Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Καλατζόπουλος, Γιάννης, "Ο... ιός του θεάτρου"

Ο …ΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Πολλά έχουν αλλάξει στον χώρο του παιδικού θεάματος από τότε που έκανα, μικρό παιδάκι, τα πρώτα μου δειλά και αδέξια βήματα στο θεατρικό σανίδι. Τότε υπήρχαν μόνο 2-3 «παιδικά θέατρα» στην Αθήνα (και ένα στην Θεσσαλονίκη). «Παιδικό θέατρο» ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαμε τότε για να περιγράψουμε αυτό που σήμερα τείνει να καθιερωθεί ως «Θέατρο για Παιδιά». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή ονομασία είναι πιο σωστή, γιατί δηλώνει καθαρά ότι δεν πρόκειται για ένα θέατρο στο οποίο παίζουν παιδάκια. Δεν πρόκειται για ένα θέατρο «παιδιάστικο», προχειροφτιαγμένο ή αφελές, για κάτι τέλος πάντων που θα έπρεπε να το κρίνουμε με επιείκεια ή συγκατάβαση. Λέγοντας σήμερα «Θέατρο για Παιδιά» εννοούμε ένα θέατρο πλήρες. Επαγγελματικό, καλλιτεχνικό και υπεύθυνο. Εννοούμε μια δραστηριότητα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του θεάτρου γενικά, απλώς απευθύνεται σ’ ένα ξεχωριστό κομμάτι του Κοινού, στα παιδιά.
Δυστυχώς, με την αλλαγή του όρου δεν εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας και όλες οι αρνητικές πλευρές του πρώην «παιδικού θεάτρου». Και στις μέρες μας, δίπλα στους σοβαρούς θιάσους υπάρχουν και οι «αρπαχτές». Παράλληλα με τις εξαιρετικές παραστάσεις που απευθύνονται σε παιδιά και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις καλύτερες παραστάσεις για ενήλικες, υπάρχουν και κατασκευάσματα άθλια, από κάθε άποψη. Οι υπεύθυνοι και «ταγμένοι» δημιουργοί που μοχθούν, ξοδεύουν χρήματα και αφιερώνουν τη ζωή τους στην υπόθεση του θεάτρου που σέβεται την προσωπικότητα του αυριανού συμπολίτη μας, έχουν να ανταγωνιστούν τους κερδοσκόπους, τους πονηρούς και τους ατάλαντους, που βλέπουν τα παιδιά σαν εύκολη λεία και τους γονείς ή τους δασκάλους σαν πελάτες ανίκανους να αντιληφθούν ότι το «εμπόρευμα» που τους προσφέρεται είναι κακής ποιότητος, ακατάλληλο και επικίνδυνο για την πνευματική, ψυχική και αισθητική υγεία των παιδιών τους.
Συχνά όμως, τα όρια ανάμεσα στο καλό θέατρο για παιδιά και στο εντελώς απαράδεκτο, κερδοσκοπικό και κακότεχνο ψευτο-θέατρο, μπερδεύονται. Πολλές οι αιτίες.
Ας απαριθμήσουμε τις κυριότερες:
Η κρατική αδιαφορία που δεν έχει θεσπίσει τόσα χρόνια μέτρα ουσιαστικής στήριξης του ποιοτικού θεάτρου για παιδιά και προστασίας του από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των κερδοσκόπων.
Η στρεβλή ενημέρωση γονιών και δασκάλων για το τι είναι καλό και τι όχι, από μεγάλη μερίδα του τύπου, της τηλεόρασης και όλου του συστήματος μάρκετινγκ που παίζει πια καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των κριτηρίων επιλογής.
Το χαμηλό επίπεδο αισθητικής, αλλά και γενικότερα πνευματικής καλλιέργειας του λαού μας, που κάνει γονείς και δασκάλους (αυτοί παίρνουν τελικά τις αποφάσεις για το τι θα δουν τα παιδιά) ευάλωτους σε ό,τι τους πλασάρεται, ανίκανους να ξεχωρίσουν τα φύκια από τις μεταξωτές κορδέλες!
Λυπάμαι γι’ αυτό που λέω, όταν όμως μιλάμε για το μέλλον όχι μόνο του Θεάτρου, αλλά κυρίως για το μέλλον αυτού του τόπου –μια που τα σημερινά παιδιά θα αποτελέσουν τους αυριανούς πολίτες- δεν είναι σωστό να μασάμε τα λόγια μας.
Γι’ αυτό μη σας κακοφανεί η παρομοίωση που θα επιχειρήσω αμέσως παρακάτω…
Όλοι τρομάξαμε, τρομοκρατηθήκαμε θα έλεγα, από τον ιό της νέας γρίπης. Ανεξάρτητα από την υπερβολή και την διόγκωση του ζητήματος από διάφορες πλευρές και για ευνόητους λόγους, το ενδεχόμενο να εξαπλωθεί αυτός ο ιός και να κολλήσουν τα παιδιά μας είναι πράγματι εφιαλτικό. Γι’ αυτό και κανένας σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος του θεάτρου δεν διανοήθηκε να αντιδράσει και να διαμαρτυρηθεί για τα μέτρα πρόληψης και προστασίας που πήρε η Πολιτεία, παρόλο που αυτά τα μέτρα θα είναι φέτος καταστροφικά για το Θέατρο που απευθύνεται στα παιδιά. Δεν ξέρω, αλήθεια, αν πέρασε απ’ το μυαλό σας ότι αυτόν τον χειμώνα μερικές χιλιάδες εργαζόμενοι στον χώρο του θεάτρου για παιδιά (ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, χορογράφοι, κατασκευαστές, μηχανικοί σκηνής, ηλεκτρολόγοι, ηχητικοί, ταξιθέτες, οργανωτές, διοικητικοί υπάλληλοι κλπ) μένουν χωρίς μεροκάματο, εξ αιτίας της εγκυκλίου που στάλθηκε στα σχολεία και συνιστά να μην συγκεντρώνονται οι μαθητές των σχολείων σε κλειστούς χώρους.
Ωραία. Ας κλείσουν λοιπόν φέτος όλα τα θέατρα για παιδιά, χωρίς καμιά αποζημίωση, προκειμένου να σωθούν τα παιδιά μας από τον νέο ιό της γρίπης των χοίρων.
Από τον παλιό ιό της γρίπης των χείριστων, ψυχοφθόρων και πνευματοκτόνων θεαμάτων ποιος θα σώσει τα παιδιά μας;
Γιάννης Καλατζόπουλος

Η θεατρική κριτική του Μάριου Πλωρίτη

Η Θεατρική Κριτική του Μάριου Πλωρίτη
στην εφ. «Ελευθερία»
για παραστάσεις με κοινωνικά/πολιτικά θέματα

Κυρίες και κύριοι,
Ο Μάριος Πλωρίτης, ως πολυτάλαντος πνευματικός άνθρωπος και πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα μας άφησε, ομολογουμένως, πλούσια και βαριά παρακαταθήκη σε διάφορες περιοχές των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως και στην περιοχή της Θεατρικής Κριτικής. Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι σπούδασε – και το σπουδαιότερο – ασχολήθηκε, εργάστηκε σκληρά, για να γράψει και να δημοσιεύσει ένα πλήθος από κείμενα, που έχουν σχέση με τη Δραματουργία, τη Θεατρολογία, τη Μετάφραση θεατρικών έργων, την Ιστορία του Θεάτρου, τη Φιλολογία, την Πολιτική και Κοινωνική Κριτική κ.ο.κ. Μας κληροδοτήθηκε, λοιπόν, ένας όγκος έργου που μας εντυπωσιάζει και μας φορτώνει ευθύνες για το παρόν και το μέλλον. Το πνευματικό οπλοστάσιο που φέρνει από σημαντικές ακαδημαϊκές και μη σπουδές (στη Νομική, στις Πολιτικές Επιστήμες και στο Θέατρο, στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στην Αμερική), τον βοηθούν να συγκροτεί έναν μεστό και ουσιαστικό λόγο, όχι μόνο σε άρθρα και δοκίμια, αλλά και σε κείμενα Θεατρικής Κριτικής.

Ο Μάριος Πλωρίτης δημοσίευε Θεατρική Κριτική στην εφ. «Ελευθερία», κατά τη χρονική περίοδο 1946-1965 . Ο φακός της σύντομης ερευνητικής μας προσπάθειας θα εστιάσει στην σχεδόν τακτική στήλη που διατηρούσε με τίτλο: «ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ», αλλά ορισμένες φορές και με άλλους τίτλους, όπως: «ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΖΩΗ», «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ» κ.ά.
Σημειωτέον ότι ο Πλωρίτης διαδέχτηκε στην εφημερίδα τον Πέτρο Χάρη, ο οποίος έγραφε τακτικά Θεατρική Κριτική, με τίτλο: «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ», ολόκληρο το 1945. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, δημοσιεύθηκαν τρεις ανυπόγραφες θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα είναι του Πλωρίτη .

Ιδιαίτερα, όμως, θα σταθούμε στη Θεατρική Κριτική του για παραστάσεις, με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, του ευρωπαϊκού και του ελληνικού δραματολογίου του 19ου αι., των αρχών του 20ού αι., του Μεσοπόλεμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε οκτώ θεατρικές κριτικές, των πρώτων χρόνων (1946-1947), τις οποίες δημοσίευσε στην ενλόγω εφημερίδα και θα παραθέσουμε εμβόλιμα κάποια αποσπάσματά τους:

1. Μ. Βοντοπιάνοβ – Γ. Λάπτιεβ, «Αναγκαστική προσγείωση» (ρώσικη κωμωδία πλοκής, σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες) (1.1.1946).
2. Ίρβιγκ Σώου, «Θάψτε τους νεκρούς», σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (19.2.1946), έργο που ο Σώου έγραψε στα 1936, όταν, όπως γράφει ο Πλωρίτης: «Φούντωσε μέσα του η αγανάκτηση για τον ανήθικο παραλογισμό ενός καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου». Ο Πλωρίτης εδώ φαίνεται ότι επηρεάστηκε βαθιά και συγκλονίστηκε από τα πολιτικά, οικουμενικά και διαχρονικά μηνύματα του έργου, με αποτέλεσμα να προβεί σε μια εκτενή και ανισομερή πολιτική και φιλοσοφικού περιεχομένου ανάλυση του θεατρικού κειμένου, μένοντας έτσι περισσότερο στη δραματική υπόστασή του, παρά στην παραστατική του εκδοχή.
3. Στέφαν Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», από την «Αυλαία» (21.3.1946), όπου,
όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, «Η δεξιοτεχνία και κυρίως η αγαναχτισμένη διαμαρτυρία για την κοινωνική αδικία (ο Σ. Τ. συγκρατήθηκε να μην ξεπέση στη φτηνή προπαγάνδα και πολύ εύκολη ρητορεία, μ’ όλο που η φωνή αυτή της οργής προκλήθηκε από την άμεση κι’ οδυνηρή γνωριμιά του με τη δικτατορική καταπίεσι που τον έδιωξε απ’ την πατρίδα του) χάρισαν στο έργο του παγκόσμια επιτυχία, αν και είναι κάπως σχηματοποιημένοι οι τύποι κι’ η δράση τους […]». Επίσης, όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, ο Στέφαν Τσβάιχ, με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός, «[…] είδε αμέσως μια λαμπρή ευκαιρία για ένα θεατρικό πύραυλο – φραγγέλιο της απολυταρχίας και της δικτατορίας, κατηγορητήριο που θα ενσάρκωνε το αίτημα για την ισότητα των ανθρώπων απέναντι στο νόμο και στη δικαιοσύνη.»
4. Δημ. Ψαθά, «Φον Δημητράκης», από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (8.5.1946). Να πώς ο κριτικός σκιαγραφεί τον κεντρικό ήρωα αυτής της «φαρσοειδούς κωμωδίας», με απλά λόγια και καίριες παρατηρήσεις: «Ο Φον Δημητράκης», γράφει, «είναι απ’ τους “τύπους” εκείνους που ξέβρασε ο φοβερός σίφουνας της κατοχής. Προορισμένοι να μείνουν πάντα στο βυθό, έφτασαν ως την επιφάνεια μόνο χάρη στην “ελαστικότητα” της συνείδησής τους και της άμετρης κενοδοξίας τους. Το απρόσιτο όνειρό τους, ο ανικανοποίητος πόθος τους να κυβερνήσουν τον τόπο, πραγματοποιήθηκε μόνο χάρη στην υποδούλωση αυτού του τόπου. Δεν μπόρεσαν να τον κυβερνήσουν παρά όταν ήταν σκλάβος. Άλλο το ζήτημα αν ήταν αληθινά σκλάβος κι’ αν αληθινά τον κυβέρνησαν».
5. Έρσκιν Κ(ά)ώλντγουελ και Τζακ Κίρκλαντ, «Για ένα κομμάτι γης», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (4.1.1947).
6. Δ.Κ. Βυζαντίου «Βαβυλωνία», σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη, από το Εθνικό Θέατρο (12.2.1947).

Μεταξύ άλλων σχολιάζει επικριτικά το έργο, που θεωρεί ιστορικό μεν και κατάλληλο να παίζεται σε ειδικές περιστάσεις, όχι, όμως, να συμπεριλαμβάνεται στο ρεπερτόριο του Εθνικού: «Αλλ’ από τη Βαβυλωνία δε λείπει μόνο η πνοή της μεγάλης σάτιρας. Όσο κι’ αν είναι υπερβολικό νάχει κανείς αξιώσεις απ’ το πρώτο θεατρικό έργο ενός λαού που μόλις ξυπνάει απ’ τη σκλαβιά, δε μπορεί ωστόσο παρά να ζητάει ένα μίνιμουμ δραματικών και τεχνικών στοιχείων. Στη Βαβυλωνία δεν υπάρχουν πρόσωπα – γλωσσικά ιδιώματα μόνο, ντυμένα ντόπια ρούχα – δεν υπάρχει μύθος, η τεχνική είναι πρωτόγονη και στο βασικό θέμα δεν προεκτείνεται, δεν κινείται, δεν προοδεύει, μένει στατικά ανεξέλικτο απ’ την αρχή ως το τέλος, και φυσικά έπειτ’ από λίγο η επανάληψη κουράζει κι’ η αρχική ευθυμία μετατρέπεται σε ουδέτερη παρακολούθηση.»

7. Ευγένιου Ο’ Νηλ «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (28.2.1947), έργο που «φανέρωνε μια νέα ωριμότητα, χρησιμοποιώντας μια δυνατή ιστορία ερωτικού πάθους, αιμομιξίας και παιδοκτονίας ως σχόλιο πάνω στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. », κατά τη χρονική φάση που εγκαταλείπεται ο ρεαλισμός. Ο Πλωρίτης το χαρακτήρισε ως: «το σημαντικότερο ρεαλιστικό δράμα της Αμερικής» και συνέχιζε: «Η αρτιότητα της αρχιτεκτονικής, η συγκλονιστική δύναμη των συγκρούσεων, η ρωμαλεότητα του διαλόγου, η αναγλυφικότητα των μορφών κι’ η ποιητική μορφή […] κάνουν τους “Πόθους” το σπουδαιότερον εκπρόσωπο της παρακμής ενός θεατρικού είδους που περνάει λίγο-λίγο στο παρελθόν».
8. Για την κοινωνική σάτιρα που επιχειρεί ο Μπέρναρ Σω στο θεατρικό έργο του: «Πάνω στα βράχια», από το θίασο Βεάκη – Παππά, στο θέατρο «ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ» (6.3.1947), και για την παράστασή του στο αθηναϊκό κοινό, ο Πλωρίτης σημειώνει: «Ο Ιρλανδικός Ταύρος, έπειτ’ από 40 χρόνων θητεία στην κοινωνική σφαίρα, αποφασίζει με το Πάνω στα βράχια μια κατά μέτωπον επίθεση του Κοινοβουλίου. Ο σαρκασμός των προλήψεων, της ανθρώπινης ηλιθιότητας και της κοινωνικής παραφροσύνης, δίνει τη θέση του σε μια καθαρά πολιτική κωμωδία που πασχίζει ν’ αποδείξει την κωμωδία της πολιτικής».

Η πολυμάθεια του Πλωρίτη στο χώρο της δραματουργίας και θεατρολογίας είναι εμφανής σε όλα τα κείμενά του, τα οποία, αν και ποιοτικά, υπολείπονται της αξίας των μετέπειτα δοκιμίων και άρθρων του. Χαρακτηρίζονται – κατά σημεία – από μια δημοσιογραφική αντίληψη και δομή. Εντούτοις ο αναγνώστης διακρίνει την ευρυμάθεια του συντάκτη τους και την κριτική του ικανότητα. Εμφανής είναι, επίσης, και η μαρξιστική ανάλυση που επιχειρεί – κατά σημεία – αυτός ο σημαντικός διανοούμενος, επηρεασμένος σαφώς από την Αριστερά, που στην Κατοχή, δημιουργεί μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.) την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, αναδεικνύοντας τα γράμματα και τις τέχνες (το θέατρο και τη μουσική, ιδιαίτερα) στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», αλλά και στις εσχατιές της χώρας μας με καθοδηγητή την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.) και την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.)
Στον απόηχο αυτής της μεγαλειώδους άνθησης του ταξικού και λαϊκού πολιτισμού ο Μάριος Πλωρίτης ασκεί το λειτούργημά του, με μέθοδο το διαλεκτικό υλισμό, αναλύοντας τα θεατρικά κείμενα, που παριστάνονται κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κριτικός είναι η απλή δημοτική, όμως διανθισμένη με εκφράσεις και λέξεις, που φανερώνουν δεινό χειριστή του λόγου, αλλά και κατέχοντα τη θεατρολογική ορολογία, που ωστόσο χρησιμοποιεί πολύ διακριτικά, χωρίς να δημιουργεί σύγχυση στο μη μυημένο περί των θεατρικών πραγμάτων αναγνώστη. Τα αποσπάσματα αυτής της εισήγησης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Επίσης, η κριτική του πένα διεισδύει με τέχνη και μέθοδο στην ουσία της δραματικής υπόθεσης, επιχειρεί συγκρίσεις με παρόμοια έργα, αναφέρεται σε προηγούμενη παραστασιογραφία, διαγράφει ενίοτε εντελώς σύντομα – όσο αυτό του επιτρέπεται από το χώρο και την περίσταση – μέρος του υπόλοιπου έργου του δραματουργού και κάποια βιογραφικά του στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης ν’ αντιληφθεί καλύτερα τη συνέχεια και εξέλιξη συνολικά του δραματικού έργου. Με μαεστρία διαγράφει τους χαρακτήρες του κάθε έργου, προσδίνοντάς του τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του, αποκαλύπτοντας τους συμβολισμούς που δίνει ο δραματουργός, αλλά δεν παραλείπει να ακονίσει την κριτική του λεπίδα πάνω στην υποκριτική δεινότητα ή αδυναμία των ηθοποιών, τις αστοχίες του σκηνοθέτη και των άλλων συντελεστών της παράστασης.
Να γ.π. πώς επικρίνει τη σκηνοθεσία του Δημ. Ροντήρη και τη σκηνογραφία του Κλώνη στην παράσταση της «Βαβυλωνίας» στο Εθνικό Θέατρο του 1947: «Η τυπικότητα χαρακτήρισε άλλη μια φορά την παράσταση του Εθνικού. Τα παλιά χνάρια ήταν φανερά, μα φανερή κι η απουσία αληθινής ζωής πάνω στη σκηνή. Το μπρίο, το κέφι, το γλέντι μαρτυρούσαν το μηχανισμό της κατασκευής τους. Μόνο πού και πού, [όταν] οι ηθοποιοί αφίνονταν να ξεπεταχτούν από την “προδιαγεγραμμένη”, ζωντάνευε κάπως ο χλωμός αυτός πίνακας. Λησμονήθηκε πάρα πολύ η συγγένεια της “Βαβυλωνίας” με το λαϊκό θέατρο και δε δόθηκε στην παράσταση ούτε υποψία από τον τόνο της αφέλειας, του πρωτογονισμού και της ορμής που το χαρακτηρίζει. Προπάντων λησμονήθηκε τούτο από τον κ. Κλώνη, που έχτισε πάλι δίπατα σκηνικά, “φόντο” σε τρία τέσσερα πλάνα, εσωτερικά κι’ εξωτερικά τόσο ρεαλιστικά και ογκώδη όσο και σε γερμανικό μελόδραμα. Και γιατί εκείνος ο γκριζορόδινος χρωματισμός για ένα έργο που σφύζει ο λαϊκός πληθωρισμός; Μήπως μίμηση των “φράγκικων” χαλκογραφιών της εποχής; Που και ξενικές είναι και ρομαντικές κι’ άσχετες, οπωσδήποτε, με τη “Βαβυλωνία”.»

Αρκετά αργότερα, στα 1982, θα δημοσιεύσει κείμενό του, με τίτλο: «Το Μεταπολεμικό Ελληνικό Θέατρο (1945-1967). Ένα μικρό διάγραμμα», όπου θα παρουσιάσει συνοπτικά μεν, μεστά και εμπεριστατωμένα δε, και θα αποτιμήσει κριτικά και ιδεολογικά, ολόκληρη τη μεταπολεμική θεατρική παραγωγή στη χώρα μας , με διαλεκτική κριτική σκέψη και κοινωνιολογική μεθοδολογία, επιχειρώντας συγχρόνως μια κάποια ιστορική ανάλυση. Το κείμενό του αυτό οπωσδήποτε στηρίζεται στα κείμενα θεατρικής κριτικής που δημοσίευσε κατά την περίοδο εκείνη στην «Ελευθερία», που έγραψε και μάζεψε τότε σπυρί σπυρί, συγκεντρώνοντας έτσι σιγά σιγά έναν όγκο κειμένων, χρήσιμα για τις μετέπειτα μελέτες και κριτικές αποτιμήσεις του.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο Μάριος Πλωρίτης αναδείχτηκε σε σημαντικό θεατρικό κριτικό της μεταπολεμικής περιόδου, διότι κατείχε εξίσου καλά την αμερικάνικη, ευρωπαϊκή και ελληνική δραματουργία, με ισχυρό υπόβαθρο τις θεωρητικές και ιστορικές γνώσεις του στο χώρο του Θεάτρου, μα και γνώριζε επαρκώς και επακριβώς τη διαδικασία ανεβάσματος μιας θεατρικής παράστασης. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι οι προϋποθέσεις και τα εχέγγυα για μια καλή θεατρική κριτική, από μέρους τού κάθε επίδοξου κριτικού θεάτρου. Ο Μάριος Πλωρίτης πρεσβεύει τα παραπάνω και να πώς τα υποστηρίζει στην ομιλία του με θέμα «Θεατρικές διδασκαλίες», κατά την αγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2000: «Πιστεύω», λέει, «πως καλύτεροι κριτικοί μιας παράστασης είναι εκείνοι που όχι μόνο γνωρίζουν σε βάθος το κρινόμενο έργο φιλολογικά, αλλά και ξέρουν τι σημαίνει και πώς πραγματώνεται η πρακτική διδασκαλία ενός έργου, η προετοιμασία μιας παράστασης. Μόνο αν έχεις ζήσει το μόχθο, τα προβλήματα, το βασανισμό, τις αγωνίες σκηνοθέτη και ηθοποιών, τις πολύωρες, και πολύμηνες ακόμα, προσπάθειές τους να κατανοήσουν το δραματουργό, να βιώσουν και να αναβιώσουν τα πρόσωπά του, να πλάσσουν ένας-ένας κι όλοι μαζί την αρμονία […], μόνο τότε μπορείς να αποτιμήσεις, όσο γίνεται δίκαια, την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος, να διαγνώσεις, ακόμα, την ειλικρίνεια των προθέσεων ή την ιδιοτέλειά τους.» Πολύ εύστοχα ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ, κατά την εκδήλωση εκείνη, επισήμανε για το μεταφραστικό έργο του Πλωρίτη ότι: «Η υφολογία του Πλωρίτη έχει σπάνια γνωρίσματα: κομψότητα στη διατύπωση, ακρίβεια στην έκφραση, κάτι το παιχνιώδες, λεκτικό πλούτο.» Γνωρίσματα, που νομίζουμε ότι χαρακτηρίζουν και τον κριτικό του λόγο.

Τις παραπάνω απόψεις του ο Μάριος Πλωρίτης μετουσίωσε, πρακτικά, σε εκατοντάδες κείμενά του θεατρικής κριτικής, στην εφ. «Ελευθερία», που τόσο συνοπτικά παρουσιάσαμε. Αξίζει να συνεχίσουμε την έρευνα για μια ευρύτερη και πληρέστερη παρουσίαση του θέματος.

Θανάσης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

"Τα ραβδιά των τυφλών": μια αφορμή για γνωριμία με το θεατρικό έργο του Ρίτσου

«Τα ραβδιά των τυφλών»:
Μια αφορμή για γνωριμία με το θεατρικό έργο του Ρίτσου

«[…] παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις.»
Κωστής Παλαμάς

Του Θανάση Ν. Καραγιάννη

Πανελλήνια πρεμιέρα από μαθητές:

Μία και μοναδική παράσταση: Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης, 24 Μαΐου 1995, ώρα: 20.00. Τους ρόλους του έργου «Τα ραβδιά των τυφλών» του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου απέδωσαν μαθητές του 4ου Λυκείου Ηλιούπολης. Οι δραστήριοι και προοδευτικοί γονείς/μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου σε συνεργασία με το 15μελές Μαθητικό Συμβούλιο ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας το όλο εγχείρημα. Κάτι που ήταν αρκετά δύσκολο. Τα παιδιά δεν είχαν θεατρικές εμπειρίες ή ορισμένα από αυτά είχαν ελάχιστες. Οι υποχρεώσεις του πολλές (μαθήματα, διάβασμα, φροντιστήρια, ωδείο κ.ο.κ.) Το βάρος της σκηνοθεσίας ανέλαβε ένας δάσκαλος της Ηλιούπολης, ο υποφαινόμενος, ερασιτέχνης κι αυτός στο χώρο του θεάτρου και η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του με εφήβους. Δυνατή εμπειρία. Οι άλλοι συντελεστές της παράστασης, ερασιτέχνες κι αυτοί, καθ’ όλα άξιοι και πολλοί δουλευταράδες . Εισηγήθηκα να σκηνοθετήσω την παράσταση του έργου στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου. Αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Τα έξοδα για την έκδοση του προγράμματος και η αμοιβή μου (είχαμε οικονομικές ανάγκες τότε, με τα δυο παιδιά μας να σπουδάζουν στο Λύκειο) καλύφθηκαν από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις που μου έδωσαν επαγγελματίες φίλοι της Ηλιούπολης και δημοσιεύτηκαν στο πρόγραμμα της παράστασης. Τα έξοδα της παράστασης (σκηνικά κ.λπ.) καλύφθηκαν από τον ίδιο το Σύλλογο.
Η επιλογή μου για το συγκεκριμένο έργο ήταν συνειδητή. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν και είναι ο αγαπημένος ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο εκφραστής των ιδανικών και οραμάτων της εργατικής τάξης και του κόμματός της, του Κ.Κ.Ε., και ολόκληρου του βασανισμένου, φτωχού και πολύπαθου λαού μας. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος με την εξαίσια τέχνη του εξέφρασε και ανέδειξε όλα τα προβλήματα, τις αγωνίες και τους αγώνες του. Παράλληλα, όμως διαπίστωσα ότι ο Ρίτσος ήταν και θεατρικός . Με την έκδοση των τεσσάρων διασωθέντων θεατρικών έργων του Ρίτσου από τον Κώστα Νίτσο, έμαθα την τόσο σημαντική, αλλά άγνωστη, θεατρική δραστηριότητα του ποιητή. Αιτία για να επιλέξω το συγκεκριμένο έργο ήταν οι σημειώσεις του εκδότη: «Ανέκδοτο και άπαιχτο στην Ελλάδα», «Θέατρο ποιητικό. Κλίμα τσεχωφικό. Ξεκάθαρη κοινωνική αφύπνιση.» Σκέφτηκα, λοιπόν, να επιχειρήσω τη σκηνοθεσία μιας παράστασης ενός έργου του Ρίτσου, που δεν είχε, ακόμη, ανεβαστεί στη χώρα μας. Ενός έργου με κοινωνικά μηνύματα, που πάντοτε έχουν ανάγκη όλοι οι έφηβοι.
Διάβασα το έργο και διαπίστωσα ότι μεταφέρει το θεατή της παράστασης σε μια άλλη εποχή, αρκετά μακρινή για τη σύγχρονη νεολαία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50.
Στο Πρόγραμμα της Παράστασης (24.5.1995), μεταξύ άλλων, έγραφα τα εξής:
«Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως πάντοτε, επιζητεί την κοινωνική αφύπνιση. Στα Ραβδιά των τυφλών δημιουργεί ένα τσεχωφικό κλίμα και προσπαθεί με δραματικούς μονολόγους (Ο Άνθρωπος με το ρεμπούμπλικο, κύρια), σύντομους και κοφτούς διαλόγους, να ευαισθητοποιήσει το θεατή, να τον κάνει να νιώσει την πραγματικότητα γυμνή, λαγαρή, χωρίς φτιασιδώματα.
Ο θεατής παρακολουθεί την παράσταση και σαν σε καθρέφτη βλέπει το είδωλό του, τη ζωή του, με τις χαρές, τις λύπες, τις αγωνίες και τις αγάπες, γιατί τα χρόνια πέρασαν, μα η ζωή μας λίγο πολύ είναι η ίδια σ’ ένα άλλο κοινωνικό επίπεδο, σε μια άλλη ιστορική περίοδο, με τις ίδιες ρίζες, τα ίδια όνειρα, τα ίδια οράματα […] Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης σκιτσάρει με το χρωστήρα της ψυχής του ένα κοινωνικό πορτρέτο γεμάτο από φιλοσοφικά και ποιητικά χρώματα. Ένα πορτρέτο που φεγγοβολάει από συναίσθημα, πάθος, αντιθέσεις, δύναμη χρέους, λαχτάρα ζωής, ελπίδα, έρωτα, αναμνήσεις.
Κεντρική σκηνή η μετεμφυλιακή Ελλάδα του χαφιεδισμού, των διώξεων, της μισαλλοδοξίας, σ’ ένα φόντο θολό, απόμακρο, όπου ο ιδεολογικός βιασμός και η κοινωνική ανελευθερία δροσίζονται από σταγόνες αγάπης κι ελπίδας.
Η άνοιξη έρχεται μέσα στην πολιτική βαρυχειμωνιά μιας πορείας σκληρής και δυσοίωνης, μέσα από φωτεινές αναλαμπές προσωρινής μυσταγωγίας συναισθηματικών εξάρσεων, που ο Ρίτσος, ως ποιητής, γνωρίζει να υφαίνει και πάνω στο θεατρικό σανίδι.
Μέσα από την παρούσα παράσταση, τα εφηβικά όνειρα των δικών μας παιδιών, ανιχνεύουν τις θολές, μυστηριακές μνήμες και ψηλαφούν ιστορικά τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, προσπαθώντας να την κατανοήσουν και να την αλλάξουν.»
Αρχικά δίστασα, μήπως και το περιεχόμενό του δε θα συγκινήσει τους έφηβους ηθοποιούς, που είχαν άλλες εμπειρίες και ενδεχομένως άλλες ιδέες, άλλα ιδανικά και όνειρα για το παρόν και το μέλλον τους. Φοβήθηκα μήπως δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα από αντιδράσεις των γονιών για την επιλογή έργου του γνωστού σε όλους Κομμουνιστή ποιητή, αφού οι μαθητές οπωσδήποτε προέρχονταν από οικογένειες διαφορετικής κοινωνικής, ιδεολογικής αφετηρίας. Αποφάσισα να το επιχειρήσω και… όπου με βγάλει. Πίστεψα ότι ο ποιητικός και κοινωνικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου, η κοινωνική υπόθεση του έργου του, οι δραματικές συγκρούσεις των ηρώων, η κορύφωση και η λύση που αφορούσαν απλά και καθημερινά πράγματα και καταστάσεις των ανθρώπων του μόχθου, που είχαν προβλήματα, όπως και οι ίδιοι οι γονείς και οι άνθρωποι γενικά των λαϊκών στρωμάτων κάθε εποχής – θα τους κέρδιζε. Όπως και έγινε.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν από την εμπειρία και απέδωσαν, το καλοκαιριάτικο εκείνο βράδυ, το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Το «Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης» (σήμερα ονομάζεται Δημοτικό Θέατρο του Άλσους «Δημήτρης Κιντής» Ηλιούπολης) ήταν κατάμεστο από γονείς και συγγενείς των παιδιών, από μαθητές, από εκπαιδευτικούς και από θεατρόφιλους Ηλιουπολίτες. Όλα κίνησαν ομαλά. Οι μαθητές/ηθοποιοί καταχάρηκαν την παράστασή τους. Ο μόχθος τόσων μηνών δεν πήγε χαμένος. Οι γονείς χάρηκαν κι εγώ έμεινα ικανοποιημένος.
Υπήρξε, όμως, και εξέλιξη στην υπόθεση αυτής της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των μαθητών, με κοινωνική, αισθητική και παιδαγωγική ωφελιμότητα γι’ αυτούς, όπως άλλωστε ωφελήθηκαν τοιουτοτρόπως και από την προετοιμασία του έργου για την παράσταση. Το Φθινόπωρο, όταν έμαθα ότι ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Μίμης Κουγιουμτζής, μαθητής του Κουν, ανέβασε στο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης», σε αυτή την πασίγνωστη και αγαπημένη αίθουσα, εκεί που έπαιζε τις κλασικές παραστάσεις του ο μεγάλος δάσκαλος Κάρολος Κουν, του τηλεφώνησα και τον ενημέρωσα για τη φτωχή δική μας ερασιτεχνική προσπάθεια. Παράλληλα του έστειλα υλικό από την παράστασή μας: το Πρόγραμμα και φωτογραφίες. Ενθουσιάστηκε και μας κάλεσε, τα παιδιά και τους συντελεστές της παράστασής μας, να πάμε ένα βράδυ να δούμε δωρεάν τη δική τους επαγγελματική παράσταση. Πήγαμε με δέος στο χώρο, στον άνθρωπο και στο έργο του και παρακολουθήσαμε την παράσταση. Το θέατρο ήταν γεμάτο. Αφού έφυγαν όλοι οι υπόλοιποι θεατές, με εντολή του σκηνοθέτη βγήκαν από τα παρασκήνια όλοι οι ηθοποιοί, κάθισαν στο θεατρικό σανίδι και συζήτησαν με τα παιδιά για μια ώρα, περίπου. Χάρηκα, διότι δόθηκε η ευκαιρία στα παιδιά μας να ζήσουν αυτή τη μοναδική εμπειρία, η οποία θα τους μείνει χαραγμένη στη μνήμη και στην ψυχή τους για πάντα.

Πληροφορίες – επισημάνσεις:

Το έργο είναι τρίπρακτο, το έβδομο θεατρικό έργο του Ρίτσου και το τρίτο από τα σωζόμενα. Γράφτηκε το Γενάρη-Φλεβάρη του 1959. Ο ποιητής έχει γράψει συνολικά οκτώ ολοκληρωμένα θεατρικά έργα. Τα δύο πρώτα έγραψε στην Κατοχή («Το πανηγύρι του ήλιου», 1942, «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών», 1944-1947), το τρίτο αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά («Η Αθήνα στ’ άρματα») (1945), άλλα τρία στα χρόνια του Εμφύλιου και των χρόνων της εξορίας του σε νησιά του Αιγαίου («Τμήμα μεταγωγών Πειραιώς», 1948, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα», 1949, στο Κοντοπούλι της Λήμνου και «Επτά άνθρωποι σ’ ένα αντίσκηνο», 1950, στον Άι-Στράτη) και τα δύο επόμενα έγραψε σε ηλικία 50 χρόνων, στη «δημιουργική νεότητά» του, το 1959 («Τα ραβδιά των τυφλών», «Ο λόφος με το συντριβάνι»).
Αυτά που δε σώθηκαν είναι τα εξής: «Το πανηγύρι του ήλιου», «Τμήμα μεταγωγών Πειραιώς», «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα», «Επτά άνθρωποι σ’ ένα αντίσκηνο». Τα παραπάνω θεατρικά έργα, μαζί με χιλιάδες άλλα χειρόγραφα είχαν μια τραγική κατάληξη. Παραδόθηκαν στη φωτιά από τον ίδιο το δημιουργό τους, αφού προηγουμένως τα σχίζει το 1969, στο σπίτι του, στο Καρλόβασι της Σάμου. Εκεί βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό» από την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών. Παίρνει αυτή την απόφαση για την καταστροφή των χειρογράφων του, διότι έχει πειστεί ότι φτάνει το τέλος της ζωής του, μετά τη γραπτή ιατρική γνωμάτευση καρκίνου, που έχει στα χέρια του. Του μπαίνει, λοιπόν, η ιδέα ότι δε θα ξαναδεί ποτέ το ανέκδοτο έργο του . Τι κρίμα για την Ιστορία του Θεάτρου, αλλά και του Ελληνικού Πολιτισμού, που λόγω αυτής της βεβιασμένης και επίμονης απόφασής του, παρά τις προσπάθειες των δικών του να την αποτρέψουν, στερούμαστε τώρα το μεγάλο αυτό πνευματικό θησαυρό.
«Ο άνθρωπος με το ρεπούμπλικο», δηλαδή ο αφηγητής ή εξηγητής του έργου, είναι ο ίδιος ο ποιητής, που θέλει πριν από κάθε πράξη να βγει στη σκηνή και να πληροφορήσει/εξηγήσει στο θεατή σχετικά με την εξέλιξη του μύθου, με όχημα το γνώριμο, μεστό, λυρικό και ποιοτικό λόγο του. Παράλληλα εκφράζει φιλοσοφικές και κοινωνιολογικού χαρακτήρα σκέψεις, με λυρικό ποιητικό λόγο, εντάσσοντας έτσι το έργο στο ποιητικό μας θέατρο.
Έχει ειπωθεί, από πιο ειδικούς από μένα, ότι ο Ρίτσος στα κείμενά του θέτει σε διαλεκτική σχέση την ελληνική ιστορία με την κοινωνική πραγματικότητα. Ο αναγνώστης της ποίησής του ή ο θεατής του θεατρικού έργου του διαπιστώνει ότι ο Ρίτσος αναδεικνύει με γλαφυρό ποιητικό τρόπο και υψηλή τέχνη, την πολιτική κατάσταση, ενώ συγχρόνως σκιαγραφεί και ψυχογραφεί τους ανθρώπους κάθε εποχής, μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του, εντάσσοντάς τους με θεατρικό τρόπο και με ρεαλισμό στο κοινωνικό πλαίσιο. Όλα φαίνονται, σε πρώτη ανάγνωση, απλά και καθημερινά. Εμβαθύνοντας, όμως, κάποιος διαπιστώνει και άλλα δευτερογενή επίπεδα ανάλυσης. Ο απλός θεατής, δεν υποψιάζεται μόνο, αλλά προβληματίζεται, σκέφτεται, κρίνει. Οδηγείται, σταδιακά, ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες και δυνατότητες, στο επόμενο ή στα επόμενα επίπεδα ανάλυσης. Ενίοτε δίνει στους ήρωές του υπερρεαλιστικές διαστάσεις, χρησιμοποιώντας συμβολισμούς μέσα από έναν αδιάκοπο και ατέρμονο εξαντλητικό διάλογο του υποκειμένου με την ιστορία. Η ποιητικότητα στο θεατρικό του έργο έχει αναλυθεί και διαπιστωθεί δεόντως . Άλλωστε στο συγκεκριμένο έργο, όπως προανέφερα, είναι εμφανέστατη στους μονολόγους «Του ανθρώπου με το ρεπούμπλικο». Ένα χάρμα ακοής και πνευματικής πανδαισίας.

Αναφορές στην υπόθεση:

Οι τυφλοί επαναλαμβάνουν τη συνηθισμένη καθημερινή πορεία τους. Ανάγκη και συνήθεια. Ατμόσφαιρα μουντή, με μοτίβα δυστυχίας. Τα κτυπήματα των ραβδιών τρομάζουν κάποιους. Είναι ο φόβος από την αβεβαιότητα της ζωής που θα ’ρθει; Γιατί γι’ αυτή που πέρασε τι να πούνε; Για «τη ζωή μας την πικρή, τη μαγκούφα, την πονήρω, την πανώρια»; Για τη ζωή της Κατοχής και του Εμφύλιου;
Στην άκρη του δωματίου υπάρχει ένα καπελάδικο. Χώρος σκοτεινός, εμποτισμένος με μιζέρια, με πρόσωπα γεμάτα με πικρές αναμνήσεις, απογοητεύσεις, φρούδες ελπίδες, κινούνται δύσκολα με κάποιες νότες αισιοδοξίας, ενώ ένας κάποιος ερωτισμός και συναισθηματική φόρτιση αχνοφαίνεται που και που. Οι ορφανές πια πέντε αδερφές Καψάλη, ξεπεσμένες οικονομικά και κοινωνικά, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, προσπαθούν να «μαζέψουν τα κομμάτια τους». Οι πληγές τους, και μετά από το θάνατο των γονιών τους, είναι βαθιές. Η ανέχεια τις κάνει να ξεπουλάνε όλα τα «τελευταία θυμητικά του σπιτιού» τους: τ’ ασημένια σερβίτσια, τους πίνακες, τα χαλιά, το σπίτι…
Η μία είναι καπελού, η άλλη δακτυλογράφος, η άλλη παίζει πιάνο και είναι καμένη (από ατύχημα), η άλλη άνεργη και η τελευταία νοικοκυρά. Ο «κύριος» Ανδρόνικος εκμεταλλεύεται τα ορφανά, τα βοηθά με… το αζημίωτο, βέβαια. Η Κάκια το δέχεται και πιάνει δουλειά. Η Άννα αντιδρά έντονα και δε δέχεται την «προστασία» του. Αργότερα θα ψάξει μόνη της για δουλειά, με αξιοπρεπή τρόπο. Η Ελένη προσπαθεί να τα συμβιβάσει. Ο Πέτρος είναι εργάτης συνδικαλιστής, προφανώς κομμουνιστής. Η αστυνομία τον κυνηγά. Ζητάει καταφύγιο στο σπίτι των πέντε αδερφών και του το δίνουν. Τους μεταδίδει μια αισιοδοξία με την αγωνιστικότητά του, που τις μεταμορφώνει στην κυριολεξία. Σε αυτό συμβάλλει και το μωρό της κυρα-Στάθαινας. Ένα βήμα για νέα ζωή. Αποκτούν συντροφικότητα, συνεργάζονται. Η Μαρία κρύβει όλα τα παλιά καπέλα και τα «κομμένα κεφάλια» στο μπαούλο. Έτσι, ξορκίζει το παρελθόν. Το φως μπαίνει άπλετο στα δωμάτια. Κι όμως κάτι τους φοβίζει… «Όλα είναι ένας φόβος – κι η ελπίδα πιο μεγάλος φόβος.» Όμως, η αλλαγή έγινε και οι αδερφές αντιμετωπίζουν τη ζωή με άλλες ιδέες. Ο Πέτρος τους επηρεάζει διαρκώς. Η Άννα λέει: «Δουλεύοντας είναι σα να ξεχνάμε τον εαυτό μας και να τον ανακαλύπτουμε. Το πρώτο βήμα έγινε. Δε φτάνει. Ο Πέτρος λέει, πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ό,τι καλύτερο έχουμε και να το δυναμώσουμε. Όλοι, κάτι καλύτερο έχουμε. Κι η μόνη χαρά είναι να κάνουμε πράξη αυτό το καλύτερο – όχι μονάχα για μας, μα για όλους.» Εκτιμούν τον Πέτρο για τη δύναμη που αντλεί απ’ τις ιδέες του, την πειθαρχία του (στην Οργάνωση) και την προσήλωσή του στο κοινωνικό χρέος του. Η Μαρία και η Ελένη, πλέον, με αφορμή το φορεματάκι για το μωρό της κυρα-Στάθαινας, ανοίγουν πανιά για μια νέα περιπέτεια: κατασκευάζουν παιδικά φορεματάκια. Και είναι ευτυχισμένες. Κάνουν όνειρα. Η Ανθούλα κάνει μαθήματα πιάνου. Η κυρα-Στάθαινα εργάζεται ως οικιακή βοηθός, ξενοδουλεύει. Ο Ανδρόνικος αποδεικνύεται ότι είναι και καταδότης της Ασφάλειας. Ο Πέτρος τον «περιποιείται» με δυο χαστούκια. Η Άννα βρίσκει δουλειά, ταμίας σε μπακάλικο, και είναι χαρούμενη. Η Ελένη οδηγείται στο Αστυνομικό Τμήμα για ανάκριση, προφανώς μετά από ενημέρωση της Ασφάλειας από τον δήθεν «προστάτη» τους, Ανδρόνικο.
Ο δραματουργός παραθέτει εικόνες από την καθημερινότητα της εργατικής τάξης, σύντομα στιγμιότυπα, μικρά ρεπορτάζ. Δίνει την ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η οποία παρά τη φτώχεια της αγωνίζεται, προσπαθεί για το καλύτερο. Δίνει ανθρώπινες στιγμές γεμάτες με συντροφικότητα και αλληλεγγύη, με όνειρα, φοβίες, προβλήματα, αγωνίες, μα και με ευτυχία. Αναδεικνύει, έμμεσα και διακριτικά, χωρίς προπαγανδιστική διάθεση, τις συνεχείς και ουσιαστικές αλλαγές των ηρώων σε ιδεολογικό επίπεδο, επηρεασμένων από την Αριστερά, που εκπροσωπεί με το φωτεινό του παράδειγμα ο Πέτρος.

Η ταυτότητα του έργου :

ΤΙΤΛΟΣ:
Τα ραβδιά των τυφλών
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:
Γιάννης Ρίτσος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ:
Γενάρης-Φλεβάρης 1959
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ:
Γιάννης Βεάκης, με τη συνεργασία του Ρουμάνου ποιητή Στεφάν Ποπέσκου (Stefan Popescu)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ:
1961-1962
ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
Κώστας Νίτσος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ:
Γενάρης-Μάης 1990
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ:
18 Μαΐου 1963: Βραΐλα Ρουμανίας (Κρατικό Θέατρο), σε σκηνοθεσία Γιάννη Βεάκη και με Ρουμάνους ηθοποιούς , με σκηνικά και κοστούμια της Έλενας Πατρασκάνου (Patrascanu)-Βεάκη (1914-1985) και με μουσική επένδυση του Γιάννη Βεάκη, με συνθέσεις του Μάνου Χατζηδάκη και Γιάννη Μαρκόπουλου
ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
24
ΘΕΑΤΕΣ:
7.000 (6400 εισιτήρια και 600 προσκλήσεις)
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
24 Μαΐου 1995, Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης, σε σκηνοθεσία Θανάση Καραγιάννη
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
Θεατρική περίοδος 1995-1996 από το «Θέατρο Τέχνης», σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή.
ΔΟΜΗ:
Θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις
ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ:
Εσωτερικό σπιτιού. Εργαστήριο και βιτρίνα καπελάδικου
ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
Περίοδος μετά τον Εμφύλιο πόλεμο
ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ:
Εσωτερικό σπιτιού.
ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
Μερικές ημέρες.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Ο Άνθρωπος με το ρεμπούμπλικο
Πέντε αδερφές
Ανδρόνικος
Πέτρος
Κυρα-Στάθαινα
Αλέκος
Πόπη
Δύο τυφλοί
Αστυνομικός
Το μωρό της κυρα-Στάθαινας (κούκλα)
ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
Πέντε αδερφές
Αλέκος
Ανδρόνικος

Σύντομος επίλογος δημοσιογραφικού χαρακτήρα:

Κλείνω την παρούσα μαρτυρία και αναφορά μου στο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, με τον έπαινο που οφείλουμε κυρίως στον Κώστα Νίτσο, που εξέδωσε τέσσερα διασωθέντα ανέκδοτα έργα του δραματουργού Ρίτσου και που μας πρόσφερε τόσα πολλά γραμματολογικά και ιστορικά στοιχεία σχετικά με αυτά τα έργα. Επίσης, έπαινος αξίζει και στον αείμνηστο σκηνοθέτη-ηθοποιό Μίμη Κουγιουμτζή που ανέβασε στην Αθήνα, για δύο θεατρικές περιόδους (1995-1996 και 1996-1997), «Τα ραβδιά των τυφλών». Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα δούμε να παριστάνονται και τα υπόλοιπα θεατρικά του Ρίτσου από επαγγελματικούς θιάσους της χώρας μας. Νομίζω ότι το οφείλουμε ως λαός – με μπροστάρηδες το Σ.Ε.Η. και τα μέλη του, τους σκηνοθέτες κ.ο.κ. – στον διεθνούς φήμη ποιητή μας, στο τεράστιο αυτό πνευματικό κεφάλαιο του λαού μας, που αγωνίστηκε για κοινωνικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη και καταξίωσε την πατρίδα μας, διεθνώς. Είναι ευκαιρία, και υπάρχει χρόνος, ακόμη, να συμπεριληφθούν παραστάσεις των έργων του στον «εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννησή του». Είθε!

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Θεατρολογική έρευνα και έκδοση βιβλίου

Επιστολή

προς κ.κ. Σκηνοθέτες Θεάτρου για παιδιά, Θεατρικούς Συγγραφείς και Ηθοποιούς

[προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης καταγραφή και η εγκυρότητα των υπό δημοσίευση στοιχείων]

ΘΕΜΑ: Αρχειακό υλικό και υλικό τρεχουσών θεατρικών παραστάσεων

Αγαπητέ μου, Αγαπητή μου,

Ήδη, έχουμε γνωριστεί και συνεργαστεί με ορισμένους από εσάς. Οι δραστηριότητές μου, οι προθέσεις μου και τα σχέδιά μου σας είναι γνωστά: α. Κριτική Θεάτρου για παιδιά (στην εφ. «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» και στο περ. «ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ»), β. Έρευνα για την Ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου για παιδιά (Θέατρο, Θέατρο Σκιών, Κουκλοθέατρο, Μαριονέτες, Αφήγηση παραμυθιών), γ. Δημοσίευση άρθρων και δοκιμίων μου για το Θέατρο για παιδιά, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, δ. Συμμετοχή μου σε συνέδρια και ε. Συγγραφή σχετικών βιβλίων.

Σας παρακαλώ θα ήθελα να μου στείλετε:

  1. Πλήρες βιογραφικό σας σημείωμα (να σταλεί στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση),
  2. Έντυπο υλικό [προγράμματα, αφίσες, προσκλήσεις, εισιτήρια κ.λπ.] απ’ όλη τη διαδρομή σας στο χώρο του θεάτρου για παιδιά, είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως άλλος συντελεστής της παράστασης. Όταν δεν έχετε να μου δώσετε πρωτότυπο αρχειακό έντυπο υλικό, παρακαλώ θα ήθελα φωτοτυπίες, αν μπορείτε να μου βγάλετε (να μου σταλεί ταχυδρομικά ή να το παραλάβω προσωπικά),
  3. Kασέτες, C.D., με τη μουσική των παραστάσεων ή οτιδήποτε άλλο αφορά στην παράσταση(να μου σταλεί ταχυδρομικά ή να το παραλάβω προσωπικά),
  4. Παραστασιογραφία (διαβάστε τη 2η σελίδα),
  5. Δημοσιευμένες κριτικές θεάτρου(να μου σταλούν ταχυδρομικά ή να τις παραλάβω προσωπικά),
  6. Θεατρικά κείμενα προηγούμενων έργων σας (σε βιβλία ή αδημοσίευτα) (να μου σταλούν ταχυδρομικά ή να τα παραλάβω προσωπικά),
  7. Δημοσιευμένα κείμενα του δραματουργού ή του σκηνοθέτη, σχετικά με το θέατρο για παιδιά(να μου σταλούν ταχυδρομικά ή να τα παραλάβω προσωπικά),
  8. Συμμετοχή σε σεμινάρια ή συνέδρια (το πρόγραμμα και την εισήγηση, αν είναι δημοσιευμένη) (να μου σταλούν ταχυδρομικά ή να τα παραλάβω προσωπικά),
  9. Τα κείμενα των συνεντεύξεών σας, αν είναι δημοσιευμένα(να μου σταλούν ταχυδρομικά ή να τα παραλάβω προσωπικά),
  10. Θα σας πάρω συνέντευξη, προσεχώς,
  11. Αδιάκοπη ενημέρωσή μου (στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση) για κάθε παράσταση που πραγματοποιεί ο θίασος σας ή κάποιος άλλος θίασος που ανεβάζει έργο σας (ακόμη και σχολικός ή ερασιτεχνικός θίασος) (στην Αθήνα ή στην επαρχία), σε θεατρικό ή σχολικό χώρο,
  12. Κείμενο και Φωτογραφία της τρέχουσας παράστασης, καλής ανάλυσης και οπωσδήποτε σε jpg (400-1000 kb) (απαραίτητη η αποστολή τους πριν να δω την παράσταση).

Σας ευχαριστώ θερμά για τη συνεργασία.

Η Ιστορία του Ελληνικού Παιδικού Θεάτρου θα γραφτεί ασφαλώς και με τη δική σας συμβολή.

Με εκτίμηση για το έργο σας, τις ευχές μου για «ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ» και τις ευχαριστίες μου

Δρ. Θανάσης Καραγιάννης



Έρευνα για παραστασιογραφία του θεάτρου για παιδιά


Αγαπητέ μου, Αγαπητή μου,

Επιθυμώ, επίσης, να καταγράψω, όσο γίνεται πληρέστερη παραστασιογραφία. Μ’ ενδιαφέρει να μάθω ποιο έργο ανεβάσατε, πού, πότε, πόσες παραστάσεις δώσατε κ.λπ., όπως φαίνεται στο παράδειγμα που δίνω στον παρακάτω πίνακα. Όλα πρέπει να καταγραφούν για την Ιστορία. Μόνο εσείς οι δημιουργοί μπορείτε να προσφέρετε έγκυρες και πλήρεις πληροφορίες. Προσωπικά δεσμεύομαι να αναφέρω βιβλιογραφικά όποιον βοηθήσει στην προσπάθειά μου, στα βιβλία που θα εκδώσω.

Αρκετοί θίασοι έχουν μακρόχρονη θητεία και προσφορά στο χώρο του Θεάτρου για παιδιά. Τους παρακαλώ να έχω όλη την παραστασιογραφία των θιάσων τους, για τις περασμένες δεκαετίες, μέχρι 15 Σεπτεμβρίου 2009. Την ίδια ημερομηνία παρακαλώ να έχω και την παραστασιογραφία των νεότερων ή νέων θιάσων.

Ήτοι, ερευνώ στοιχεία για παραστάσεις που ανέβηκαν:

  1. Σε Σκηνές της Αθήνας
  2. Σε Σκηνές επαρχιακής πόλης
  3. Σε Σχολεία
  4. Σε Δήμους κ.ο.κ.