Κυριακή 5 Αυγούστου 2018


Αιμίλιος (Αιμιλιανός) Κομβόπουλος (1927-)
Ερασιτέχνης Ηθοποιός & Σκηνοθέτης
στην Κωνσταντινούπολη

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης[1]


(συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο και τέλος)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε Κομβόπουλε, ποια ήταν η αφορμή για ν’ ασχοληθείτε με το θέατρο ως ερασιτέχνης ηθοποιός;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η νεολαία της Κων/πολης δε συνήθιζε να πηγαίνει στα καφενεία, όταν επιστρέφαμε από τη δουλειά. Το στέκι μας ήταν να μαζευτούμε κάτω από το φανάρι του δρόμου, συζητούσαμε, τραγουδούσαμε, άλλος έπαιζε αρμόνικα (αυτή που τη φυσούνε), άλλος ακορντεόν.
Όταν ιδρύθηκαν οι Σύνδεσμοι, μεταξύ άλλων προστέθηκε και το θέατρο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Περιγράψτε τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις σας από τις πρώτες θεατρικές πρόβες. Ποια προβλήματα παρουσιάζονταν με το παίξιμο των ηθοποιών;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Να σχηματίσεις Θεατρικό Όμιλο προπάντων σε περιοχές μακριά από το κέντρο, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι αστοί είναι πιο συντηρητικοί να στείλουν τα κορίτσια τους μόνα και βράδυ, με τα αγόρια να κάνουν πρόβες για παράσταση. «Θεός φυλάξει…! Ποιος ξέρει τι όργια θα γίνονταν…». Έτσι σκέπτονταν. Γίνονταν μεγάλες προσπάθειες. Κάποτε αναγκαζόταν να πάει κάποιος από το Διοικητικό στους γονείς του κοριτσιού, να το ζητήσει και αν τους έπειθε…
Τώρα, ας πούμε ότι βρέθηκαν όσα πρόσωπα χρειάζονται και τι έγινε; Έληξε το πρόβλημα; Με άλλα λόγια, είναι κατάλληλο το κάθε πρόσωπο να επωμισθεί έναν οποιοδήποτε ρόλο; Διότι όλοι θέλουν να παίξουν τον πρωταγωνιστή, αγνοούντες ότι ένας ασήμαντος ρόλος μπορεί να επισκιάσει τον πρωταγωνιστή. Τώρα τι να αναφέρω για τις ικανότητές τους… Π.χ. ευφράδεια, ορθός τονισμός, χρωματισμός στο λέγειν. Ο ερασιτέχνης δεν ξέρει πώς να σταθεί στη σκηνή και πού να βάλει τα χέρια του, τρέμει ολόκληρος κ.λπ. Αυτά δεν ισχύουν για όλους. Έχει μερικά παιδιά τζιμάνια, που λες γεννήθηκαν για θέατρο, που το αγαπάνε, το ζούνε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιος ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης σας; Σας παρακαλώ, μιλήστε γι’ αυτόν (προσωπικότητα, ικανότητες, μέθοδο, τακτική), αλλά και για τους υπόλοιπους σκηνοθέτες σας.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο πρώτος σκηνοθέτης μας στο Ορτάκιοϊ, όπου ανέβηκα κι εγώ στη σκηνή, ήταν ο Δημήτρης Δημητριάδης, ερασιτέχνης και αυτός, αλλά πεπειραμένος. Έπαιζε στη σκηνή του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Νέων «Σταμπούλ», όπου ανέβαζαν κλασικά έργα.
Η δουλειά του ήταν δύσκολη, διότι αναλάμβανε πρωτάρηδες. Εδώ πρέπει να σημειώσω το εξής: Δεν είναι δυνατό να βάλουμε στο ίδιο επίπεδο ένα παιδί που έζησε και μεγάλωσε μακριά από το κέντρο της Πόλης με εκείνο που έζησε στο κέντρο. Το πρώτο έχει μεγάλη απόσταση στην εξέλιξη, στη συμπεριφορά, στην τόλμη.
Η δουλειά του Δημητριάδη ήταν δύσκολη. Οι άλλοι σκηνοθέτες που τον άκουγαν, έλεγαν: «Αυτός δεν κάνει το σκηνοθέτη. Αυτός κάνει τον παιδαγωγό». Είχε υπομονή ο άνθρωπος, είχε και ανάγκη, έκαμνε υπομονή. Αυτό ήταν το πρώτο βάπτισμα και φρονίμως ποιών, η πρώτη παράσταση ήταν τρία μονόπρακτα: «Βρυκόλακας», «Ραντεβού» και «Πατρικό σπίτι».
Ως για τους άλλους σκηνοθέτας… Όταν δεν είχαμε πια τις δυνατότητες να βγάλουμε έργο, μετά τη διαρροή ελλείψει προσώπων, πήγα στο Αρναβούτκιοϊ, γιατί με έλειπε το θέατρο, εκείνη η ατμόσφαιρα, η αγωνία, τα χειροκροτήματα. Εδώ σκηνοθέτης ήταν ο Σπύρος Βενιέρης, ερασιτέχνης, αλλά με όλα τα προσόντα του ηθοποιού και θερμός θιασώτης του Γούναρη. Χαμός γινότανε. Έζησα αξέχαστες μέρες, στα διαλλείματα τραγουδούσε και το ακροατήριο ενθουσιωδώς χειροκροτούσε. Μετά σταμάτησε και εδώ για τους γνωστούς λόγους (απελάσεις κ.λπ.) Έλειψαν όχι μόνο οι ηθοποιοί, αλλά και οι θεατές. Μετά ο Βενιέρης μεταπήδησε στον Φιλανθρωπικό Σύνδεσμο Νέων «Σταμπούλ». Τον έλειψε και αυτουνού η σκηνή. Όταν αναπνεύσεις τη σκόνη της σκηνής και απολαύσεις δίκαια τα χειροκροτήματα, δεν μπορείς πια να την αποχωριστείς.   
Ο Φιλανθρωπικός Σύνδεσμος Νέων «Σταμπούλ» σκηνή δεν είχε. Παίζαμε στη σκηνή της  «ΤΕΤΟΝΙΑ», ένα ωραίο κτήριο, υποκατάστημα του γερμανικού προξενείου, στο Γιουκσέκ καλντιρίμ, κοινώς «Σκαλάκια», με σκηνοθέτη τον Γιώργο Ρούσσο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες ήταν οι αναμνήσεις σας από τις υπόλοιπες παραστάσεις, που συμμετείχατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όσο για τις αναμνήσεις μου, όπως θα αντιλαμβάνεστε, αξέχαστες! Κάθε παράσταση ήταν μια πανήγυρη, ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ! Μια παράσταση που τη συνόδευε κονσέρτο τραγουδιού, γιατί ο δαιμόνιος και αχόρταγος της σκηνής Βενιέρης, δεν χόρταινε να τραγουδάει Γούναρη και οι θεαταί δεν εννοούσαν να εγκαταλείψουν το θέατρο, χειροκροτώντας έξαλλοι.  

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια, κατά τη γνώμη σας, ήταν η επίδραση του θεάτρου στο χαρακτήρα σας, στη μόρφωσή σας, στην εξέλιξη της προσωπικότητάς σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ας αρχίσω από την προσωπικότητά μου, ομολογώ ότι δεν υπήρξε καμία αλλαγή, αλλά σημειώνω ότι έμαθα να εκφράζομαι, και ανάγνωση καλή έμαθα, προφέροντας αυτό που διαβάζω να αποδίδει την έννοιαν που εγράφη, και ασφαλώς με είδαν και με γνώρισαν πολλοί, που με θυμόνταν από τις παραστάσεις.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Παίξατε εκτός Κων/πολης, πότε και πού; Με ποιο θίασο, σε ποια παράσταση;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παίξαμε στην Αθήνα: στο Βεάκειο, στο Άλσος Νέας Σμύρνης και στο Θέατρο Βράχων Υμηττού, καλεσμένοι της Μελίνας Μερκούρη, με το Θίασο του Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωγραφείου, την Επιθεώρηση «Ενδεκάτη εντολή» και με σκηνοθέτρια τη Δέσποινα Ρομβοπούλου.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιοι ζουν από εκείνη την εποχή, με τους οποίους είχατε συνεργαστεί στις θεατρικές παραστάσεις; Θέλετε να μας πείτε για κάποιον απ’ αυτούς; Έχετε σήμερα κάποια επικοινωνία μαζί τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δυστυχώς, κανένα δε συνάντησα έκτοτε. Μόνον γνωρίζω ότι ο Στέλιος Τσιλιβίδης, που παίζαμε μαζί στη σκηνή του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Νέων «Σταμπούλ», και που είχε παρτενέρ μια κοπέλα, που ονομαζόταν Μποσύνη, μετανάστευσαν και οι δύο στην γείτονα. ‘Έμαθα ότι ο Στέλιος έγινε γιατρός και ότι παντρεύτηκαν με την Μποσύνη, αλλά δε γνωρίζω πού δέχεται πελατεία. Ίσως, κατορθώσετε να τον βρείτε μέσω Κωνσταντινουπολιτών ή από πολίτικους συνδέσμους στην Αθήνα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι άλλο θυμάστε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ημερομηνίες παραστάσεων αποκλείεται να θυμηθώ. Αλλά, ένα γεγονός έμεινε αλησμόνητο και κάθε τόσο η γυναίκα μου με το θυμίζει…, ας είναι καλά, με το δικό της τρόπο:
Μια ωραία ηλιόλουστη μέρα μαζευτήκαμε το συγγενολόι, ντυμένοι στην πένα, παρφουμαρισμένοι, με μια ανθοδέσμη και ένα κουτί ζαχαρωτά. Αυτό ήταν το «μαρκ ντεποζέ», όπως λένε, το συνηθισμένο δηλαδή, και χτυπάμε την πόρτα της μέλλουσας συμβίας μου. Αφού έγιναν οι δέουσες προτάσεις και λάβαμε θετική την απάντηση, σηκώνομαι στο πόδι και λέγω «Εμένα, με συγχωρείτε. Ζητώ την επιείκειά σας, αλλά πρέπει να φύγω, γιατί έχω παράσταση»… Κόκκαλο η ομήγυρη! Δε γινόταν, όμως, διαφορετικά. Τα εισιτήρια πουλημένα, το έργο…!
Ευτυχώς, τρελάθηκα. Τρέλα δεν είναι;
Αυτά που μπόρεσα να θυμηθώ μετά από τόσα χρόνια, είναι φανερό ότι έχουν σχηματίσει μέσα μου μια λαχτάρα, έναν πόθο για το θέατρο.
Επίσης, δεν ξεχνώ τα θερμά και ειλικρινή συγχαρητήρια για τα δύο έργα, που έχω σκηνοθετήσει: «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και «Οι μικροί Φαρισαίοι».
Ελπίζω να σας βοηθήσουν για τον σκοπό που προορίζετε όσα σας είπα και σας έγραψα.



Θανάσης Ν. Καραγιάννης:
Αγαπητέ κ. Αιμίλιε Κομβόπουλε, σας ευχαριστούμε πολύ για όλα. Μάθαμε πολλά από εσάς και ελπίζουμε ότι και οι αναγνώστες μας θα μείνουν ευχαριστημένοι διαβάζοντάς μας. Ότι άλλο θυμηθείτε από την εποχή εκείνη της θεατρικής σας δραστηριότητας, πολύ θα χαρούμε να μας τα στείλετε. Θα είναι χρήσιμα σε όλους μας, αλλά και μια σημαντική ψηφίδα, για να συμπληρωθεί το όμορφο ψηφιδωτό της Ρωμαίκης Ερασιτεχνικής Θεατρικής Δραστηριότητας στην Κων/πολη του 20ού αιώνα.[2]

 Δημοσιεύτηκε στην εφ. "Ο ΠΟΛΙΤΗΣ", Αρ. φύλ. 616, Αύγουστος 2018




[1]. Ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης είναι Διδάκτορας Επιστημών της Αγωγής, Ερευνητής/Μελετητής της Δραματουργίας για παιδιά και εφήβους, Κριτικός Θεάτρου και Συγγραφέας.

[2]. Η αρχή έγινε από τον αείμνηστο ερευνητή/μελετητή του Ερασιτεχνικού Θεάτρου στην Πόλη, Στέφανο Λ. Δεκαβάλλα, με το θαυμάσιο βιβλίο του: «Το Ελληνικό Ερασιτεχνικό Θέατρο στην Κωνσταντινούπολη τον 20ό αιώνα», το οποίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Τσουκάτου, το 2005 (σελ. 198), και αξίζει να το αποκτήσουν όσοι ομογενείς Ρωμιοί Κωνσταντινουπολίτες (και άλλοι φυσικά θεατρόφιλοι και φιλομαθείς Ελλαδίτες) δεν το έχουν ήδη στη βιβλιοθήκη τους.


Αιμίλιος (Αιμιλιανός) Κομβόπουλος (1927-)
Ερασιτέχνης Ηθοποιός & Σκηνοθέτης
στην Κωνσταντινούπολη

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης[1]

(συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο)
Μέχρι την ηλικία των 20 χρόνων, περίπου, δεν είχε έρθει σ’ επαφή με το θέατρο. Μεταπολεμικά, άρχισαν να επισκέπτονται την Πόλη δεκάδες ελληνικοί θίασοι και μουσικά σχήματα, με θαυμάσιους ηθοποιούς και μουσικούς. Γέμιζαν ασφυκτικά τα θέατρα και τα μουσικά κέντρα από θεατές και φιλόμουσους Ρωμιούς. Ο νεαρός Αιμίλιος εντυπωσιάστηκε κυρίως από τις υπέροχες θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησε, με σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Μάνος Κατράκης, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Ζωζώ Σαπουντζάκη και από πολλούς άλλους. Ήταν φυσικό να επηρεαστεί βαθιά, αφού παρακολούθησε με «δέος» δεκάδες θεατρικές παραστάσεις.
 «Δεν άφησα καμία παράσταση να μην την δω», μου είπε!
Ασφαλώς, αφομοίωσε πολλά στοιχεία, που αφορούσαν την υποκριτική (εκφορά του λόγου, κινησιολογία, έκφραση προσώπου κ.ά.), τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία κ.ο.κ.
Οπότε, αρχικά δοκιμάζει τη θεατρική του δεινότητα, για πρώτη φορά στη θεατρική ομάδα του Μορφωτικού Συνδέσμου Μεσοχωρίου (Ορτάκιοϊ), με σκηνοθέτη τον Δημήτριο Δημητριάδη, στα μονόπρακτα: «Βρυκόλακας», «Ραντεβού» και «Πατρικό σπίτι».

Στο Μορφωτικό Σύνδεσμο Μεγάλου Ρεύματος (Αρναούτκιοϊ) έκανε το δεύτερο θεατρικό βήμα του και πάλι ως ερασιτέχνης ηθοποιός, με σκηνοθέτη τον Σπύρο Βενιέρη ()

Ακολούθησε την ερασιτεχνική θεατρική του δραστηριότητα στο Φιλανθρωπικό Σύνδεσμο Νέων «Σταμπούλ» (Φ.Σ.Ν.Σ.), με σκηνοθέτες τον Σπύρο Βενιέρη και τον Γιώργο Ρούσσο (1909-1971).

Τέλος, έλαβε μέρος στην Επιθεώρηση «Η ενδεκάτη εντολή» (έργο του Χαράλαμπου  Ρομπόπουλου, -1988) του Ερασιτεχνικού Θεατρικού Ομίλου του Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωγραφείου, σε σκηνοθεσία της Δέσποινας Ρομποπούλου (-) και με σκηνογραφία του Βασιλείου Ηγουμενίδου (IGUM) (-).

Απ’ όσο θυμάται ο κ. Αιμίλιος Κομβόπουλος, και επιβεβαιώνεται από διάφορες φωτογραφίες του αρχείου του, έχει λάβει μέρος, στο μισό αιώνα που ασχολήθηκε με το ερασιτεχνικό θέατρο στην Πόλη, στις εξής θεατρικές παραστάσεις: «Φωτεινή Σάντρη» του Γρ. Ξενόπουλου, «Το πατρικό σπίτι» του Στέφ. Δάφνη, «Βρυκόλακας» [;], «Πολυγαμία» του Γρ. Ξενόπουλου, «Μαλλιά κουβάρια» του Ν.Ι. Λάσκαρη, «Η Ψεύτρα» του Ζαν Κοκτό, «Ο εαυτούλης μου» - «Ένας βλάκας και μισός» - «Ζητείται ψεύτης» - «Ο αχόρταγος» - «Οι μικροί Φαρισαίοι» του Δημήτρη Ψαθά, «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ (σε θεατρική διασκευή: Σωτήρη Πατατζή), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου, «Οι φουσκοθαλασσιές» του Δημήτρη Μπόγρη, «Ευτυχώς τρελλάθηκα» του Γιώργου Ρούσου και στις επιθεωρήσεις: «Πύραυλος γέλιου» (;) και «Ενδεκάτη εντολή» του Χαράλαμπου Ρομπόπουλου. Ίσως και σε άλλες θεατρικές παραστάσεις, τις οποίες δε θυμάται, σήμερα. Η έρευνα που αφορά την ερασιτεχνική θεατρική του διαδρομή θα συνεχιστεί, ενδεχομένως με νέα στοιχεία.

Ο κ. Αιμίλιος Κομβόπουλος, αργότερα σκηνοθέτησε τα εξής έργα του Δημήτρη Ψαθά, «Μικροί Φαρισαίοι» και «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»:

Δημήτρη Ψαθά, «Μικροί Φαρισαίοι»

Ο Ερασιτεχνικός Θεατρικός Όμιλος (ΕΡ.Θ.Ο.) του Μορφωτικού και Καλλιτεχνικού Συνδέσμου Φερίκιοϊ, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Αποφοίτων Ζωγραφείου Λυκείου (Σ.Α. Ζ.) παρουσίασαν σε έξι παραστάσεις, στις 19 & 20 Μαρτίου, 4, 5, 11 & 12 Απριλίου 1992, στην Κοινοτική Αίθουσα του Φερίκιοϊ (Ταταύλα), το τρίπρακτο θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, «Μικροί Φαρισαίοι», σε σκηνοθεσία Αιμιλιανού Κομβόπουλου. 

Δημήτρη Ψαθά, «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»

Το έργο παραστάθηκε στα 100 χρόνια του Ζωγραφείου Λυκείου (1993) στην αίθουσα εκδηλώσεων της σχολής και έπαιζε όλη η οικογένεια του σκηνοθέτη της παράστασης.

Το 1988, ο Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωγραφείου, στη Γ.Σ., μετά από πρόταση του Δημητρίου Φραντζή, ανακήρυξε τον κ. Αιμίλιο Κομβόπουλο ως επίτιμο μέλος του Συνδέσμου, για την προσφορά του στο ερασιτεχνικό θέατρο.
Θα κλείσουμε τη σύντομη αυτή οφειλόμενη αναφορά μας στον ερασιτέχνη ηθοποιό και σκηνοθέτη της Πόλης, αλλά και στον άνθρωπο κ. Αιμίλιο (Αιμιλιανό) Κομβόπουλο, με μια δεύτερη συνέντευξη που του πήραμε, λίγες μέρες αργότερα, συμπληρώνοντας ορισμένα κενά που είχαμε από την πρώτη συνάντηση μαζί του. Πολύ πρόθυμα, μας απάντησε γραπτά σε όλες τις ερωτήσεις μας, στέλνοντάς μας και αρκετές φωτογραφίες από θεατρικές παραστάσεις όπου έλαβε μέρος.

Δημοσιεύτηκε στην εφ. "Ο ΠΟΛΙΤΗΣ", Αρ. φύλ. 615, Ιούλιος 2018

(η συνέχεια στο επόμενο φύλλο)


[1]. Ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης είναι Διδάκτορας Επιστημών της Αγωγής, Ερευνητής/Μελετητής της Δραματουργίας για παιδιά και εφήβους, Κριτικός Θεάτρου και Συγγραφέας.
e-mail: thkaragia@gmail.comτηλ.: 6977972991.



Αιμίλιος (Αιμιλιανός) Κομβόπουλος (1927-)
Ερασιτέχνης Ηθοποιός & Σκηνοθέτης
στην Κωνσταντινούπολη

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης[1]

Με τον κ. Αιμίλιο Κομβόπουλο συναντηθήκαμε ένα απομεσήμερο του περασμένου Απρίλη, στον τρίτο όροφο του Ζωγραφείου Λυκείου, στην Πόλη. Η γνωριμία μου μαζί του με χαροποίησε ιδιαίτερα, καθ΄ότι γνώρισα και συζήτησα μ’ ένα συμπαθητικό, ευγενέστατο, γλυκύτατο, ήρεμο, χαμογελαστό και προσηνή «έφηβο» 91 χρόνων, ο οποίος με κέρδισε από την πρώτη στιγμή με τον απλό λόγο του και το καλοσυνάτο ύφος του.
Ο κ. Κομβόπουλος δεν ήρθε απροετοίμαστος στο ραντεβού μας, που μας είχε κλείσει ο γιος του, καθηγητής φιλόλογος στο Ζωγράφειο Λύκειο, κ. Διαμαντής (Δάμων) Κομβόπουλος.
Μόλις ήρθε, με το που μπήκε στο γραφείο, μου έδωσε ένα δισέλιδο χειρόγραφό του με μια κάπως ανορθόγραφη και χωρίς στίξη γραφή, που προσωπικά πάντοτε με συγκινεί, όταν προέρχεται από ανθρώπους, που είναι του Δημοτικού, αλλ’ όμως, γεμάτοι με θέληση και πείσμα, προσπαθούν και συντάσσουν τελικά ένα ολοκληρωμένο και απέριττο κείμενο. Και εδώ μάλιστα το κείμενο που μου έδωσε ήταν αυτοβιογραφικό, από τα πιο όμορφα που έχω συναντήσει. Βέβαια, στη συνέχεια, τον ρώτησα αρκετά για τις θεατρικές εμπειρίες του και μου έστειλε και δεύτερο χειρόγραφο.
Από τη συνέντευξη που του πήρα, από τη μεταξύ μας συζήτηση και από τα δύο γραπτά του κείμενα, προέκυψαν διάφορες πληροφορίες για τη ζωή και την ερασιτεχνική θεατρική του δραστηριότητα στην Πόλη.
Ο κ. Κομβόπουλος, λοιπόν, γεννήθηκε στο Σιρκετζί. Γονείς του ήταν ο Απόστολος (σιδερωτής στο επάγγελμα) από το Νιχώρι και η Ελεωνόρα από τη Βάρνα της Βουλγαρίας. «Η οικογένεια της μητέρας μου», λέει, «μετανάστευσε στην Πόλη λόγω πιέσεων, στα 1901». Από το γάμο τους «ήρθαν στον κόσμο ο Αιμίλιος και η Ελένη Κομβοπούλου». «Βιοπαλαιστής ο πατέρας μου μεροδούλη μεροφάγι, όταν πέθανε άφησε πίσο του μητέρα γυναίκα και δύο παιδιά. Δύσκολη η περίπτωση, αναγκάστηκα να παρατήσο το σχολείο από το μέσον της 5ης τάξης και να εργαστώ.
Μια ωραία πρωία ο ταχυδρόμος μας φέρνει το μαντάτο! προσκλητήριο για το στρατό, χρόνος 1946 ακριβώς τα χρόνια του ψυχρού πολέμου [.] τρία χρονάκια μας κράτησαν [.] το 1949 απολύθηκα και ρίχτηκα στη δουλιά [.]
άρχισα σε ένα πουκαμισάδικο ως μαθητευόμενος, [.] όταν ένοιοσα ότι θα τα καταφέρω ενοικίασα ένα δομάτιο σε ένα χάνι [,] πήρα και μια μηχανή και άρχισα δουλιά [.] όλα πήγαιναν καλά μέχρι να αρχίσει το θέμα της Κύπρου και να γίνουν τα πάντα λίμπα [.]
μεσολάβησαν η στρατολόγηση 20 ηλικίες, τα σεπτεμβριανά [,] ο φόρος περιουσίας [,] ο διωγμός των Ελλήνων [.] άρχισε το μίσος [,] δεν εύρισκα εργάτη διότι είχαν φύγει οι δικοί μας και Τούρκοι δεν έρχονταν σε γκιαούρη να εργαστούν [.] αναγκάστηκα να το κλείσω και πήγα να εργαστώ σε ένα κατάστημα ως κόφτης [.]
με την παρέλευση του χρόνου έκλεισε και αυτός [.] δεν γονάτησα [.] πήρα δουλιά στο σπίτι [.] κοίτα τύχη έκλεισε και αυτό [.] κόντρα η τύχη μου κόντρα και εγώ [.]
Ήταν η εποχή που ερχόταν σωρηδών από την Ελλάδα η Εταιρίες [,] ζητούσαν ανθρώπους για ξενάγηση [.] λέγω στη γυναίκα μου αυτό και αυτό συμβαίνει [,] τι λες κάνουμε μια προσπάθεια [;] άλλη έξοδο δεν έχουμε [.]
Τέλος πάντων συμφωνήσαμε και άρχισα να συμβουλεύουμε ενγγυκλοπαίδιες βιβλία και ότι άλλο μπορούσα να εποφεληθώ και καταρτίζω την γυναίκα μου ως ξεναγό [,] η οποία τα κατάφερε μια χαρά και έγινε περιζήτητη ως ξεναγός [,] αλλά σταμάτησε και αυτό λόγω των περιστάσεων και των σχέσεων με τοις γειτονικές χώρες [.] και τώρα τι γίνετε; τίποτα […] συνέχεια από εκεί που μείναμε [.] ρίχτηκα στην ψαλτική [.] όλα πάνε μια χαρά, από εδώ και πέρα έχει ο θεός [.] όπως αρχίσαμε έτσι θα συνεχίσουμε […]»
Το παραπάνω γραπτό κείμενο του κ. Κομβόπουλου το συζητήσαμε γι’ αρκετή ώρα και προφορικά. Ο συνομιλητής μου με κατέκτησε με τον ευγενικό λόγο του και το μειλίχιο ύφος του, με το χαμογελαστό του πρόσωπο.
Τέσσερα χρόνια πήγε στην Αστική Σχολή Μεσοχωρίου (Ορτάκιοϊ) και συνέχισε στο Ζωγράφειο μέχρι την 7η τάξη, όπου «ξαναγύρισε»… αργότερα για να παίξει ερασιτεχνικό θέατρο.
Μου έδωσε μια πληροφορία, την οποία ομολογουμένως αγνοούσα. Ότι ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, μετά την ενθρόνισή του μεταπολεμικά, μάζεψε όλους τους Κοινοτάρχες της Πόλης και τη νεολαία και τους ζήτησε να ιδρύσουν Μορφωτικούς Συνδέσμους. Να χτίσουν δε αίθουσες εκδηλώσεων για συνελεύσεις, διαλέξεις, πολιτιστικές δραστηριότητες. Και όντως συνέβηκε.
Αυτοί οι Μορφωτικοί Σύνδεσμοι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική καλλιέργεια, καλλιτεχνική δημιουργία και αθλητική δραστηριότητα της Ομογένειας, κυρίως για τις δεκαετίες του ’50 και ’60, αλλά και αργότερα, στους εναπομείνοντες στην Πόλη Ρωμιούς. 
Φεύγοντας από το Σκιρκετζί, μετακόμισαν οικογενειακά στο Μεσοχώρι (Ορτάκιοϊ), το 1931. Από τότε δεν το εγκατέλειψε, 87 χρόνια τώρα. Εκεί μένουν οικογενειακά με τη σύζυγό του και τον έναν τους γιο (ο δεύτερος γιος, ο Απόστολος, διαμένει οικογενειακά και εργάζεται στον Καναδά) και αποτελούν τη μοναδική ρωμαίικη οικογένεια σήμερα στο Μεσοχώρι, εκτός από αυτή του παπά του χωριού.

Δημοσιεύτηκε στην εφ. "Ο ΠΟΛΙΤΗΣ", Αρ. φύλ. 614, Ιούνιος 2018
 (η συνέχεια στο επόμενο φύλλο)


[1]. Ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης είναι Διδάκτορας Επιστημών της Αγωγής, Ερευνητής/Μελετητής της Δραματουργίας για παιδιά και εφήβους, Κριτικός Θεάτρου και Συγγραφέας.
e-mail: thkaragia@gmail.comτηλ.: 6977972991.


Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Γιάννης Δ. Μπάρτζης – Δέσποινα Στίκα

UFO στη Β΄ Γυμνασίου!

Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
Θεσσαλονίκη 2013, σ. 123

Ο  Δρ. Γιάννης Δ. Μπάρτζης, πολυγράφος και καταξιωμένος επιστήμονας, εκπαιδευτικός και λογοτέχνης, έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με θέματα επιστημονικής φαντασίας και συγκεκριμένα στα 1990    κυκλοφόρησε το βιβλίο του UFO στα Διγελιώτικα. Μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτης, το οποίο είχε αποσπάσει το 1ο Πανελλήνιο Βραβείο Επιστημονικής Φαντασίας (1989) από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό για παιδιά «Συνεργασία» της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. (τεύχ. 66) ένα διήγημά του –και πάλι επιστημονικής φαντασίας– με τον τίτλο: «Πλανήτης Γη SOS – Ένα παράξενο φως». Αυτό το διήγημα αποτέλεσε τη μαγιά για την παραγωγή του παρουσιαζόμενου εδώ μυθιστορήματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του συγγραφέα με τη γνωστή και άξια εικονογράφο και συγγραφέα κ. Δέσποινα Στίκα.
Ένα «παράξενο συμβάν» ένα «μυστηριώδες γεγονός» συγκλονίζει και κινητοποιεί ένα παιδί της Β΄ Γυμνασίου: «άλλοι» του υποβάλλουν την επιθυμία και οδηγούν τα βήματά του προς τα βράχια του κάστρου, στη μεσιανή μεγάλη σπηλιά, κοντά στο χωριό του. Εκεί βλέπει «το παράξενο φως»… και διακρίνει «ένα γυαλιστερό, μεταλλικό, στρογγυλό αντικείμενο με πολλά κρυστάλλινα, φωτεινά παραθυράκια», αναποδογυρισμένο με τρεις κεραίες προς το έδαφος, στο μέγεθος μιας λεκάνης πλυσίματος ρούχων, με βάρος δυσανάλογο με το μέγεθός του. Τηλεπαθητικά επικοινωνεί με τα μικροσκοπικά εξάποδα, όχι εξωγήινα, αλλά γήινα όντα, τα οποία βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. Γήινα όντα μιας άλλης, όμως, χρονικής διάστασης, «ταξιδιώτες στο χρόνο», ταξιδιώτες που έρχονται από το μέλλον και ταξιδεύουν με το «χρονοπλοίο» τους.
Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία του ήρωά μας και η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, η οποία αποτυπώνεται ως περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας από τους δυο συγγραφείς μας. Ό ήρωας δε γίνεται πιστευτός από κανένα, ή μάλλον –έστω με δυσπιστία αρχικά– μόνο από τον καθηγητή της Φυσικής στο σχολειό του, ο οποίος γίνεται αρωγός του στην εξιχνίαση του μυστηρίου. «Στην υπόθεση έχει εμπλακεί και ένας σιδεράς ανίδεος περί τα επιστημονικά. Και στη συνέχεια εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους, η ΕΥΠ, η Αντιτρομοκρατική, η Δίωξη Ναρκωτικών, το ΣΔΟΕ … ως και ο εξοχότατος Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως.»[1]  
Οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα και τη φαντασία να συνθέσουν μια πολύπλοκη υπόθεση, με δράση των ηρώων, με αγωνία και σασπένς. Ο μύθος είναι βασισμένος σ’ επιστημονικά δεδομένα και από τη μια φανερώνεται στον αναγνώστη η οξύνοια και η επιστημονική φιλομάθεια ενός μαθητή και από την άλλη η παιδαγωγική ευαισθησία ενός καθηγητή του, ο οποίος έρχεται ως αρωγός στους προβληματισμούς και στις ανησυχίες του. Και δεν είναι τυχαίο που ο καθηγητής είναι φυσικός. Και μάλιστα είναι αυτός που υπερβαίνει τα εσκαμμένα κατά τη διδασκαλία με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη στο σχολικό βιβλίο. Είναι αυτός που ενημερώνει τους μαθητές του για επιστημονικά θέματα που αφορούν τη φυσική, «το αμφιλεγόμενο Πείραμα της Φιλαδέλφειας του Αϊνστάιν και την πρόβλεψή του για ταξίδια μες στο χρόνο» κ.ά. Ο φυσικός, που δεν εμπιστεύεται τις «φαντασιώσεις» του «ονειροπαρμένου» μαθητή του, αλλά ως παιδαγωγός υποχωρεί στις πιέσεις του και ερευνά μαζί του … Γράφει, σχετικά, στο ημερολόγιό του: «Μα ως παιδαγωγός με την ευρεία έννοια, συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης προς το μαθητή μου, πίστευα ότι για την προστασία της ψυχικής του υγείας προχωρούσα στην πλέον επιβεβλημένη κίνηση.»
Η αληθοφάνεια των γεγονότων παρασύρουν τον αναγνώστη σε σκέψεις, σε προβληματισμούς και σε αμφισβητήσεις. Η σατιρική διάθεση των συγγραφέων σε σχέση με την ημιμάθεια, την αφέλεια και την πολιτική  καχυποψία των αστυνομικών και των άλλων δημόσιων λειτουργών και υπηρεσιών είναι εμφανής. Οι υπερβολές και οι γκάφες τους προκαλούν το γέλιο στον αναγνώστη, ο οποίος προβληματίζεται για την αναποτελεσματικότητα που αρκετές φορές υπάρχει στο δημόσιο κοινωνικό και πολιτικό βίο μας, από άστοχες και επιπόλαιες ενέργειες κρατικών φορέων. Παραπέμπει, ίσως, σε παλιότερες εποχές, που η γραφικότητα της συμπεριφοράς και των ενεργειών των οργάνων της τάξεως σε  παρόμοια συμβάντα ήταν παροιμιώδης.
Οι συγγραφείς, εντέλει, μας φανερώνουν ξεκάθαρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης του έργου, την ορθή επιστημονική άποψη ότι οι μαθητές που διαθέτουν δημιουργική φαντασία και αποκλίνουσα νόηση, αυτοί οι οποίοι ερευνούν και διαβάζουν περισσότερα βιβλία, πέρα από τα σχολικά, είναι δυνατό να προοδεύσουν στη ζωή, στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιστήμες, σε οποιοδήποτε επάγγελμα κι αν επιλέξουν. Η επιστημονική φαντασία, η οποία είναι έντονη στο παρόν μυθιστόρημα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ήρωας οπωσδήποτε θα πετύχει στη ζωή του και θα μεγαλουργήσει σε δημιουργικότητα, σε κοινωνική επινοητικότητα, σε προοδευτική κατεύθυνση, παρασύροντας και τους γύρω του προς την κατεύθυνση αυτή. Ο μύθος, όμως, μας δείχνει και τη δύναμη που μπορεί να έχουν και το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι παράγοντες οικογένεια και σχολείο, όταν μάλιστα στηρίζουν την παρόμοια με τον ήρωά μας πορεία στη σχολική και κοινωνική του ζωή ως νήπιο, παιδί και έφηβο.   
Προκρίνω τέτοιου είδους αναγνώσματα για παιδιά και εφήβους, που εκτός από την περιπέτεια των ηρώων και την ενδιαφέρουσα και γοργή ροή του μύθου, περιέχουν επιστημονικές γνώσεις (εδώ: αστροφυσικής, βιολογίας και φυσικής) και κυρίως των θεωριών ενός κορυφαίου επιστήμονα όπως είναι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και το περίφημο «Πείραμα της Φιλαδέλφειας».[2]
Επίσης, θα χαρακτήριζα ως επιτυχή την αποπειραθείσα πρωτότυπη δομή από τους συγγραφείς/λογοτέχνες ενός μυθιστορήματος, που δε διαθέτει ενιαία αφήγηση, αλλά συγχρόνως παράλληλα αφηγηματικά στοιχεία, που εξελίσσουν όμως την ιστορία, η οποία διαθέτει συγκεκριμένο θέμα, αρχή, κορύφωση της δράσης των ηρώων της και τέλος. Μια ιστορία όπου όλα εξελίσσονται, με τη δράση των πρωταγωνιστικών της προσώπων («Κρατούν σελίδες ημερολογίου, γράφουν μικρά σημειώματα, στέλνουν e-mail, εκτυπώνουν Fax, πληκτρολογούν  SMS στο κινητό τους, επικοινωνούν με MSN, υπογράφουν επίσημα έγγραφα …»), με πλοκή γεγονότων, με απρόοπτα συμβάντα, με ενδιαφέροντες διαλόγους. Όλα προσθέτουν στον αναγνώστη γνώσεις, παράγουν προβληματισμούς, εξάπτουν τη φαντασία του και τον ικανοποιούν αισθητικά. Σημαντικά στοιχεία για μυθιστόρημα που απευθύνεται σε παιδιά και κυρίως σ’ εφήβους.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης είναι ένας δεινός λογοτέχνης και μάλιστα ένας εμπνευσμένος δημιουργός λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά, που εντάσσονται ειδολογικά σ’ εκείνα της επιστημονικής φαντασίας.[3] Εδώ διαπιστώνουμε ότι και η Δέσποινα Στίκα συμβάλλει καθοριστικά ώστε ν’ αποκτήσει θετικό πρόσημο το παρόν έργο. Άρα, πρόκειται για συνεργασία με θετική έκβαση.
Το κείμενο αυτό αξίζει να διαβαστεί από μεγάλα παιδιά και εφήβους και να συζητηθεί με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους. Αυτό ενδείκνυται βέβαια για όλες τις περιπτώσεις, δηλ. μετά το διάβασμα ενός βιβλίου από τα παιδιά και πριν (όταν υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί το θεατρικό κείμενο) και μετά από την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης.

                                                                                                      Θανάσης Ν. Καραγιάννης




[1]. Απόσπασμα από το κείμενο του οπισθόφυλλου.
[2]. Στο διαδίκτυο διαβάζουμε τα εξής: «Η πρώτη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το Πείραμα της Philadelphia είναι ουσιαστικά εκείνη των οπαδών του μυστηρίου και υποστηρίζει ότι πράγματι έγινε ένα πείραμα το οποίο είχε ως στόχο την απόκρυψη ενός πλοίου από τα ραντάρ και/ή από τα ανθρώπινα μάτια. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ισχυρό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε εφαρμογή των θεωριών του Einstein για τα ενοποιημένα πεδία και του Tesla για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι το πείραμα είχε τραγικά και απροσδόκητα αποτελέσματα, τόσο σε ότι αφορά τις ζωές των μελών του πληρώματος όσο και τα επιστημονικά δεδομένα καθώς πιθανολογείται η δημιουργία μιας ρωγμής στη συνέχεια του χωροχρόνου.»
[3]. Άλλωστε, ο καθηγητής Γεώργιος Δ. Παπαντωνάκης έχει εκφραστεί θετικά και έχει αναλύσει τα προηγούμενα λογοτεχνικά έργα για παιδιά, επιστημονικής φαντασίας, του Γ. Δ. Μπάρτζη, στο βιβλίο του: Εισαγωγή στο ελληνικό παιδικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Από τη θεωρία στην πράξη, Κέδρος, Αθήνα 2001, σ. 287, κυρίως στις σελίδες: 91-92, 125-127, 188. Σημειώνω ενδεικτικά ότι ο Γ. Δ. Παπαντωνάκης χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Γ. Δ. Μπάρτζη UFO στα Διγελιώτικα, ως «ομιλητικό» κείμενο, αφού όπως ισχυρίζεται «οι εξωγήινοι εμφανίζονται με αγαθές προθέσεις και συχνά, όταν έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους, τους καθησυχάζουν και τους ενημερώνουν για τα φιλικά τους αισθήματα.» Επίσης, ο μελετητής θεωρεί ότι στο ίδιο μυθιστόρημα υπάρχει «ομοιοδιηγητική αφήγηση», «εφόσον στα δρώμενα συμμετέχει και ο ήρωας. Το πρώτο πρόσωπο ωστόσο χρωματίζει τη διήγηση και την εφοδιάζει με στοιχεία υποκειμενικότητας.» Κάποιοι δε ήρωες του κειμένου «θέτουν έμμεσα το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της απειλής από μια μελλοντική πυρηνική καταστροφή.»


Μαρία Κα­νέλ­λη-Schaal: Θυ­μά­σαι… Ιστο­ρί­ες – μνή­μες
Πα­ρου­σιά­ζει ο Θα­νά­σης Ν. Κα­ρα­γιάν­νης* //

Ήρθε πρό­σφα­τα στα χέρια μου αυτό το σύ­ντο­μο αφή­γη­μα, σε μέ­γε­θος μι­κρής νου­βέ­λας, με τον τίτλο «Θυ­μά­σαι… ιστο­ρί­ες-μνή­μες» Εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, πα­ρα­κι­νώ­ντας με να θυ­μη­θώ κι εγώ μαζί με τη συγ­γρα­φέα του. Και ανοί­γο­ντάς το, δια­βά­ζω το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μότο που θέτει η συγ­γρα­φέ­ας του σε μια από τις πρώ­τες σε­λί­δες του βι­βλί­ου της: «Το θά­να­το δεν τον φέρ­νουν τα γη­ρα­τειά, αλλά η λήθη», άποψη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­θία Μάρ­κες.
Άρα, ο ανα­γνώ­στης αμέ­σως προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο δί­πο­λο μνή­μη-λή­θη.
Η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει πα­ρα­κά­τω: «Λένε πως η μόνη πε­ριου­σία μας είναι η μνήμη».
Στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, δια­βά­ζω, και άλλες συγ­γε­νι­κές έν­νοιες και φρά­σεις: «νο­σταλ­γία», «ιστο­ρι­κή μνήμη», «διαρ­κής αιώ­ρη­ση από το χτες στο σή­με­ρα», «από τη ζώσα μνήμη στην αδυ­σώ­πη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «ει­κό­νες κι αρώ­μα­τα μιας αλ­λο­τι­νής επο­χής».
Επί­σης, στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, που εί­θι­σται να δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης, πριν από την ανά­γνω­ση του κάθε βι­βλί­ου, συ­να­ντού­με ένα ιερό πρό­σω­πο όλων μας, τη μάνα. Δια­βά­ζω: «Όταν η νο­σταλ­γία για την εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή της μάνας πα­ντρεύ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή μνήμη», «η κα­τά­θε­ση της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη απο­τυ­πώ­νει με λε­πτές, δια­κρι­τι­κές γραμ­μές την προ­σω­πο­γρα­φία της μάνας».
Απ’ ότι φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα σε όλο το κεί­με­νό της η κ. Κα­νέλ­λη εντάσ­σει τη μη­τέ­ρα της στο «Ει­κο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγίων» του Γιάν­νη Ρί­τσου, με σε­βα­σμό και νο­σταλ­γία.
Ύστε­ρα, βυ­θί­ζο­μαι στην ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου των 103 σε­λί­δων, που εξέ­δω­σαν σε μια συ­μπα­θη­τι­κή και κα­λαί­σθη­τη έκ­δο­ση οι εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, των δρα­στή­ριων αυτών ερ­γα­τών του βι­βλί­ου, της κ. Μα­ρί­ας και του κ. Θέμη Φα­σού­λα.
Πρό­κει­ται για ένα αφή­γη­μα, με στρω­τή γραφή –κατά ση­μεία λο­γο­τε­χνι­κή και ποι­η­τι­κή– και με νο­σταλ­γι­κό συγ­γρα­φι­κό ύφος μιας ευαί­σθη­της φυ­σιο­γνω­μί­ας, η οποία επι­διώ­κει, και το πε­τυ­χαί­νει, να κάνει ένα μνη­μό­συ­νο στην αγα­πη­μέ­νη της μη­τέ­ρα, με την κα­τα­γρα­φή και πε­ρι­γρα­φή ανα­μνή­σε­ων, μπλεγ­μέ­νων και ενταγ­μέ­νων στο ιστο­ρι­κό γί­γνε­σθαι αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρω­ι­κής και δύ­σκο­λης επο­χής για την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα λαϊκά στρώ­μα­τα της πα­τρί­δας μας (της Κα­το­χής και του Εμ­φύ­λιου, ιδιαί­τε­ρα).
Είναι έκ­δη­λη η ανά­γκη της συγ­γρα­φέα να ανα­τρέ­ξει στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά της χρό­νια, εν­δο­σκο­πώ­ντας, αλλά και πε­ρι­γρά­φο­ντας σκη­νές και τοπία των Με­σο­γεί­ων (της «Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής», όπως την ονο­μά­ζει) και της Αθή­νας, αρ­χι­κά των δε­κα­ε­τιών 1940, 1950 και 1960, και στη συ­νέ­χεια μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο χρό­νος συ­μπα­ρα­σύ­ρει τα πράγ­μα­τα στη φθορά και στην κα­τα­στρο­φή, ενώ συγ­χρό­νως μας δη­μιουρ­γεί έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και ανα­πό­λη­σης:
«Τα παν­τζού­ρια, όσα έχουν απο­μεί­νει, κρέ­μο­νται ξε­κάρ­φω­τα, τα πα­ρά­θυ­ρα, σκο­τει­νά πε­λώ­ρια ανοίγ­μα­τα στο κενό, χά­σκουν ορ­θά­νοι­χτα, τα μπαλ­κό­νια ρη­μαγ­μέ­να, φα­γω­μέ­να απ’ τη σκου­ριά, τα χρώ­μα­τα ξε­θω­ρια­σμέ­να, ένα ερεί­πιο το σπίτι που μας είχε φι­λο­ξε­νή­σει σε δύ­σκο­λους και­ρούς. […] πάνω στους ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους ξε­χω­ρί­ζουν, διά­σπαρ­τα, κομ­μά­τια από σοβά ξε­κολ­λη­μέ­να σαν από χτύ­πη­μα σφυ­ριού, θα ’λεγε κα­νείς σή­με­ρα, όμως στ’ αλή­θεια ση­μά­δια από σφαί­ρες. Πλη­γές από τη μάχη της Αθή­νας στα χρό­νια του εμ­φύ­λιου…»
Η δομή του βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία. Τα γε­γο­νό­τα δεν πε­ρι­γρά­φο­νται μ’ επάλ­λη­λο τρόπο, αλλά ανα­κό­λου­θα. Συ­νή­θως, όμως, η αφή­γη­ση επα­νέρ­χε­ται χρο­νο­λο­γι­κά στο πρό­τε­ρο πα­ρελ­θόν, μπαί­νει σε μια χρο­νο­λο­γι­κή σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυ­ριαρ­χεί η ανα­κο­λου­θία. Υπο­θέ­τω ότι αυτό συμ­βαί­νει διότι η ανά­κλη­ση της μνή­μης μας ακο­λου­θεί τους δι­κούς της φυ­σι­κούς νό­μους.  
Το έναυ­σμα, η αφόρ­μη­ση για την πα­ρού­σα συγ­γρα­φή στά­θη­κε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγρα­ψε την πα­ρα­κά­τω αφιέ­ρω­ση στο ημε­ρο­λό­γιο που της χά­ρι­σε: «Χρό­νια πολλά και ευ­τυ­χι­σμέ­νο το 2000… για έμπνευ­ση και νέο ξε­κί­νη­μα, πο­λι­τι­κά, αγω­νι­στι­κά, συγ­γρα­φι­κά.» κι η συγ­γρα­φέ­ας απε­φάν­θη, απευ­θυ­νό­με­νη νοερά στη μη­τέ­ρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψη­λα­φη­τά, να σε ξα­να­βρεί, να σε γνω­ρί­σει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστο­ρία.»
Και φυ­σι­κά αρ­χί­ζει ν’ ανα­πο­λεί και να γρά­φει, βια­στι­κά, όπως ομο­λο­γεί η ίδια: «να προ­λά­βω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρό­σω­πα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να πε­ρά­σεις έτσι σιω­πη­λά και αθό­ρυ­βα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανα­σταί­νω κάθε μέρα.»
Το εν­λό­γω κεί­με­νο είναι γε­μά­το από πε­ρι­γρα­φές φυ­σι­κών πε­ριο­χών και το­πί­ων, αστι­κών και αγρο­τι­κών πε­ριο­χών και χώρων, ηθών και εθί­μων από το χώρο των θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών και των αγρο­τι­κών ασχο­λιών. Συ­νυ­πάρ­χει ένα ψη­φι­δω­τό από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και τις πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις  δια­φό­ρων ιστο­ρι­κών πε­ριό­δων. Οι πε­ρι­γρα­φές είναι απέ­ριτ­τες, γλα­φυ­ρές και με­στές. Πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρια­κά στοι­χεία στον ανα­γνώ­στη, που ίσως να μην τα γνώ­ρι­ζε. Κα­τορ­θώ­νει να τον κρατά σε εγρή­γορ­ση και με τις συ­νε­χείς ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν, του εξά­πτει το εν­δια­φέ­ρον, με τις αδιά­κο­πες απο­κα­λύ­ψεις της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του θέτει έμ­με­σα, με ερ­γα­λείο τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συ­νά­μα φόρ­τι­σή του.  
Πλα­τεία Αγ. Πα­ντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, εκεί που η συγ­γρα­φέ­ας έπαι­ζε μικρή, εκεί που το πρά­σι­νο κυ­ριαρ­χού­σε, στο κη­πά­κι με τους θά­μνους, τώρα, στην Κα­το­χή και με­τα­κα­το­χι­κά
«δε φυ­τρώ­νει ούτ’ ένα πρά­σι­νο φύλλο. Όλος ο τόπος μοιά­ζει ανα­σκαμ­μέ­νος κι όσο πλη­σιά­ζου­με, μα­κρό­στε­νοι σωροί από χώμα ξε­χω­ρί­ζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρό­χει­ροι τάφοι δίπλα στις κού­νιες που παί­ζα­με παι­διά. Το μικρό κη­πά­κι έχει γίνει κοι­μη­τή­ρι της ανά­γκης για όσους μια μοίρα αδέ­σπο­τη τους πήρε τη ζωή. Περ­νά­με ανά­με­σά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυ­τούς το σώμα μιας γυ­ναί­κας, πε­σμέ­νο μπρού­μυ­τα με τα μαλ­λιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προ­σπερ­νά­με. Δεν είναι αδια­φο­ρία, είναι οι άγριες ει­κό­νες της πεί­νας στους δρό­μους και τα πε­ζο­δρό­μια της κα­το­χι­κής Αθή­νας που έχουν πα­γώ­σει τις ψυχές μας.»  
Ει­κό­νες φρί­κης και από­γνω­σης, που εμείς οι νε­ό­τε­ροι και τα ση­με­ρι­νά παι­διά δεν εί­χα­με την ατυ­χία να βιώ­σου­με. Κάτι, όμως, που δε συ­νέ­βη με τα παι­διά του σύγ­χρο­νου δρά­μα­τος στον πό­λε­μο της Συ­ρί­ας, του Αφ­γα­νι­στάν κ.ά. εμπό­λε­μων πε­ριο­χών του πλα­νή­τη.
Ο αφη­γη­μα­τι­κός συ­ναι­σθη­μα­τι­κός λόγος της συγ­γρα­φέα εναλ­λάσ­σε­ται με αρ­κε­τές ρε­α­λι­στι­κές σκη­νές, που ασφα­λώς αγ­γί­ζουν την ψυχρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη λο­γι­κή και την αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Εδώ, ο αφη­γη­μα­τι­κός λυ­ρι­σμός, ενώ συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει διά­χυ­τος στο κεί­με­νο, συ­γκρού­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλή­θος θλι­βε­ρών γε­γο­νό­των, οπότε ο ανα­γνώ­στης φορ­τί­ζε­ται πε­ρί­ερ­γα και δυ­σά­ρε­στα. Όμως, αυτή η σύ­γκρου­ση είναι η αφορ­μή για γνώ­σεις, για κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, για ανα­γω­γές και πε­ρί­σκε­ψη.
Σαν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία περ­νούν μπρο­στά μας ολο­ζώ­ντα­νες σκη­νές από μια ολό­κλη­ρη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με ιστο­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γει­το­νιά της συγ­γρα­φέα, ο Άγιος Πα­ντε­λε­ή­μο­νας Αχαρ­νών, το κα­τα­φύ­γιό του, το κα­φε­νείο του κυρ Νίκου, και ανα­φο­ρές: στο ξε­νο­δο­χείο «Μέγας Αλέ­ξαν­δρος», στο Εξέλ­σιορ, στο κα­φε­κο­πτείο στη γωνία της Γ΄ Σε­πτεμ­βρί­ου, στο εστια­τό­ριον «Η Ελλάς», στο γρα­φείο του πα­τέ­ρα στην Αρι­στεί­δου, στο σχο­λείο του Προ­κο­πί­δη στην Αρι­στο­τέ­λους, στα προ­σφυ­γι­κά της Λεωφ. Αλε­ξάν­δρας, στην πλα­τεία Βάθη, στην Αχαρ­νών, στους Αμπε­λό­κη­πους κ.λπ.) Σκη­νές από το Μαρ­κό­που­λο και το Πόρ­το-Ρά­φτη της Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής. Τρα­γι­κές σκη­νές από συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα (από τις μάχες στην Αθήνα στα Δε­κεμ­βρια­νά, στην Κα­το­χή και στον Εμ­φύ­λιο, από τις φυ­λα­κί­σεις στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ της για­γιάς της, της θείας Αγνής, των δύο θείων της πο­λι­τι­κών κρα­τού­με­νων, αλλά και από την πείνα, τα συσ­σί­τια της Κα­το­χής, την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθήνα, ενώ εκεί­νοι οι­κο­γε­νεια­κά βρί­σκο­νταν στο Μαρ­κό­που­λο λόγω των σχο­λι­κών δια­κο­πών του Πάσχα) Ει­κό­νες από κά­ποιες ηρω­ι­κές φυ­σιο­γνω­μί­ες (όπως είναι οι εκτε­λε­σμέ­νοι στο Χαϊ­δά­ρι, ο δικός τους Να­πο­λέ­ων, αντάρ­της κα­πε­τά­νιος της Πε­λο­πον­νή­σου, ο οποί­ος στα 1950, πέ­ρα­σε από δίκη στο Ναύ­πλιο, τον οποίο ανε­ψιό του υπε­ρα­σπί­στη­κε ο δι­κη­γό­ρος πα­τέ­ρας της συγ­γρα­φέα και γλι­τώ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση, κα­τα­δι­κά­στη­κε «μόνο»… σε «ισό­βια», τους δι­κούς τους νέους Γιάν­νη και Γιώρ­γο, οι οποί­οι αιχ­μα­λω­τί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και κλεί­στη­καν στο κο­λα­στή­ριο των φυ­λα­κών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέ­πει να ’νιω­σες βαθιά τις αδι­κί­ες της ζωής, της δι­κιάς σου κι όλης σου της γε­νιάς: πό­λε­μος, κα­το­χή, εμ­φύ­λιος, αρ­ρώ­στιες, ανέ­χεια. Όμως, κα­νείς δε σε είδε να πα­ρα­πο­νε­θείς μήτε να δει­λιά­σεις. Πάντα γεν­ναία και γερή σε βρή­καν μπρος τους οι φουρ­τού­νες και δεν κα­τά­φε­ραν ποτέ ως τώρα να σε ρί­ξουν κάτω. Με πόσο ρε­α­λι­σμό, σύ­νε­ση και σοφία στά­θη­κες απέ­να­ντί τους, σί­γου­ρη πως θα τα ’βγα­ζες πέρα, κι έδω­σες τη μάχη κό­ντρα στη δυ­στυ­χία και την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια που την ακο­λού­θη­σε, μέσα στη γε­νι­κή εξα­θλί­ω­ση που βύ­θι­σε τη χώρα και τους αν­θρώ­πους της ο πό­λε­μος και τα επα­κό­λου­θά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξό­δε­ψες ό,τι θα μπο­ρού­σε να ήταν τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρί­σκο­νται στο Μαρ­κό­που­λο, κι ενώ πλη­ρο­φο­ρού­νται για την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Πα­ρα­σκευή και ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση, γρά­φει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερ­πύ­στριες των τανκ. Ψυχή στους δρό­μους. Τα σπί­τια σιω­πη­λά, τα παν­τζού­ρια σφα­λι­στά, σαν να δό­θη­κε σύν­θη­μα που απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή. […] Η Κα­το­χή είχε αρ­χί­σει. Δε θυ­μά­μαι να γιορ­τά­στη­κε η Ανά­στα­ση εκεί­νη τη χρο­νιά…»
Δεν πα­ρα­λεί­πει, ακόμη ν’ ανα­φερ­θεί στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας της να γίνει δα­σκά­λα, που δυ­στυ­χώς πα­ρέ­μει­νε όνει­ρο. Στο τα­ξί­δι της μη­τέ­ρας της, τον Αύ­γου­στο του 1965, στο Στρα­σβούρ­γο, για να δει τον εγ­γο­νό της, που μόλις είχε γεν­νη­θεί.
Χα­ραγ­μέ­νη έντο­να στη μνήμη της συγ­γρα­φέα είναι και μια άλλη εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή: η για­γιά της, που ζούσε και δη­μιουρ­γού­σε στο Μαρ­κό­που­λο, μέσα σ’ ένα εύ­πο­ρο με­γα­λο­α­γρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η δράση της στα οι­κο­γε­νεια­κά, ερ­γα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να της επο­χής και του τόπου την εντυ­πω­σιά­ζει. Ένα ολό­κλη­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου αφιε­ρώ­νει στην αγα­πη­μέ­νη της για­γιά.
Ανα­φο­ρές γί­νο­νται στην εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή του συν­θέ­τη και αγω­νι­στή τότε, Μίκη Θε­ο­δω­ρά­κη και στην πα­ρά­στα­ση που είδαν με τη μη­τέ­ρα της στο θέ­α­τρο Κα­λου­τά, στην Πα­τη­σί­ων (Πλατ. Αμε­ρι­κής): «Το τρα­γού­δι του νε­κρού αδερ­φού» με τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο στη σκηνή Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, στα 1960-61 και τις λαϊ­κές συ­ναυ­λί­ες του στην επαρ­χία, με τον «Επι­τά­φιο» επί­σης του Γιάν­νη Ρί­τσου, με την Αλέκα Παΐζη και την Ει­ρή­νη Παπά.
Και στα 2006, γυ­ρί­ζο­ντας στο σπίτι της μετά από κά­μπο­σους μήνες τα­ξί­δι, τη σο­κά­ρει η σιωπή και το λι­γο­στό φως του σπι­τιού, γυ­ρί­ζει το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού, και αμέ­σως μετά ανοί­γει τα πα­ρά­θυ­ρα για να μπει πιό­τε­ρο φως, ο ήλιος, στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και συ­νε­χί­ζο­ντας την αφή­γη­σή της γρά­φει:
«Κά­θο­μαι στην πο­λυ­θρό­να σου. Ακου­μπώ τους αγκώ­νες στο σκα­λι­στό ξύ­λι­νο χε­ρού­λι. Μου φαί­νε­ται πως έχει ακόμα την αφή των χε­ριών σου. Αρκεί να κλεί­σω τα μάτια για ν’ ακού­σω τη φωνή σου να μας κα­λω­σο­ρί­ζει…»  
Μετά το τέλος της θαυ­μά­σιας αφή­γη­σής της, πα­ρα­θέ­τει στο τέλος του κει­μέ­νου της τη συλ­λυ­πη­τή­ρια επι­στο­λή που της έστει­λε για το θά­να­το της μη­τέ­ρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φραν­σουά, στα γαλ­λι­κά, αλλά και σε ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Τέλος, στο βι­βλίο δη­μο­σιεύ­ο­νται διά­σπαρ­τα αρ­κε­τές οι­κο­γε­νεια­κές και άλλες φω­το­γρα­φί­ες, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νουν πιστά την εποχή, χρή­σι­μες και για την κα­τα­γρα­φή της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Η μη­τέ­ρα της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη-Schaal, έφυγε από τη ζωή το Φε­βρουά­ριο του 1997, πλή­ρης ημε­ρών, στα 93 χρό­νια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρ­διά της, με απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο να ζει ακόμη και σή­με­ρα η αεί­μνη­στη Ελένη Κα­νέλ­λη από το Μαρ­κό­που­λο Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής, αλλά και να τη γνω­ρί­σου­με αρ­κε­τά καλά κι εμείς οι ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου της, όλη τη ζωή της και της οι­κο­γέ­νειάς της, κατά την προ­πο­λε­μι­κή, πο­λε­μι­κή, εμ­φυ­λια­κή και με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, ως το τέλος του προη­γού­με­νου αιώνα.
Σας ευ­χα­ρι­στού­με κ. Μαρία Κα­νέλ­λη γι’ αυτή την έμ­με­ση, αλλά ολο­ζώ­ντα­νη  γνω­ρι­μία, καθώς και για τη γλα­φυ­ρή, συ­γκι­νη­τι­κή αφή­γη­ση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πά­ντο­τε καλά και να γρά­ψε­τε και άλλα κεί­με­να μ’ αυτή τη δυ­να­μι­κή και συ­νά­μα ευαί­σθη­τη πέννα σας.
Σας ευ­χα­ρι­στώ.
_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_