατρο που δεν αποτελεί δρόμο προς το προϊόν της γνώσης, αλλά το
ίδιο γίνεται διαδικασία της γνώσης.», απαντά ως εξής: «Ναι. Σ’ αυτό το βαθιά ριζοσπαστικό θέατρο ηθοποιοί και θεατές είναι
μαθητές σε μια συλλογική δράση με σκοπό την αλλαγή. Οι θεατές δεν είναι
παθητικοί καταναλωτές και ευσυγκίνητοι δέκτες εύπεπτου θεάματος, αλλά συμμετέχουν
ενεργά και συνδιαμορφώνουν από κοινού την παράσταση. Με αυτή την έννοια, η
παράστασή μας ακριβώς σ’ αυτό αποσκοπεί. Θέλουμε μια διάδραση όχι για το
θεαθήναι αλλά ακριβώς γιατί απευθυνόμαστε σε παιδιά.»
Γ.
Πεζογραφία
Ο
τραυματισμένος Σωκράτης (Der verwundete Sokrates) (Νουβέλα)
(μετάφραση: Νατάσα Αβραμίδου) (1938-1939)
Το ενλόγω
κείμενο ο Μπρεχτ έγραψε στη Δανία, μάλλον το 1938, ακολούθησαν διάφορες
προσθήκες και η έκδοση του σε βιβλίο. Όπως σημειώνει η Νατάσα Αβραμίδου «Άμεση πηγή για τον Μπρεχτ αποτέλεσε το έργο
του Georg Kaiser, Η σωτηρία του Αλκιβιάδη, 1919». Στα
1949, ο «Εκδοτικός οίκος του παιδιού»,
πραγματοποίησε τη 2η έκδοσή του. Το
συμπεριέλαβε, υποθέτω, με την έγκριση του Μπρεχτ, στη σειρά παιδικών βιβλίων
του οίκου. Πρόκειται για πεζογράφημα, του οποίου το θέμα είναι μοναδικό και
πρωτότυπο στη λογοτεχνία μας και στη λογοτεχνία για παιδιά. Ο Μπρεχτ ασφαλώς
και είχε υπόψη του τη Μάχη του Δηλίου (424 –π.χ.– χρόνια πριν από τη χρονολογία
0), η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου
μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών, όπου έλαβε μέρος ο Σωκράτης ως πεζικάριος. Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, μάλιστα, γίνεται
σχετική αναφορά.
Η μυθοπλαστική
δύναμη του πεζογράφου Μπρεχτ απογειώνεται και έτσι περιγράφει μια φανταστική
οδυνηρή περιπέτεια του οπλίτη Σωκράτη στην ενλόγω μάχη, ένα τραυματισμό, ο
οποίος βέβαια δεν επέρχεται από σπαθί, βέλος ή δόρυ του εχθρού, αλλά από ένα
αγκάθι το οποίο καρφώθηκε βαθιά στο πέλμα του ποδιού του, καθώς είχε την ατυχία
να πέσει μέσα σ’ ένα χωράφι με αγκάθια.
Ο Μπρεχτ
σατιρίζει τη δειλία του Σωκράτη,
αφού με τις φωνές και τις «παραπλανητικές» και «επιθετικής χροιάς» κινήσεις του
έτρεψε τον εχθρό σε άτακτη φυγή … Οι Αθηναίοι, έμαθαν –χάρη στους επαίνους του
μαθητή του Αλκιβιάδη– ότι αλλιώς συνέβησαν τα γεγονότα και ότι ο Σωκράτης με
γενναιότητα έτρεψε τους εχθρούς σε άτακτη φυγή. Όταν το έμαθαν θέλησαν να τον
τιμήσουν, αγνοώντας τι ακριβώς συνέβη. Όμως αυτός φοβούμενος να μη ρεζιλευτεί,
αρχικά απέκρυψε με τη σιωπή του τη δειλία του και τον τραυματισμό του από τους
συμπολίτες και τους άρχοντες, ακόμη και από την Ξανθίππη, τη σύζυγό του, η
οποία υποψιάστηκε ότι κάτι συμβαίνει, αφού τον γνώριζε καλά.
Ο Σωκράτης,
στη συνέχεια, αποκάλυψε την αλήθεια –όπως, άλλωστε, συνήθιζε– στον Αλκιβιάδη
και στην Ξανθίππη.
Σημειώνω εδώ,
ότι πρόκειται για ένα καλογραμμένο κείμενο, στο οποίο, όπως το συνήθιζε ο
Μπρεχτ, επιχειρεί δύο αναχρονισμούς: α) ως εχθρό του αθηναϊκού στρατού θέτει
τους Πέρσες, προφανώς επιθυμώντας, να δώσει εθνική υπόσταση στη νίκη των
Αθηναίων και στον «ηρωισμό» ενός
«τραυματισμένου» οπλίτη Αθηναίου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο περί
«εμφυλίου» πολέμου και στη μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών Μάχη του Δηλίου, τελικά
οι Αθηναίοι ηττήθηκαν και β) αναφέρεται «σ’
ένα τμήμα ξιφομάχων, που με το βάδισμα της χήνας έμπαινε σε κάποιο καλαμιώνα.»
Παραπέμπει, όπως γίνεται αντιληπτό, στο χαρακτηριστικό βάδισμα χήνας των
ναζιστικών στρατευμάτων.
Στα 1934 ο
Μπρεχτ έγραψε παραμύθια για ζώα, πιθανόν για τα ίδια τα παιδιά του. Η
βιογράφος και μελετήτρια του έργου του, Μαριάννα Κέστινκ, σημειώνει σχετικά με
την ιδεολογία αυτών των παραμυθιών, αλλά και των προαναφερθέντων ποιημάτων του,
τα εξής: «[…] δίπλα σε οξείες πολιτικές
παρατηρήσεις είχαν συμπεριληφθεί στα έργα αυτά και μερικές οικογενειακές, που
με την αφελή τους ευθυμία δεν ταίριαζαν και πολύ με την επιθετικότητα των
Ποιημάτων του Σβέντμποργκ […]»
Σαν
επίλογος:
Στην τιμητική
εκδήλωση για τη μνήμη του που πραγματοποιήθηκε στις 18 Αυγ. 1956, στο Μπερλίνερ
Ανσάμπλ, μίλησε και ο Γιοχάννες Μπέχερ, ο οποίος ρώτησε ρητορικά: «Μήπως (ο Μπρεχτ) δεν υπήρξε πάντα ο καλύτερος σύντροφός μας και για τους νέους ένας
πιστός φίλος που ποτέ δεν τους διέψευσε;…»
Πράγματι, ο Μπρεχτ αγάπησε τη νεολαία, ενδιαφέρθηκε γι’ αυτή και με διάφορα
λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενά του συνέβαλε στον πολιτικό προβληματισμό της
και στη ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής συνείδησής της. Πολύ εύστοχα η βιογράφος
και μελετήτρια του έργου του Marianne Kesting,
παρατήρησε ότι: «Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε
μια γραμμή στο έργο του, που να μην είναι πολιτική.» Αυτό προφανώς
αποδεικνύει τη βαθιά πολιτική και ταξική του συνείδηση και τη μεγάλη πίστη του
στην κοινωνική αποστολή της τέχνης. Συχνά χρησιμοποίησε την παραβολή και την
αλληγορία, με παραδείγματα της καθημερινής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής
των παιδιών, με παιδαγωγική ευαισθησία, παραδείγματα που άγγιζαν τον ψυχισμό
και τη σκέψη τους, ενεργοποιούσαν το κριτικό και διαλεκτικό πνεύμα τους,
πετυχαίνοντας τοιουτοτρόπως το διδακτικό στόχο του μ’ έξυπνο τρόπο, χωρίς
διδακτισμό, επιπολαιότητα και υπερβολή. Ο ίδιος, αυτή τη μέθοδο την αποκαλούσε:
«Ο πονηρός τρόπος για να λες την αλήθεια».
Ο μικρός Αντρέα λέει στο θεατρικό έργο του «Γαλιλαίος»:
«Με τα παραδείγματα μπορείς πάντα να τα
καταφέρνεις, αν είσαι πονηρός.»
Και στο έργο
του για (ή με) παιδιά και εφήβους ο Μπρεχτ αντιπάλεψε σθεναρά, με τη
στρατευμένη τέχνη του, όπως έκανε σε όλη του τη ζωή με συνέπεια, όλους τους
πολιτικοϊδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος και για την αμφισβήτηση και την
εντέλει εξάλειψή τους. Αλλά και με ολόκληρο το έργο του, στο οποίο αν και όταν
το μελετήσει κάποιος στην ολότητά του, όσο αυτό είναι εφικτό, θα βρει
αποσπάσματα που έχουν λίαν παιδαγωγική αξία. Αναφέρω μόνο ένα ως επίλογο, απ’
το θεατρικό έργο του «Η Αγία Ιωάννα των
Σφαγείων»:
«Γνοιαστήτε, αφήνοντας τον κόσμο
Όχι μόνο νάχετε υπάρξει καλοί, αλλά ν’
αφήσετε
φυσικά με την
προσωπική μας συμβολή και τους συλλογικούς ταξικούς αγώνες, όπου συμμετέχουμε
(ή οφείλουμε να συμμετέχουμε) για να χτιστεί μιαν άλλη κοινωνία,
σοσιαλιστική/κομμουνιστική.
. Η Μέτη Λυμπέρη το μεταφράζει με το δικό της τρόπο: «Στον τοίχο ήταν γραμμένο με κιμωλία: / Αυτοί
θέλουν τον πόλεμο. / Αυτός που το έγραψε / έχει ήδη πέσει.»
. Παπαδόπουλος Σίμος, «Ο Bertolt Brecht και το Θέατρο για παιδιά και νέους: Αυτός που λέει
Ναι και Αυτός που λέει Όχι», στα Πρακτικά Forum Νέων
Επιστημόνων, Ιστοσελίδα: www. uoa.gr/ptde, Αθήνα Εργαστήριο Τέχνης και Λόγου
Π.Τ.Δ.Ε. Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επίσης, βλ. Παπαδόπουλος Σίμος – Μπασούκου Λίνα, «Αυτός που λέει Ναι – Αυτός που λέει Όχι:
Μικρή ιστορία για μια σκηνική ανάπλαση», περ. «Θέματα Παιδείας», ό.π., σ. 285-293.
.
«Η
διαδοχική παρουσίαση των έργων δίνει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να
δοκιμάσουν διαφορετικές, αλλά μη αλληλοαναιρούμενες αναγνώσεις και δράσεις στην
ερμηνεία και κατανόηση των κοινωνικών καταστάσεων. Έτσι, ανάλογα με την
κατάσταση μπορεί να αλλάζει και η συμπεριφορά, πράγμα που αποτυπώνεται αφενός
στην κοινωνική επιταγή της αυτοθυσίας του ενός για χάρη των πολλών ως λογικής
πράξης στο “Αυτός που λέει Ναι”,
αφετέρου
στη μη αναγκαιότητα για την τήρηση ενός εθίμου σε βάρος της ανθρώπινης ζωής,
όταν δεν εξυπηρετείται κάποιος ηθικός σκοπός στο “Αυτός που λέει Όχι”.», βλ. Παπαδόπουλος Σίμος, «Ο Bertolt Brecht και το Θέατρο για παιδιά και νέους […]», ό.π.