Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρευνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρευνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Σχολικό Θέατρο και αστική ιδεολογία [1940-1949] 

 Ιστορική και θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα: 

Στη δεκαετία, στην οποία εστιάζει ο φακός της ιστορικής μας έρευνας για το Σχολικό Θέατρο και ειδικά για τη δραματουργική του παραγωγή, εξελίσσονται διεθνώς σημαντικά γεγονότα, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος «γεννήθηκε από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και στόχευε (σ.σ.: βασικά) (σ)τη συντριβή της Ε.Σ.Σ.Δ.», αλλά και γεγονότα στο εσωτερικό της χώρας μας, όπου η ωμή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων στα εσωτερικά μας πράγματα, είχε ως αποτέλεσμα τις εξελίξεις στα «Δεκεμβριανά» (3 Δεκ. 1944-5 Ιαν. 1945), τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρ. 1944), το συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), τη συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτ. 1944) και τον τριετή αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Στην Κατοχή (1941-1944) η νεολαία υπέστη τα πάνδεινα: πείνα και κακουχίες (το Χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν από την πείνα 60.000 παιδιά και από το διαρκή υποσιτισμό καταστράφηκε η υγεία 130.000 παιδιών) και ένα σημαντικό μέρος της υπέστη ορφάνια και εγκατάλειψη. Είναι φυσικό ότι ο πόλεμος και η Κατοχή επέδρασαν δυσμενώς και στην ψυχική υγεία των περισσότερων παιδιών, εκτός από αυτά που οργανωμένα συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, στις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν., με την πολιτική καθοδήγηση και την ηθική στήριξη και διαπαιδαγώγηση του Ε.Α.Μ. και της Π.Ε.Ε.Α. Ο παιδαγωγός Κώστας Καλαντζής σχολιάζει με έμφαση την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, επισημαίνοντας ότι «Εσταμάτησαν την κανονικήν εξέλιξιν του ψυχικού βίου των παιδιών, τα ωρίμασαν προώρως, επέδρασαν βλαπτικώς επί της συναισθηματικής ζωής των, εκλόνισαν την προσωπικότητά των και έθεσαν εν κινδύνω τον ηθικόν των κόσμον. Αντιθέτως ένα μέρος της νεολαίας, το οποίον έλαβε μέρος εις τον Αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως, εξέφυγε την καταστρεπτικήν αυτήν επίδρασιν και διέπλασσε νέαν ηθικήν, της θυσίας, της αλληλεγγύης και της αγάπης προς την Πατρίδα.» Από την πρώτη στιγμή της κήρυξης του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, πολλοί καλλιτέχνες και ηθοποιοί έθεσαν εαυτόν στην Αντίσταση κατά του εισβολέως και στη συνέχεια κατά των κατακτητών της πατρίδας μας. Λογοτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, δραματουργοί, σκηνογράφοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. άνθρωποι του πνεύματος ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα κυρίως του Ε.Α.Μ. και της Ε.Π.Ο.Ν., οργανώθηκαν και πρόσφεραν πολλά στα δυστυχισμένα παιδιά της πολεμικής και κατοχικής περιόδου, αλλά και αργότερα κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο. Ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Νίκος Καρβούνης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεράσιμος Σταύρου, ο Νίκος Ακίλογλου, ο Αλέκος Ξένος, η Άννα Ξένου, ο Αλέξης Μυριαλής, η Αλέκα Μυριαλή, ο Άκης Σμυρναίος, ο Χάρης Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι στις εσχατιές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας συνέβαλαν καθοριστικά στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία των παιδιών, αλλά και στη συνειδητή και αποφασιστική τους μαχητική κοινωνική και αντιστασιακή τους δράση για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατία, αξιοπρέπεια, με αγωνιστική διάθεση και με ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όχι μόνο στον τομέα της Παιδικής Λογοτεχνίας , αλλά και του Παιδικού Θεάτρου και Κουκλοθεάτρου , της Μουσικής, της Εκπαίδευσης κ.ο.κ. Η οργανωτική δουλειά της Ε.Π.Ο.Ν. και των στελεχών και μελών της στάθηκε καθοριστική για την επιτυχία των εκπολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στην Κατοχή, αλλά και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Σημαντική ήταν η θεατρική δραστηριότητα του «Θεατρικού Ομίλου Ε.Π.Ο.Ν. Θεσσαλίας», του Βασίλη Ρώτα και των συνεργατών του, ηθοποιών, μουσικών, σκηνογράφων και μελών της Οργάνωσης και άλλων ΕΠΟΝίτικων θεατρικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη ιδεολογική πίστη των δημιουργών στα πατριωτικά, κοινωνικά και ταξικά ιδεώδη, δεν είχε κάποια σχέση με τις όποιες προσπάθειες και συγκεκριμένες επιλήψιμες κοινωνικές πρακτικές ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίοι, πολλοί απ’ αυτούς, ιδιοτελείς καθώς ήταν, ήθελαν «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο», δηλ. να προσφέρουν στα παιδιά κάποιο καλλιτεχνικό υλικό, συναισθηματικά και μόνο ορμώμενοι, αλλά υλικό ακίνδυνο και ανώδυνο για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους (δοσίλογους, προδότες, συνεργάτες και κάθε είδους «εθνικόφρονες», οι οποίοι επέδειξαν παντός είδους άνομες και ανήθικες δραστηριότητες κατά την εποχή της Κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου, σε βάρος του λαού μας και κυρίως κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης), και τελικά … οι ίδιοι στη συνέχεια βραβεύτηκαν μάλιστα από την πολιτεία γι’ αυτή την ιδιοτελή και μειοδοτική πατριωτικά συμπεριφορά τους. Έτσι, ορισμένοι απ’ αυτούς, χωρίς ν’ αγωνιστούν κατά του Φασισμού και Ναζισμού, κατά των κατοχικών δυνάμεων, κατά των κυβερνήσεων Γ. Τσολάκογλου και κάθε βασιλόφρονα και «εθνικόφρονα» προδότη της πατρίδας μας και συνεργάτη των κατακτητών, αργότερα κέρδισαν βραβεία και επαίνους από τις μετέπειτα «εθνικόφρονες» κυβερνήσεις και τους βασιλείς. Θ’ αναφερθώ μόνο σ’ ένα παράδειγμα, εντελώς ενδεικτικό: η Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή «θεία Λένα», η οποία έχει προσφέρει τόσα και τόσα λογοτεχνικά, θεατρικά και εγκυκλοπαιδικά κείμενα για παιδιά) κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιμελούνταν τις ραδιοφωνικές εκπομπές της «Θέατρο για παιδιά» και «Η ώρα του παιδιού», και μ’ αυτές πρόσφερε ψυχαγωγία στα παιδιά. Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, δεν παρουσίασε κάποια έστω στοιχειώδη αντιστασιακή δραστηριότητα, παρά μόνο επέδειξε ανεκτικότητα στους κατακτητές και συνεργάστηκε με τους συνεργάτες τους. Αργότερα, το 1965, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ο βασιλιάς της απένειμε το παράσημο του «Τάγματος της Ευποιίας», ενώ άλλοι άξιοι καλλιτέχνες συνάδελφοί της, αν και έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας, αν και άλλοι αγωνίστηκαν στην Εθνική μας Αντίσταση, αν και πρόσφεραν με την τέχνη τους ανυπολόγιστες υπηρεσίες στα παιδιά, στη νεολαία και στο λαό μας, κατά την ίδια περίοδο, εντούτοις δεν έτυχαν παρόμοιων διακρίσεων. Και όσοι απ’ αυτούς επέζησαν, όχι μόνο δεν πήραν βραβεία και παράσημα από το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, αλλά αντιθέτως εξορίστηκαν και βασανίστηκαν και τοιουτοτρόπως «αμείφθηκαν» … για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην πατρίδα. Θεματολογικές προσεγγίσεις: Η θεματολογία της Δραματουργίας για παιδιά, την περίοδο που εξετάζουμε, ήταν ποικίλη, και κυρίως κάλυπτε τις ανάγκες των σχολικών γιορτών : της 25ης Μαρτίου 1821, της 28ης Οκτωβρίου 1940 (από το 1944 και μετά), των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, των Αποκριών, της Μητέρας και των εξετάσεων. Οι δραματουργοί, όμως, του Σχολικού Θεάτρου, επικέντρωναν την παραγωγή τους και σε άλλα θέματα, όπως: στην Ελληνική Μυθολογία, τη λαϊκή μας παράδοση, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και σε άλλα κοινωνικά, θρησκευτικά και φυσιολατρικά θέματα. Ιδεολογικές επισημάνσεις: Μια παράμετρος του αστικού ιδεολογικού φάσματος ήταν η θρησκοληψία και η καλλιέργεια της μεταφυσικής σκέψης των παιδιών. Ο ορθολογισμός, η απλή λογική σκέψη και πόσο μάλλον η επιστημονική σκέψη και γνώση απουσιάζουν και δεν αποτελούν στόχους από παιδαγωγική άποψη στους θεατρικούς διαλόγους και κατά την εξέλιξη του μύθου. Αναφέρω ένα παράδειγμα: Η Λίζα Π. Τζουνάκου, στο βιβλίο της Το ανταρτόπληκτο (Πειραιεύς 1949) και συγκεκριμένα στο κείμενο «Τα παιδιά μας στο 1942. Μονόπρακτο δραματάκι για τα σχολεία», αναφέρεται στο βαρύ χειμώνα του 1942 της Κατοχής. Η μάνα Αννιώ συζητά με τα μικρά παιδιά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα για την πείνα. Κι ενώ εκείνα επικρίνουν το θεό για την απονιά του, η μάνα τούς απαντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγαπά και τον φροντίζει, τον λυπάται. Μα αυτό που μας κάνει σήμερα είναι τιμωρία, γιατί δεν τον ακούμε. Η καταστροφή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, γιατί έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό έστειλε τους Γερμανούς και μας τιμωρούν, γι’ αυτό χρειάζεται, καλά μου παιδιά, υπομονή. Κι’ αν είσθε καλά παιδιά πάλι θαρθούν καλές μέρες.», και παρακάτω, ενώ προσεύχεται: «[…] Εσύ γλυκειά μου Παρθένα, εσύ λυπήσου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμωρείς. Αρκετά υποφέρει. Λυπήσου, σα μάννα πούσαι, τουλάχιστον αυτά τα φτωχά παιδάκια. Τι φταίνε τα κακόμοιρα, που κάθε μέρα πληρώνουνε, με τη ζωούλα και την υγεία τους, την κακία πούχουν οι μεγάλοι αναμεταξύ τους.» Είναι σαφής η αντι-διαλεκτική σκέψη, η ηθικοπλαστική και θεοκεντρική αντίληψη και ιδεολογία της συγγραφέα, η οποία δεν αγγίζει καν θέματα, από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη, όπως: ο ναζισμός και τα εγκλήματά του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Εθνική Αντίσταση κ.ά., αλλά αντιθέτως καλλιεργεί στα μικρά παιδιά: α) τη μοιρολατρία, β) την ιδεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων –χωρίς τουλάχιστο ν’ αναφέρει έστω μια λογική σκέψη–, γ) τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τις αιτίες του πολέμου και των φρικτών συνεπειών του και δ) δεν προσπαθεί να τα πείσει, παίζοντας τον προσήκοντα παιδαγωγικό ρόλο της ως μάνα, και τον κοινωνικό ρόλο της ως άνθρωπος, για την αναγκαιότητα αντίστασης σε αυτούς που σκόρπισαν το θάνατο και τις καταστροφές σε εκατομμύρια ανθρώπους, στη φύση και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε αυτούς που τους σκλάβωσαν και που αποτελούν την αιτία για την πείνα και το θάνατο του λαού μας και των άλλων λαών. Τοιουτοτρόπως, θα έδινε στα παιδιά της επιχειρήματα για να κατανοήσουν το μέγεθος της αδικίας, της εγκληματικότητας, της ανηθικότητας, της διεθνούς παράνομης τρομοκρατίας των ναζιστών και φασιστών του Άξονα κ.ο.κ. Η αστική αντικομμουνιστική ιδεολογική προπαγάνδα και υστερία είναι μια άλλη πλευρά της θεματολογίας του Σχολικού Θεάτρου, την οποία συναντούμε ιδιαίτερα στα έργα της περιόδου του Εμφύλιου πολέμου. Μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών είχαν γαλουχηθεί στη βασική και στην ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση, στην οικογένειά τους, αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, με τα νάματα του τρίπτυχου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενός συνθήματος του οποίου οι ρίζες, όπως μας πληροφορεί η Έφη Γαζή, βρίσκονται στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1880-1930. Θ’ αναφερθώ μόνο σε ορισμένες σχετικές περιπτώσεις έργων του Σχολικού Θεάτρου : Ο Δημήτριος Αντ. Σαμαράς, Διευθυντής του 12ου Δημ. Σχολείου Α΄ Περιφ. Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε στα 1949 το βιβλίο του Νάουσα, στο οποίο συμπεριέλαβε το έργο «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις». Ένα μισαλλόδοξο έργο, μ’ εθνικιστικό και όχι πατριωτικό πνεύμα, με θρησκόληπτη και όχι θρησκευτική αντίληψη, με το οποίο φιλοδοξούσε να διαποτίσει τις ψυχές των μικρών παιδιών με μίσος για τους Σλάβους, «τα κόκκινα τσακάλια», που «πήραν οι κακούργοι τα παιδιά για να πουλήσουν την ψυχή τους στον Σατανά», «που αυτοί οι κακούργοι τα μάζεψαν και τα πήγαν στις σλαβικές χώρες», που προσπαθούν «τα Ελληνόπουλα αυτά, πολύ δύσκολα και με πολλά βασανιστήρια να κατορθώσουν να τα κάμουν σαν τα μούτρα τους». Ο δημοδιδάσκαλος, ένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου, με οργίλο ύφος λέει: «Οι κακούργοι ορφάνεψαν χιλιάδες ελληνόπουλα και χιλιάδες γονείς τούς πήραν τα παιδιά τους! Άτιμοι Σλάβοι, ’κείνο που χρόνια επιθυμούσατε, να αφανίσετε την ελληνική φυλή πάτε να το επιτύχετε, ως ένα βαθμό, με τα ελληνόφωνα όργανά σας», υπονοώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το Κ.Κ.Ε. Και συνεχίζει: «Οι συμμορίτες σαν τους πεινασμένους λύκους τώρα, σε μικρές ομάδες χωρισμένοι μπαίνουν στα χωριά, για να αρπάξουν τρόφιμα και να σπείρουν τον τρόμο, την καταστροφή και το θάνατο. Οι τυφλοί! Οι αφιονισμένοι απ’ την εθνοκτόνο προπαγάνδα των Σλάβων, δεν βλέπουν πως φθίνει η φυλή μας κάθε μέρα! Οι κανίβαλλοι! Ελληνίδων μανάδων παιδιά οι ίδιοι, ροφούν το αίμα της μεγάλης τους μάνας, της Ελλάδας.» Και η σύζυγος του δασκάλου εκθειάζει τις Παιδουπόλεις και την εμπνεύστριά τους την «καλή» Γερμανίδα, πρώην δραστήριο μέλος της ναζιστικής χιτλερικής νεολαίας, βασίλισσα Φρειδερίκη, που «όλα τα παιδιά την αγαπούνε σαν νάναι μητέρα τους και τη λατρεύουνε σαν αγία.»: «Αυτά τα καημένα έχασαν τον πατέρα και τη μάνα τους. Τους σκότωσαν οι αγριάνθρωποι, μα βρήκαν μια πονετική μάνα, την Βασίλισσά μας, που τα συμμάζεψε και τα φροντίζει τόσο, που ξεχνούν τον πόνο της ορφάνιας.» Η αστική προπαγάνδα, προσπαθούσε να μπολιάσει τον αντικομμουνισμό στις ψυχές των μαθητών των Δημ. Σχολείων, ασύστολα και με αντι-δεοντολογικό και αντι-επιστημονικό τρόπο. Ουσιαστικά, προσπαθούσε να μη μάθουν ποτέ τα παιδιά και οι γονείς τους την αλήθεια για τη φιλοξενία, τη στοργή και τη θαλπωρή που δέχτηκαν χιλιάδες παιδιά στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επιδίωκε να δυσφημιστούν οι Λαϊκές Δημοκρατίες και η συμβολή τους στο «παιδοσώσιμο» αυτών των 25.000, περίπου, παιδιών, τα οποία στάλθηκαν εκεί μετά από πρόταση των λαϊκών συμβουλίων της χώρας μας, από σχετικό αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και με αποδοχή από τις εκεί κυβερνήσεις ν’ αναλάβουν όλα τα έξοδα για την αποκατάσταση της διαταραγμένης από τον πόλεμο ψυχικής υγείας των παιδιών, την υγιεινή διαβίωσή τους και τη μόρφωσή τους. Επίσης, η ντόπια αστική πολιτική ηγεσία και ο ξένος παράγοντας ήθελαν να μη μάθουν ποτέ οι Έλληνες τη φασιστική προπαγάνδα και αυταρχική συμπεριφορά που δέχονταν όσα παιδιά, ιδίως φυλακισθέντων, εξορισθέντων, πολιτικών προσφύγων και εκτελεσθέντων κομμουνιστών, κλείστηκαν στις επονομαζόμενες ψευδεπίγραφα «Παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, στα επί της ουσίας «παιδικά γκέτο», «φασιστικά κάτεργα», «στρατόπεδα-αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια». Θ’ αναφερθώ και σ’ ένα άλλο έργο της ίδιας θεματολογίας, το οποίο διακατέχεται, επίσης, από μισαλλοδοξία, αντικομμουνισμό και φιλοβασιλική προπαγάνδα. Πρόκειται για το θεατρικό κείμενο του Βασιλείου Παπαευθυμίου, «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς» (απ’ το βιβλίο του, Το Σχολείο μας γιορτάζει, Αθήναι 1949). Ο δραματουργός σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου: «[…] πιστεύω ακόμα πως δίνω ένα βιβλίο μορφωτικό και ψυχαγωγικό για τον μαθητή πρώτα και για κάθε Έλληνα ύστερα». Και ασφαλώς ευνοούσε η εποχή για να θεωρείται ένα έργο του Σχολικού Θεάτρου ως «μορφωτικό», όταν αυτό υμνούσε τη βασιλεία και μπόλιαζε στις ψυχές των παιδιών την απέχθεια στον κομμουνισμό. Είναι το μοναδικό βιβλίο, στο οποίο συνάντησα την εξής θεματολογική κατηγορία έργων του Σχολικού Θεάτρου: «Από τον αντικομμουνιστικό αγώνα». Ο δραματουργός σημειώνει, επίσης, πληροφοριακά τα εξής: «Το σκετς λαμβάνει χώραν στην Αγία Μαρίνα της Ηπείρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυοκομμουνισταί», δίνοντας σαφές ιδεολογικό στίγμα. Η υπόθεση σχετίζεται με το «Χορό του Ζαλόγγου», προσομοιάζοντας εκείνη την ηρωική πράξη αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, με την τωρινή πράξη κάποιων Ηπειρωτισσών, οι οποίες πέφτουν από το βράχο και σκοτώνονται για να σωθούν από τους «κατσαπλιάδες», ελπίζοντας ότι θα μεταμορφωθούν πεθαίνοντας σε σειρήνες της θάλασσας και θα ρωτούν τους καραβοκύρηδες, όπως περίπου ρωτούσε η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου: «Ζη η Ελλάδα μας παιδιά;» και θα τους απαντούν «Ναι! ζει και μεγαλώνει!» Και θα ξαναρωτούν: «Ζη ο Παύλος Βασιλιάς;» και θ’ απαντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!». Το παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα έβγαινε έμμεσα και με αβίαστο τρόπο: καλύτερα βασιλιά, παρά κομμουνισμό…! ή κάπως έτσι… Ο συγγραφέας εκφράζεται ως «ακραιφνής βασιλόφρων» και με στιχουργικό τρόπο, στην αρχή του βιβλίου, με τη δημοσίευση «εμπνευσμένων καλλιτεχνικών» στίχων του με τίτλο: «Ύμνος εις την Α.Μ. την Βασίλισσαν Φρειδερίκην», οι οποίοι βρίσκονται μελοποιημένοι σε παρτιτούρα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Αντιγράφω μερικούς, απ’ αυτούς, τους οποίους υποθέτω ότι τραγουδούσαν κάποιοι μαθητές σε ορισμένα σχολεία, ώστε οι φιλόμουσοι βασιλόφρονες διδάσκαλοί τους να δώσουν και μ’ αυτό τον τρόπο τα διαπιστευτήριά τους στους προϊσταμένους τους, στη Βασίλισσά τους και στην Εθνική τους Κυβέρνηση: «Εσύ Μεγάλη Εστιάδα, / στον ιερό μας το βωμό / με της ψυχής σου την λαμπάδα / κράτα τον ιερό πυρσό. / Κι’ οδήγα μας, Βασίλισσά μας, / σε πιο μεγάλα ιδανικά / για να γεννούν τα δάκρυά μας / του Θρόνου σου τα πιο λαμπρά / διαμάντια αγάπης του Λαού μας / να τον κοσμούν παντοτεινά / και σκόρπιζέ μας τη χαρά / με χέρια πάντα στοργικά.» Και το ρεφραίν: «Μάγισσα είσαι, Ρήγισσα, / με το χρυσό ραβδί σου / ξέρεις να γειάνης τις πληγές, / τους πόνους να γιατρεύης, / ξέρεις να βασιλεύης.» Επίσης, ο Ν. Φατσέας, στο βιβλίο του Θεατρικά σκετς (πατριωτικά και κωμικά) (Αθήναι 1948), συμπεριέλαβε το αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό έργο του «Ελληνικό προσκλητήριο», όπου στα πλαίσια του πατριωτικού πνεύματος, που όταν ο συγγραφέας υπερβάλλει, μετατρέπεται σε εθνικιστικό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν για πολλές δεκαετίες στη Σχολική Δραματουργία. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο «Η Ελλάς» προσκαλεί όλα τα παιδιά της ν’ αγωνιστούν ενάντια στους «συμμορίτες», για να σωθεί η πατρίδα μας. Λέει ο «Αεροπόρος»: «γιατί με τον ατσάλινο δικό σας ανδρισμό / εσείς θα ξεκληρίσετε τον συμμοριτισμό.» Και ο «Στρατιώτης» λέει στη «Β. Ήπειρο»: «Θα ξαναρθής ολόκληρη πάλι στην αγκαλιά μας / και θάχης για κορώνα σου τον Παύλο Βασιλιά μας.» Επίλογος: Ιδεολογικές αποχρώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες υπάρχουν ανά τους αιώνες, ενταγμένες στο φιλοσοφικό δίπολο ιδεαλισμός/υλισμός επικρατούσαν και στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1940-1949. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις γενικότερα είχαν κατά την περίοδο εκείνη ως αποτέλεσμα ακόμη και την ένοπλη έκβασή τους κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ως επικρατούσα ιδεολογία όμως ο ιδεαλισμός, είχε παραχθεί, επιβληθεί και διοχετευθεί μέσα από πολιτικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά κανάλια, με όπλα την αστική προπαγάνδα, και με επιπλέον θεσμούς όπως ήταν η εκκλησία, ο τύπος και ο στρατός. Το ιδεολογικό τρίπτυχο της «πιο διαδεδομένης “συνθηματικής φράσης” της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»: «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», είχε ριζώσει βαθιά στη συνείδηση των παιδιών από την καθεστωτική ιδεολογία, είχε επιβληθεί και νομοθετικά, ώστε κανένας να μην μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή της ή να μην έχει την ευχέρεια να την αμφισβητήσει, ιδίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι «μεταλαμπαδευτές των αιώνιων ιδεαλιστικών αξιών»…, οι εκπαιδευτικοί. Η δε τρομοκρατία που ασκήθηκε είτε νομοθετικά είτε με τα όπλα, τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες, κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, είχε ως αποτέλεσμα το φόβο, τη σύμπραξη με τον «δυνατό δυνάστη», Έλληνα ή ιμπεριαλιστή εισβολέα, με έμπρακτη πρακτική: την ανοχή, τη σιωπή και τον «ιδεολογικό παπαγαλισμό», «για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους» πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί. Το Σχολικό Θέατρο δεν ήταν δυνατό ν’ αποφύγει το σφιχτό ιδεολογικό εναγκαλισμό της αστικής προπαγάνδας στην ποικίλη θεματολογία της δραματουργίας που παρήχθη κατά την ενλόγω δεκαετία. Εκείνο, που ξέφυγε από τον κλοιό ήταν ως ένα βαθμό το Παιδικό, το Ερασιτεχνικό και το Λαϊκό Θέατρο, κυρίως αυτό που δημιουργήθηκε από αριστερούς δραματουργούς, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όπως ήταν οι: Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μιχάλης Παπαμαύρος, Γεράσιμος Σταύρου, Νίκος Ακίλογλου, Χάρης Σακελλαρίου, Στρατής Π. Παπαδάκης κ.ά. Η θεματολογία της δραματουργίας τους ήταν συνυφασμένη με την αριστερή και σοσιαλιστική ιδεολογία και με κοινωνικές αξίες, όπως: η εθνική ανεξαρτησία, η ειρήνη, η λευτεριά, ο πατριωτισμός, η λαοκρατία, η αυτοθυσία, η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια, το αγέρωχο και ασυμβίβαστο του χαρακτήρα κ.ά., δίνοντας μέσα από τα θεατρικά κείμενά τους για παιδιά, ακόμη και στο Κουκλοθέατρο και στο Λαϊκό Θέατρο Σκιών, ισχυρά ραπίσματα, στους δοσίλογους προδότες συνεργάτες των ναζιστών και φασιστών κατακτητών, στους συμβιβασμένους ποταπούς κουκουλοφόρους Γερμανοτσολιάδες, στους ιδιοτελείς μαυραγορίτες, στους αδίστακτους δολοφόνους και τρομοκράτες Χίτες και άλλους παρακρατικούς. Αυτοί ήταν εκείνοι που με την ανοχή του νόμου και την οργανωμένη συμβολή της αστυνομίας και του στρατού, κάτω από τις εντολές και τη συνεργασία των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών Άγγλων και Αμερικανών αφεντικών τους, έδωσαν συνέχεια μετά την Κατοχή στην αστική ιδεολογική προπαγάνδα και στη βίαιη επιβολή των «αστικών αξιών», γεγονός που επηρέαζε έμμεσα –πλην σαφώς άμεσα– την εκπαιδευτική πολιτική, την ιδεολογική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και το Σχολικό Θέατρο. Και … η έρευνα συνεχίζεται!


Θανάση Ν. Καραγιάννη

ΣΧΟΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (1871-1974)
ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ &
ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ
[140 Κείμενα με αισθητικό, ιστορικό, παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο]

Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2013, σσ. 384

Μόλις κυκλοφόρησε ένα πρωτότυπο βιβλίο έρευνας για το Σχολικό Θέατρο από το σημαντικό ερευνητή του χώρου αυτού, Θανάση Ν. Καραγιάννη. Τίτλος και θέμα του: ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ & ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΓΙΟΡΤΩΝ.  Ο δημιουργός του βιβλίου έχει συγκεντρώσει προλόγους από εκδόσεις σχολικού θεάτρου, από το 1871 μέχρι το 1974. Αναδημοσιεύονται 140 κείμενα που έχουν γράψει στις εισαγωγές των βιβλίων τους με θεατρικά έργα, σκέτς και ποιήματα για σχολικές γιορτές οι συγγραφείς τους, οι οποίοι είναι συνήθως εκπαιδευτικοί-συγγραφείς.
Τα κείμενα έχουν αισθητική, ιστορική, παιδαγωγική και εκπαιδευτική διάσταση και δίνουν στο σημερινό τους αναγνώστη πάμπολλα στοιχεία για τη μελέτη του σχολικού θεάτρου από τον 19ο αιώνα μέχρι και το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974).
Είναι ένα έργο αναφοράς για την ιστορία του σχολικού θεάτρου στην Ελλάδα, οπωσδήποτε αναγκαίο να μελετηθεί από φοιτητές Παιδαγωγικών Σχολών και από εκπαιδευτικούς που έχουν έφεση προς το παιδικό-σχολικό θέατρο και οργανώνουν σχολικές εορτές στα σχολεία τους. Αλλά είναι εξίσου σημαντικό και για τους φοιτητές των Σχολών Θεατρικών Σπουδών και για τους επαγγελματίες θιασάρχες που ανεβάζουν παραστάσεις για το παιδικό κοινό.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε έξι ενότητες με ιστορική οριοθέτηση (Τέλος του 19ου αι. 1871-1895 - Πρώτες απόπειρες 1896-1921 - Μεσοπόλεμος 1922-1939 - Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος 1940-1949 - Μεταπολεμική περίοδος 1950-1966 - Δικτατορία 1967-1974). Ως άριστη και συνεπής ερευνητική εργασία έχει στο τέλος ένα πολύτιμο ευρετήριο ονομάτων, ενώ στις εσωτερικές σελίδες έχουν ανατυπωθεί σπανιότατα δυσεύρετα εξώφυλλα βιβλίων με θεατρικά έργα για σχολικές γιορτές.
Το βιβλίο προλογίζουν οι καθηγητές πανεπιστημίων Αθηνών και Θράκης, κ.κ. Κυριακή Πετράκου και Σίμος Παπαδόπουλος. Αξίζουν συγχαρητήρια στον ερευνητή κ. Θανάση Καραγιάννη για την αληθινά επίπονη και επίμοχθη μελέτη του.
Αναζητήστε το στις Εκδόσεις Πάραλος και στον ίδιο το συγγραφέα: Καπετανάκη 58 - Άγ. Δημήτριος, Τ.Κ. 173 42, ΑΘΗΝΑ (τηλ. 69 77 97 29 91)    
Δρ. Γιάννης Δ. Μπάρτζης
Πρ. Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Λογοτέχνης-Συγγραφέας 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013



Ο σατιρικός Βασίλης Ρώτας.

Σύντομη επίσκεψη στο ποιητικό
και δραματουργικό έργο του
για παιδιά  και εφήβους[1]

Θεωρητικά και άλλα τινά…

Με την ιστορία[2] και τη θεωρία της σάτιρας έχουν ασχοληθεί πολλοί ιστορικοί και μελετητές της ελληνικής και διεθνούς γραμματείας. Επίσης, έχουν μελετηθεί επαρκώς και οι σχέσεις της σάτιρας με τα συγγενή είδη: ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ.[3] Οι ορισμοί για τη σάτιρα είναι πολλοί και διάφοροι, σε διεθνές επίπεδο, καθώς και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, απόψεις, ενστάσεις, συγχύσεις, διαφωνίες, συνάφειες, αποκλίσεις κ.ο.κ. Η επιστημονική θεωρητική προσέγγιση του είδους έχει προσφέρει στη διεθνή βιβλιογραφία ένα πλήθος από μελέτες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεχνικές της ασυμφωνίας, της έκπληξης, της υποκρισίας, της υπεροχής, αλλά και οι σχέσεις της γ.π. με την παρωδία, το χιούμορ, την ειρωνεία.[4] Ακόμη και ανθολόγοι έχουν ασχοληθεί με τη σατιρική ποίηση[5] ενώ αντιθέτως δεν υπάρχουν ανθολογίες σατιρικής πεζογραφίας και δραματουργίας.
Ο Ρώτας από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη σάτιρα. Του άρεσε με σκωπτική διάθεση να «επιτίθεται» και να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ ακόμη υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό, πριν γίνει μόνιμος στρατιωτικός (1912-1926). Έγραψε και κυκλοφόρησε τη χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα «Ψύλλος», η οποία, από μαρτυρία της Βούλας Δαμιανάκου,[6] γνωρίζουμε ότι «τσίμπησε» ακόμη και το διοικητή της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, όπου ο Ρώτας εκπαιδευόταν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Με τη σάτιρα όμως του Ρώτα, ουσιαστικά και εμπεριστατωμένα, δεν ασχολήθηκε ακόμη κανένας. Οι ελάχιστες αναφορές, κυρίως τα τελευταία χρόνια (2001-2002), στη σατιρική του φλέβα και διάθεση επιβεβαιώνουν τον κανόνα.[7]
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι μετά από σύντομη προσωπική έρευνα διαπίστωσα ότι ορισμένες από τις πιο σημαντικές Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας μας, όχι μόνο δεν αναφέρουν τίποτα για το σατιρικό ποιητικό και θεατρικό έργο του Ρώτα, αλλά δεν αναφέρουν τίποτα –ούτε στις υποσημειώσεις– γενικά για το έργο αυτού του αξιόλογου ποιητή, μεταφραστή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και θεατρικού συγγραφέα. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο και δε μ’ εκπλήσσει. Άλλωστε, οι σπουδαίοι –κατά τ’ άλλα– ιστορικοί της λογοτεχνίας μας, Λίνος Πολίτης Μάριο Βίττι και Κ. Θ. Δημαράς, παρόμοια στάση κρατούν και γι’ άλλους πνευματικούς ανθρώπους του λογοτεχνικού Παρνασσού. Δε γνώριζαν, άραγε, τον Ρώτα; Ούτε  το πολυδιάστατο και αξιόλογο έργο του; Ποια ήταν η αιτία της αποσιώπησής του, ακόμη και η μη αναφορά του ονόματός του; (Μόνο ο Βίττι το αναφέρει μια φορά. Έστω, κάτι είναι κι αυτό …) Τους ενοχλούσαν οι αριστερές ιδέες του; Το θεωρούσαν ασήμαντο και άρα ανάξιο της όποιας αναφοράς; (Θεωρούσαν πιο σημαντικό το έργο άλλων ήσσονος αξίας λογοτεχνών, όπως γ.π. του Σπήλιου Πασαγιάννη, του Μηνά Δημάκη και άλλων;) Νόμιζαν ότι αν το αγνοούσαν θα χανόταν με την πάροδο του χρόνου; Πολλά και διάφορα μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα μιας άλλης συζήτησης. Βέβαια, ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σημειώνει ότι «Ο Β. Ρώτας, που έχει γερή σατιρική φλέβα, έγραψε και σατιρικά έργα με κοινωνικό περιεχόμενο και ριζοσπαστικές ιδέες.» Επισημάνσεις και αναφορές για τη σάτιρα του Ρώτα κάνουν και ο Χάρης Σακελλαρίου (στο Ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας), ο Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος (στο Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980), η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου (στο μελέτημά της «Η παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα») και ο Αντ. Δελώνης (στο Ελληνική παιδική λογοτεχνία 1835-1985).
Εδώ θα με απασχολήσει το σατιρικό έργο του Βασίλη Ρώτα, το ποιητικό και κυρίως το θεατρικό. Και φυσικά δε θ’ αναφερθώ σε όλο αυτό το έργο, αλλά σ’ ένα τμήμα του, και θα σταθώ σε μερικά σημεία του, σε μερικά δείγματα γραφής του. Θα περιδιαβάσω εν συντομία την περιοχή αυτή, την οποία θεωρώ σημαντική και πρωτίστως άγνωστη στους περισσότερους μελετητές και ιστορικούς της Λογοτεχνίας μας, αλλά και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται, δηλαδή, για μία ακόμη άγραφη σελίδα της Νεοελληνικής Γραμματείας μας. Η έρευνα έφερε στο φως αρκετά ποιήματα και θεατρικά έργα με σατιρικό, αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. Έργα που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους.

Αναφορές στην ποίησή του

Στην ποίηση για παιδιά ο Ρώτας ενσωματώνει ποιήματα εύληπτα, απλογραμμένα, κυρίως στην ποιητική συλλογή «Αυγούλα», τα οποία ο μελετητής του έργου του είναι δυνατό να τα κατατάξει σε χωριστή κατηγορία, με τίτλο: «Σατιρικά-Χοιυμοριστικά». Στο ποίημα «Ο Φακής»,[8] ο ποιητής σατιρίζει και τελικά γελοιοποιεί κάθε θρασύδειλο αξιωματικό, με μια αντιεξουσιαστική ποιητική διάθεση. Ο Ρώτας φαίνεται πως δεν ανέχεται, και άρα  θεωρεί φοβερά ανθρώπινα ελαττώματα, τον εγωισμό, την ψωροπερηφάνια, την κομπορρημοσύνη, την έπαρση, αλλά και τη θρασυδειλία, και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να τα καυτηριάσει μ’ εργαλείο τη σάτιρα.
Στο ποίημα «Κόκορης»[9] παρατηρούμε το ίδιο πνεύμα, όπου σατιρίζεται κι εδώ η θρασυδειλία ενός «Κορωνάτου σπιρουνάτου/κορδωμένου και τριζάτου» κόκορα, ο οποίος ενώ θέλει να φαίνεται σπουδαίος και δυνατός, ουσιαστικά αποδεικνύεται ότι είναι ένας κακόμοιρος θρασύδειλος τύπος, σαν εκείνον τον κόκορα, στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχ. Παπαντωνίου.
Υπάρχει, βέβαια, και το ποίημα του Γερ. Μαρκορά: «Ο Καυχησιάρης» (με το ίδιο θέμα), όπου σημειώνουμε την παραλλαγή της ρωταϊκής ποιητικής έκφρασης: «κορμί κορδωμένο» σε «λείψανο κορδωμένο» στο ποίημα του Μαρκορά. Παρόμοια σατιρικά στοιχεία έχουμε και στο ποίημα «Ο περήφανος καπνός» του Ι. Πολέμη. Ασφαλώς, πρόκειται για δάνεια θεματολογικά και εκφραστικά στοιχεία, αλλά και για αλληλοεπιδράσεις μεταξύ ποιητών, οι οποίοι υπηρετούν τη σάτιρα, στη Νεοελληνική Γραμματεία, σε όλες τις ποιητικές περιόδους.
Ακόμη και στον τετράστιχο μύθο του Ρώτα «Βάτραχος πολεμιστής»,[10] της ίδιας ποιητικής συλλογής, σατιρίζεται και πάλι η θρασυδειλία.
Επίσης στο ποίημα «Ο τεμπέλης»,[11] ο ποιητής σατιρίζει με ειρωνική διάθεση τον τεμπέλη και την τεμπελιά, την απαξία της εργασίας, ενώ στο ποίημα «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης»,[12] αναδεικνύονται, με σατιρική και περιπαιχτική διάθεση, οι δυσκολίες της συνεργασίας και της συμβίωσης, αλλά και τ’ αποτελέσματα της αναποφασιστικότητας, τα οποία οδηγούν αναπόφευκτα στη διχόνοια και στη ρήξη των ανθρώπινων σχέσεων: «Ο Σταμάτης κι ο Προχώρης / δε μονιάζουνε ποτέ: / άσπρο ο ένας, μάβρο ο άλλος, / όχι ο ένας, ο άλλος ναι· / μόλις σμίξουνε χωρίζουν / ο καθένας πιο ζαβός, / ο Σταμάτης όλο πίσω / κι ο Προχώρης όλο μπρος. [...]». Το λεπτό σατιρικό και ειρωνικό ρωταϊκό πνεύμα βοηθά τον αναγνώστη να προβληματιστεί επάνω στη λαϊκή ρήση: «Ο ένας τραβάει στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση».
Στο αντιμιλιταριστικό ποίημα «Οι δυο στρατιώτες-άσμα ηρωικό»,[13] επιχειρείται διακωμώδηση των στρατών και των πολέμων και σατιρίζεται η ματαιοδοξία των φιλοπόλεμων ανθρώπων.
Ο μύθος του «Πέντε ποντικοί»,[14] είναι χιουμοριστικός, με σατιρικά στοιχεία, τα οποία αφορούν: α) την αφέλεια ορισμένων, η οποία αρκετές φορές πληρώνεται ακριβά, β) την πονηριά κάποιων άλλων, που εκμεταλλεύονται την αφέλεια των προηγουμένων, γ) την αντίσταση που πρέπει να προβάλλουμε σε κάθε είδους εξουσία, στην άνομη και άδικη επιθετική στάση αυτών που με πονηριά και ιδιοτελείς σκοπιμότητες ασκούν βία επάνω μας: «Μ’ αν χυμήξει και σε μένα / με τα νύχια τεντωμένα / στόνε πιάνω μια χαρά /και στον κάνω μασκαρά.»
Στην ποίηση για παιδιά και εφήβους είναι δυνατό να καταταγούν και άλλα σατιρικά ποιήματα, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί από τον Ρώτα σε άλλες ποιητικές συλλογές του ή είναι δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
Όπως γ.π. το ποίημα «Εθελοντής»,[15] το οποίο αναφέρεται, με ειρωνικό και σατιρικό τρόπο, στην ιστορία ενός στρατιώτη, του Λια και έχει κάποιες επιδράσεις από το ποίημα του Καρυωτάκη «Ο Μιχαλιός». Το ποίημα του Καρυωτάκη είναι αντιμιλιταριστικό, με πολιτικές προεκτάσεις, δείχνει την καταπίεση του στρατού στους στρατιώτες, το μη σεβασμό στις ατομικές ιδιαιτερότητές τους κ.λπ.[16] Ο Λιας του Ρώτα ήταν εθελοντής, σε αντίθεση με το Μιχαλιό του Καρυωτάκη, ο οποίος ήταν κληρωτός. Μόνο στην α΄ στροφή του ποιήματος του Ρώτα είναι εμφανής η ειρωνεία του ποιητή για τα ανούσια πράγματα, που επιβάλλονται σε κάθε στρατιώτη: γ.π. να μαθαίνει να περπατά με ρυθμό «απάνου-κάτ’», να φυλάει σκοπός. Η ρουμελιώτικη διάλεκτος (ίδια με εκείνη που χρησιμοποιεί ο Ζαχ. Παπαντωνίου στο ποίημα: «Η γριά η βαβά μ’»), την οποία χρησιμοποιεί και ο Ρώτας, καθιστούν το ποίημα πιο εύληπτο και διασκεδαστικό. Ο Λιας επιλέγει να υπηρετήσει στο στρατό, ως εθελοντής, χωρίς να φανταστεί ότι η μοίρα του του επιφυλάσσει τη γελοιοποίηση και μάλιστα εμπρός στον ίδιο το βασιλιά. Ο Λιας, αν και έχει εκπαιδευτεί επαρκώς, δεν υπολογίζει ότι την ώρα της επιθεώρησης μια μύγα θα έμπαινε μέσα στη μύτη του και θα τον γαργαλούσε, με αποτέλεσμα – αν και βρισκόταν ακίνητος σε στάση προσοχής και παρουσίαζε το όπλο του – να του πέσει το ντουφέκι και όλοι να γελάσουν με το συμβάν εκτός από το βασιλιά, ο οποίος προσπέρασε, κρατώντας μια διακριτική στάση. Ο ποιητής σαρκάζει για τις άσκοπες δραστηριότητες που συμβαίνουν στο στρατό, οι οποίες φυσικά και δεν καταγράφονται ιστορικά ως σημαντικά γεγονότα, ούτε επίσης καταγράφονται και τα ονόματα των στρατιωτών, που υποχρεώνονται να εκτελέσουν τέτοιου είδους ανούσιες δραστηριότητες.

Ματιές στη δραματουργία του

Ας μεταφερθούμε και στο ρωταϊκό θέατρο, για να διαπιστώσουμε τις σατιρικές επιδώσεις του δραματουργού Ρώτα και ας αναφερθούμε, σχολιάζοντας εντελώς ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα από τα μονόπρακτα, που έχουν το  γενικό τίτλο: «Τα Καραγκιόζικα». Πρόκειται για σύντομους θεατρικούς μονολόγους ή διαλόγους ή ακόμη για θεατρικά κείμενα με δομή και πλοκή, παρόμοια μ’ εκείνη του Λαϊκού Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, με ήρωες και χαρακτήρες τους κλασικούς τύπους του (Καραγκιόζη, Χατζαβάτη, και όλους τους γνωστούς και δημοφιλείς ήρωες  του μπερντέ), με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα «μεταλλαγμένο θέατρο σκιών»,[17] γραμμένο για το θεατρικό σανίδι, με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, με αρκετή σατιρική χροιά στα κείμενά του, τα οποία ο Ρώτας γράφει τη μεταεμφυλιακή δεκαετία του 1950, τμηματικά σ’ εφημερίδες («Αυγή», «Ρίζος της Δευτέρας»), το περιοδικό του «Λαϊκός Λόγος» και περιοδικά της Αριστεράς, «μία από τις ευτυχισμένες στιγμές στη συγγραφική πορεία» του συγγραφέα τους.[18]
Σε όλα αυτά τα 49 μονόπρακτα συνολικά, ο μελετητής μπορεί ν’ ανιχνεύσει σατιρικά στοιχεία. Το Λαϊκό Θέατρο Σκιών επιδρά παντοιοτρόπως στα ενλόγω κείμενα, διανθισμένα βέβαια με πολιτική σάτιρα, με αποτέλεσμα όλα να είναι κατάλληλα για παιδιά[19], κυρίως για εφήβους. Εντελώς ενδεικτικά θ’ αναφερθώ σε τρία απ’ αυτά, με σκοπό να καταδειχθεί η σατιρική φλέβα του Ρώτα και στη δραματουργία του, αν και απαιτείται ευρύτερη μελέτη για μια πλήρη καταγραφή και ερμηνεία.
Το ιστορικό και συνάμα πατριωτικό θεατρικό μονόπρακτο «Ο ήρως Κατσαντώνης»[20] έχει διττή ιστορική και πατριωτική υπόσταση. Από τη μια χρησιμοποιεί ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και από την άλλη τους μεταφέρει στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Συνδέει ιστορικά δύο επαναστατικές εποχές του Ελληνισμού, ο οποίος παλεύει για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία (την Κατοχή και τον Εμφύλιο). Δύσκολη και συγχρόνως τραγική η εμφυλιοπολεμική και μεταεμφυλιοπολεμική εποχή για την πατρίδα μας. Ο Ρώτας σχολιάζει σατιρίζοντας τους πρωταγωνιστές της, τον ξένο παράγοντα, ο οποίος εισβάλλει στα εσωτερικά μιας ξένης χώρας για να επιβληθεί οικονομικά και ασφαλώς πολιτικά, να την καταστήσει προτεκτοράτο και υποτελή του. Ο δραματουργός επιχειρεί σύντομο πολιτικό δημοσιογραφικό σχόλιο με όχημα τη θεατρική τέχνη, μια επιγραμματική περήφανη και αξιοπρεπή ιστορική αναφορά, για λογαριασμό του λαού, του οποίου εκπρόσωποι καθίστανται ο Μπαρμπαγιώργος και ο Καραγκιόζης, γνήσιοι λαϊκοί τύποι, που εκφράζονται πάντοτε με παρρησία, και μάλιστα με δεικτικό τρόπο, χωρίς να φοβούνται το οποιοδήποτε κόστος που εισπράττουν συνήθως από μέρους της εξουσίας, ιδίως ο καμπουρομακρυχέρης Καραγκιόζης.
Στο μονόπρακτο «Το μάθημα της Ιστορίας»,[21] ο Πασάς επιθυμεί να μάθει σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, άλλωστε, ζήτησε δάσκαλο των ελληνικών. Ο Καραγκιόζης προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, παριστάνει το δάσκαλο, και δεν παραλείπει να μιλά με χιούμορ, ειρωνεία και ν’ ασκεί κοινωνική κριτική. Όλα τα διανθίζει με πονηριά και καυστική σάτιρα, λέγοντας αλήθειες, οι οποίες ενίοτε, όταν γίνονται κατανοητές, ενοχλούν τον Πασά. Προσπαθεί, κάποιες φορές, υποκριτικά, να συμφωνεί με τις απόψεις του Πασά, για να διατηρεί την εύνοιά του, να κερδίζει χρήματα και να μη γίνει φανερή σ’ αυτόν η επιστημονική και γλωσσική του ένδεια:

«ΠΑΣΑΣ: [...] Μάτεις εμένα καλές ελληνικές γκλώσσες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τις πιο καλές και νόστιμες, του Φαλήρου! Σήμερα τι μάθημα θες να κάνουμε; Μαθηματικά, Φελοσοφία, Μαριγούλα, Ιστορία;
ΠΑΣΑΣ: Ο γιες, ιστορία. Τέλο γκνωρίζω αυτό λαός. Εντώ το λαός όλο λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά και ντουλειά κατόλου.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανάποδος κόσμος, πασά μου. Το σωστό θα ’τανε όλο δουλειά, δουλειά, δουλειά και λεφτά καθόλου.»

Την ίδια τακτική χρησιμοποιεί και στη συνέχεια, δίνοντας στο λόγο του ιστορικό περιεχόμενο – δε διστάζει, ακόμη, και να παραποιήσει την ιστορική πραγματικότητα – για να ικανοποιήσει την άποψη του Πασά για το πνεύμα κλοπής που, δήθεν, διακρίνει τους σύγχρονους Έλληνες. Και προφανώς, ο Πασάς κλοπή εννοεί ό,τι αφορά στη δική του περιουσία. Ο Καραγκιόζης, με την ιστορική αναφορά του, ξεφεύγει προσωρινά, αν και επανέρχεται σε ρεαλιστική βάση, επικρίνοντας τη φορομπηχτική συμπεριφορά του δημοσίου, το οποίο απροκάλυπτα χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Ο Πασάς, όμως, ο οποίος ταυτίζεται με την εξουσία και το δημόσιο, θίγεται από μια τέτοια επικριτική επίθεση, γι’ αυτό χωρίς ν’ ανέχεται μια τέτοια συμπεριφορά ενός δασκάλου που διακηρύσσει με παρρησία την αλήθεια, διατάσσει τον Βελή (Βεληγκέκα) να τον πετάξει «έξω με τις κλωτσιές».

«ΠΑΣΑΣ: Εντώ κλέφτη κόσμο, αμάν τι κλέφτη κόσμο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εδώ είμαστε κλέφτες αναντάμ παπαντάμ. Οι εθνικοί μας ήρωες όλοι κλέφτες. Ο Κατσαντώνης κλέφτης, ο Κολοκοτρώνης κλέφτης, ο Καραϊσκάκης κλέφτης, ο Ανδρούτσος κλέφτης, όλοι οι μεγάλοι άντρες μας κλέφτες: το πιο δοξασμένο κεφάλαιο της ιστορίας μας είναι αυτό που έχει τίτλο «αμαρτωλοί και κλέφτες». Τι περιμένεις από λαό που ’χει προγόνους του αμαρτωλούς και κλέφτες;»
Και συνεχίζει:

«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: [...] Που λες πασά μου, όλοι οι πρόγονοί μας ήντουσαν κλέφτες. Φαντάσου πως σ’ όλη την ιστορία μας ένας μοναχός δεν έκλεψε το δημόσιο και έβγαλε όνομα: ο τίμιος Αριστείδης. Αλλά καλά κάνουνε και κλέβουνε το δημόσιο τέτοιο που είναι. Γιατί την αρχή στην κλεψιά τήνε κάνει το δημόσιο.
ΠΑΣΑΣ: Πώς το λέει αυτό το λόγκο; Κλέβει το ντημόσιο;»

Εδώ, ο Καραγκιόζης δίνει μια διαχρονική άποψη – σχεδόν πεποίθηση των Νεοελλήνων – οι οποίοι πιστεύουν δικαίως ότι το δημόσιο (του αστικού κράτους) είναι άδικο στη φορολόγηση, προπαντός των πολιτών που ανήκουν στις χαμηλόμισθες και μικρομεσαίες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του προς αυτούς και είναι υπερβολικό στην εισπρακτική του πολιτική, αφήνοντας τα «μεγάλα ψάρια έξω από το δίχτυ»:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εμ’ τι κάνει; Φτάνει να σε βάλει στο χέρι και δεν του γλιτώνεις, δράκου ρίζα να ’χεις. Ενώ άμα σου χρωστάει εκείνο, τρέχα γύρευε! Ε, δεν είναι το δημόσιο σήμερα ο μεγαλύτερος κλέφτης που δε μας αφήνει ούτε το σάλιο στη γλώσσα μας αφορολόγητο;
ΠΑΣΑΣ: [...] Το ντημόσιο κλέβει; Ε, ντεν είμαι εγκώ ντημόσιο; Κλέφτη κι εγκώ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμ’ απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι, πασά μου, λέει η ιστορία.»

Ο Καραγκιόζης, ο οποίος εκπροσωπεί στην τέχνη τη λαϊκή θυμοσοφία και τη λαϊκή βούληση, δεν μπορεί άλλο να υποκρίνεται ή να συμβιβάζεται. Έτσι, προκειμένου να μη δημιουργηθούν και πρόσθετα κοινωνικά προβλήματα, με παρρησία λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και κατακεραυνώνει την εξουσία, για την αντιλαϊκή πολιτική της. Έρχεται κάποια στιγμή που το ποτήρι ξεχειλίζει...
Τέλος, θ’ αναφερθώ στο μονόπρακτο «Ο Πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς»[22] (από «Τα Καραγκιόζικα»):
Ο πασάς, ως εκπρόσωπος της πλουτοκρατίας και της εξουσίας, προσπαθεί να ταυτίσει τις έννοιες «πατρίδα» και «περιουσία του πασά-σεράι», προσφέροντας ως δόλωμα στον Καραγκιόζη μια παράλληλη ταύτιση: «πατρίδα» = «καλύβα του Καραγκιόζη». Προσπαθεί να δώσει στον Καραγκιόζη την εντύπωση ύπαρξης ισοδύναμων αξιών ανάμεσα σε δύο τάξεις: ότι, δηλ. το σεράι έχει την ίδια αξία μ’ εκείνη της καλύβας, ότι ο πασάς έχει την ίδια κοινωνική και οικονομική επιφάνεια με τον Καραγκιόζη, ότι όλοι είναι ίσοι, ότι η κοινωνία δεν είναι ταξική:

«ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο:
ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως …
ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, η καλοπέρασή σου …
ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνον η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»[23]

Ο Καραγκιόζης, όμως, δεν ξεγελιέται ούτε για μια στιγμή. Δίνει στον πασά, υποκριτικά, την εντύπωση ότι συμφωνεί με όσα αυτός του λέει. Όμως, όταν αποφασίζει να του πει κατά πρόσωπο την άσχημη για το λαό πλευρά της πραγματικότητας, δηλαδή την αλήθεια, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της εξουσίας και τη βίαιη στάση της αστυνομίας.
Δεν ανέχεται την παραπλανητική πολιτική του Πασά, η οποία είναι τακτική της εξουσίας για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, να διακηρύσσει τη «συνεργασία των τάξεων», ακριβώς για να μη συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι η κοινωνία που ζούμε είναι ταξική, ότι η εκμετάλλευση και υποδούλωση της εργατικής τάξης συνεχίζεται αλλάζοντας απλά τρόπους και μέσα. Διότι, αν οι λαοί συνειδητοποιηθούν, τότε θα ισχυροποιηθεί η «πάλη των τάξεων», η οποία  αναπόφευκτα και νομοτελειακά θα δημιουργήσει προβλήματα στην άρχουσα αστική τάξη, και θα οδηγήσει τελικά στην ανατροπή της. Οι αναφορές είναι, φυσικά, και σαφέστατα, ιστορικές, της περιόδου 1950 και μετέπειτα. Με την αναφορά του στον Παρθενώνα, εννοεί τις εξορίες των αριστερών της περιόδου εκείνης στη Μακρόνησο.

Δια ταύτα…

Οι συχνότερες επισκέψεις στο έργο του Βασίλη Ρώτα θεωρούνται, κατά τη γνώμη μου, επιβεβλημένες από τους ιστορικούς και μελετητές της Νεοελληνικής και Παιδικής-Εφηβικής Γραμματείας μας. Αυτό αφορά και την προσωπική μου υποχρέωση απέναντι στο ρωταϊκό έργο, το οποίο έχει να μας αποκαλύψει στο μέλλον και άλλες διαστάσεις του, μία από τις οποίες είναι και η ευρύτερη περιοχή της ρωταϊκής σάτιρας, κυρίως στην πολιτική της διάσταση, που αφορά περισσότερο, βέβαια, τους εφήβους, νέους και ενηλίκους, αλλά και τα παιδιά. Το παρόν μελέτημα είναι το ελάχιστο δείγμα και κατά κάποιο τρόπο ένα εισαγωγικό κείμενο που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτής της προσωπικής μου υποχρέωση απέναντι στον ποιητή και δραματουργό Βασίλη Ρώτα.






[1]. Ομιλία στο Χώρο Ελεύθερης Έκφρασης Πολιτισμού «Φίλοι του Μουσείου Μάνης Μιχάλη Κάσση», με τίτλο: «Η σάτιρα στο έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και εφήβους» Στη συνέχεια, το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε τροποποιημένο κάπως στο περ. «Διαδρομές», τεύχ. 82, Καλοκαίρι 2006, σ. 7-15. Στο παρόν κείμενο του περ. «Διαδρομές» έχουν προστεθεί και επιπλέον αποσπάσματα από την προηγηθείσα ομιλία μου.
[2]. Βλ. Καρζής Θόδ., Η σάτιρα και η παγκόσμια ιστορία της. Από τους πρόγονους του Αριστοφάνη μέχρι τους απόγονους του Σουρή, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ. 239.
[3]. Βλ. Κωστία Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σσ. 303, Pollard Arthur, Σάτιρα, Ερμής, Αθήνα 22000, σσ. 124 κ.ά.
[4]. Κωστίου Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής, ό.π.,
[5]. Κοκκίνης Σπύρος, Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης. Από τις αρχές του 18ου αι. ως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1981, σσ. 275. Ο Σπ. Κοκκίνης, στο ενλόγω  βιβλίο, ανθολογεί τον έμμετρο θεατρικό μονόλογο του Ρώτα «Το διάγγελμα του καραγκιόζη», ο οποίος  περιέχεται στα Καραγκιόζικα [Γ΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 21996, σ. 82-88. Επίσης, βλ. Μαρρές Γιάννης Αθ., Νεοελληνική σάτιρα (Μελέτη και Ανθολόγηση), Αθήνα 1977, σσ. 125.
[6]. Για την πρωτοβουλία του αυτή τιμωρήθηκε μ’ ενάμιση μήνα φυλάκιση και «γλίτωσε το στρατοδικείο χάρη στον έξοχο αξιωματικό Χρ. Καλάρη, που ήταν διοικητής της Σχολής, και που κι αυτόν ο Ψύλλος του τον είχε τσιμπήσει αφού τον έλεγε αράχνη.», βλ. Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Αφιέρωμα), Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου, Επιμέλεια: Ελένη Βασιλοπούλου, Αθήνα 1979, σ. 17-18.
[7]. Αναφορές έχουν κάνει οι: Γ. Κορδάτος, Βούλα Δαμιανάκου, Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Ανδρέας Καρακίτσιος, Γεωργία Λαδογιάννη, Αθ. Ν. Γκότοβος, Χ. Σακελλαρίου, Αντ. Δελώνης, Μαρία Τζαφεροπούλου κ.ά.
[8]. Βλ. Αυγούλα, Επικαιρότητα, Αθήνα 21989, σσ. 94. Για περισσότερα βλ. Θανάση Καραγιάννη, «Ο Φακής. Έπαρση και δρασυδειλία, Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 440, 2002, σ. 45-51.
[9]. Βλ. Αυγούλα, ό.π., 46.  
[10]. Ό.π., σ. 94.
[11]. Ό.π., σ. 59.
[12]. Ό.π., σ. 68.
[13]. Ό.π., σ. 77.
[14]. Ό.π., σ. 92.
[15]. Βλ. περ. «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965, σ. 23.
[16]. Βλ. Γιάννη Παπακώστα, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1992, σ. 17-32.
[17]. Ο καθηγητής κ. Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης είναι ο πρώτος ο οποίος έχει εισαγάγει τον όρο και μελετά με περισσή εμβρίθεια τα συγκεκριμένα θεατρικά μονόπρακτα του Ρώτα, με αποτέλεσμα το μελέτημά του αυτό ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους και μελλοντικούς μελετητές της ρωταϊκής δραματουργίας, βλ. Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, «Τα Καραγκιόζικα του Βασίλη Ρώτα: ένα “μεταλλαγμένο” θέατρο σκιών», περ. «Έρευνα», τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σ. 17-26.
[18]. Ό.π., σ. 19.
[19]. Ο καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ υποστηρίζει εύστοχα ότι: «Στο βαθμό που το θέατρο σκιών ήταν πάντα και παιδικό θέατρο, αλλά όχι μόνο, και η πολιτική σάτιρα του Ρώτα στα Καραγκιόζικα κινείται κοντά σε αυτό που συμβατικά λέγεται παιδικό θέατρο. Ωστόσο το παιδικό θέατρο του Ρώτα [...] δεν είναι το συνηθισμένο, και η πολιτική σάτιρα όπως τη χειρίζεται αποτελεί και παιδικό θέατρο, που φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την εκάστοτε πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, αποκρύψεις και ψεύτικες διορθώσεις”», «δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και λαϊκό θέατρο, ανάμεσα σε παιδικό και πολιτικό θέατρο.», βλ. το μελέτημά του: «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα», περ. «Διαδρομές», τεύχ. 9-10, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2003, σ. 78.
[20]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 42002, σ. 106-111.
[21]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Β΄], ό.π., σ. 39-43.
[22]. Βλ. Ρώτας Βασίλης, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 55-58.
[23]. Ο Ρώτας χρησιμοποιεί παρόμοιες εκφράσεις και σε άλλα κείμενά του: «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Αυτός έτρωγε το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι.», βλ. «Ο ήρως Κατσαντώνης», Τα Καραγκιόζικα [Α΄], ό.π., σ. 107 ή «Εμείς πολεμάμε. Αλλά εσείς έχετε τις απολαβές. Την περνάτε ζωή και κότα, με φαγοπότι και μεις σκορδοφάγια και ψείρα.», βλ. Ρώτας Βασίλης, «Η οργή του Αχιλλέα», Ατλαντίς, Αθήνα 2004, σ. 21, στη σειρά: «Κλασσικά εικονογραφημένα».

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Σχολικό Θέατρο και αστική ιδεολογία [1940-1949] Ιστορική και θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα: Στη δεκαετία, στην οποία εστιάζει ο φακός της ιστορικής μας έρευνας για το Σχολικό Θέατρο και ειδικά για τη δραματουργική του παραγωγή, εξελίσσονται διεθνώς σημαντικά γεγονότα, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος «γεννήθηκε από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και στόχευε (σ.σ.: βασικά) (σ)τη συντριβή της Ε.Σ.Σ.Δ.», αλλά και γεγονότα στο εσωτερικό της χώρας μας, όπου η ωμή ένοπλη επέμβαση των Άγγλων στα εσωτερικά μας πράγματα, είχε ως αποτέλεσμα τις εξελίξεις στα «Δεκεμβριανά» (3 Δεκ. 1944-5 Ιαν. 1945), τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρ. 1944), το συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), τη συμφωνία της Καζέρτας (24 Σεπτ. 1944) και τον τριετή αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Στην Κατοχή (1941-1944) η νεολαία υπέστη τα πάνδεινα: πείνα και κακουχίες (το Χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν από την πείνα 60.000 παιδιά και από το διαρκή υποσιτισμό καταστράφηκε η υγεία 130.000 παιδιών) και ένα σημαντικό μέρος της υπέστη ορφάνια και εγκατάλειψη. Είναι φυσικό ότι ο πόλεμος και η Κατοχή επέδρασαν δυσμενώς και στην ψυχική υγεία των περισσότερων παιδιών, εκτός από αυτά που οργανωμένα συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, στις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν., με την πολιτική καθοδήγηση και την ηθική στήριξη και διαπαιδαγώγηση του Ε.Α.Μ. και της Π.Ε.Ε.Α. Ο παιδαγωγός Κώστας Καλαντζής σχολιάζει με έμφαση την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, επισημαίνοντας ότι «Εσταμάτησαν την κανονικήν εξέλιξιν του ψυχικού βίου των παιδιών, τα ωρίμασαν προώρως, επέδρασαν βλαπτικώς επί της συναισθηματικής ζωής των, εκλόνισαν την προσωπικότητά των και έθεσαν εν κινδύνω τον ηθικόν των κόσμον. Αντιθέτως ένα μέρος της νεολαίας, το οποίον έλαβε μέρος εις τον Αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως, εξέφυγε την καταστρεπτικήν αυτήν επίδρασιν και διέπλασσε νέαν ηθικήν, της θυσίας, της αλληλεγγύης και της αγάπης προς την Πατρίδα.» Από την πρώτη στιγμή της κήρυξης του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, πολλοί καλλιτέχνες και ηθοποιοί έθεσαν εαυτόν στην Αντίσταση κατά του εισβολέως και στη συνέχεια κατά των κατακτητών της πατρίδας μας. Λογοτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, δραματουργοί, σκηνογράφοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. άνθρωποι του πνεύματος ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα κυρίως του Ε.Α.Μ. και της Ε.Π.Ο.Ν., οργανώθηκαν και πρόσφεραν πολλά στα δυστυχισμένα παιδιά της πολεμικής και κατοχικής περιόδου, αλλά και αργότερα κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο. Ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Νίκος Καρβούνης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεράσιμος Σταύρου, ο Νίκος Ακίλογλου, ο Αλέκος Ξένος, η Άννα Ξένου, ο Αλέξης Μυριαλής, η Αλέκα Μυριαλή, ο Άκης Σμυρναίος, ο Χάρης Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι στις εσχατιές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας συνέβαλαν καθοριστικά στη μόρφωση και στην ψυχαγωγία των παιδιών, αλλά και στη συνειδητή και αποφασιστική τους μαχητική κοινωνική και αντιστασιακή τους δράση για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατία, αξιοπρέπεια, με αγωνιστική διάθεση και με ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όχι μόνο στον τομέα της Παιδικής Λογοτεχνίας , αλλά και του Παιδικού Θεάτρου και Κουκλοθεάτρου , της Μουσικής, της Εκπαίδευσης κ.ο.κ. Η οργανωτική δουλειά της Ε.Π.Ο.Ν. και των στελεχών και μελών της στάθηκε καθοριστική για την επιτυχία των εκπολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στην Κατοχή, αλλά και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Σημαντική ήταν η θεατρική δραστηριότητα του «Θεατρικού Ομίλου Ε.Π.Ο.Ν. Θεσσαλίας», του Βασίλη Ρώτα και των συνεργατών του, ηθοποιών, μουσικών, σκηνογράφων και μελών της Οργάνωσης και άλλων ΕΠΟΝίτικων θεατρικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη ιδεολογική πίστη των δημιουργών στα πατριωτικά, κοινωνικά και ταξικά ιδεώδη, δεν είχε κάποια σχέση με τις όποιες προσπάθειες και συγκεκριμένες επιλήψιμες κοινωνικές πρακτικές ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίοι, πολλοί απ’ αυτούς, ιδιοτελείς καθώς ήταν, ήθελαν «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο», δηλ. να προσφέρουν στα παιδιά κάποιο καλλιτεχνικό υλικό, συναισθηματικά και μόνο ορμώμενοι, αλλά υλικό ακίνδυνο και ανώδυνο για τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους (δοσίλογους, προδότες, συνεργάτες και κάθε είδους «εθνικόφρονες», οι οποίοι επέδειξαν παντός είδους άνομες και ανήθικες δραστηριότητες κατά την εποχή της Κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου, σε βάρος του λαού μας και κυρίως κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης), και τελικά … οι ίδιοι στη συνέχεια βραβεύτηκαν μάλιστα από την πολιτεία γι’ αυτή την ιδιοτελή και μειοδοτική πατριωτικά συμπεριφορά τους. Έτσι, ορισμένοι απ’ αυτούς, χωρίς ν’ αγωνιστούν κατά του Φασισμού και Ναζισμού, κατά των κατοχικών δυνάμεων, κατά των κυβερνήσεων Γ. Τσολάκογλου και κάθε βασιλόφρονα και «εθνικόφρονα» προδότη της πατρίδας μας και συνεργάτη των κατακτητών, αργότερα κέρδισαν βραβεία και επαίνους από τις μετέπειτα «εθνικόφρονες» κυβερνήσεις και τους βασιλείς. Θ’ αναφερθώ μόνο σ’ ένα παράδειγμα, εντελώς ενδεικτικό: η Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή «θεία Λένα», η οποία έχει προσφέρει τόσα και τόσα λογοτεχνικά, θεατρικά και εγκυκλοπαιδικά κείμενα για παιδιά) κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιμελούνταν τις ραδιοφωνικές εκπομπές της «Θέατρο για παιδιά» και «Η ώρα του παιδιού», και μ’ αυτές πρόσφερε ψυχαγωγία στα παιδιά. Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, δεν παρουσίασε κάποια έστω στοιχειώδη αντιστασιακή δραστηριότητα, παρά μόνο επέδειξε ανεκτικότητα στους κατακτητές και συνεργάστηκε με τους συνεργάτες τους. Αργότερα, το 1965, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ο βασιλιάς της απένειμε το παράσημο του «Τάγματος της Ευποιίας», ενώ άλλοι άξιοι καλλιτέχνες συνάδελφοί της, αν και έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας, αν και άλλοι αγωνίστηκαν στην Εθνική μας Αντίσταση, αν και πρόσφεραν με την τέχνη τους ανυπολόγιστες υπηρεσίες στα παιδιά, στη νεολαία και στο λαό μας, κατά την ίδια περίοδο, εντούτοις δεν έτυχαν παρόμοιων διακρίσεων. Και όσοι απ’ αυτούς επέζησαν, όχι μόνο δεν πήραν βραβεία και παράσημα από το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, αλλά αντιθέτως εξορίστηκαν και βασανίστηκαν και τοιουτοτρόπως «αμείφθηκαν» … για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην πατρίδα. Θεματολογικές προσεγγίσεις: Η θεματολογία της Δραματουργίας για παιδιά, την περίοδο που εξετάζουμε, ήταν ποικίλη, και κυρίως κάλυπτε τις ανάγκες των σχολικών γιορτών : της 25ης Μαρτίου 1821, της 28ης Οκτωβρίου 1940 (από το 1944 και μετά), των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, των Αποκριών, της Μητέρας και των εξετάσεων. Οι δραματουργοί, όμως, του Σχολικού Θεάτρου, επικέντρωναν την παραγωγή τους και σε άλλα θέματα, όπως: στην Ελληνική Μυθολογία, τη λαϊκή μας παράδοση, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και σε άλλα κοινωνικά, θρησκευτικά και φυσιολατρικά θέματα. Ιδεολογικές επισημάνσεις: Μια παράμετρος του αστικού ιδεολογικού φάσματος ήταν η θρησκοληψία και η καλλιέργεια της μεταφυσικής σκέψης των παιδιών. Ο ορθολογισμός, η απλή λογική σκέψη και πόσο μάλλον η επιστημονική σκέψη και γνώση απουσιάζουν και δεν αποτελούν στόχους από παιδαγωγική άποψη στους θεατρικούς διαλόγους και κατά την εξέλιξη του μύθου. Αναφέρω ένα παράδειγμα: Η Λίζα Π. Τζουνάκου, στο βιβλίο της Το ανταρτόπληκτο (Πειραιεύς 1949) και συγκεκριμένα στο κείμενο «Τα παιδιά μας στο 1942. Μονόπρακτο δραματάκι για τα σχολεία», αναφέρεται στο βαρύ χειμώνα του 1942 της Κατοχής. Η μάνα Αννιώ συζητά με τα μικρά παιδιά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα για την πείνα. Κι ενώ εκείνα επικρίνουν το θεό για την απονιά του, η μάνα τούς απαντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγαπά και τον φροντίζει, τον λυπάται. Μα αυτό που μας κάνει σήμερα είναι τιμωρία, γιατί δεν τον ακούμε. Η καταστροφή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, γιατί έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό έστειλε τους Γερμανούς και μας τιμωρούν, γι’ αυτό χρειάζεται, καλά μου παιδιά, υπομονή. Κι’ αν είσθε καλά παιδιά πάλι θαρθούν καλές μέρες.», και παρακάτω, ενώ προσεύχεται: «[…] Εσύ γλυκειά μου Παρθένα, εσύ λυπήσου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμωρείς. Αρκετά υποφέρει. Λυπήσου, σα μάννα πούσαι, τουλάχιστον αυτά τα φτωχά παιδάκια. Τι φταίνε τα κακόμοιρα, που κάθε μέρα πληρώνουνε, με τη ζωούλα και την υγεία τους, την κακία πούχουν οι μεγάλοι αναμεταξύ τους.» Είναι σαφής η αντι-διαλεκτική σκέψη, η ηθικοπλαστική και θεοκεντρική αντίληψη και ιδεολογία της συγγραφέα, η οποία δεν αγγίζει καν θέματα, από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη, όπως: ο ναζισμός και τα εγκλήματά του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Εθνική Αντίσταση κ.ά., αλλά αντιθέτως καλλιεργεί στα μικρά παιδιά: α) τη μοιρολατρία, β) την ιδεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων –χωρίς τουλάχιστο ν’ αναφέρει έστω μια λογική σκέψη–, γ) τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τις αιτίες του πολέμου και των φρικτών συνεπειών του και δ) δεν προσπαθεί να τα πείσει, παίζοντας τον προσήκοντα παιδαγωγικό ρόλο της ως μάνα, και τον κοινωνικό ρόλο της ως άνθρωπος, για την αναγκαιότητα αντίστασης σε αυτούς που σκόρπισαν το θάνατο και τις καταστροφές σε εκατομμύρια ανθρώπους, στη φύση και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε αυτούς που τους σκλάβωσαν και που αποτελούν την αιτία για την πείνα και το θάνατο του λαού μας και των άλλων λαών. Τοιουτοτρόπως, θα έδινε στα παιδιά της επιχειρήματα για να κατανοήσουν το μέγεθος της αδικίας, της εγκληματικότητας, της ανηθικότητας, της διεθνούς παράνομης τρομοκρατίας των ναζιστών και φασιστών του Άξονα κ.ο.κ. Η αστική αντικομμουνιστική ιδεολογική προπαγάνδα και υστερία είναι μια άλλη πλευρά της θεματολογίας του Σχολικού Θεάτρου, την οποία συναντούμε ιδιαίτερα στα έργα της περιόδου του Εμφύλιου πολέμου. Μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών είχαν γαλουχηθεί στη βασική και στην ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση, στην οικογένειά τους, αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, με τα νάματα του τρίπτυχου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενός συνθήματος του οποίου οι ρίζες, όπως μας πληροφορεί η Έφη Γαζή, βρίσκονται στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1880-1930. Θ’ αναφερθώ μόνο σε ορισμένες σχετικές περιπτώσεις έργων του Σχολικού Θεάτρου : Ο Δημήτριος Αντ. Σαμαράς, Διευθυντής του 12ου Δημ. Σχολείου Α΄ Περιφ. Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε στα 1949 το βιβλίο του Νάουσα, στο οποίο συμπεριέλαβε το έργο «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις». Ένα μισαλλόδοξο έργο, μ’ εθνικιστικό και όχι πατριωτικό πνεύμα, με θρησκόληπτη και όχι θρησκευτική αντίληψη, με το οποίο φιλοδοξούσε να διαποτίσει τις ψυχές των μικρών παιδιών με μίσος για τους Σλάβους, «τα κόκκινα τσακάλια», που «πήραν οι κακούργοι τα παιδιά για να πουλήσουν την ψυχή τους στον Σατανά», «που αυτοί οι κακούργοι τα μάζεψαν και τα πήγαν στις σλαβικές χώρες», που προσπαθούν «τα Ελληνόπουλα αυτά, πολύ δύσκολα και με πολλά βασανιστήρια να κατορθώσουν να τα κάμουν σαν τα μούτρα τους». Ο δημοδιδάσκαλος, ένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου, με οργίλο ύφος λέει: «Οι κακούργοι ορφάνεψαν χιλιάδες ελληνόπουλα και χιλιάδες γονείς τούς πήραν τα παιδιά τους! Άτιμοι Σλάβοι, ’κείνο που χρόνια επιθυμούσατε, να αφανίσετε την ελληνική φυλή πάτε να το επιτύχετε, ως ένα βαθμό, με τα ελληνόφωνα όργανά σας», υπονοώντας το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το Κ.Κ.Ε. Και συνεχίζει: «Οι συμμορίτες σαν τους πεινασμένους λύκους τώρα, σε μικρές ομάδες χωρισμένοι μπαίνουν στα χωριά, για να αρπάξουν τρόφιμα και να σπείρουν τον τρόμο, την καταστροφή και το θάνατο. Οι τυφλοί! Οι αφιονισμένοι απ’ την εθνοκτόνο προπαγάνδα των Σλάβων, δεν βλέπουν πως φθίνει η φυλή μας κάθε μέρα! Οι κανίβαλλοι! Ελληνίδων μανάδων παιδιά οι ίδιοι, ροφούν το αίμα της μεγάλης τους μάνας, της Ελλάδας.» Και η σύζυγος του δασκάλου εκθειάζει τις Παιδουπόλεις και την εμπνεύστριά τους την «καλή» Γερμανίδα, πρώην δραστήριο μέλος της ναζιστικής χιτλερικής νεολαίας, βασίλισσα Φρειδερίκη, που «όλα τα παιδιά την αγαπούνε σαν νάναι μητέρα τους και τη λατρεύουνε σαν αγία.»: «Αυτά τα καημένα έχασαν τον πατέρα και τη μάνα τους. Τους σκότωσαν οι αγριάνθρωποι, μα βρήκαν μια πονετική μάνα, την Βασίλισσά μας, που τα συμμάζεψε και τα φροντίζει τόσο, που ξεχνούν τον πόνο της ορφάνιας.» Η αστική προπαγάνδα, προσπαθούσε να μπολιάσει τον αντικομμουνισμό στις ψυχές των μαθητών των Δημ. Σχολείων, ασύστολα και με αντι-δεοντολογικό και αντι-επιστημονικό τρόπο. Ουσιαστικά, προσπαθούσε να μη μάθουν ποτέ τα παιδιά και οι γονείς τους την αλήθεια για τη φιλοξενία, τη στοργή και τη θαλπωρή που δέχτηκαν χιλιάδες παιδιά στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επιδίωκε να δυσφημιστούν οι Λαϊκές Δημοκρατίες και η συμβολή τους στο «παιδοσώσιμο» αυτών των 25.000, περίπου, παιδιών, τα οποία στάλθηκαν εκεί μετά από πρόταση των λαϊκών συμβουλίων της χώρας μας, από σχετικό αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και με αποδοχή από τις εκεί κυβερνήσεις ν’ αναλάβουν όλα τα έξοδα για την αποκατάσταση της διαταραγμένης από τον πόλεμο ψυχικής υγείας των παιδιών, την υγιεινή διαβίωσή τους και τη μόρφωσή τους. Επίσης, η ντόπια αστική πολιτική ηγεσία και ο ξένος παράγοντας ήθελαν να μη μάθουν ποτέ οι Έλληνες τη φασιστική προπαγάνδα και αυταρχική συμπεριφορά που δέχονταν όσα παιδιά, ιδίως φυλακισθέντων, εξορισθέντων, πολιτικών προσφύγων και εκτελεσθέντων κομμουνιστών, κλείστηκαν στις επονομαζόμενες ψευδεπίγραφα «Παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, στα επί της ουσίας «παιδικά γκέτο», «φασιστικά κάτεργα», «στρατόπεδα-αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια». Θ’ αναφερθώ και σ’ ένα άλλο έργο της ίδιας θεματολογίας, το οποίο διακατέχεται, επίσης, από μισαλλοδοξία, αντικομμουνισμό και φιλοβασιλική προπαγάνδα. Πρόκειται για το θεατρικό κείμενο του Βασιλείου Παπαευθυμίου, «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς» (απ’ το βιβλίο του, Το Σχολείο μας γιορτάζει, Αθήναι 1949). Ο δραματουργός σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου: «[…] πιστεύω ακόμα πως δίνω ένα βιβλίο μορφωτικό και ψυχαγωγικό για τον μαθητή πρώτα και για κάθε Έλληνα ύστερα». Και ασφαλώς ευνοούσε η εποχή για να θεωρείται ένα έργο του Σχολικού Θεάτρου ως «μορφωτικό», όταν αυτό υμνούσε τη βασιλεία και μπόλιαζε στις ψυχές των παιδιών την απέχθεια στον κομμουνισμό. Είναι το μοναδικό βιβλίο, στο οποίο συνάντησα την εξής θεματολογική κατηγορία έργων του Σχολικού Θεάτρου: «Από τον αντικομμουνιστικό αγώνα». Ο δραματουργός σημειώνει, επίσης, πληροφοριακά τα εξής: «Το σκετς λαμβάνει χώραν στην Αγία Μαρίνα της Ηπείρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυοκομμουνισταί», δίνοντας σαφές ιδεολογικό στίγμα. Η υπόθεση σχετίζεται με το «Χορό του Ζαλόγγου», προσομοιάζοντας εκείνη την ηρωική πράξη αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, με την τωρινή πράξη κάποιων Ηπειρωτισσών, οι οποίες πέφτουν από το βράχο και σκοτώνονται για να σωθούν από τους «κατσαπλιάδες», ελπίζοντας ότι θα μεταμορφωθούν πεθαίνοντας σε σειρήνες της θάλασσας και θα ρωτούν τους καραβοκύρηδες, όπως περίπου ρωτούσε η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου: «Ζη η Ελλάδα μας παιδιά;» και θα τους απαντούν «Ναι! ζει και μεγαλώνει!» Και θα ξαναρωτούν: «Ζη ο Παύλος Βασιλιάς;» και θ’ απαντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!». Το παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα έβγαινε έμμεσα και με αβίαστο τρόπο: καλύτερα βασιλιά, παρά κομμουνισμό…! ή κάπως έτσι… Ο συγγραφέας εκφράζεται ως «ακραιφνής βασιλόφρων» και με στιχουργικό τρόπο, στην αρχή του βιβλίου, με τη δημοσίευση «εμπνευσμένων καλλιτεχνικών» στίχων του με τίτλο: «Ύμνος εις την Α.Μ. την Βασίλισσαν Φρειδερίκην», οι οποίοι βρίσκονται μελοποιημένοι σε παρτιτούρα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Αντιγράφω μερικούς, απ’ αυτούς, τους οποίους υποθέτω ότι τραγουδούσαν κάποιοι μαθητές σε ορισμένα σχολεία, ώστε οι φιλόμουσοι βασιλόφρονες διδάσκαλοί τους να δώσουν και μ’ αυτό τον τρόπο τα διαπιστευτήριά τους στους προϊσταμένους τους, στη Βασίλισσά τους και στην Εθνική τους Κυβέρνηση: «Εσύ Μεγάλη Εστιάδα, / στον ιερό μας το βωμό / με της ψυχής σου την λαμπάδα / κράτα τον ιερό πυρσό. / Κι’ οδήγα μας, Βασίλισσά μας, / σε πιο μεγάλα ιδανικά / για να γεννούν τα δάκρυά μας / του Θρόνου σου τα πιο λαμπρά / διαμάντια αγάπης του Λαού μας / να τον κοσμούν παντοτεινά / και σκόρπιζέ μας τη χαρά / με χέρια πάντα στοργικά.» Και το ρεφραίν: «Μάγισσα είσαι, Ρήγισσα, / με το χρυσό ραβδί σου / ξέρεις να γειάνης τις πληγές, / τους πόνους να γιατρεύης, / ξέρεις να βασιλεύης.» Επίσης, ο Ν. Φατσέας, στο βιβλίο του Θεατρικά σκετς (πατριωτικά και κωμικά) (Αθήναι 1948), συμπεριέλαβε το αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό έργο του «Ελληνικό προσκλητήριο», όπου στα πλαίσια του πατριωτικού πνεύματος, που όταν ο συγγραφέας υπερβάλλει, μετατρέπεται σε εθνικιστικό, όπως άλλωστε συνηθιζόταν για πολλές δεκαετίες στη Σχολική Δραματουργία. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο «Η Ελλάς» προσκαλεί όλα τα παιδιά της ν’ αγωνιστούν ενάντια στους «συμμορίτες», για να σωθεί η πατρίδα μας. Λέει ο «Αεροπόρος»: «γιατί με τον ατσάλινο δικό σας ανδρισμό / εσείς θα ξεκληρίσετε τον συμμοριτισμό.» Και ο «Στρατιώτης» λέει στη «Β. Ήπειρο»: «Θα ξαναρθής ολόκληρη πάλι στην αγκαλιά μας / και θάχης για κορώνα σου τον Παύλο Βασιλιά μας.» Επίλογος: Ιδεολογικές αποχρώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες υπάρχουν ανά τους αιώνες, ενταγμένες στο φιλοσοφικό δίπολο ιδεαλισμός/υλισμός επικρατούσαν και στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1940-1949. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις γενικότερα είχαν κατά την περίοδο εκείνη ως αποτέλεσμα ακόμη και την ένοπλη έκβασή τους κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ως επικρατούσα ιδεολογία όμως ο ιδεαλισμός, είχε παραχθεί, επιβληθεί και διοχετευθεί μέσα από πολιτικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά κανάλια, με όπλα την αστική προπαγάνδα, και με επιπλέον θεσμούς όπως ήταν η εκκλησία, ο τύπος και ο στρατός. Το ιδεολογικό τρίπτυχο της «πιο διαδεδομένης “συνθηματικής φράσης” της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»: «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», είχε ριζώσει βαθιά στη συνείδηση των παιδιών από την καθεστωτική ιδεολογία, είχε επιβληθεί και νομοθετικά, ώστε κανένας να μην μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή της ή να μην έχει την ευχέρεια να την αμφισβητήσει, ιδίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι «μεταλαμπαδευτές των αιώνιων ιδεαλιστικών αξιών»…, οι εκπαιδευτικοί. Η δε τρομοκρατία που ασκήθηκε είτε νομοθετικά είτε με τα όπλα, τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες, κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, είχε ως αποτέλεσμα το φόβο, τη σύμπραξη με τον «δυνατό δυνάστη», Έλληνα ή ιμπεριαλιστή εισβολέα, με έμπρακτη πρακτική: την ανοχή, τη σιωπή και τον «ιδεολογικό παπαγαλισμό», «για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους» πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί. Το Σχολικό Θέατρο δεν ήταν δυνατό ν’ αποφύγει το σφιχτό ιδεολογικό εναγκαλισμό της αστικής προπαγάνδας στην ποικίλη θεματολογία της δραματουργίας που παρήχθη κατά την ενλόγω δεκαετία. Εκείνο, που ξέφυγε από τον κλοιό ήταν ως ένα βαθμό το Παιδικό, το Ερασιτεχνικό και το Λαϊκό Θέατρο, κυρίως αυτό που δημιουργήθηκε από αριστερούς δραματουργούς, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όπως ήταν οι: Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μιχάλης Παπαμαύρος, Γεράσιμος Σταύρου, Νίκος Ακίλογλου, Χάρης Σακελλαρίου, Στρατής Π. Παπαδάκης κ.ά. Η θεματολογία της δραματουργίας τους ήταν συνυφασμένη με την αριστερή και σοσιαλιστική ιδεολογία και με κοινωνικές αξίες, όπως: η εθνική ανεξαρτησία, η ειρήνη, η λευτεριά, ο πατριωτισμός, η λαοκρατία, η αυτοθυσία, η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια, το αγέρωχο και ασυμβίβαστο του χαρακτήρα κ.ά., δίνοντας μέσα από τα θεατρικά κείμενά τους για παιδιά, ακόμη και στο Κουκλοθέατρο και στο Λαϊκό Θέατρο Σκιών, ισχυρά ραπίσματα, στους δοσίλογους προδότες συνεργάτες των ναζιστών και φασιστών κατακτητών, στους συμβιβασμένους ποταπούς κουκουλοφόρους Γερμανοτσολιάδες, στους ιδιοτελείς μαυραγορίτες, στους αδίστακτους δολοφόνους και τρομοκράτες Χίτες και άλλους παρακρατικούς. Αυτοί ήταν εκείνοι που με την ανοχή του νόμου και την οργανωμένη συμβολή της αστυνομίας και του στρατού, κάτω από τις εντολές και τη συνεργασία των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών Άγγλων και Αμερικανών αφεντικών τους, έδωσαν συνέχεια μετά την Κατοχή στην αστική ιδεολογική προπαγάνδα και στη βίαιη επιβολή των «αστικών αξιών», γεγονός που επηρέαζε έμμεσα –πλην σαφώς άμεσα– την εκπαιδευτική πολιτική, την ιδεολογική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και το Σχολικό Θέατρο. Και … η έρευνα συνεχίζεται!