Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θέατρο για παιδιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θέατρο για παιδιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΕΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ "Θέατρο για παιδιά" στο διαδίκτυο

Κάθε Τετάρτη, 15.00-16.00, στο web radio 902.gr ακούγεται η εκπομπή "Θέατρο για παιδιά" (επιμέλεια-παρουσίαση: Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης)

Με θέματα που αφορούν:
α. Τις σύγχρονες παραστάσεις για παιδιά (θέατρο, κουκλοθέατρο, θέατρο σκιών, μαριονέτα, αφήγηση παραμυθιού, όπερα κ.ά.) στο σχολικό, ερασιτεχνικό και επαγγελματικό θέατρο
β. Την Ιστορική Έρευνα και Μελέτη θεατρικών κειμένων για παιδιά του σχολικού και επαγγελματικού θεάτρου και της παραστασιογραφίας τους
γ. Την παιδαγωγική του Θεάτρου και τη Θεατρική Αγωγή, σε ακαδημαϊκό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό επίπεδο
δ. Την έκδοση βιβλίων και
ε. Τη διεξαγωγή σεμιναρίων και συνεδρίων.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013



Ως και η Πηνελόπη Δέλτα
στο μηχανισμό στήριξης του μνημονίου,
100 χρόνια μετά…!

Τάκης Τζαμαργιάς–Βαγγέλης Ραπτόπουλος[1]

«Παραμύθι χωρίς όνομα»

[Δραματοποίηση του ομώνυμου «φανταστικού μυθιστορήματος»[2]
της Πηνελόπης Δέλτα],

στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου



Ιδεολογικές συγγένειες στη σύγχρονη συγκυρία…  το μνημόνιο και οι θυσίες του λαού μας!

Οι Βαγγέλης Ραπτόπουλος και Τάκης Τζαμαργιάς είναι ικανοί και ευφυείς δραματουργοί/διασκευαστές. Η μεταφορά του πεζού λόγου σε θεατρική μορφή, η σκηνική οικονομία, τα υπέροχα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη, τα φανταχτερά κοστούμια της Κέννυ Μακλέλλαν, η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, οι χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και το βίντεο του Παν. Ράππα, προσδίνουν αίγλη στη συγκεκριμένη  θεατρική παράσταση για παιδιά. Τα καθηλώνουν στο κάθισμά τους, με διάπλατα τα πανέμορφα ολοζώντανα μάτια τους να ρουφάνε αισθητική απόλαυση. Η σκηνοθεσία του ακούραστου και ταλαντούχου παιδαγωγού Τάκη Τζαμαργιά είναι καταπληκτική. Πρόκειται για έναν υπέροχο θεατράνθρωπο, που με ό,τι καταπιάνεται, το φέρνει σε πέρας επιτυχώς. Ασφαλώς και ήταν γι’ αυτόν πρόκληση η πρόσκληση του κ. Χουβαρδά να σκηνοθετήσει παράσταση για παιδιά. Άλλωστε, ο ίδιος είναι θιασώτης της λογοτεχνικής δεινότητας της Π. Δέλτα για το συγκεκριμένο της μυθιστόρημα. Πού να σκεφτεί, όμως, τις απώτερες σκέψεις και βουλές του αξιοσέβαστου Εθνικού μας Θεάτρου; Να, όμως, που χρειάζεται να υποψιαζόμαστε, μερικές φορές, τις σκοπιμότητες της αστικής εξουσίας και των οργάνων της… Παραστάσεις ασφαλώς και μπορούν να γίνουν με φτωχότερα υλικά μέσα, από καλλιτέχνες, που έχουν βάλλει ως σκοπό της ζωής τους να κτίσουν και με τη βοήθεια της τέχνης τους μιαν άλλη κοινωνία, ειρηνική, δίκαιη, αταξική, σοσιαλιστική.
Τι γίνεται όμως με τη σκέψη και τον προβληματισμό των παιδιών/θεατών μιας παράστασης; Τι συμβαίνει με τα «ξαναζεσταμένα φαγητά», τα οποία όταν μαγειρεύτηκαν, η ανερχόμενη τότε «πεφωτισμένη» αστική τάξη έτσι τα ήθελε μαγειρεμένα; Τη βόλευε στα 1910. Ήταν αμέσως μετά το ταπεινωτικό 1897 και τα λάθη της μοναρχίας, που τάραξαν το φιλομοναρχισμό της Δέλτα, στάθηκαν αιτία να γράψει το Παραμύθι της. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο αλησμόνητος Χάρης Σακελλαρίου «(Η Δέλτα) μετέφερε τον όλο προβληματισμό στο προσωπικό επίπεδο και δεν είδε την πολιτειακή του διάσταση.»[3] Στην ίδια ρότα κινείται και το κείμενο των Τζαμαργιά-Ραπτόπουλου, σε αντίθεση με το Παραμύθι του Καμπανέλλη, που θέτει διάφορα πολιτικά ζητήματα, τα οποία στηρίζει με την καυστική του σάτιρα.
 Η Π. Δέλτα, βαθιά συντηρητικό άτομο, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, φιλοβασιλική και στη συνέχεια φιλοβενιζελική –μηδαμινές διαφορές μεταξύ βασιλιά Γεωργίου και Ελ. Βενιζέλου, αφού και οι δυο τους το αστικό σύστημα υπηρετούσαν με φανατισμό– ποιους συμβολισμούς επιχείρησε στο «Παραμύθι χωρίς όνομα»; Στο πρόσωπο του βασιλόπουλου έβλεπε τον Βενιζέλο, τον αγαπημένο της Ίωνα Δραγούμη ή κάποιον άλλο εθνικόφρονα εθνοσωτήρα αστό;
Η ίδια αρνείται κατηγορηματικά, σε επιστολή της προς τον Αλ. Δελμούζο, ότι ο «βασιλεύς Αστόχαστος» συμβολίζει τον βασιλιά Γεώργιο. Ο Δελμούζος κρίνει το έργο θετικά, το χαρακτηρίζει δε ως «αντι-Γεωργικώτατο και μαζί φιλοβασιλικώτατο», με αποτέλεσμα η Δέλτα να συμφωνήσει με το δεύτερο χαρακτηρισμό, αλλά ν’ αντιδράσει στην απαντητική επιστολή της, για τον πρώτο χαρακτηρισμό, ως εξής: «Το βρίσκετε “αντι-Γεωργικώτατο”, αν και φιλοβασιλικώτατο, και υποθέτετε πως σαν κυκλοφορήσει θα κατασχεθή. Και το έγραψε και η Ακρόπολις στο φύλλο της 16 Δεκεμβρίου: Ο βασιλεύς Αστόχαστος συμβολίζει άραγε στο Παραμύθι τον Βασιλέα Γεώργιον; Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι, όπως λέτε, είναι άδικο να φορτώνομε στον συνταγματικό μας Βασιλέα όλες τις δικές μας αμαρτίες∙ και είναι πρόστυχο και ανήθικο∙ όχι, σκοπός μου δεν ήταν καθόλου ν’ αγγίξω τη Βασιλεία. Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς, και το Βασιλόπουλο ο νέος Έλληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρη τη δύναμη ν’ αναγεννηθή, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον ένα και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες.»[4]

Συνέχεια της ιδεολογικής συνέπειας…

Όπως κάθε έργο τέχνης, έτσι και το «Παραμύθι χωρίς όνομα», φέρνει το ιδεολογικό του φορτίο, από το ιστορικό περιβάλλον, και τα συμφραζόμενα, μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Ο αείμνηστος Ιάκ. Καμπανέλλης πραγματώνει στα 1959 τη θεατρική μεταφορά του έργου και τη μετάλλαξή του σ’ ένα αντιπολεμικό παιάνα, ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, που πιάνει τον παλμό της ιστορικής περιόδου που γράφεται και εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία και μέσα στη δικτατορία, ξεσηκώνοντας τα πλήθη των θεατών σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Η σατιρική και ειρωνική πρόθεση του Καμπανέλλη είναι εμφανέστατη και πετυχημένη, σε αντίθεση με το κείμενο της Δέλτα, που το διακρίνει η σοβαρότητα, με κάποια άψυχη σατιρική χροιά. Γράφει ο Γ. Πεφάνης για το έργο του Καμπανέλλη: «τα χρώματα του έργου είναι παρμένα από τον πίνακα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και του ψυχροπολεμικού δυτικού κόσμου. Τα στοιχεία της μπρεχτικής αφήγησης και του επικού grotesque είναι εδώ εμφανή, διηθημένα όμως σε έναν παραμυθιακό ιστό, που αποπροσωποποιεί τα πολιτικά ιδανικά και υπονομεύει τα πολεμόχαρα ήθη.»[5]
Εδώ έχουμε μια κάποια ατόφια μεταφορά του θέματος, του ύφους και της ιδεολογίας του πρωτότυπου κειμένου σε θεατρική μορφή. Φυσικά οι δύο δραματουργοί έχουν αφαιρέσει ή παραλλάξει αρκετά σημεία του αφηγηματικού κειμένου της Δέλτα. Σε άλλα σημεία πρόσθεσαν ορισμένα σύγχρονα θέματα. Διατήρησαν βέβαια την παραμυθιακή του δομή και… προσπάθησαν να δώσουν στους συμβολισμούς και στις αλληγορικές του θέσεις κάποια διαφορετική υπόσταση, κοινωνική και πολιτική, πάντοτε όμως με παιδαγωγική ευαισθησία, βασισμένη σε επιστημονική γνώση. Και έφτασαν σ’ ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα, με την αξία των συντελεστών και των ηθοποιών. Πολύ σωστά ο Θόδ. Γραμματάς γράφει ότι «η σκηνοθεσία διέθετε αρετές μιας νεωτερικής απόδοσης του δραματικού κειμένου: δραματοποιημένη εικονοποίηση του αφηγηματικού λόγου που στηρίζεται στον υποκριτικό αυτοσχεδιασμό και το θεατρικό παιχνίδι, συμπύκνωση της δράσης και περιορισμό των περιγραφικών στοιχείων, εικαστική θεαματικότητα, αλλά και δραματική εκφραστικότητα, με βάση τους καλοδουλεμένους ηθοποιούς και το ομαδικό θέαμα.» 
Το σύγχρονο δραματοποιημένο κείμενο προσαρμόζεται στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Διαθέτει οικολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα, φαινομενικά χρήσιμα για τα παιδιά, όμως, όπως πάντοτε ενταγμένα μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ιδεολογίας. Δηλαδή, τίποτα να μην ενοχλεί τον ιδεολογικό πυρήνα του συστήματος, αλλά ούτε και να τον αμφισβητεί. Άλλωστε, το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, 100 χρόνια μετά, έρχεται «γάντι» στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που επιλέχτηκε από το Εθνικό μας Θέατρο, που δεν έχω αντιληφθεί να αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική και κομματική γραμμή… Στα παιδιά και στη νεολαία, γενικότερα, όμως, περνούν όλα στο υποσυνείδητο εύκολα, κατά τη διαπαιδαγώγηση που επιθυμεί η αστική τάξη να τους επιβάλλει, μέσα από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της (σχολείο, εκκλησία, στρατός, τέχνη, θέατρο κ.ο.κ.) Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Ο Καμπανέλλης απευθύνεται σε ενηλίκους, που διαθέτουν γνώση, εμπειρίες και κρίση. Δεν είναι το ίδιο. Τα παιδιά στερούνται όλα τα παραπάνω, διακατέχονται μόνο από συναισθήματα και ακολουθούν άκριτα τα πρότυπα. Στο υποσυνείδητό τους, όμως ριζώνουν βαθιά και ανεξίτηλα όσα η οικογενειακή, σχολική και κοινωνική αγωγή τους προσφέρει με λόγια, παραδείγματα και ενγένει με βιωματικές καταστάσεις.
Εδώ, οι συμβολισμοί στους χαρακτήρες του έργου –και που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα– είναι εμφανείς, για όσους ξέρουν και θέλουν να τους δουν: ο αποτυχημένος βασιλιάς, που ρήμαξε τη χώρα μπορεί να είναι ο Κώστας Καραμανλής ή γενικά οι προηγούμενες «επάρατες» κυβερνήσεις μας, το πριγκιπόπουλο, που θέλει να σώσει τη χώρα από τους εχθρούς (από τις «κακές αγορές») και να την ανορθώσει μπορεί να είναι ο Γ. Παπανδρέου, αφού στο έργο η χώρα έχει κυριολεκτικά αποδομηθεί οικονομικά, από την κακοδιαχείριση του βασιλιά και των αυλικών του, από τις κλεψιές των ανθρώπων της εξουσίας, αλλά και από την αδιαφορία και την τεμπελιά του λαού.  Κάτι μας θυμίζει αυτή η κατάσταση… από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το πριγκιπόπουλο ζητάει συνεχώς θυσίες από το λαό για να σώσει την πατρίδα (αυτό το ακούμε το τελευταίο διάστημα κατά κόρον), περνώντας τεχνηέντως την ιδεολογία του στους απλούς εργαζόμενους: «ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν έχω να φάω, Αφέντη! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Φλουριά δεν έχω να σου δώσω… Έλα εδώ να δουλέψεις και θα ’χεις φαΐ να χορτάσεις! […], ΜΑΡΑΓΚΟΣ: Βαρέθηκα να δουλεύω… άσκοπα! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό! […] ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Δώσ’ μου λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύουμε… ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Για το σκοπό ή για το κέρδος; ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Το ίδιο κάνει. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Όχι δεν κάνει το ίδιο, γιατί όποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για έναν σκοπό μεγάλο και ιερό, που δεν αφήνει κέρδος!» Και ενώ ο πόλεμος χτυπά την πόρτα του Βασιλείου, το βασιλόπουλο ζητάει πάλι θυσίες. Ο πόλεμος, όμως, σήμερα είναι οικονομικός και οι θυσίες που ζητούνται έχουν άλλο περιεχόμενο. «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: Μας προτείνεις, δηλαδή, να πάμε να σκοτωθούμε για χάρη του Βασιλιά; Για να κάθεται αυτός να τρώει και να πίνει; ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Όχι για χάρη του Βασιλιά. Αλλά για χάρη του λαού μας… της πατρίδας! ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ: […] Η πατρίδα είναι μια σκέτη λέξη, κι ο Βασιλιάς ένα γουρούνι και μισό! ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατρίδα είν’ ο τόπος μας! Και Βασιλιάς, ο αρχηγός μας!» Και παρακάτω: «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατριώτες! Πρέπει ν’ αλλάξετε μυαλά… να συνέλθετε και να βοηθήσετε!», αρκεί να διασωθεί η βασιλεία, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία όποιας εποχής και χώρας είτε σε στρατιωτικό είτε σε οικονομικό πόλεμο…!  
 Ο Πρωτομάστορας επικρίνει όλους εκείνους τους ανθρώπους της εξουσίας που έκλεψαν το κράτος (βασίλειο) και εξαιτίας τους κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να φτωχύνει ο λαός: «Ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι… και η μαφία τους.» Και συνεχίζει επικρίνοντας τον Αρχιστράτηγο: «[…] έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο παλάτι (βλ. κυβέρνηση). Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε εντελώς. Κι όταν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις στολές, μάζεψε μια περιουσία ολόκληρη κι έφυγε στα ξένα, χωρίς να πάρει είδηση ο Βασιλιάς. Ακόμα και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά! Μόνο ο Αφέντης μας, ο Βασιλιάς Αστόχαστος, είναι μακριά νυχτωμένος… ». Είναι η ίδια λογική με την αστική θεωρία ότι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τον έκανε ένας «τρελός μπογιατζής»… Κι εδώ ο βασιλιάς ήταν «αστόχαστος» και αγαθός και… δεν κατάλαβε τίποτα. Και συνεχίζει η Ειρήνη: «Τι φταίει ο Βασιλιάς, αν έχει όλο κλέφτες και λωποδύτες γύρω του;» Ο Πρωτομάστορας της απαντά: «Ας φρόντιζε να ξέρει τι υπαλλήλους παίρνει, πριν τους εμπιστευτεί τα συμφέροντα του Κράτους. Κι αν του έβγαιναν ψεύτες και κλέφτες, ας τους τιμωρούσε. Αλλά δε νοιάστηκε ποτέ για τίποτα!» Κάτι θα θυμίζει αυτό και στα παιδιά/θεατές της παράστασης. Καμία, όμως, κουβέντα, για την αιτία των εξελίξεων, για τη δομή του οικονομικού συστήματος, για την ανατροπή του. Ακόμη κι ό ίδιος ο δάσκαλος, που θα ’πρεπε να είναι προοδευτικός, είναι συντηρητικός: «Εμάς εδώ, στη Μοιρολατρία, μας τρώει η συμπόνια… είμαστε πονόψυχοι! Πώς να τιμωρήσεις τον κλέφτη ή τον προδότη και όποιον άλλον ασυνείδητο; “Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο”, σου λένε, “γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι υπάρχουν που κάνουν πολύ χειρότερα!” Και πάει λέγοντας…»
Η παράσταση τελειώνει με το παρακάτω κείμενο, το οποίο αποδίνουν εν χορώ όλοι οι ηθοποιοί επί σκηνής: «Το “Παραμύθι χωρίς όνομα” μιλάει για μας! / Για το Βασιλόπουλο, που κρύβει ο καθένας μας! / Για όλα όσα δεν κάνουμε σωστά, στις ζωές μας! / Μολύναμε τη φύση, σκέτη διαφθορά / Για όλα φταίει η απληστία για λεφτά! / Άλλαξε κι εσύ, πάλεψε κι εσύ, σηκωθείτε όλοι σας! / Όχι άλλα σκουπίδια και μεταλλαγμένα! / Χαλασμένες συσκευές κι απόβλητα! / Δούλεψε , όχι μόνο για τον εαυτό σου / Και το κοινό καλό πάλι θα ’ν’ δικό σου! / Βοηθήστε όλοι μαζί, ν’ αναστήσουμε τον τόπο μας!»
Πρόκειται, όντως για συναρπαστικό παραμύθι, που η παραλλαγή του, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η εξής: Ο λαός να ξεσηκώνεται ενάντια στη βασιλεία (ΔΝΤ και ΕΕ και ΝΑΤΟ),  έχοντας τους δικούς του λαϊκούς ηγέτες ή έστω ένα βασιλόπουλο, τύπου Αριστόνικου στην Επανάσταση των δούλων της Περγάμου, να οργανώνεται και να καθιερώνει τη δική του λαϊκή εξουσία και οικονομία. Οι αιτίες της οικονομικής καταστροφής έπρεπε να δίνονται στην πραγματική τους διάσταση και να καταγράφονται, πάντοτε με αισθητικές προδιαγραφές, οι αιτίες και η προοπτική για μια άλλη κοινωνία, όπου δε θα επικρατεί πια η ασυδοσία και οι απάτες της αστικής εξουσίας και των συνεργατών του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια άλλη πρόταση…

Αυτό, όμως, το παραμύθι και με την εκδοχή του θεατρικού έργου σε παράσταση για παιδιά και εφήβους, νομίζω ότι μπορεί να το γράψει μόνο το Κ.Κ.Ε. και η ίδια η εργατική τάξη, και στην τέχνη με τους δικούς της καλλιτέχνες και στην κοινωνική πραγματικότητα με το Π.Α.ΜΕ. και τη θέληση και αγωνιστικότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων…  Ναι μεν, σ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά, ασφαλώς με αλληγορική σημασία και παραμυθιακούς ήρωες, αλλά με προοπτική, όραμα και ταξικό προσανατολισμό των παιδιών, χρήσιμο και χρηστικό για το μέλλον τους…
Οι παρακάτω 14 ηθοποιοί απέδωσαν τους 22 ρόλους τους εκπληκτικά: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δημ. Βέργαδος, Γρηγ.  Γαλάτης, Σοφιάννα Θεοφάνους, Μάνος Καρατζογιάννης, Κων. Καρβέλης, Μιχ. Κοιλάκος, Μαίρη Λούση, Πέτρος Σπυρόπουλος, Φωτεινή Τιμοθέου, Δημ. Φραγκιόγλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Στράτος Χρήστου και Αλ. Μαυρόπουλος (σε βίντεο). 
Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Δρ. Επιστημών της Αγωγής
Μελετητής-Κριτικός Θεάτρου για παιδιά


[1]. Οι δυο δραματουργοί στηρίχθηκαν στον αρχικό μύθο και στη δομή της υπόθεσης του παραμυθιού, που έπλασε η Πην. Δέλτα, στα 1910. Το διασκεύασαν και προπαντός το δραματοποίησαν. Όμως, το παρόν μεταγραμμένο θεατρικό έργο είναι δικό τους, με τις παρεμβάσεις, τις προσθήκες, τις παραλείψεις και τον εκσυγχρονισμό, που επιχείρησαν στο πεζογράφημα της συγγραφέα.   
[2]. Ο Χάρης Σακελλαρίου υποστηρίζει ότι: «η όλη δομή κι επεξεργασία του υλικού συνηγορούν στην κατάταξή του ανάμεσα στα φανταστικά μυθιστορήματα.», βλ. στη μονογραφία του Πηνελόπη Δέλτα. Η ζωή–οι έρωτες–το έργο της, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 141.   
[3]. Σακελλαρίου Χάρης, Πηνελόπη Δέλτα, ό.π., σ. 138.
[4]. Απόσπασμα επιστολής της Δέλτα προς τον Δελμούζο, από τη Φραγκφούρτη, στις 27.12.1910 (9.1.1911).   
[5]. Πεφάνης Γιώργος Π., Ιάκωβος Καμπανέλλης. Διαδρομές σε μεγάλη χώρα. Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο, Κέδρος, Αθήνα 2000, σ. 24. Ο Μιχ. Καραγάτσης σε κριτικό του κείμενο διατυπώνει την αρνητική του στάση στο εγχείρημα θεατρικής μεταφοράς του έργου της Δέλτα, βλ. Μ. Καραγάτσης, Κριτική Θεάτρου, 1946-1960 (Πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Εισαγωγή-επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης), Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1999, σ. 599-561.


Βένια Σταματιάδη

Όταν ο ήλιος

[θεατρική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος της Ζωρζ Σαρή]
από την ομάδα νέων ηθοποιών «Πεδίο Τέχνης»
στο Θέατρο «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ»

Η Ζωρζ Σαρή (1925-2012), κατεξοχήν πεζογράφος για παιδιά και εφήβους, έγραψε και ορισμένα θεατρικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν σε βιβλία: «Το γαϊτανάκι», (1979), «Ο Στρατάρχης» (1981), «Το τρακ» (1989). Ως ηθοποιός είχε την έφεση, αλλά και το δικαίωμα να γράψει και θέατρο. Στο τελευταίο βιβλίο της, το οποίο δεν κυκλοφορεί πλέον, η δραματουργός Ζ. Σαρή ενσωμάτωσε, εκτός από τα δύο ήδη εκδοθέντα θεατρικά έργα της για παιδιά, άλλα δύο: «Ο φαντασμένος» και «Ο Γιάννης ο στρατιώτης». «Το γαϊτανάκι» το έγραψε στα 1953 στο Παρίσι και αρχικά το εξέδωσε ως παραμύθι, στα 1973. Τα υπόλοιπα τρία έργα του βιβλίου «Το τρακ» είναι δραματουργικές εμπνεύσεις από  λαϊκά κ.ά. παραμύθια: «Ο Στρατάρχης» (από το παραμύθι «Ο θησαυρός» του Χ. Κ. Άντερσεν) «Ο φαντασμένος» (από το παραμύθι “Le Prince Désir” του Perrault) «Ο Γιάννης ο στρατιώτης» (από άγνωστο για τη δραματουργό γαλλικό παραμύθι, που της το αφηγούταν η μητέρα της).
Μεγαλύτερη επιτυχία είχε, ιδιαίτερα, στη σχολική και ερασιτεχνική θεατρική σκηνή, το αντιπολεμικό-φιλειρηνικό έργο της για παιδιά «Το γαϊτανάκι».
 Η αείμνηστη ηθοποιός, πεζογράφος και δραματουργός για παιδιά ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων και του θεάτρου και σημάδεψε με το έργο της και με τις πρωτοπόρες θεματολογικές συγγραφικές πρωτοβουλίες την Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία. Σεμνή, αθόρυβη και αξιοπρεπής εργαζόταν σκληρά και παρουσίαζε κάθε τόσο ένα νέο βιβλίο της, το οποίο αποτελούσε «γεγονός» στα εκδοτικά δρώμενα της χώρας μας. Οι πολλές επανεκδόσεις των βιβλίων της είναι το αποδεικτικό στοιχείο για την ποιότητα των μυθιστορημάτων της, αλλά και η θεματολογική της τομή που επιχείρησε κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετέπειτα, πολύ εκτιμήθηκε από εκπαιδευτικούς και γονείς, οι οποίοι είδαν να πρωτοπαρουσιάζονται σε βιβλία για παιδιά και εφήβους (μαζί με τα έργα της Άλκης Ζέη) θέματα «ταμπού», θέματα καινοτόμα μέχρι την εποχή εκείνη, όπως η Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος, το Πολυτεχνείο. Θέματα, τα οποία η συγγραφέας επεξεργάστηκε με λογοτεχνική, κοινωνική, δημοκρατική και παιδαγωγική ευαισθησία, αλλά και με υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στους μικρούς και μεγάλους αναγνώστες της. Η Ζ. Σαρή κατείχε το «μυστικό» της επιτυχίας, το οποίο κατέχει και ο αξιόλογος πολυγράφος δραματουργός και λογοτέχνης Ευγένιος Τριβιζάς (ίσως και άλλοι συγγραφείς): δηλαδή, τα έργα τους ν’ αρέσουν συγχρόνως και στα παιδιά και στους ενήλικες αναγνώστες. Οι δεύτεροι δε να είναι περισσότερο φανατικοί αναγνώστες ή θεατές (σε θεατρικές παραστάσεις έργων του Τριβιζά) απ’ ότι τα ίδια τα παιδιά…
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μια δραματοποίηση, μια διασκευή ή μια θεατρική προσαρμογή, όπως και να το χαρακτηρίσει κάποιος έχει το ίδιο αποτέλεσμα ως θεατρική παράσταση, του μυθιστορήματος της Ζ. Σαρή «Όταν ο ήλιος» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1η έκδοση: 1971). Σήμερα το βιβλίο αυτό συνεχίζει να κυκλοφορεί (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 25η έκδοση).
Τη θεατρική διασκευή επιχείρησε η Βένια Σταματιάδη, επιτυχώς, κατά τη γνώμη μου. Θα είναι ευχής έργο, η επόμενη έκδοση του αυτοβιογραφικού αυτού μυθιστορήματος της συγγραφέα, να περιλαμβάνει και τη δραματοποίησή του από τη Βένια Σταματιάδη, για τους ενδιαφερόμενους σχολικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους.
Η Βένια Σταματιάδη, αφού μελέτησε καλά το πεζογραφικό κείμενο, αφού αφομοίωσε τις προθέσεις και τους συγγραφικούς και ιδεολογικούς στόχους της συγγραφέα, απομόνωσε περίτεχνα τα βασικότερα σημεία και στοιχεία του έργου και τα δραματοποίησε. Οι διάλογοι, που σύνθεσε είναι σύντομοι, κοφτοί, με αποτέλεσμα να ζωντανεύουν με τη βοήθεια της εκφραστικής και κινητικής δεινότητας των ηθοποιών. Καλά έκανε που χρησιμοποίησε και ορισμένους διαλόγους της ίδιας της Ζωρζ Σαρή, απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημά της. Το μυθιστόρημα βρίθει, άλλωστε, από ένα πλήθος διαλόγων, δίνοντας ως ένα βαθμό και η ίδια η πεζογράφος θεατρική ατμόσφαιρα στην πρόζα της. Δε γνωρίζω αν πρόλαβε να το διαβάσει ως θεατρική διασκευή. Αν όχι, είμαι βέβαιος ότι θα έμενε ευχαριστημένη, με τον ενθουσιασμό που ήταν ίδιον του χαρακτήρα της, απ’ ότι την ήξερα και τη θαύμαζα και την αγαπούσα.
Η υπόθεση του έργου καλύπτει ένα μέρος απ’ τη χρονική περίοδο του Πολέμου του ’40 και της ναζιστικής-φασιστικής Κατοχής, στη χώρα μας (1941-1944). Η αυτοβιογραφική πρόθεση της Σαρή είναι προφανής. Με απλό ύφος και μαστόρικη δομή ξετυλίγει το ένα κεφάλαιο πίσω απ’ τ’ άλλο, καταγράφοντας καταστάσεις, συναισθήματα, γεγονότα. Μια ιστορική μαρτυρία αξιώσεων, ένα κείμενο που οπωσδήποτε οι ιστορικοί μελετητές παίρνουν υπόψη τους. Δεν το αγνοούν. Διότι είναι βέβαιο ότι η Λογοτεχνία βοηθάει το γράψιμο της αντικειμενικής Ιστορίας, όπως ακριβώς και η Ιστορία βοηθάει τη Λογοτεχνία, αφού εμπνέει τους δημιουργούς της. 
Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από το πρόγραμμα της παράστασης: «Η Ζωή (σσ.: Ζωρζ Σαρή )θα μεγαλώσει στη φρίκη της πείνας, θα ελπίσει όταν οι μεγάλοι θα πάρουν τα όπλα να αποτινάξουν τον ζυγό, θα κλάψει, θα θελήσει –παιδί δεν είναι;– να χαρεί. Γύρω της ένας κόσμος παράξενος, σκληρός, ανάλγητος, που τρέχει να γλιτώσει, που τρέχει να βρει ένα κομμάτι ψωμί, οι εκτελέσεις, η αισιοδοξία πως όλα θα τελειώσουν … Τα μάτια της θα δουν πολλά. Θα υποφέρει, θα γνωρίσει την ελπίδα, θα ζήσει μ’ αυτήν ώσπου να έρθει το τέλος του κακού. Κι όταν έρθει, τότε θα μετρήσει τις πληγές και θα προχωρήσει.»
Έκδηλες είναι στην υπόθεση του έργου και επί σκηνής: κάποια ερωτικά σκιρτήματα των ηρώων, οι φιλικές σχέσεις, τα πατριωτικά αισθήματα ηρωισμού και περηφάνιας, κάποιοι ανθρώπινοι φόβοι σε ώρες πολέμου και κατοχής, η δράση μελών της Εθνικής μας Αντίστασης, το απεχθές του δοσιλογισμού, οι γονεϊκές και οικογενειακές σχέσεις, το πρόβλημα υγείας της μητέρας, ο συντηρητισμός του πατέρα και τόσα άλλα, τα οποία εκφράζονται τόσο παραστατικά, με αποτέλεσμα να συγκινούν αισθητικά και ιδεολογικά τα παιδιά και εφήβους/θεατές, να τα προβληματίζουν, ιδιαίτερα αυτά που είχαν διαβάσει και το μυθιστόρημα. Να μια ευκαιρία, στο σπίτι ή στο σχολείο, να συνεχιστεί – με αφορμή την παράσταση – η μελέτη της ιστορικής περιόδου, των γεγονότων, των ηρωικών πράξεων των πρωταγωνιστών, της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής κ.ο.κ., με πολλαπλά παιδαγωγικά και μορφωτικά οφέλη για τα παιδιά και εφήβους. 

Την παράσταση σκηνοθετεί θαυμάσια, με καινοτομία και ευρηματικότητα, ο Δημοσθένης Φίλιππας. Τη διακρίνει η απλότητα, η αβίαστη συνεχής ροή των γεγονότων, η σωστή διδασκαλία των ρόλων, η οποία αποδεικνύεται από την καλή κίνηση και την σωστή εκφορά του λόγου των ηθοποιών, αλλά προπαντός από το συγκινησιακό φορτίο που μεταδίδουν οι ηθοποιοί από σκηνής στην πλατεία. Ευχάριστα και δραματικά γεγονότα, τραγικές καταστάσεις, αγωνία, απρόοπτα περιστατικά, πόνος, λύπη προξενούν κατά διαστήματα γέλιο, αλλά προπαντός δάκρυ, απαραίτητο κι αυτό στοιχείο για τη σωστή συγκρότηση του ισορροπημένου και υγιούς ψυχισμού του αναπτυσσόμενου ανθρώπου. Εύσημα πρέπει να δοθούν και στη Βοηθό σκηνοθέτη, τη Δέσποινα Στουρνάρα.
Οι ηθοποιοί υπέροχοι και της παλιότερης έμπειρης γενιάς: Γιάννης Δεγαΐτης (Σωκράτης/πατέρας) και (Κατερίνα Ζιώγου: Έμμα/μητέρα), αλλά και της νεότερης ελπιδοφόρου γενιάς: Αναστασία Γεωργοπούλου (Ελένη, Αθηνά), Άρτεμις Γρύμπλα (Αννούλα), Γιάννης Δαμάλας (Άρης, Γιούρα), Αντιγόνη Δούμου (Κούλι/Άλκη Ζέη), Αμαλία Καβάλη (Ειρήνη), Βασιλική Κίσσα (Ζωή/Ζ. Σαρή), Ηλίας Λάτσης (Περικλής), Έκτορας Λιάτσος (Σέβα), Θανάσης Πατριαρχέας (Δημήτρης) και Γιάννης Χαντέλης (Πέτρος, Δοσίλογος, Νόρμαν)
Θαυμάσια η καινοτομία να υπάρχει στην παράσταση ζωντανή λυρική μουσική, με μουσικό και αφηγητή τον Γιώργο Τσακνή. Επίσης, καλή ιδέα η εμβόλιμη απαγγελία αποσπασμάτων από το «Άξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη.
 Τα σκηνικά της Κέλλυς Βαρσάνη αρκετά λειτουργικά και τα κοστούμια της Άντας Καλαποθάκου, μας μεταφέρουν αισθητικά στο περιβάλλον ενός μικροαστικού σπιτιού και στο κλίμα της εποχής της Κατοχής. Η μουσική επιμέλεια του Στέλιου Κοτσόβολου και η επιμέλεια κίνησης της Μαρίζας Τσίγκα καλές. Αρνητικές παρατηρήσεις δεν υπάρχουν, παρά μόνο προτείνω να προσέχουν ορισμένοι ηθοποιοί τη συγκοπή των τελευταίων συλλαβών κάποιων φράσεων και να μη σβήνει η φωνή τους, κατά σημεία, με αποτέλεσμα ν’  ακούγεται αμυδρά στο βάθος της πλατείας. 
Στην παράσταση παρεμβαίνει η συγγραφέας και φίλη της Ζ. Σαρή, η Άλκη Ζέη (με ηχογραφημένη τη φωνή της), η Κούλι, όπως την αποκαλούσαν τότε.
Πρόκειται για μια εξαίρετη παραγωγή της ομάδας νέων ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης «Πεδίο Τέχνης», που αξίζει να βρει υποστήριξη από εκπαιδευτικούς Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης και γονείς. Οι φυσικοί και σπουδαγμένοι παιδαγωγοί των παιδιών μας (μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου) πρέπει να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι στην αγωγή και στη μόρφωση των μαθητών και παιδιών/εφήβων, όσον αφορά τα βιβλία και τα θεατρικά έργα, δεν αρκούν μόνο τα παραμύθια και οι κωμωδίες, αλλά και θέματα με ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Κι ένα τέτοιο βιβλίο (δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην 25η έκδοση) είναι το «Όταν ο ήλιος» της Ζωρζ Σαρή, που στα 2013, αν και δεν πρόλαβε η ίδια η συγγραφέας να χαρεί τη θεατρική εκδοχή του μύθου της, το χαίρονται πλέον χιλιάδες παιδιά, έφηβοι και ενήλικες θεατές.
Και δυο τελευταίες διαπιστώσεις/παρατηρήσεις μου: 1) Επιτέλους βλέπουμε στην Αθήνα μια θεατρική παράσταση αξιώσεων για παιδιά με δραματικό περιεχόμενο και 2) Ο επίδοξος θεατής της (ιδιαίτερα ο ενήλικας) ας είναι προετοιμασμένος όχι μόνο να δακρύσει, αλλά και ν’ ανεβεί ένας κόμπος στο λαιμό του, από συγκίνηση. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της καλής θεατρικής τέχνης, του αληθινά υψηλού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Άποψή μου είναι ότι τα παιδιά δεν πρέπει να βλέπουν συνέχεια κωμωδίες, αλλά και ορισμένα θεατρικά έργα με κοινωνικό προβληματισμό.  

Τέλος, ένα μπράβο στον αγαπητό όλων μας Κώστα Καζάκο, που φιλοξενεί στο θέατρό του «Τζένη Καρέζη», τέτοιου είδους ποιοτικούς θιάσους με υπέροχα έργα σαν και τούτο. Επίσης, συγχαρητήρια στους Βένια Σταματιάδη, Δημοσθένη Φίλιππα και Ανζελίκα Καψαμπέλη για το καλαίσθητο και άκρως ενημερωτικό πρόγραμμα της παράστασης.

Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ερευνητής/Μελετητής/Κριτικός Θεάτρου για παιδιά
                                                                                                                          Συγγραφέας


Π α ρ ο υ σ ί α σ η  β ι β λ ί ο υ

Στη χώρα του Τοτώρα
Θέατρο για ανήλικους θεατές

Επιμέλεια: Θόδωρος Γραμματάς
Πατάκης, Αθήνα 2010, σσ. 604

 Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θόδωρος Γραμματάς, πολυγράφος και χαλκέντερος, εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, με την ακαδημαϊκή και συγγραφική ιδιότητά του, εργάζεται πυρετωδώς και αδιάλειπτα, για τη θεωρητική θωράκιση της Θεατρολογίας –σε συνάρτηση με την παιδαγωγική της διάσταση–, και συγκεκριμένα για το αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μελέτης που αφορά το Θέατρο για ανήλικους θεατές. Αξιόλογες προηγούμενες μελέτες του, σε συνεργασία με άλλους, αλλά και συλλογικές, που προκάλεσε και επιμελήθηκε ο ίδιος, δημιούργησαν εκείνη τη στέρεα και αξιόπιστη θεωρητική επιστημονική βάση, όπου οι σύγχρονοι μελετητές/ερευνητές δύνανται να εμπιστευτούν για να συνεχίσουν το επιστημονικό ταξίδι τους.
Το παρόν βιβλίο είναι μια αποκάλυψη. Δημιουργεί νέα δεδομένα, αλλά και νέες προσδοκίες/«απαιτήσεις» από τη νέα γενιά ερευνητών/μελετητών του χώρου. Ανοίγει μια νέα ερευνητική προοπτική, κυρίως για όλη την επιστημονική κοινότητα της Θεατρολογίας, αλλά και την κοινότητα των Επιστημών της Αγωγής. Η Θεατρολογία δεν μπορεί, πια, να είναι αποκομμένη από την Παιδαγωγική, στην οποιαδήποτε έρευνα που αφορά το Θέατρο για ανήλικους θεατές. Ή, έστω, απαιτείται διεπιστημονική συνεργασία των ειδικών επιστημόνων. Τα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών, πλέον, πρέπει να δουν από άλλη οπτική γωνία, τη διαμόρφωση Προγραμμάτων Σπουδών για τους Θεατρολόγους, που θα διδάξουν θεατρική αγωγή στα Δημοτικά Σχολεία, ιδιαίτερα, για τους ερευνητές επιστήμονες, που ασχολούνται με θέματα του Σχολικού Θεάτρου ή του Ελεύθερου-Επαγγελματικού Θεάτρου για παιδιά και για τους κριτικούς θεάτρου. Η διεπιστημονική μελέτη και προσέγγιση είναι δυνατό σε επίπεδο προπτυχιακών, αλλά και μεταπτυχιακών σπουδών, όσον αφορά ζητήματα Ιστορίας για όλες τις εποχές του Σχολικού, Ερασιτεχνικού, Λαϊκού Θεάτρου, που απευθύνονταν σε παιδιά ή και σε παιδιά (1833-2010) και του Ελεύθερου-Επαγγελματικού (1930-2010), αλλά και ζητήματα Θεωρίας Θεάτρου και για τις άλλες παρασταστικές τέχνες, όπως είναι: το Κουκλοθέατρο, το Θέατρο Σκιών, οι Μαριονέττες, η Αφήγηση Παραμυθιών κ.ο.κ. Έτσι, θα επιτευχθεί ως ένα βαθμό το ζητούμενο της ύπαρξης και λειτουργίας του Θεάτρου για ανήλικους θεατές, που είναι κατά τον κ. Γραμματά «η καλλιτεχνική έκφραση με αισθητικό χαρακτήρα και η μορφο-παιδευτική διασκέδαση παιδιών και εφήβων.»
Τα δύο εισαγωγικά κείμενα του επιμελητή του βιβλίου κ. Θόδωρου Γραμματά: «Εισαγωγή» (σ. 15-30) και «Ειδοποιά χαρακτηριστικά» (σ. 31-75), μελετούν πανοραμικά και θέτουν «επί τάπητος» όλα τα θεωρητικά ζητήματα αυτής της περιοχής του επιστητού, με ευκρίνεια, αναλυτικότητα, σφαιρικότητα, διεισδυτικότητα, κριτική ικανότητα, επιστημονικότητα και πρωτοποριακή σκέψη και διάθεση. Διευκρινίζεται η ορολογία όλων των επιμέρους θεμάτων («Ονομάτων επίσκεψις») και εξετάζονται: 1) το κείμενο, ήτοι ο δραματικός λόγος και η σκηνική μεταγραφή του, ως δραματοποίηση, διασκευή, διακειμενική σύνθεση, επινοημένο θέατρο, 2) η παράσταση, οι διαδικασίες πρόσληψης και οι κώδικες επικοινωνίας, 3) ο θεατής και η τυπολογία του ανήλικου κοινού, στα υποκεφάλαια: «Επικοινωνιακότητα του αιώνιου άνηβου», «Συμμετοχικότητα του μικρομέγαλου ανθρωπάκου», «Διαδραστικότητα του ερωτώμενου θεατή» και 4) η πρόσληψη του θεάματος ως «Συνένοχη αθωότητα και αθώα συνενοχή». 
Ακολουθούν οι παρακάτω επιστημονικές εμπεριστατωμένες μελέτες, με τις οποίες αποκαλύπτονται στην Ελληνική Βιβλιογραφία –ίσως για πρώτη φορά– ιστορικά, αισθητικά, θεατρολογικά κ.ά. θέματα, τα οποία είναι σύμφυτα με την Παιδαγωγική του Θεάτρου και τη θεατρική αγωγή, η οποία εντέλλεται από την εκπαιδευτική νομοθεσία να «διδάσκεται» στην Π/θμια Εκπαίδευση. Όλες οι δημοσιευμένες μελέτες ακολουθούν κοινή μεθοδολογία και επιστημονική συνέπεια, όπως και τα κείμενα του κ. Γραμματά, ο οποίος καθοδήγησε υπεύθυνα τους συντάκτες τους:
α. Παπαδόπουλος, Σ., «Θέατρο για παιδιά και νέους. Η παιδαγωγική αποστολή του» (σ. 77-106)
β. Βιδάλη, Ιωάννα, «Το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» (σ. 107-160)
γ. Κολοκυθά, Σοφία, «Η αρχαιοελληνική γραμματεία στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο για παιδικό και νεανικό κοινό» (σ. 161-214)
δ. Σερέτη, Ευγενία, «Η σύγχρονη ελληνική δραματουργία στο θέατρο για κοινό ανηλίκων θεατών» (σ. 215-267)
ε. Μενδρινού, Ιωάννα, «Το ελληνικό λαϊκό παραμύθι στο θέατρο για ανήλικους θεατές» (σ. 269-330)
στ. Μπαλτιμά-Μακαβού, Αθανασία, «Το ξένο θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα» (σ. 331-360)
ζ. Παπακώστα, Αλεξία, «Κώδικες και συστήματα σκηνικής πρακτικής στο θέατρο για ανήλικους θεατές» (σ. 361-410)
η. Πανόπουλος, Βασ., «Το μουσικό σημείο ως φορέας νοήματος και σημασίας στο θέατρο και στο θέατρο για ανήλικους θεατές» (σ. 411-443)
θ. Τζαμαργιάς, Τάκης, «Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στο θέατρο για ανήλικους θεατές. Από την ανυποληψία στην εδραίωση» (σ. 445-480)
ι. Παρθενίου, Μιλένα, «Οι αθηναϊκές θεατρικές σκηνές για κοινό ανήλικων θεατών (1995-2008)» (σ. 481-530)
ια. Χατζηαυξέντη, Ελένη, «Το κυπριακό θέατρο για παιδιά. Δείκτης του κυπριακού κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι (1932-2008)» (σ. 531-596)
Ο ενλόγω συλλογικός τόμος κλείνει με τον «Επίλογο» του κ. Θόδ. Γραμματά, ο οποίος εμβριθώς συνάγει τα συμπεράσματα αυτής της ερευνητικής/μελετητικής προσπάθειας των νέων επιστημόνων και διατυπώνει τις απόψεις του, τους επιστημονικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς του, τις προτάσεις του προς τη θεατρική, την ακαδημαϊκή θεατρολογική και παιδαγωγική, αλλά και την εκπαιδευτική κοινότητα. Οι περισσότερες συγγραφείς του τόμου ανήκαν στην ομάδα των μεταπτυχιακών φοιτητριών της κατεύθυνσης «Θέατρο και Εκπαίδευση» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Τ.Δ.Ε.) του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά το χρονικό διάστημα 2005-2009, με επιβλέποντα τον κ. Θόδωρο Γραμματά. Εκτός από την επιλογή και δημοσίευση στον παρόντα τόμο ορισμένων από εκείνες τις μελέτες, προστέθηκαν και άλλες που έγραψαν νυν υποψήφιες (-οι) διδάκτορες του ίδιου προγράμματος και άλλοι νέοι επιστήμονες.
Και με την κυκλοφορία του παρόντος τόμου, και ασφαλώς με την προηγούμενη επιστημονική συγγραφική παραγωγή, του Π.Τ.Δ.Ε., αλλά και του ιδίου του κ. Γραμματά, προσφέρεται στους φοιτητές Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών και Παιδαγωγικών Τμημάτων των Πανεπιστημίων πλούσιο υλικό για μελέτη και για συνέχιση της έρευνας, η οποία έχει πολύ δρόμο ακόμη εμπρός της. Σημαντική, βέβαια, είναι η ωφέλεια του παρόντος τόμου για όλους τους εκπαιδευτικούς και θεατρολόγους, τους ηθοποιούς και συντελεστές του σύγχρονου Θεάτρου για παιδιά στην Ελλάδα και στην Κύπρο και σε όλους τους φιλομαθείς γονείς. Είθε να μεταφραστεί, έστω στην αγγλική γλώσσα, για να φτάσει στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα και όχι μόνο. Είναι δυστύχημα για τους Έλληνες επιστήμονες, όταν μια αξιόλογη δουλειά τους, δε φτάνει ποτέ στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, παρά μόνο δια της οδού των Συνεδρίων στους ελάχιστους ειδικούς.

                                                                                                     Δρ. Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Κριτικός/Μελετητής Θεάτρου για παιδιά
Αναγγελία έκδοσης νέου βιβλίου του Θαν. Ν. Καραγιάννη:

Θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα στη σειρά ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (αρ. 2) το βιβλίο, με:

υπέρτιτλο: ΣΧΟΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (1871-1974)

τίτλο: ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ & ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ και

υπότιτλο: 140 ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ 

Προλογίζουν: ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ, Καθηγήτρια Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και
ΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2013, σσ. 390[;]

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Αναγγελία έκδοσης νέου βιβλίου του Θαν. Ν. Καραγιάννη:

Θα κυκλοφορήσει σύντομα στη σειρά ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (αρ. 2) το βιβλίο, με:

υπέρτιτλο: ΣΧΟΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (1871-1974)

τίτλο: ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΒΙΒΛΙΩΝ και

υπότιτλο: 140 ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ 

Προλογίζουν: ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών και
ΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Λέκτορας Πανεπιστημίου Θράκης
 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2013, σσ. 360[;]


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013



Ο σατιρικός Βασίλης Ρώτας.

Σύντομη επίσκεψη στο ποιητικό
και δραματουργικό έργο του
για παιδιά  και εφήβους[1]

Θεωρητικά και άλλα τινά…

Με την ιστορία[2] και τη θεωρία της σάτιρας έχουν ασχοληθεί πολλοί ιστορικοί και μελετητές της ελληνικής και διεθνούς γραμματείας. Επίσης, έχουν μελετηθεί επαρκώς και οι σχέσεις της σάτιρας με τα συγγενή είδη: ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ.[3] Οι ορισμοί για τη σάτιρα είναι πολλοί και διάφοροι, σε διεθνές επίπεδο, καθώς και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, απόψεις, ενστάσεις, συγχύσεις, διαφωνίες, συνάφειες, αποκλίσεις κ.ο.κ. Η επιστημονική θεωρητική προσέγγιση του είδους έχει προσφέρει στη διεθνή βιβλιογραφία ένα πλήθος από μελέτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεχνικές της ασυμφωνίας, της έκπληξης, της υποκρισίας, της υπεροχής, αλλά και οι σχέσεις της γ.π. με την παρωδία, το χιούμορ, την ειρωνεία.[4] Ακόμη και ανθολόγοι έχουν ασχοληθεί με τη σατιρική ποίηση[5] ενώ αντιθέτως δεν υπάρχουν ανθολογίες σατιρικής πεζογραφίας και δραματουργίας.
Ο Ρώτας από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη σάτιρα. Του άρεσε με σκωπτική διάθεση να «επιτίθεται» και να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ ακόμη υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό, πριν γίνει μόνιμος στρατιωτικός (1912-1926). Έγραψε και κυκλοφόρησε τη χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα «Ψύλλος», η οποία, από μαρτυρία της Βούλας Δαμιανάκου,[6] γνωρίζουμε ότι «τσίμπησε» ακόμη και το διοικητή της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, όπου ο Ρώτας εκπαιδευόταν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Με τη σάτιρα όμως του Ρώτα, ουσιαστικά και εμπεριστατωμένα, δεν ασχολήθηκε ακόμη κανένας. Οι ελάχιστες αναφορές, κυρίως τα τελευταία χρόνια (2001-2002), στη σατιρική του φλέβα και διάθεση επιβεβαιώνουν τον κανόνα.[7]
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι μετά από σύντομη προσωπική έρευνα διαπίστωσα ότι ορισμένες από τις πιο σημαντικές Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο δεν αναφέρουν τίποτα για το σατιρικό ποιητικό και θεατρικό έργο του Ρώτα, αλλά δεν αναφέρουν τίποτα –ούτε στις υποσημειώσεις– γενικά για το έργο αυτού του αξιόλογου ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και θεατρικού συγγραφέα. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο και δε μ’ εκπλήσσει. Άλλωστε, οι σπουδαίοι –κατά τ’ άλλα– ιστορικοί της λογοτεχνίας μας, Λίνος Πολίτης Μάριο Βίττι και Κ. Θ. Δημαράς, παρόμοια στάση κρατούν και γι’ άλλους πνευματικούς ανθρώπους του λογοτεχνικού Παρνασσού. Δε γνώριζαν, άραγε, τον Ρώτα; Ούτε  το πολυδιάστατο και αξιόλογο έργο του; Ποια ήταν η αιτία της αποσιώπησής του, ακόμη και η μη αναφορά του ονόματός του; (Μόνο ο Βίττι το αναφέρει μια φορά. Έστω, κάτι είναι κι αυτό …) Τους ενοχλούσαν οι αριστερές ιδέες του; Το θεωρούσαν ασήμαντο και άρα ανάξιο της όποιας αναφοράς; (Θεωρούσαν πιο σημαντικό το έργο άλλων ήσσονος αξίας λογοτεχνών, όπως γ.π. του Σπήλιου Πασαγιάννη, του Μηνά Δημάκη και άλλων;) Νόμιζαν ότι αν το αγνοούσαν θα χανόταν με την πάροδο του χρόνου; Πολλά και διάφορα μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα μιας άλλης συζήτησης. Βέβαια, ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σημειώνει ότι «Ο Β. Ρώτας, που έχει γερή σατιρική φλέβα, έγραψε και σατιρικά έργα με κοινωνικό περιεχόμενο και ριζοσπαστικές ιδέες.» Επισημάνσεις και αναφορές για τη σάτιρα του Ρώτα κάνουν και ο Χάρης Σακελλαρίου (στο Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας), ο Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος (στο Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980), η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου (στο μελέτημά της «Η παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα») και ο Αντ. Δελώνης (στο Ελληνική παιδική λογοτεχνία 1835-1985).
Εδώ θα με απασχολήσει το σατιρικό έργο του Βασίλη Ρώτα, το ποιητικό και κυρίως το θεατρικό. Και φυσικά δε θ’ αναφερθώ σε όλο αυτό το έργο, αλλά σ’ ένα τμήμα του, και θα σταθώ σε μερικά σημεία του, σε μερικά δείγματα γραφής του. Θα περιδιαβάσω εν συντομία την περιοχή αυτή, την οποία θεωρώ σημαντική και πρωτίστως άγνωστη στους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς της Λογοτεχνίας μας, αλλά και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, δηλαδή, για μία ακόμη άγραφη σελίδα της Νεοελληνικής Γραμματείας μας. Η έρευνα έφερε στο φως αρκετά ποιήματα και θεατρικά έργα με σατιρικό, αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. Έργα που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους.

Αναφορές στην ποίησή του

Στην ποίηση για παιδιά ο Ρώτας ενσωματώνει ποιήματα εύληπτα, απλογραμμένα, κυρίως στην ποιητική συλλογή «Αυγούλα», τα οποία ο μελετητής του έργου του είναι δυνατό να τα κατατάξει σε χωριστή κατηγορία, με τίτλο: «Σατιρικά-Χοιυμοριστικά». Στο ποίημα «Ο Φακής»,[8] ο ποιητής σατιρίζει και τελικά γελοιοποιεί κάθε θρασύδειλο αξιωματικό, με μια αντιεξουσιαστική ποιητική διάθεση. Ο Ρώτας φαίνεται πως δεν ανέχεται, και άρα  θεωρεί φοβερά ανθρώπινα ελαττώματα, τον εγωισμό, την ψωροπερηφάνια, την κομπορρημοσύνη, την έπαρση, αλλά και τη θρασυδειλία, και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να τα καυτηριάσει μ’ εργαλείο τη σάτιρα.
Στο ποίημα «Κόκορης»[9] παρατηρούμε το ίδιο πνεύμα, όπου σατιρίζεται κι εδώ η θρασυδειλία ενός «Κορωνάτου σπιρουνάτου/κορδωμένου και τριζάτου» κόκορα, ο οποίος ενώ θέλει να φαίνεται σπουδαίος και δυνατός, ουσιαστικά αποδεικνύεται ότι είναι ένας κακόμοιρος θρασύδειλος τύπος, σαν εκείνον τον κόκορα, στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχ. Παπαντωνίου.
Υπάρχει, βέβαια, και το ποίημα του Γερ. Μαρκορά: «Ο Καυχησιάρης» (με το ίδιο θέμα), όπου σημειώνουμε την παραλλαγή της ρωταϊκής ποιητικής έκφρασης: «κορμί κορδωμένο» σε «λείψανο κορδωμένο» στο ποίημα του Μαρκορά. Παρόμοια σατιρικά στοιχεία έχουμε και στο ποίημα «Ο περήφανος καπνός» του Ι. Πολέμη. Ασφαλώς, πρόκειται για δάνεια θεματολογικά και εκφραστικά στοιχεία, αλλά και για αλληλοεπιδράσεις μεταξύ ποιητών, οι οποίοι υπηρετούν τη σάτιρα, στη Νεοελληνική Γραμματεία, σε όλες τις ποιητικές περιόδους.
Ακόμη και στον τετράστιχο μύθο του Ρώτα «Βάτραχος πολεμιστής»,[10] της ίδιας ποιητικής συλλογής, σατιρίζεται και πάλι η θρασυδειλία.
Επίσης στο ποίημα «Ο τεμπέλης»,[11] ο ποιητής σατιρίζει με ειρωνική διάθεση τον τεμπέλη και την τεμπελιά, την απαξία της εργασίας, ενώ στο ποίημα «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης»,[12] αναδεικνύονται, με σατιρική και περιπαιχτική διάθεση, οι δυσκολίες της συνεργασίας και της συμβίωσης, αλλά και τ’ αποτελέσματα της αναποφασιστικότητας, τα οποία οδηγούν αναπόφευκτα στη διχόνοια και στη ρήξη των ανθρώπινων σχέσεων: «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης / δε μονιάζουνε ποτέ: / άσπρο ο ένας, μάβρο ο άλλος, / όχι ο ένας, ο άλλος ναι· / μόλις σμίξουνε χωρίζουν / ο καθένας πιο ζαβός, / ο Σταμάτης όλο πίσω / κι ο Προχώρης όλο μπρος. [...]». Το λεπτό σατιρικό και ειρωνικό ρωταϊκό πνεύμα βοηθά τον αναγνώστη να προβληματιστεί επάνω στη λαϊκή ρήση: «Ο ένας τραβάει στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση».
Στο αντιμιλιταριστικό ποίημα «Οι δυο στρατιώτες-άσμα ηρωικό»,[13] επιχειρείται διακωμώδηση των στρατών και των πολέμων και σατιρίζεται η ματαιοδοξία των φιλοπόλεμων ανθρώπων.
Ο μύθος του «Πέντε ποντικοί»,[14] είναι χιουμοριστικός, με σατιρικά στοιχεία, τα οποία αφορούν: α) την αφέλεια ορισμένων, η οποία αρκετές φορές πληρώνεται ακριβά, β) την πονηριά κάποιων άλλων, που εκμεταλλεύονται την αφέλεια των προηγουμένων, γ) την αντίσταση που πρέπει να προβάλλουμε σε κάθε είδους εξουσία, στην άνομη και άδικη επιθετική στάση αυτών που με πονηριά και ιδιοτελείς σκοπιμότητες ασκούν βία επάνω μας: «Μ’ αν χυμήξει και σε μένα / με τα νύχια τεντωμένα / στόνε πιάνω μια χαρά /και στον κάνω μασκαρά.»
Στην ποίηση για παιδιά και εφήβους είναι δυνατό να καταταγούν και άλλα σατιρικά ποιήματα, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί από τον Ρώτα σε άλλες ποιητικές συλλογές του ή είναι δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Όπως γ.π. το ποίημα «Εθελοντής»,[15] το οποίο αναφέρεται, με ειρωνικό και σατιρικό τρόπο, στην ιστορία ενός στρατιώτη, του Λια και έχει κάποιες επιδράσεις από το ποίημα του Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός». Το ποίημα του Καρυωτάκη είναι αντιμιλιταριστικό, με πολιτικές προεκτάσεις, δείχνει την καταπίεση του στρατού στους στρατιώτες, το μη σεβασμό στις ατομικές ιδιαιτερότητές τους κ.λπ.[16] Ο Λιας του Ρώτα ήταν εθελοντής, σε αντίθεση με το Μιχαλιό του Καρυωτάκη, ο οποίος ήταν κληρωτός. Μόνο στην α΄ στροφή του ποιήματος του Ρώτα είναι εμφανής η ειρωνεία του ποιητή για τα ανούσια πράγματα, που επιβάλλονται σε κάθε στρατιώτη: γ.π. να μαθαίνει να περπατά με ρυθμό «απάνου-κάτ’», να φυλάει σκοπός. Η ρουμελιώτικη διάλεκτος (ίδια με εκείνη που χρησιμοποιεί ο Ζαχ. Παπαντωνίου στο ποίημα: «Η γριά η βαβά μ’»), την οποία χρησιμοποιεί και ο Ρώτας, καθιστούν το ποίημα πιο εύληπτο και διασκεδαστικό. Ο Λιας επιλέγει να υπηρετήσει στο στρατό, ως εθελοντής, χωρίς να φανταστεί ότι η μοίρα του του επιφυλάσσει τη γελοιοποίηση και μάλιστα εμπρός στον ίδιο το βασιλιά. Ο Λιας, αν και έχει εκπαιδευτεί επαρκώς, δεν υπολογίζει ότι την ώρα της επιθεώρησης μια μύγα θα έμπαινε μέσα στη μύτη του και θα τον γαργαλούσε, με αποτέλεσμα – αν και βρισκόταν ακίνητος σε στάση προσοχής και παρουσίαζε το όπλο του – να του πέσει το ντουφέκι και όλοι να γελάσουν με το συμβάν εκτός από το βασιλιά, ο οποίος προσπέρασε, κρατώντας μια διακριτική στάση. Ο ποιητής σαρκάζει για τις άσκοπες δραστηριότητες που συμβαίνουν στο στρατό, οι οποίες φυσικά και δεν καταγράφονται ιστορικά ως σημαντικά γεγονότα, ούτε επίσης καταγράφονται και τα ονόματα των στρατιωτών, που υποχρεώνονται να εκτελέσουν τέτοιου είδους ανούσιες δραστηριότητες.

Ματιές στη δραματουργία του

Ας μεταφερθούμε και στο ρωταϊκό θέατρο, για να διαπιστώσουμε τις σατιρικές επιδώσεις του δραματουργού Ρώτα και ας αναφερθούμε, σχολιάζοντας εντελώς ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα από τα μονόπρακτα, που έχουν το  γενικό τίτλο: «Τα Καραγκιόζικα». Πρόκειται για σύντομους θεατρικούς μονολόγους ή διαλόγους ή ακόμη για θεατρικά κείμενα με δομή και πλοκή, παρόμοια μ’ εκείνη του Λαϊκού Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, με ήρωες και χαρακτήρες τους κλασικούς τύπους του (Καραγκιόζη, Χατζαβάτη, και όλους τους γνωστούς και δημοφιλείς ήρωες  του μπερντέ), με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα «μεταλλαγμένο θέατρο σκιών»,[17] γραμμένο για το θεατρικό σανίδι, με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, με αρκετή σατιρική χροιά στα κείμενά του, τα οποία ο Ρώτας γράφει τη μεταεμφυλιακή δεκαετία του 1950, τμηματικά σ’ εφημερίδες («Αυγή», «Ρίζος της Δευτέρας»), το περιοδικό του «Λαϊκός Λόγος» και περιοδικά της Αριστεράς, «μία από τις ευτυχισμένες στιγμές στη συγγραφική πορεία» του συγγραφέα τους.[18]
Σε όλα αυτά τα 49 μονόπρακτα συνολικά, ο μελετητής μπορεί ν’ ανιχνεύσει σατιρικά στοιχεία. Το Λαϊκό Θέατρο Σκιών επιδρά παντοιοτρόπως στα ενλόγω κείμενα, διανθισμένα βέβαια με πολιτική σάτιρα, με αποτέλεσμα όλα να είναι κατάλληλα για παιδιά[19], κυρίως για εφήβους. Εντελώς ενδεικτικά θ’ αναφερθώ σε τρία απ’ αυτά, με σκοπό να καταδειχθεί η σατιρική φλέβα του Ρώτα και στη δραματουργία του, αν και απαιτείται ευρύτερη μελέτη για μια πλήρη καταγραφή και ερμηνεία.
Το ιστορικό και συνάμα πατριωτικό θεατρικό μονόπρακτο «Ο ήρως Κατσαντώνης»[20] έχει διττή ιστορική και πατριωτική υπόσταση. Από τη μια χρησιμοποιεί ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και από την άλλη τους μεταφέρει στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Συνδέει ιστορικά δύο επαναστατικές εποχές του Ελληνισμού, ο οποίος παλεύει για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία (την Κατοχή και τον Εμφύλιο). Δύσκολη και συγχρόνως τραγική η εμφυλιοπολεμική και μεταεμφυλιοπολεμική εποχή για την πατρίδα μας. Ο Ρώτας σχολιάζει σατιρίζοντας τους πρωταγωνιστές της, τον ξένο παράγοντα, ο οποίος εισβάλλει στα εσωτερικά μιας ξένης χώρας για να επιβληθεί οικονομικά και ασφαλώς πολιτικά, να την καταστήσει προτεκτοράτο και υποτελή του. Ο δραματουργός επιχειρεί σύντομο πολιτικό δημοσιογραφικό σχόλιο με όχημα τη θεατρική τέχνη, μια επιγραμματική περήφανη και αξιοπρεπή ιστορική αναφορά, για λογαριασμό του λαού, του οποίου εκπρόσωποι καθίστανται ο Μπαρμπαγιώργος και ο Καραγκιόζης, γνήσιοι λαϊκοί τύποι, που εκφράζονται πάντοτε με παρρησία, και μάλιστα με δεικτικό τρόπο, χωρίς να φοβούνται το οποιοδήποτε κόστος που εισπράττουν συνήθως από μέρους της εξουσίας, ιδίως ο καμπουρομακρυχέρης Καραγκιόζης.
Στο μονόπρακτο «Το μάθημα της Ιστορίας»,[21] ο Πασάς επιθυμεί να μάθει σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, άλλωστε, ζήτησε δάσκαλο των ελληνικών. Ο Καραγκιόζης προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, παριστάνει το δάσκαλο, και δεν παραλείπει να μιλά με χιούμορ, ειρωνεία και ν’ ασκεί κοινωνική κριτική. Όλα τα διανθίζει με πονηριά και καυστική σάτιρα, λέγοντας αλήθειες, οι οποίες ενίοτε, όταν γίνονται κατανοητές, ενοχλούν τον Πασά. Προσπαθεί, κάποιες φορές, υποκριτικά, να συμφωνεί με τις απόψεις του Πασά, για να διατηρεί την εύνοιά του, να κερδίζει χρήματα και να μη γίνει φανερή σ’ αυτόν η επιστημονική και γλωσσική του ένδεια:

«ΠΑΣΑΣ: [...] Μάτεις εμένα καλές ελληνικές γκλώσσες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τις πιο καλές και νόστιμες, του Φαλήρου! Σήμερα τι μάθημα θες να κάνουμε; Μαθηματικά, Φελοσοφία, Μαριγούλα, Ιστορία;
ΠΑΣΑΣ: Ο γιες, ιστορία. Τέλο γκνωρίζω αυτό λαός. Εντώ το λαός όλο λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά και ντουλειά κατόλου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανάποδος κόσμος, πασά μου. Το σωστό θα ’τανε όλο δουλειά, δουλειά, δουλειά και λεφτά καθόλου.»

Την ίδια τακτική χρησιμοποιεί και στη συνέχεια, δίνοντας στο λόγο του ιστορικό περιεχόμενο – δε διστάζει, ακόμη, και να παραποιήσει την ιστορική πραγματικότητα – για να ικανοποιήσει την άποψη του Πασά για το πνεύμα κλοπής που, δήθεν, διακρίνει τους σύγχρονους Έλληνες. Και προφανώς, ο Πασάς κλοπή εννοεί ό,τι αφορά στη δική του περιουσία. Ο Καραγκιόζης, με την ιστορική αναφορά του, ξεφεύγει προσωρινά, αν και επανέρχεται σε ρεαλιστική βάση, επικρίνοντας τη φορομπηχτική συμπεριφορά του δημοσίου, το οποίο απροκάλυπτα χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Ο Πασάς, όμως, ο οποίος ταυτίζεται με την εξουσία και το δημόσιο, θίγεται από μια τέτοια επικριτική επίθεση, γι’ αυτό χωρίς ν’ ανέχεται μια τέτοια συμπεριφορά ενός δασκάλου που διακηρύσσει με παρρησία την αλήθεια, διατάσσει τον Βελή (Βεληγκέκα) να τον πετάξει «έξω με τις κλωτσιές».

«ΠΑΣΑΣ: Εντώ κλέφτη κόσμο, αμάν τι κλέφτη κόσμο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εδώ είμαστε κλέφτες αναντάμ παπαντάμ. Οι εθνικοί μας ήρωες όλοι κλέφτες. Ο Κατσαντώνης κλέφτης, ο Κολοκοτρώνης κλέφτης, ο Καραϊσκάκης κλέφτης, ο Ανδρούτσος κλέφτης, όλοι οι μεγάλοι άντρες μας κλέφτες: το πιο δοξασμένο κεφάλαιο της ιστορίας μας είναι αυτό που έχει τίτλο «αμαρτωλοί και κλέφτες». Τι περιμένεις από λαό που ’χει προγόνους του αμαρτωλούς και κλέφτες;»
Και συνεχίζει:

«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: [...] Που λες πασά μου, όλοι οι πρόγονοί μας ήντουσαν κλέφτες. Φαντάσου πως σ’ όλη την ιστορία μας ένας μοναχός δεν έκλεψε το δημόσιο και έβγαλε όνομα: ο τίμιος Αριστείδης. Αλλά καλά κάνουνε και κλέβουνε το δημόσιο τέτοιο που είναι. Γιατί την αρχή στην κλεψιά τήνε κάνει το δημόσιο.
ΠΑΣΑΣ: Πώς το λέει αυτό το λόγκο; Κλέβει το ντημόσιο;»

Εδώ, ο Καραγκιόζης δίνει μια διαχρονική άποψη – σχεδόν πεποίθηση των Νεοελλήνων – οι οποίοι πιστεύουν δικαίως ότι το δημόσιο (του αστικού κράτους) είναι άδικο στη φορολόγηση, προπαντός των πολιτών που ανήκουν στις χαμηλόμισθες και μικρομεσαίες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του προς αυτούς και είναι υπερβολικό στην εισπρακτική του πολιτική, αφήνοντας τα «μεγάλα ψάρια έξω από το δίχτυ»:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εμ’ τι κάνει; Φτάνει να σε βάλει στο χέρι και δεν του γλιτώνεις, δράκου ρίζα να ’χεις. Ενώ άμα σου χρωστάει εκείνο, τρέχα γύρευε! Ε, δεν είναι το δημόσιο σήμερα ο μεγαλύτερος κλέφτης που δε μας αφήνει ούτε το σάλιο στη γλώσσα μας αφορολόγητο;
ΠΑΣΑΣ: [...] Το ντημόσιο κλέβει; Ε, ντεν είμαι εγκώ ντημόσιο; Κλέφτη κι εγκώ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμ’ απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι, πασά μου, λέει η ιστορία.»

Ο Καραγκιόζης, ο οποίος εκπροσωπεί στην τέχνη τη λαϊκή θυμοσοφία και τη λαϊκή βούληση, δεν μπορεί άλλο να υποκρίνεται ή να συμβιβάζεται. Έτσι, προκειμένου να μη δημιουργηθούν και πρόσθετα κοινωνικά προβλήματα, με παρρησία λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και κατακεραυνώνει την εξουσία, για την αντιλαϊκή πολιτική της. Έρχεται κάποια στιγμή που το ποτήρι ξεχειλίζει...
Τέλος, θ’ αναφερθώ στο μονόπρακτο «Ο Πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς»[22] (από «Τα Καραγκιόζικα»):
Ο πασάς, ως εκπρόσωπος της πλουτοκρατίας και της εξουσίας, προσπαθεί να ταυτίσει τις έννοιες «πατρίδα» και «περιουσία του πασά-σεράι», προσφέροντας ως δόλωμα στον Καραγκιόζη μια παράλληλη ταύτιση: «πατρίδα» = «καλύβα του Καραγκιόζη». Προσπαθεί να δώσει στον Καραγκιόζη την εντύπωση ύπαρξης ισοδύναμων αξιών ανάμεσα σε δύο τάξεις: ότι, δηλ. το σεράι έχει την ίδια αξία μ’ εκείνη της καλύβας, ότι ο πασάς έχει την ίδια κοινωνική και οικονομική επιφάνεια με τον Καραγκιόζη, ότι όλοι είναι ίσοι, ότι η κοινωνία δεν είναι ταξική:

«ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο:
ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως …
ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, η καλοπέρασή σου …
ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνον η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»[23]

Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν ξεγελιέται ούτε για μια στιγμή. Δίνει στον πασά, υποκριτικά, την εντύπωση ότι συμφωνεί με όσα αυτός του λέει. Όμως, όταν αποφασίζει να του πει κατά πρόσωπο την άσχημη για το λαό πλευρά της πραγματικότητας, δηλαδή την αλήθεια, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της εξουσίας και τη βίαιη στάση της αστυνομίας.
Δεν ανέχεται την παραπλανητική πολιτική του Πασά, η οποία είναι τακτική της εξουσίας για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, να διακηρύσσει τη «συνεργασία των τάξεων», ακριβώς για να μη συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι η κοινωνία που ζούμε είναι ταξική, ότι η εκμετάλλευση και υποδούλωση της εργατικής τάξης συνεχίζεται αλλάζοντας απλά τρόπους και μέσα. Διότι, αν οι λαοί συνειδητοποιηθούν, τότε θα ισχυροποιηθεί η «πάλη των τάξεων», η οποία  αναπόφευκτα και νομοτελειακά θα δημιουργήσει προβλήματα στην άρχουσα αστική τάξη, και θα οδηγήσει τελικά στην ανατροπή της. Οι αναφορές είναι, φυσικά, και σαφέστατα, ιστορικές, της περιόδου 1950 και μετέπειτα. Με την αναφορά του στον Παρθενώνα, εννοεί τις εξορίες των αριστερών της περιόδου εκείνης στη Μακρόνησο.

Δια ταύτα…

Οι συχνότερες επισκέψεις στο έργο του Βασίλη Ρώτα θεωρούνται, κατά τη γνώμη μου, επιβεβλημένες από τους ιστορικούς και μελετητές της Νεοελληνικής και Παιδικής-Εφηβικής Γραμματείας μας. Αυτό αφορά και την προσωπική μου υποχρέωση απέναντι στο ρωταϊκό έργο, το οποίο έχει να μας αποκαλύψει στο μέλλον και άλλες διαστάσεις του, μία από τις οποίες είναι και η ευρύτερη περιοχή της ρωταϊκής σάτιρας, κυρίως στην πολιτική της διάσταση, που αφορά περισσότερο, βέβαια, τους εφήβους, νέους και ενηλίκους, αλλά και τα παιδιά. Το παρόν μελέτημα είναι το ελάχιστο δείγμα και κατά κάποιο τρόπο ένα εισαγωγικό κείμενο που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτής της προσωπικής μου υποχρέωση απέναντι στον ποιητή και δραματουργό Βασίλη Ρώτα.






[1]. Ομιλία στο Χώρο Ελεύθερης Έκφρασης Πολιτισμού «Φίλοι του Μουσείου Μάνης Μιχάλη Κάσση», με τίτλο: «Η σάτιρα στο έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και εφήβους» Στη συνέχεια, το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε τροποποιημένο κάπως στο περ. «Διαδρομές», τεύχ. 82, Καλοκαίρι 2006, σ. 7-15. Στο παρόν κείμενο του περ. «Διαδρομές» έχουν προστεθεί και επιπλέον αποσπάσματα από την προηγηθείσα ομιλία μου.
[2]. Βλ. Καρζής Θόδ., Η σάτιρα και η παγκόσμια ιστορία της. Από τους πρόγονους του Αριστοφάνη μέχρι τους απόγονους του Σουρή, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ. 239.
[3]. Βλ. Κωστία Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 303, Pollard Arthur, Σάτιρα, Ερμής, Αθήνα 22000, σσ. 124 κ.ά.
[4]. Κωστίου Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής, ό.π.,
[5]. Κοκκίνης Σπύρος, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης. Από τις αρχές του 18ου αι. ως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1981, σσ. 275. Ο Σπ. Κοκκίνης, στο ενλόγω  βιβλίο, ανθολογεί τον έμμετρο θεατρικό μονόλογο του Ρώτα «Το διάγγελμα του καραγκιόζη», ο οποίος  περιέχεται στα Καραγκιόζικα [Γ΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 21996, σ. 82-88. Επίσης, βλ. Μαρρές Γιάννης Αθ., Νεοελληνική σάτιρα (Μελέτη και Ανθολόγηση), Αθήνα 1977, σσ. 125.
[6]. Για την πρωτοβουλία του αυτή τιμωρήθηκε μ’ ενάμιση μήνα φυλάκιση και «γλίτωσε το στρατοδικείο χάρη στον έξοχο αξιωματικό Χρ. Καλάρη, που ήταν διοικητής της Σχολής, και που κι αυτόν ο Ψύλλος του τον είχε τσιμπήσει αφού τον έλεγε αράχνη.», βλ. Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Αφιέρωμα), Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου, Επιμέλεια: Ελένη Βασιλοπούλου, Αθήνα 1979, σ. 17-18.
[7]. Αναφορές έχουν κάνει οι: Γ. Κορδάτος, Βούλα Δαμιανάκου, Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Ανδρέας Καρακίτσιος, Γεωργία Λαδογιάννη, Αθ. Ν. Γκότοβος, Χ. Σακελλαρίου, Αντ. Δελώνης, Μαρία Τζαφεροπούλου κ.ά.
[8]. Βλ. Αυγούλα, Επικαιρότητα, Αθήνα 21989, σσ. 94. Για περισσότερα βλ. Θανάση Καραγιάννη, «Ο Φακής. Έπαρση και δρασυδειλία, Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 440, 2002, σ. 45-51.
[9]. Βλ. Αυγούλα, ό.π., 46.  
[10]. Ό.π., σ. 94.
[11]. Ό.π., σ. 59.
[12]. Ό.π., σ. 68.
[13]. Ό.π., σ. 77.
[14]. Ό.π., σ. 92.
[15]. Βλ. περ. «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965, σ. 23.
[16]. Βλ. Γιάννη Παπακώστα, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1992, σ. 17-32.
[17]. Ο καθηγητής κ. Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης είναι ο πρώτος ο οποίος έχει εισαγάγει τον όρο και μελετά με περισσή εμβρίθεια τα συγκεκριμένα θεατρικά μονόπρακτα του Ρώτα, με αποτέλεσμα το μελέτημά του αυτό ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους και μελλοντικούς μελετητές της ρωταϊκής δραματουργίας, βλ. Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, «Τα Καραγκιόζικα του Βασίλη Ρώτα: ένα “μεταλλαγμένο” θέατρο σκιών», περ. «Έρευνα», τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σ. 17-26.
[18]. Ό.π., σ. 19.
[19]. Ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ υποστηρίζει εύστοχα ότι: «Στο βαθμό που το θέατρο σκιών ήταν πάντα και παιδικό θέατρο, αλλά όχι μόνο, και η πολιτική σάτιρα του Ρώτα στα Καραγκιόζικα κινείται κοντά σε αυτό που συμβατικά λέγεται παιδικό θέατρο. Ωστόσο το παιδικό θέατρο του Ρώτα [...] δεν είναι το συνηθισμένο, και η πολιτική σάτιρα όπως τη χειρίζεται αποτελεί και παιδικό θέατρο, που φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την εκάστοτε πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, αποκρύψεις και ψεύτικες διορθώσεις”», «δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και πολιτικό θέατρο.», βλ. το μελέτημά του: «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 9-10, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003, σ. 78.
[20]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 42002, σ. 106-111.
[21]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Β΄], ό.π., σ. 39-43.
[22]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 55-58.
[23]. Ο Ρώτας χρησιμοποιεί παρόμοιες εκφράσεις και σε άλλα κείμενά του: «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Αυτός έτρωγε το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι.», βλ. «Ο ήρως Κατσαντώνης», Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 107 ή «Εμείς πολεμάμε. Αλλά εσείς έχετε τις απολαβές. Την περνάτε ζωή και κότα, με φαγοπότι και μεις σκορδοφάγια και ψείρα.», βλ. Ρώτας Βασίλης, «Η οργή του Αχιλλέα», Ατλαντίς, Αθήνα 2004, σ. 21, στη σειρά: «Κλασσικά εικονογραφημένα».