Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεατρική Κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεατρική Κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

«ΚΡΑΥΓΕΣ» Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Μακρυνόρης-Γιώργος Βούλγαρης στο Θέατρο Άνω Γλυφάδας «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» Παραγωγή: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ «Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ» Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης Πλήθος κόσμου χτες βράδυ (4.11.2022) παρακολούθησε τη θεατρική παράσταση "Κραυγές" σε σκηνοθεσία και διδασκαλία ρόλων των Γιάννη Μακρυνόρη και Γιώργου Βούλγαρη, οι οποίοι έγραψαν το κείμενο της παράστασης, το οποίο δεν γνωρίζουμε, αφού δεν είναι κάπου δημοσιευμένο ούτε μας το παραχώρησε ο ένας εκ των δύο συγγραφέων του, όταν του το ζητήσαμε για να το διαβάσουμε πριν από την παράσταση. Δικαίωμά του, βέβαια να μην το παραχωρεί στον κάθε κριτικό θεάτρου, ο οποίος κατά τη γνώμη μας, πρέπει απαραίτητα να έχει διαβάσει το θεατρικό κείμενο πριν να δει την παράστασή του, ώστε να γράψει μια πιο ολοκληρωμένη κριτική. Τους ρόλους απέδωσαν ικανοποιητικά 10 ερασιτέχνες ηθοποιοί (8 γυναίκες και 2 άντρες). Το έργο, βέβαια, δεν διέθετε την κλασική θεατρική δομή, με υπόθεση, πλοκή, δράση, διαλόγους και χαρακτήρες. Περισσότερο, θα μπορούσαμε να πούμε. ότι πρόκειται για ένα δραματοποιημένο δημοσιογραφικό κοινωνικό ρεπορτάζ με καταγγελτικό λόγο γυναικών, που κακοποιούνται από τους συντρόφους τους, Με υπερβολικό λόγο επί σκηνής, περισσότερο με μονολόγους που απευθύνονταν στο κοινό ή προς τον μοναδικό άντρα/ηθοποιό, ο οποίος εγκλωβισμένος από το δυσάρεστο παρελθόν που βίωσε και στις τραυματικές εμπειρίες του κατά την παιδική ηλικία, ασυνείδητα ενεργούσε κυρίως ως ένα βίαιο άγριο ασυνείδητο ζώο και άλλοτε ως ένα πληγωμένο σκυλί... Οι όποιοι διάλογοι ήταν σύντομοι και ο διαρκής λόγος των γυναικών, πνιγμένος μέσα στο δάκρυά τους, έδειχνε έντονα τον πόνο και την οργή τους γι' αυτό που τους συνέβαινε, αντιδρώντας μόνο με κραυγές κατά σημεία ή με τη σιωπή τους ή με την περιφρόνηση του συζύγου τους. Ούτε μία γυναίκα δε βρέθηκε να αντιδράσει, καταγγέλοντας στην αστυνομία ή στην τηλεόραση αυτή τη βίαιη και απάνθρωπη κατάσταση που βίωνε ενδοοικογενειακά, ώστε η υπόθεση να πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης. Αυτό είναι το ζητούμενο, το οποίο, βέβαια, αναφερόταν στο κείμενο, αφού κάποια ηθοποιός απευθυνόμενη στο κοινό έκανε σχετική παραίνεση. Με αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι ήταν, κατά τη γνώμη μας, παράλειψη η κάποια θεατρική δομή, πλοκή και μεγαλύτερη δράση των ηρώων και με άλλα επεισόδια κοινωνικής δράσης και παρέμβασης. Αξιόλογα ήταν τα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού δράματος (χορός, τραγικότητα κ.ο.κ.) Ο αφηγητής (Σπύρος Σιλιβίστρας) με εκφραστικότητα και ευκρινή λόγο, έσπαζε την όποια δράση υπήρχε, παρέχοντας στους θεατές πληροφορίες για στατιστικά, δημοσιογραφικά και κοινωνιολογικά στοιχεία, σχετικά με την έμφυλη βία στη χώρα μας και διεθνώς. Η μόνη σκηνή που επέδρασε, νομίζω πιο έντονα στο θυμικό των θεατών ήταν ο ξυλοδαρμός μιας γυναίκας (Κατερίνας Ρόθου) από τον σύζυγό της (Στέλιο Κατημερτζόγλου). Υπέροχοι και οι δυο τους ιδιαίτερα σε αυτή τη σκηνή, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η Κατερίαν Ρόθου παρουσίασε αξιόλογα δείγματα γραφής, στον λόγο και στην κινησιολογία της, και νομίζουμε ότι θα έχει θετική πορεία και εξέλιξη στο ερασιτεχνικό μας θέατρο. Αυτό, βέβαια, ισχύει και για άλλες ηθοποιούς της συγκεκριμένης παράστασης. Θέλουμε να τονίσουμε την καλή παρουσία και άλλων ηθοποιών, όπως των Νίκης Σαμίου, Μαρίας-Ήβης Γεωργίου και Μαίρης Δασκαλάκη, χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τις υπόλοιπες. Καλός ήταν στην απόδοση του ρόλου του και ο Στέλιος Κατημερτζόγλου, ο οποίος βέβαια δεν είχε περιθώρια για περαιτέρω δράση, ώστε να φανούν ενδεχομένως κάποια ιδιαίτερα προσόντα του. Καλοπροαίρετα θα συνιστούσαμε στις φίλες και φίλους ηθοποιούς να προσέξουν ιδιαίτερα την εκφορά του λόγου: α) Απαραίτητη κρίνεται η ορθοφωνία τους, χωρίς να κόβονται ή να σβήνουν οι τελευταίες συλλαβές της φράσης β) Πρέπει να έχουν κατά νου ότι πρέπει να ακούνε ώστε να αντιλαμβάνονται το λόγο τους και οι τελευταίες σειρές της πλατείας. γ) Έλάχιστα να γυρίζουν πλάτη στο κοινό όταν μιλάνε κι όταν το κάνουν να αυξάνουν την ένταση της φωνής τους. Προσωπικά στη ζωή μου δέχομαι παρατηρήσεις και υποδείξεις, ώστε να γίνομαι συνεχώς καλύτερος. Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ με τα καλοπροαίρετα σχόλιά μου και τις επίσης καλοπροαίρετες υποδείξεις μου. Επίσης, νομίζω ότι η μουσική πρέπει κατά σημεία και όταν υπάρχει κάποιος διάλογος, να χαμηλώνει, ώστε να ακούγεται και να γίνεται κατανοητός από τους θεατές ο λόγος (εν αρχή είναι ο λόγος στο θέατρο). Γενικά, η παράσταση κρίνεται ικανοποιητική και αξίζουν συγχαρητήρια και στους επαγγελματίες σκηνοθέτες και στους ερασιτέχνες ηθοποιούς (Φωτεινή Σιούτη, Νίκη Σαμίου, Βανέσσα Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ρόθου, Χρύσα Μπεσίνα, Ειρήνη Ανδρούτσου, Μαρία-Ήβη Γεωργίου, Μαίρη Δασκαλάκη, Στέλιος Κατημερτζόγλου, Σπύρος Σιλιβίστρας) Αξιόλογοι οι συντελεστές της παράστασης, συνέβαλαν στη θετική πρόσληψη από το πολυπληθές κοινό, που παρακολούθησε με σεβασμό τα δρώμενα επί σκηνής, στο θαυμάσιο Δημοτικό Θέατρο Γλυφάδας "Μελίνα Μερκούρη": Ενδυματολογία, Σκηνικά & Props: Φωτεινή Σιούτη, Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Βούλγαρης, Ήχος: Αλέξανδρος Ανδρίκογλου, Πρωτότυπη μουσική: Nighthunter, Visual Effects, Σχεδιασμός αφίσας & Προγράμματος: Γιάννης Μακρυνόρης, Φωτογραφίες & Interval Video: Γιώργος Ευαγγελόπουλος, Δελτίο Τύπου & Επικοινωνία: Νότα Κουλαρμάνη. Η παραγωγή ανήκει στον Πολιτιστικό Σύλλογο Γλυφάδας «Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ», το Δ.Σ. του οποίου συγχαίρουμε και ευχαριστούμε για την ευκαιρία που μας έδωσε να παρακολουθήσουμε μια ωραία παράσταση.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Μπ. Μπρεχτ
Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»
Σε σκηνοθεσία: Σίμου Παπαδόπουλου

«Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.
Τι θα κοστίσει δεν το λογαριάζω.
Δεν πρόκειται να τυραννιέμαι με τη σκέψη αν είναι το σωστό.
Αν μ’ αγαπά, δε θέλω να το μάθω.
Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.»[1]

Το αφαιρετικό σκηνικό του κ. Δημήτρη Δήμου, οι γυμνές επιφάνειες, ο λιτός σκηνικός χώρος προσφέρουν στο θεατή τη δυνατότητα να σκεφτεί και να φανταστεί περισσότερο … Δημιουργείται μια «ποιητική» και «φιλοσοφική» ατμόσφαιρα και αυτουργοί γίνονται, σκηνοθετική αδεία, οι ίδιοι οι ηθοποιοί (εκφράσεις σώματος και προσώπου, κινησιολογία και λόγος).
Οι κινήσεις είναι απαλές, πλαστικές, σχεδόν χορευτικές, μετρημένες, κοφτές. Προσιδιάζουν στις ιεροτελεστίες της Άπω Ανατολής, αλλά και με το Χορό του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Χρεώνονται με θετικό πρόσημο στην κ. Χριστίνα Σουγιουλτζή.
Οι φωτισμοί παίζουν το δικό τους ρόλο, δημιουργούν κατάλληλη ατμόσφαιρα για να λειτουργήσει θετικά ο λόγος και η υπόθεση του έργου, ν’ απομονωθούν περιοχές της σκηνικής δράσης, να τονιστούν εκφράσεις και κινήσεις, να υπογραμμιστούν ιδέες και συναισθήματα. Η «φιλοσοφία» των φωτισμών στην παράσταση ανήκουν στην κ. Ελίζα Αλεξανδροπούλου. 
Ο λόγος εκφέρεται υποβλητικά, λειτουργεί νοηματικά και η ιδεολογική του φόρτιση απευθύνεται όχι μόνο στο λογικό, αλλά και στο θυμικό. Βέβαια, εδώ τηρούνται οι ενδεικνυόμενες ισορροπίες, αλλά υπερισχύει και κυριαρχεί η μπρεχτική ιδεολογική και παιδαγωγική άποψη, την οποία διατυπώνει συνοπτικά ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, σε αποσπάσματα του αξιόλογου δοκιμίου του «Ο Bertolt Brecht και το Θέατρο για Παιδιά και Νέους: Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»: «[…] (Ο Μπρεχτ) Μάχεται το θεατρικό κατεστημένο το οποίο θεωρεί ότι χρησιμοποιεί την τέχνη με κύριο στόχο την αναπαραγωγή των κοινωνικών προτύπων μέσα από τη διασκέδαση των θεατών […], Θεωρεί ότι το θέατρο είναι τέχνη παιδαγωγική και από αυτήν την άποψη πρέπει να στοχεύει στην εκπαίδευση των θεατών […], Με τα διδακτικά έργα προσπαθεί να διδάξει στους νέους τη διαλεκτική και την πολιτική σκέψη. […]»
Τίποτα στην παράσταση δεν είναι υπερβολικό και εξεζητημένο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το αποτέλεσμα μιας συνειδητής σκηνοθετικής άποψης και πρακτικής, η οποία αποδεχόμενη την μπρεχτική αντίληψη μεταλαμπαδεύει στο θεατή όψεις του Διδακτικού και Επικού Θεάτρου του δραματουργού. Μια αντίληψη που συνδέει άρρηκτα το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό θέμα του έργου με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά και που επιζητά συγχρόνως ενεργητική συμμετοχή και δράση του θεατή (εξού και η διαδραστική συμμετοχή κατά σημεία στην παράσταση των θεατών, ενήλικων ή μαθητών), ο οποίος θα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σε σκεπτόμενο και ενεργό μέλος της κοινωνίας και θα εξελίσσεται συνάμα πιότερο η λογική, κριτική και διαλεκτική σκέψη του.
Από παιδαγωγική άποψη ο θεατής-έφηβος έχει τεράστια ανάγκη παρακολούθησης τέτοιων θεατρικών παραστάσεων για την ψυχο-πνευματική και ιδεολογική-πολιτική οικοδόμηση της προσωπικότητάς του.
Ο εμψυχωτής και σκηνοθέτης κ. Σίμος Παπαδόπουλος διαθέτει τον απαραίτητο επιστημονικό (παιδαγωγικό-ψυχολογικό) και αισθητικό εξοπλισμό, γι’ αυτό και κατορθώνει με την παιδεία του πάνω στην μπρεχτική ιδεολογία και μεθοδολογία, καθώς και με τις αισθητικές γνώσεις και ικανότητές του, να δημιουργήσει μια παράσταση αξιώσεων, την οποία απολαμβάνουν οι θεατές και άλλων ηλικιών (γονείς, εκπαιδευτικοί, θεατρόφιλοι).
Η μουσική του ταλαντούχου κ. Νίκου Δανίκα είναι μια καλή στιγμή κατά την περίοδο της ώριμης προσφοράς του στο χώρο και της ευτυχούς συγκυρίας της καλλιτεχνικής συνεργασίας του με το σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια μουσική πανδαισία! Η επιτυχής, όμως, απόδοση της μουσικής οφείλεται επί σκηνής και στην πανίστρια κ. Άλκηστι Λαμπροπούλου.
  Οι ηθοποιοί κ.κ. Άννα Αναστασιάδου, Βάσια Βασιλείου, Σελήνη Φιλιππιτζή και Πηνελόπη Φλουρή  αποδίδουν θαυμάσια τους ρόλους τους, με πλήρη συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της καλλιτεχνικής ιδιότητάς τους. Ιδιαίτερα θα εξάρω την απόδοση δύο ταλαντούχων ηθοποιών: των κ.κ. Μιχαήλ Γιαννικάκη (στο ρόλο του Δασκάλου) και  της Ελισάβετ Γιαννοπούλου (στο ρόλο της μάνας).

ΘΑΝ. Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


[1].  «Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ» (1938-1940), από την ενότητα «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», Βλ. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, ό.π., σ. 236.


Υπέροχη Θεατρική Παράσταση
στο Ζωγράφειο
από τη Θεατρική Σκηνή «Αναγέννησις» Ακράτας Αχαΐας
με την κωμωδία του Ζωρζ Φεϊντό «Ράφτης κυριών»

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης,
Κριτικός Θεάτρου –
Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά

Κατάμεστη από κόσμο η αίθουσα εκδηλώσεων «Δημήτρης Φραγκόπουλος» του Ζωγραφείου Λυκείου το βράδυ του Σαββάτου για τη θεατρική παράσταση που έδωσε με επιτυχία ο ερασιτεχνικός θίασος «Αναγέννησις» από την Ακράτα του νομού Αχαΐας, της Πελοποννήσου.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με χαιρετισμό του Διευθυντή του Ζωγραφείου Λυκείου, κ. Γιάννη Θ. Δερμιτζόγλου. Ο λόγος του μεστός και ζεστός, όπως πάντοτε, μετέδωσε συναισθηματική φόρτιση στους παρευρισκομένους θεατές της παράστασης, αλλά και στους παλιούς μαθητές του σχολείου, ενήλικες πλέον, που έχουν τελειώσει το Ζωγράφειο εδώ και 40, 50 και 60 χρόνια. Στο τέλος της παράστασης, μάλιστα, τους κάλεσε ν’ ανεβούν στη σκηνή και να φωτογραφηθούν αναμνηστικά μαζί με το θίασο και όλους τους συντελεστές της παράστασης.
Το έργο που παραστάθηκε ήταν κωμωδία: «Ράφτης κυριών» του γάλλου δραματουργού Ζωρζ Φεϊντό, γραμμένο στα 1887. Φάρσα ή καλύτερα βοντβίλ, όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο υπέροχο αισθητικά πρόγραμμα του θιάσου, «ένα θεατρικό είδος που γνώρισε μεγάλη δημοφιλία στις ΗΠΑ και στον Καναδά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.» Βέβαια, ο Φεϊντό έδωσε μια άλλη διάσταση στο θεατρικό αυτό είδος, δημιουργώντας πιο δυνατούς και σπινθηροβόλους χαρακτήρες, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να έχουν τη δυνατότητα ν’ αποδίδουν σατιρική και σαρκαστική διάθεση στον κάθε ρόλο. Εδώ, ο Φεϊντό καυτηριάζει την αστική τάξη του τέλους του 19ου αι. Τα αδιάκοπα ψέματα των ηρώων, για να σκεπαστεί η αλήθεια, η υποκρισία τους, οι δήθεν καλές συναισθηματικές και οικογενειακές σχέσεις, οι πικάντικες σκηνές, είναι εξόφθαλμα στοιχεία, που δεν μπορούν να κρύψουν την αλλοτρίωση των ανθρωπίνων σχέσεων, ακόμη και μέχρι σήμερα. Η παράσταση προβληματίζει το θεατή και «μαστιγώνει» κάθε υποκριτή, αν και ο κάθε «κατεργάρης του είδους» νιώθει αρκετά βολικά στην καρέκλα της πλατείας του θεάτρου, αφού μαθαίνει και αντιλαμβάνεται ότι αυτά συνέβαιναν ανέκαθεν, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με «φανταστικές» θεατρικές καταστάσεις και ότι ο ίδιος, τελικά, δεν κινδυνεύει ν’ αποκαλυφθεί, αν είναι ένοχος, βρισκόμενος στην παράσταση με ή χωρίς τη σύζυγό του…
Ο Ζεράρ Μουλινό, που προσπαθεί τουλάχιστο να απατήσει τη σύζυγό του Υβόν με τη Σουζάν σύζυγο του Ωμπέν, ο οποίος με τη σειρά του την απατά με την Ρόζα, σύζυγο του Μπασινέ, συνθέτουν ένα κωμικοτραγικό σκηνικό ερωτοτροπιών και υποκρισίας, με αρωγούς ή εμπλεκόμενα πρόσωπα στις καταστάσεις και στα απροσδόκητα επεισόδια: την πεθερά του Μουλινό, κ. Αιγκρεβίλ, τον πανούργο μπάτλερ του ζεύγους Μολινό, Ετιέν και την πελάτισσα μοντέρνων ενδυμάτων, Πομπινέτ.   
Το σκηνικό, με την κλασική ξυλοκατασκευή, με τα δήθεν δωμάτια και τις ανύπαρκτες πόρτες είναι στοιχεία της φάρσας, που δημιουργούν την αίσθηση της εισόδου στο χώρο, την αναμονή κάποιου σ’ ένα δωμάτιο, εμπεριέχουν όμως και συμβολικά στοιχεία εισόδου στο γέλιο, στο απρόοπτο, στο ανεπάντεχο.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης κ. Πάνος Βασιλόπουλος διαθέτει ικανότητες, ιδιαίτερα στην εκφραστικότητα του προσώπου, στην κινησιολογία των ηθοποιών και στο «πάγωμα εικόνας», δίνοντας ιδιαίτερο χρώμα στην παράσταση. Καθοδήγησε με επιτυχία τους ηθοποιούς, ώστε ν’ αποδώσουν ικανοποιητικά τους ρόλους τους. Όλοι απέδωσαν μ’ επιτυχία τους αντίστοιχους χαρακτήρες, σκορπώντας γέλιο και γενικά εύθυμο κλίμα στους θεατές.
Και οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν συντονισμένοι στο επιτυχημένο παζλ της παράστασης.
Αναφέρουμε τους ηθοποιούς (κατά σειρά εμφάνισής τους): κ. Αντρέας Διαμαντόπουλος (Ετιέν), εξαιρετικός, κ. Εύα Πέτρου (Υβόν), καλή, κ. Γιάννης Μαλαβέτας (Μουλινό), έκλεψε την παράσταση, με εκφραστικά στοιχεία του Λουί ντε Φινές, κ. Φάνης Πετρόπουλος (Μπασινό), πολύ καλός, θυμίζοντας Θανάση Βέγγο και τον ‘Ολιβερ Χάρντι (Λιγνό), κ. Μαρία Καρρά (Κα Αιγκρεβίλ), πολύ καλή, κ. Μάρη Παπαγεωργοπούλου (Σουζάν), αρκετά καλή, κ. Χρήστος Ασημακόπουλος (Ωμπέν), καλός, κ. Κατερίνα Τσάκωνα (Πομπινέτ), καλή και κ. Ειρήνη Μιχαλάκη (Ρόζα), καλή.
Τα σκηνικά-κουστούμια ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της παράστασης, η μουσική επιμέλεια των κ.κ. Πάνου Βασιλόπουλου και Θανάση Τόλιου ήταν ικανοποιητική, το ίδιο και οι φωτισμοί του κ. Αντρέα Σακελλαρίου.
Αξίζουν συγχαρητήρια στο Ζωγράφειο Λύκειο και ιδιαίτερα στον άξιο διευθυντή του, άνθρωπο του θεάτρου και ο ίδιος, κ. Γιάννη Δερμιτζόγλου, που έδωσαν την ευκαιρία στην Ομογένεια της Πόλης ν’ απολαύσει αυτή τη σπαρταριστή φαρσοκωμωδία.
Σημειώνουμε εδώ ότι το έργο αυτό, απ’ ότι μας πληροφορεί η εφ. «Απογευματινή» της Κων/πολης (Ιδιοκτήτης-Διεθυντής: Κ.Ε. Βασιλειάδης) (φύλ 9.1.1951 και 8.2.1951), παραστάθηκε το διάστημα 15-18 Φεβρ, 1951 στην Πόλη και συγκεκριμένα στην αίθουσα του κινηματογράφου «Τσιτσέκ» στο Αρναούτκιοϊ, από ερασιτέχνες ηθοποιούς του Μορφωτικού Συλλόγου Μεγάλου Ρεύματος και πάλι από την ίδια εφημερίδα (17.3.1951) μαθαίνουμε ότι το έργο ξαναπαρουσιάστηκε από τον ίδιο ερασιτεχνικό θίασο, με οργάνωση του Φιλοπτώχου Σωματείου Τζιβαλίου, στην αίθουσα παραστάσεων της Μαρασλείου Σχολής, στο Φανάρι.
Μεταξύ Ζαππείου Λυκείου και «Αναγέννησης» ανταλλάχτηκαν πλήθος από αναμνηστικά δώρα και η βραδιά έκλεισε με πολλές φωτογραφίες.
Ευχόμαστε να συνεχιστούν οι θεατρικές παραστάσεις στο Ζάππειο Λύκειο, μια και η Ομογένεια - και όχι μόνο - έχει ανάγκη από κοινωνική θεατρική αγωγή και από αισθητική απόλαυση και γέλιο!

Κων/πολη 18.11.2017                                                                       Θαν. Ν. Καραγιάννης


Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Η θεατρική κριτική του Μάριου Πλωρίτη

Η Θεατρική Κριτική του Μάριου Πλωρίτη
στην εφ. «Ελευθερία»
για παραστάσεις με κοινωνικά/πολιτικά θέματα

Κυρίες και κύριοι,
Ο Μάριος Πλωρίτης, ως πολυτάλαντος πνευματικός άνθρωπος και πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα μας άφησε, ομολογουμένως, πλούσια και βαριά παρακαταθήκη σε διάφορες περιοχές των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως και στην περιοχή της Θεατρικής Κριτικής. Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι σπούδασε – και το σπουδαιότερο – ασχολήθηκε, εργάστηκε σκληρά, για να γράψει και να δημοσιεύσει ένα πλήθος από κείμενα, που έχουν σχέση με τη Δραματουργία, τη Θεατρολογία, τη Μετάφραση θεατρικών έργων, την Ιστορία του Θεάτρου, τη Φιλολογία, την Πολιτική και Κοινωνική Κριτική κ.ο.κ. Μας κληροδοτήθηκε, λοιπόν, ένας όγκος έργου που μας εντυπωσιάζει και μας φορτώνει ευθύνες για το παρόν και το μέλλον. Το πνευματικό οπλοστάσιο που φέρνει από σημαντικές ακαδημαϊκές και μη σπουδές (στη Νομική, στις Πολιτικές Επιστήμες και στο Θέατρο, στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στην Αμερική), τον βοηθούν να συγκροτεί έναν μεστό και ουσιαστικό λόγο, όχι μόνο σε άρθρα και δοκίμια, αλλά και σε κείμενα Θεατρικής Κριτικής.

Ο Μάριος Πλωρίτης δημοσίευε Θεατρική Κριτική στην εφ. «Ελευθερία», κατά τη χρονική περίοδο 1946-1965 . Ο φακός της σύντομης ερευνητικής μας προσπάθειας θα εστιάσει στην σχεδόν τακτική στήλη που διατηρούσε με τίτλο: «ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ», αλλά ορισμένες φορές και με άλλους τίτλους, όπως: «ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΖΩΗ», «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ» κ.ά.
Σημειωτέον ότι ο Πλωρίτης διαδέχτηκε στην εφημερίδα τον Πέτρο Χάρη, ο οποίος έγραφε τακτικά Θεατρική Κριτική, με τίτλο: «ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΖΩΗ», ολόκληρο το 1945. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, δημοσιεύθηκαν τρεις ανυπόγραφες θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα είναι του Πλωρίτη .

Ιδιαίτερα, όμως, θα σταθούμε στη Θεατρική Κριτική του για παραστάσεις, με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, του ευρωπαϊκού και του ελληνικού δραματολογίου του 19ου αι., των αρχών του 20ού αι., του Μεσοπόλεμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε οκτώ θεατρικές κριτικές, των πρώτων χρόνων (1946-1947), τις οποίες δημοσίευσε στην ενλόγω εφημερίδα και θα παραθέσουμε εμβόλιμα κάποια αποσπάσματά τους:

1. Μ. Βοντοπιάνοβ – Γ. Λάπτιεβ, «Αναγκαστική προσγείωση» (ρώσικη κωμωδία πλοκής, σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες) (1.1.1946).
2. Ίρβιγκ Σώου, «Θάψτε τους νεκρούς», σε σκηνοθεσία Σεβαστίκογλου, από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (19.2.1946), έργο που ο Σώου έγραψε στα 1936, όταν, όπως γράφει ο Πλωρίτης: «Φούντωσε μέσα του η αγανάκτηση για τον ανήθικο παραλογισμό ενός καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου». Ο Πλωρίτης εδώ φαίνεται ότι επηρεάστηκε βαθιά και συγκλονίστηκε από τα πολιτικά, οικουμενικά και διαχρονικά μηνύματα του έργου, με αποτέλεσμα να προβεί σε μια εκτενή και ανισομερή πολιτική και φιλοσοφικού περιεχομένου ανάλυση του θεατρικού κειμένου, μένοντας έτσι περισσότερο στη δραματική υπόστασή του, παρά στην παραστατική του εκδοχή.
3. Στέφαν Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», από την «Αυλαία» (21.3.1946), όπου,
όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, «Η δεξιοτεχνία και κυρίως η αγαναχτισμένη διαμαρτυρία για την κοινωνική αδικία (ο Σ. Τ. συγκρατήθηκε να μην ξεπέση στη φτηνή προπαγάνδα και πολύ εύκολη ρητορεία, μ’ όλο που η φωνή αυτή της οργής προκλήθηκε από την άμεση κι’ οδυνηρή γνωριμιά του με τη δικτατορική καταπίεσι που τον έδιωξε απ’ την πατρίδα του) χάρισαν στο έργο του παγκόσμια επιτυχία, αν και είναι κάπως σχηματοποιημένοι οι τύποι κι’ η δράση τους […]». Επίσης, όπως σημειώνει ο Πλωρίτης, ο Στέφαν Τσβάιχ, με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός, «[…] είδε αμέσως μια λαμπρή ευκαιρία για ένα θεατρικό πύραυλο – φραγγέλιο της απολυταρχίας και της δικτατορίας, κατηγορητήριο που θα ενσάρκωνε το αίτημα για την ισότητα των ανθρώπων απέναντι στο νόμο και στη δικαιοσύνη.»
4. Δημ. Ψαθά, «Φον Δημητράκης», από τους Ενωμένους Καλλιτέχνες (8.5.1946). Να πώς ο κριτικός σκιαγραφεί τον κεντρικό ήρωα αυτής της «φαρσοειδούς κωμωδίας», με απλά λόγια και καίριες παρατηρήσεις: «Ο Φον Δημητράκης», γράφει, «είναι απ’ τους “τύπους” εκείνους που ξέβρασε ο φοβερός σίφουνας της κατοχής. Προορισμένοι να μείνουν πάντα στο βυθό, έφτασαν ως την επιφάνεια μόνο χάρη στην “ελαστικότητα” της συνείδησής τους και της άμετρης κενοδοξίας τους. Το απρόσιτο όνειρό τους, ο ανικανοποίητος πόθος τους να κυβερνήσουν τον τόπο, πραγματοποιήθηκε μόνο χάρη στην υποδούλωση αυτού του τόπου. Δεν μπόρεσαν να τον κυβερνήσουν παρά όταν ήταν σκλάβος. Άλλο το ζήτημα αν ήταν αληθινά σκλάβος κι’ αν αληθινά τον κυβέρνησαν».
5. Έρσκιν Κ(ά)ώλντγουελ και Τζακ Κίρκλαντ, «Για ένα κομμάτι γης», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (4.1.1947).
6. Δ.Κ. Βυζαντίου «Βαβυλωνία», σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη, από το Εθνικό Θέατρο (12.2.1947).

Μεταξύ άλλων σχολιάζει επικριτικά το έργο, που θεωρεί ιστορικό μεν και κατάλληλο να παίζεται σε ειδικές περιστάσεις, όχι, όμως, να συμπεριλαμβάνεται στο ρεπερτόριο του Εθνικού: «Αλλ’ από τη Βαβυλωνία δε λείπει μόνο η πνοή της μεγάλης σάτιρας. Όσο κι’ αν είναι υπερβολικό νάχει κανείς αξιώσεις απ’ το πρώτο θεατρικό έργο ενός λαού που μόλις ξυπνάει απ’ τη σκλαβιά, δε μπορεί ωστόσο παρά να ζητάει ένα μίνιμουμ δραματικών και τεχνικών στοιχείων. Στη Βαβυλωνία δεν υπάρχουν πρόσωπα – γλωσσικά ιδιώματα μόνο, ντυμένα ντόπια ρούχα – δεν υπάρχει μύθος, η τεχνική είναι πρωτόγονη και στο βασικό θέμα δεν προεκτείνεται, δεν κινείται, δεν προοδεύει, μένει στατικά ανεξέλικτο απ’ την αρχή ως το τέλος, και φυσικά έπειτ’ από λίγο η επανάληψη κουράζει κι’ η αρχική ευθυμία μετατρέπεται σε ουδέτερη παρακολούθηση.»

7. Ευγένιου Ο’ Νηλ «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες», σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, από το «Θέατρο Τέχνης» (28.2.1947), έργο που «φανέρωνε μια νέα ωριμότητα, χρησιμοποιώντας μια δυνατή ιστορία ερωτικού πάθους, αιμομιξίας και παιδοκτονίας ως σχόλιο πάνω στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. », κατά τη χρονική φάση που εγκαταλείπεται ο ρεαλισμός. Ο Πλωρίτης το χαρακτήρισε ως: «το σημαντικότερο ρεαλιστικό δράμα της Αμερικής» και συνέχιζε: «Η αρτιότητα της αρχιτεκτονικής, η συγκλονιστική δύναμη των συγκρούσεων, η ρωμαλεότητα του διαλόγου, η αναγλυφικότητα των μορφών κι’ η ποιητική μορφή […] κάνουν τους “Πόθους” το σπουδαιότερον εκπρόσωπο της παρακμής ενός θεατρικού είδους που περνάει λίγο-λίγο στο παρελθόν».
8. Για την κοινωνική σάτιρα που επιχειρεί ο Μπέρναρ Σω στο θεατρικό έργο του: «Πάνω στα βράχια», από το θίασο Βεάκη – Παππά, στο θέατρο «ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ» (6.3.1947), και για την παράστασή του στο αθηναϊκό κοινό, ο Πλωρίτης σημειώνει: «Ο Ιρλανδικός Ταύρος, έπειτ’ από 40 χρόνων θητεία στην κοινωνική σφαίρα, αποφασίζει με το Πάνω στα βράχια μια κατά μέτωπον επίθεση του Κοινοβουλίου. Ο σαρκασμός των προλήψεων, της ανθρώπινης ηλιθιότητας και της κοινωνικής παραφροσύνης, δίνει τη θέση του σε μια καθαρά πολιτική κωμωδία που πασχίζει ν’ αποδείξει την κωμωδία της πολιτικής».

Η πολυμάθεια του Πλωρίτη στο χώρο της δραματουργίας και θεατρολογίας είναι εμφανής σε όλα τα κείμενά του, τα οποία, αν και ποιοτικά, υπολείπονται της αξίας των μετέπειτα δοκιμίων και άρθρων του. Χαρακτηρίζονται – κατά σημεία – από μια δημοσιογραφική αντίληψη και δομή. Εντούτοις ο αναγνώστης διακρίνει την ευρυμάθεια του συντάκτη τους και την κριτική του ικανότητα. Εμφανής είναι, επίσης, και η μαρξιστική ανάλυση που επιχειρεί – κατά σημεία – αυτός ο σημαντικός διανοούμενος, επηρεασμένος σαφώς από την Αριστερά, που στην Κατοχή, δημιουργεί μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.) την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, αναδεικνύοντας τα γράμματα και τις τέχνες (το θέατρο και τη μουσική, ιδιαίτερα) στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», αλλά και στις εσχατιές της χώρας μας με καθοδηγητή την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.) και την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.)
Στον απόηχο αυτής της μεγαλειώδους άνθησης του ταξικού και λαϊκού πολιτισμού ο Μάριος Πλωρίτης ασκεί το λειτούργημά του, με μέθοδο το διαλεκτικό υλισμό, αναλύοντας τα θεατρικά κείμενα, που παριστάνονται κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κριτικός είναι η απλή δημοτική, όμως διανθισμένη με εκφράσεις και λέξεις, που φανερώνουν δεινό χειριστή του λόγου, αλλά και κατέχοντα τη θεατρολογική ορολογία, που ωστόσο χρησιμοποιεί πολύ διακριτικά, χωρίς να δημιουργεί σύγχυση στο μη μυημένο περί των θεατρικών πραγμάτων αναγνώστη. Τα αποσπάσματα αυτής της εισήγησης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Επίσης, η κριτική του πένα διεισδύει με τέχνη και μέθοδο στην ουσία της δραματικής υπόθεσης, επιχειρεί συγκρίσεις με παρόμοια έργα, αναφέρεται σε προηγούμενη παραστασιογραφία, διαγράφει ενίοτε εντελώς σύντομα – όσο αυτό του επιτρέπεται από το χώρο και την περίσταση – μέρος του υπόλοιπου έργου του δραματουργού και κάποια βιογραφικά του στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης ν’ αντιληφθεί καλύτερα τη συνέχεια και εξέλιξη συνολικά του δραματικού έργου. Με μαεστρία διαγράφει τους χαρακτήρες του κάθε έργου, προσδίνοντάς του τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του, αποκαλύπτοντας τους συμβολισμούς που δίνει ο δραματουργός, αλλά δεν παραλείπει να ακονίσει την κριτική του λεπίδα πάνω στην υποκριτική δεινότητα ή αδυναμία των ηθοποιών, τις αστοχίες του σκηνοθέτη και των άλλων συντελεστών της παράστασης.
Να γ.π. πώς επικρίνει τη σκηνοθεσία του Δημ. Ροντήρη και τη σκηνογραφία του Κλώνη στην παράσταση της «Βαβυλωνίας» στο Εθνικό Θέατρο του 1947: «Η τυπικότητα χαρακτήρισε άλλη μια φορά την παράσταση του Εθνικού. Τα παλιά χνάρια ήταν φανερά, μα φανερή κι η απουσία αληθινής ζωής πάνω στη σκηνή. Το μπρίο, το κέφι, το γλέντι μαρτυρούσαν το μηχανισμό της κατασκευής τους. Μόνο πού και πού, [όταν] οι ηθοποιοί αφίνονταν να ξεπεταχτούν από την “προδιαγεγραμμένη”, ζωντάνευε κάπως ο χλωμός αυτός πίνακας. Λησμονήθηκε πάρα πολύ η συγγένεια της “Βαβυλωνίας” με το λαϊκό θέατρο και δε δόθηκε στην παράσταση ούτε υποψία από τον τόνο της αφέλειας, του πρωτογονισμού και της ορμής που το χαρακτηρίζει. Προπάντων λησμονήθηκε τούτο από τον κ. Κλώνη, που έχτισε πάλι δίπατα σκηνικά, “φόντο” σε τρία τέσσερα πλάνα, εσωτερικά κι’ εξωτερικά τόσο ρεαλιστικά και ογκώδη όσο και σε γερμανικό μελόδραμα. Και γιατί εκείνος ο γκριζορόδινος χρωματισμός για ένα έργο που σφύζει ο λαϊκός πληθωρισμός; Μήπως μίμηση των “φράγκικων” χαλκογραφιών της εποχής; Που και ξενικές είναι και ρομαντικές κι’ άσχετες, οπωσδήποτε, με τη “Βαβυλωνία”.»

Αρκετά αργότερα, στα 1982, θα δημοσιεύσει κείμενό του, με τίτλο: «Το Μεταπολεμικό Ελληνικό Θέατρο (1945-1967). Ένα μικρό διάγραμμα», όπου θα παρουσιάσει συνοπτικά μεν, μεστά και εμπεριστατωμένα δε, και θα αποτιμήσει κριτικά και ιδεολογικά, ολόκληρη τη μεταπολεμική θεατρική παραγωγή στη χώρα μας , με διαλεκτική κριτική σκέψη και κοινωνιολογική μεθοδολογία, επιχειρώντας συγχρόνως μια κάποια ιστορική ανάλυση. Το κείμενό του αυτό οπωσδήποτε στηρίζεται στα κείμενα θεατρικής κριτικής που δημοσίευσε κατά την περίοδο εκείνη στην «Ελευθερία», που έγραψε και μάζεψε τότε σπυρί σπυρί, συγκεντρώνοντας έτσι σιγά σιγά έναν όγκο κειμένων, χρήσιμα για τις μετέπειτα μελέτες και κριτικές αποτιμήσεις του.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο Μάριος Πλωρίτης αναδείχτηκε σε σημαντικό θεατρικό κριτικό της μεταπολεμικής περιόδου, διότι κατείχε εξίσου καλά την αμερικάνικη, ευρωπαϊκή και ελληνική δραματουργία, με ισχυρό υπόβαθρο τις θεωρητικές και ιστορικές γνώσεις του στο χώρο του Θεάτρου, μα και γνώριζε επαρκώς και επακριβώς τη διαδικασία ανεβάσματος μιας θεατρικής παράστασης. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι οι προϋποθέσεις και τα εχέγγυα για μια καλή θεατρική κριτική, από μέρους τού κάθε επίδοξου κριτικού θεάτρου. Ο Μάριος Πλωρίτης πρεσβεύει τα παραπάνω και να πώς τα υποστηρίζει στην ομιλία του με θέμα «Θεατρικές διδασκαλίες», κατά την αγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2000: «Πιστεύω», λέει, «πως καλύτεροι κριτικοί μιας παράστασης είναι εκείνοι που όχι μόνο γνωρίζουν σε βάθος το κρινόμενο έργο φιλολογικά, αλλά και ξέρουν τι σημαίνει και πώς πραγματώνεται η πρακτική διδασκαλία ενός έργου, η προετοιμασία μιας παράστασης. Μόνο αν έχεις ζήσει το μόχθο, τα προβλήματα, το βασανισμό, τις αγωνίες σκηνοθέτη και ηθοποιών, τις πολύωρες, και πολύμηνες ακόμα, προσπάθειές τους να κατανοήσουν το δραματουργό, να βιώσουν και να αναβιώσουν τα πρόσωπά του, να πλάσσουν ένας-ένας κι όλοι μαζί την αρμονία […], μόνο τότε μπορείς να αποτιμήσεις, όσο γίνεται δίκαια, την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος, να διαγνώσεις, ακόμα, την ειλικρίνεια των προθέσεων ή την ιδιοτέλειά τους.» Πολύ εύστοχα ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ, κατά την εκδήλωση εκείνη, επισήμανε για το μεταφραστικό έργο του Πλωρίτη ότι: «Η υφολογία του Πλωρίτη έχει σπάνια γνωρίσματα: κομψότητα στη διατύπωση, ακρίβεια στην έκφραση, κάτι το παιχνιώδες, λεκτικό πλούτο.» Γνωρίσματα, που νομίζουμε ότι χαρακτηρίζουν και τον κριτικό του λόγο.

Τις παραπάνω απόψεις του ο Μάριος Πλωρίτης μετουσίωσε, πρακτικά, σε εκατοντάδες κείμενά του θεατρικής κριτικής, στην εφ. «Ελευθερία», που τόσο συνοπτικά παρουσιάσαμε. Αξίζει να συνεχίσουμε την έρευνα για μια ευρύτερη και πληρέστερη παρουσίαση του θέματος.

Θανάσης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ