Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

ΜΑΚΗΣ ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ Τα backstage του ελληνικού σινεμά Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ, Αθήνα 2022, σχ. 0,26 Χ 0,19 εκ., σσ. 358 Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης Ο Μάκης Δελαπόρτας παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό την τελευταία συγγραφική δουλειά του με τον τίτλο: Τα backstage του ελληνικού σινεμά. Οποιαδήποτε έκδοση και αν έκανε στο παρελθόν ο φίλεργος αυτός ερευνητής-μελετητής του κινηματογράφου και του θεάτρου μας, αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για το χώρο. Διότι όλα τα βιβλία του παρέχουν αποκαλυπτικά στοιχεία και ενδιαφέρουσες πληροφορίες, είναι γραμμένα με εκλαϊκευτικό λόγο και με προσιτό ύφος στον αναγνώστη τους, δίνοντάς του την ευκαιρία να απολαύσει αισθητικά, συν τοις άλλοις, ένα πλήθος από άγνωστο ενπολλοίς και σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Η αγάπη του στον κινηματογράφο και στο θέατρο τον οδήγησαν, εδώ και πολλά χρόνια, να γνωρίσει αρκετούς πρωταγωνιστές ηθοποιούς και σκηνοθέτες, να συζητήσει ατέλειωτες ώρες μαζί τους, δημιουργώντας έτσι στέρεες σχέσεις φιλίας, εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης, να ερευνήσει σε αρχεία και στον έντυπο τύπο το έργο τους, να γράψει κείμενα γι’ αυτούς, ακόμη και μελετήματα, τα οποία κατά καιρούς εξέδιδε σε βιβλία. Το πολυδιάστατο έργο του, εκτός από τα βιβλιοπωλεία, όπου είναι ο φυσικός χώρος των προς πώληση βιβλίων, διαδόθηκε ευρέως από ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες σε χιλιάδες αναγνώστες ανά την Ελλάδα, με αποτέλεσμα πολλοί αναγνώστες να μάθουν και να απολαύσουν αυτές τις μονογραφίες για κινηματογραφικούς αστέρες, εργάτες της τέχνης, συνθέτες και τραγουδιστές, προσωπικότητες του ποιοτικού θεάματος και του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου. Τα «Λευκώματά» του είναι βιβλία αναφοράς για όσους επιθυμούν να μάθουν, αλλά και για όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν περαιτέρω. Από το 1998, που κυκλοφόρησε το πρώτο λεύκωμά του για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έως το 2009 το τελευταίο λεύκωμά του για τη Μάρθα Καραγιάννη, κυκλοφόρησαν συνολικά 19 βιβλία του και λευκώματα για ηθοποιούς, σεναριογράφους και σκηνοθέτες (Νίκο Φώσκολο, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Ντίνο Ηλιόπουλο, Άννα Καλουτά, Αλέκο Σακελλάριο, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Ρένα Βλαχοπούλου, Τζένη Καρέζη), μουσικούς και τραγουδιστές (Στέλιο Καζαντζίδη, Μαίρη Λίντα-Μανώλη Χιώτη, Μίμη Πλέσσα, Τα μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου), δημοσιογράφους («Φρέντυ Γερμανός-Πένα από βελούδο», «Φρέντυ Γερμανός-Μέρες τηλεόρασης»), την «Eurovision – Οι ελληνικές συμμετοχές: 1974-2006» και το: «Ξέρω κάποια αστέρια…». Στο παρόν αξιόλογο από πλευράς αισθητικής και περιεχομένου βιβλίου, ο Μάκης Δελαπόρτας μάς χαρίζει με το πάθος και την αγάπη που τον διακρίνει ένα πλήθος από σύντομα –αρκετά όμως μεστά και διαφωτιστικά– σημειώματα, που αφορούν όσα συνέβησαν στο παρελθόν πίσω από τις κάμερες, τις κλακέτες, τα φώτα και τα μικρόφωνα, γεγονότα και μαρτυρίες που του διηγήθηκαν διάφοροι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συντελεστές κάθε κινηματογραφικής ταινίας. Στον «Πρόλογο» σημειώνει ότι στάθηκε τυχερός που οι «μυθικοί ηθοποιοί» τού διηγήθηκαν «τα παρασκηνιακά τους κατορθώματα, άλλοτε γλαφυρά και χαριτωμένα, κι άλλοτε με τρόπο συγκινητικό και δακρύβρεχτο.» Πρόκειται για μια πραγματικότητα που περιέχει τόσα και τόσα γεγονότα και σκηνές που διαδραματίστηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο προηγουμένων δεκαετιών. Ο Μάκης Δελαπόρτας είχε την καλοσύνη να μας μεταφέρει αυτά τα περιστατικά με τα εκλαϊκευμένα αφηγηματικά κείμενά του, με χιούμορ, ζωντανούς –κατά σημεία– διαλόγους και συναρπαστικές «εικόνες», με σαφήνεια και περιγραφικότητα προσώπων και γεγονότων. Γράφει ο συγγραφέας: «Αυτές λοιπόν τις μικρές παρασκηνιακές σκηνές που παίζονταν με σβηστά φώτα θέλησα να καταγράψω στο συγκεκριμένο βιβλίο και να σας διηγηθώ τις ιστορίες έτσι όπως τις άκουσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, ή από τεχνικούς και τους σκηνοθέτες που τις ψιθύριζαν μεταξύ τους και διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτές.» Τα θέματα και οι πληροφορίες από την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δίνονται, είναι πολλά και διάφορα. Παραθέτουμε μια σχετική παράγραφο του συγγραφέα, ο οποίος επιθυμεί με αυτή να ενημερώσει τον αναγνώστη του για αυτή την ενδιαφέρουσα ποικιλία: «[…] θα μάθουμε: Πότε και με ποιον τρόπο γυρίστηκαν οι πρώτες ελληνικές βωβές ταινίες; Ποιο ήταν το πρώτο ελληνικό γυμνό; Πώς τους εξέπληττε όλους με το φυσικό του παίξιμο ο σπουδαίος Βασίλης Λογοθετίδης; Πόσο ζηλιάρης ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας; Πόσο φιλάρεσκη ήταν η “άσχημη” του σινεμά, η Γεωργία Βασιλειάδου; Σε ποια ταινία γεννήθηκε ο έρωτας της Αλίκης και του Δημήτρη ύστερα από μια σκηνή φιλιού; Πόσο ριψοκίνδυνος ήταν ο Θανάσης Βέγγος; Πώς κατέτρεξε η Χούντα τον Αλεξανδράκη για τα αριστερά του φρονήματα; Ποιο ήταν το κόλλημα του Φούντα; Πόσο μεθυσμένη ήταν η Χρονοπούλου όταν γύρισε το “Είμαι γυναίκα του γλεντιού”; Σε ποια ταινία η Καρέζη γνώρισε τον έρωτα της ζωής της; Ποια ήταν η κόντρα μεταξύ Κούρκουλου και Φώσκολου; Με ποιον ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο Σακελλάριος έκανε τους δεκαέξι ναύτες… εκατό στην παρέλαση της “Αλίκης στο Ναυτικό”; Για ποιο λόγο η Φόνσου έπαιξε αφιλοκερδώς στο “Αγοροκόριτσο”; Πώς η Λάσκαρη μάγεψε τις Κάννες και πώς η Βλαχοπούλου προτιμούσε να πηγαίνει για ψάρεμα από το να πηγαίνει για γύρισμα;» Βέβαια, αναφορές σε διάφορα περιστατικά πίσω από τα φώτα και τις κάμερες, γίνονται για πολλούς ακόμη κινηματογραφικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες: τον Κώστα Μουσούρη και την Αλίκη Θεοδωρίδη, τον Αχιλλέα Μαδρά και τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Ορέστη Μακρή και τη Λέλα Πατρικίου, τον Δημήτρη Χορν, τη Σμαρούλα Γιούλη, την Άννα Καλουτά, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, την Έλλη Λαμπέτη, τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, την Μελίνα, τον Νίκο Φούντα, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ντίνο Δημόπουλο, τη Λίντα Άλμα και τον Γιάννη Φλερύ, τον Γιώργο Γληνό, την Αντιγόνη Βαλάκου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Φιλ. Φίνο, τον Γιάννη Δανιαλίδη και σε τόσους άλλους. Ο Μάκης Δελαπόρτας, όπως σε όλα τα βιβλία του, έτσι και στο παρόν, παραθέτει εμβόλιμα στα κείμενά του ένα πλήθος από φωτογραφίες, τις οποίες είτε έχει στο προσωπικό αρχείο του είτε δανείστηκε από άλλα αρχεία: της Φίνος Φιλμ, του Κινηματογραφικού Οργανισμού Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, της Εταιρείας Παραγωγής Παπανδρέου Α.Ε., του Θεατρικού Μουσείου-Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου και από Αρχεία Οικογενειών, όπως γ.π. των: Τάκη Βουγιουκλάκη, Μαίρης Χρονοπούλου, Άννας Φόνσου, Αλέκου Αλεξανδράκη κ.ά., καθώς και από βιβλία. Θα προτιμούσαμε στο τέλος του βιβλίου να υπάρχουν Πίνακες με τα κινηματογραφικά έργα που παρουσιάζονται στο βιβλίο και με τα ονόματα των ηθοποιών, σκηνοθετών, μουσικών και άλλων συντελεστών. Αυτοί οι Πίνακες είναι πολύ χρήσιμοι σε κάθε παρόμοιου είδους βιβλία. Ελπίζουμε να προστεθούν οι προτεινόμενοι Πίνακες στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου. Είναι αξιέπαινη αυτή η δύσκολη και επίπονη μακροχρόνια ερευνητική του δουλειά, η οποία βέβαια έχει κερδίσει τον θαυμασμό και την αγάπη όλων των αναγνωστών των βιβλίων του, αλλά και όλων των ακροατών και θεατών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, όπου έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις του, αλλά και των αναγνωστών του διαδικτύου. Χρόνο με τον χρόνο, έκδοση με την έκδοση, συγκεντρώνεται ένα πολύτιμο ιστορικό υλικό, που είναι χρήσιμο μεν για τους σύγχρονους νεοέλληνες, πολύτιμο δε και για τις επερχόμενες γενιές. Νομίζουμε ότι το παρουσιαζόμενο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, πρέπει να μπει σε κάθε σπίτι, να το διαβάσουν δε και να το απολαύσουν όσο γίνεται περισσότεροι αναγνώστες. Παραμένοντας το παρόν βιβλίο σε μια οικογενειακή βιβλιοθήκη, θα αποτελεί μια διαρκής ευκαιρία για να το ανοίγουμε και να το διαβάζουμε ξανά και ξανά, μετά από κάθε τηλεοπτική προβολή οποιασδήποτε παλαιοτέρων χρόνων ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας.
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης* // ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ ΑΦΗΓΗΜΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΝΤΕΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, Αθήνα 2018, σ. 314 Άρτι αφυπηρετήσασα η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών) κ. Κυριακή Πετράκου, μετά από ευδόκιμο ακαδημαϊκή καριέρα. Πέρυσι εξέδωσε ένα αξιόλογο βιβλίο, το οποίο πρωτίστως αφορά τους θεατρολόγους και τους φοιτητές των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών των πανεπιστημίων, αλλά και τους εκπαιδευτικούς και κάθε φιλομαθή θεατρόφιλο. Όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της, έτσι κι αυτό κοσμεί το χώρο της θεατρολογικής έρευνας και μελέτης και περνά στη χορεία των αξιόλογων πονημάτων, καρπός γνώσης, εμπειρίας και νοητικής διεργασίας ανθρώπου που δεκαετίες τώρα έχει ενσκήψει με συνέπεια και σοβαρότητα, αλλά και με ταλέντο στο επιστημονικό της αντικείμενο που δίδαξε επάξια σε εκατοντάδες φοιτητές και μετέδωσε επιτυχώς σε ακροατές δεκάδων συνεδρίων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Το βιβλίο απαρτίζεται από έντεκα κεφάλαια, σχετικά με θεατρικά έργα διαφόρων περιόδων και δραματουργών. Τα έντεκα θεατρολογικά μελετήματα είναι προϊόν ενδελεχούς ερευνητικής προσπάθειας των τριών τελευταίων χρόνων και έχουν παρουσιαστεί σε συνοπτική μορφή (λόγω χρονικού περιορισμού) σε συνέδρια ή περιέχονται σε συλλογικούς τόμους ή ορισμένα απ’ αυτά πρόκειται να δημοσιευτούν στο μέλλον. Εδώ, η ερευνήτρια/μελετήτρια Κυριακή Πετράκου έχει την άνεση χώρου να τα παρουσιάσει εκτενέστερα και άρα σε πληρέστερη μορφή. Στον Πρόλογο η συγγραφέας παραθέτει σχόλια, παρατηρήσεις και προτάσεις, πολύ εποικοδομητικές για τη θεατρική έρευνα, τις οποίες απευθύνει φυσικά σε φοιτητές, θεατρολόγους και επίδοξους ερευνητές. Παρέχει πληροφορίες λεξιλογικού και ερμηνευτικού χαρακτήρα για τους όρους «αφήγημα» και «αφήγηση», παραπέμποντας στην καταγωγή τους κατά τη μακραίωνη ελληνική ιστορία (με παράθεση των πηγών), κάνοντας επιπρόσθετα αναφορές στη Θεωρία της Λογοτεχνίας την ελληνική και την ξένη. Αναφορές επιχειρούνται επίσης στην Ιστορία και τη Θεωρία του Θεάτρου, καθώς και στη διδασκαλία τους στα πανεπιστήμια. Υπογραμμίζει τις πηγές της έρευνας («αρχεία, αδημοσίευτα λανθάνοντα έργα, ο περιοδικός και ημερήσιος Τύπος, τα απομνημονεύματα, πίνακες, γλυπτά, επιγραφές, αλλά και οι μαγνητοσκοπήσεις στη σύγχρονη εποχή […]»). Παραθέτω μία σημαντική της παρατήρηση, η οποία πρέπει να κινητοποιήσει τους ενδιαφερόμενους: «οι σημαντικότεροι συγγραφείς του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, ανήκοντες ή προσκείμενοι στην πλειονότητά τους στην Αριστερά, δεν έχουν δημοσιεύσει ή εκδώσει τα περισσότερα έργα τους, τα οποία κινδυνεύουν να χαθούν δια παντός.»Και στη συνέχεια εύχεται η θεατρολογική έρευνα και μελέτη να προχωρήσουν απρόσκοπτα, «με ιερό σκοπό», λόγω του ότι αποτελεί «επιστημονικό και πατριωτικό καθήκον», πανανθρώπινο και διεθνές ιστορικό καθήκον, θα πρόσθετα. Για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη του σύντομου αυτού σημειώματός μου, οφείλω να παραθέσω τα περιεχόμενα του βιβλίου, ώστε ο κάθε φιλομαθής και θεατρόφιλος να μπορεί να αξιολογήσει καλύτερα την παρούσα ενδιαφέρουσα εργασία:  Ο Βαυαρός ως «άλλος» μέσα από τα μάτια του Μ. Χουρμούζη: εθνικός εχθρός;  Του Κουτρούλη ο γάμος του Α.Ρ. Ραγκαβή στην εποχή του και τη δική μας: η παρουσία του στη διάρκεια του 19ού αι. και η παράσταση του Αμφι-θεάτρου (1983-1984)  Ένα ιδιαζόντως ανατρεπτικό έργο του 19ου αιώνα: Ιουλιανός ο Παραβάτης του Κλέωνα Ραγκαβή  Τα (κυπριακά) αρχαιόθεμα έργα του Κύπρου Χρυσάνθη  Η Λευκάδα στο θέατρο του Νίκου Κατηφόρη  Ένα γνωστό-άγνωστο έργο ενός γνωστού-άγνωστου θεατρικού συγγραφέα: Θεοδώρα του Δημήτρη Φωτιάδη  Από τον Εμφύλιο στη Δικτατορία: για ένα θέατρο του λαού  Ο Κουν στο Εθνικό Θέατρο  Από την ποιητική πρόζα στη θεατρική ποίηση: η διασκευή του Τελευταίου πειρασμού από τον Σωτήρη Χατζάκη (2003)  Ο ποιητής ως Δραματουργός: το θέατρο του Γιώργου Χρονά  Ελληνοκεντρισμός και παγκοσμιοποίηση στο ελληνικό θέατρο των τελευταίων δεκαετιών Η συγγραφέας με διεισδυτική ματιά εντρυφεί διεξοδικά στα θεατρικά κείμενα, με επιστημονική γνώση και συνέπεια, μην παραβλέποντας την παραστασιογραφία τους. Ανατρέχει στις πρωτογενείς πηγές, δηλ. στα ίδια τα θεατρικά έργα και ρίχνει το φακό της μελετητικής της προσπάθειας στην εργοβιογραφία του δραματουργού, στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν και ανεβάστηκαν στο σανίδι, αποδεικνύοντας με τις αναλύσεις της τη συνάφεια μεταξύ της φιλολογικής και θεατρολογικής μελέτης. Επιχειρεί εμπεριστατωμένη αναλυτική ανάλυση του περιεχομένου του κάθε έργου, παραπέμποντας σε πλήθος δημοσιεύματα και βιβλία, καθώς συσχετίζει και σχολιάζει άλλα έργα, παραστάσεις, ιστορικά θέματα κ.ο.κ. Δεν παραλείπει να αναφερθεί, επίσης, σε σχετικές με το έργο και την παράσταση κριτικές θεάτρου. Είναι ενημερωμένη για όλα και έτσι βοηθάει και τον αναγνώστη των κειμένων της να ενημερωθεί, να μάθει, να προβληματιστεί και να κατανοήσει τη θεματολογία και την αισθητική του έργου και των παραστάσεών του, την υπόθεσή του, τους στόχους του θεατρικού συγγραφέα. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στην ανάλυση των χαρακτήρων/προσώπων του κάθε έργου, πρωταγωνιστικών και δευτερευόντων ρόλων. Το corpus των μελετημάτων της, των θεατρικών έργων που μελετά, της θεματογραφίας τους, των ιστορικών, κοινωνικών και αισθητικών αναφορών της αποτελούν ένα θησαυρό πληροφοριών και γνώσεων, με αποτέλεσμα να συμβάλλει στη διαμόρφωση και εξέλιξη του θεατρικού και ενγένει του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του θεατρόφιλου αναγνώστη του βιβλίου. Πρόκειται για ένα βιβλίο με έντεκα ενδιαφέροντα και αξιόλογα επιστημονικά μελετήματα, στηριγμένα στην έρευνα, μετά από συνεχή, επίπονη και επίμονη μακροχρόνια αναζήτησή της, η οποία είναι και αξιοθαύμαστη και αξιομίμητη. Ένα ακόμη βιβλίο της κ. Κυριακής Πετράκου, συμβολή στην Ιστορία, στη Θεωρία και στην Κοινωνιολογία του Θεάτρου στη χώρα μας. ___________________________________________
WALTER PUCHNER ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ Εκδόσεις ΟΤΑΝ, Αθήνα 2020, σχ. 0,24 Χ 0,17 εκατ., σσ. 527 Ένα «βιβλίο που γράφτηκε ιδιαίτερα για την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα του Μεγάλου Αγώνα του 1821». Στο είδος του είναι το μοναδικό, αν και γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν αρκετά άλλα βιβλία στα πλαίσια της ενλόγω επετείου. Παρουσιάζοντας το αξιόλογο από πολλές πλευρές βιβλίο του Επίτιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θεατρολόγου, δεινού θεωρητικού του θεάτρου, ερευνητή και μελετητή του, αλλά και πολυγραφότατου συγγραφέα, Βάλτερ Πούχνερ, δε σκοπεύω ν’ αναφερθώ και ν’ αναλύσω από ιστορική, κοινωνιολογική και οικονομική άποψη την Επανάσταση του 1821, αλλά και την προ και μετά αυτής χρονική περίοδο, να και μια τέτοιου είδους ανάλυση θ’ αποτελούσε τη βάση για επιστημονικές και ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις. Απλά, θα ήθελα να επισημάνω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών και άλλων μελετών που είδαν μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας –απ’ όσο έχω υπόψη μου– αναλύουν και ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα από μια και μοναδική οπτική γωνία, την αστική ιδεολογία. Πουθενά δε γίνεται λόγος για το ότι η αστικοδημοκρατική και εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821 ανήκει στη χορεία των Επαναστάσεων που προηγήθηκαν αυτής (Αγγλία, Γαλλία, Σερβία, Μαυροβούνιο), αν και αυτές ανέτρεψαν την «εθνοτικής προέλευσης φεουδαρχική εξουσία», ενώ στην Ελλάδα την οθωμανική φεουδαρχική εξουσία. Ασφαλώς η ανερχόμενη αστική τάξη, στα πλαίσια ανόδου και εδραίωσης του καπιταλισμού, με επαναστάσεις γκρέμισε τη φεουδαρχία και τα απολυταρχικά καθεστώτα (βασιλείς και ευγενείς) από το θρόνο τους με τη συμμετοχή της εργατικής και αγροτικής τάξης και των άλλων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Ως γνωστό από την Ιστορία η μία κοινωνική τάξη ανατρέπει την άλλη και παίρνει την οικονομική και πολιτική εξουσία. Στα πλαίσια των αστικών Επαναστάσεων που πραγματοποιήθηκαν για να ανατρέψουν τη Φεουδαρχία ήταν και η Ελληνική Επανάσταση, η νικηφόρα έκβαση της οποίας οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού καπιταλιστικού/αστικού Έθνους-Κράτους. Όλες οι Επαναστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος έχουν τεράστια αξία για την εξέλιξη της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, εκπαιδευτικής και πολιτιστικής εξέλιξης. Ιδιαίτερη σημασία, κατά τη γνώμη μου, έχουν οι ταξικές εργατικές/σοσιαλιστικές επαναστάσεις του παρελθόντος (Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση του 1917, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη επανάσταση κ.ά. λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες), αλλά και κάθε ταξική επανάσταση του μέλλοντος για το γκρέμισμα της αστικής/καπιταλιστικής εξουσίας υπέρ της εργατικής τάξης και όλων των ταξικών συμμάχων της, που συγκροτούν τη συντριπτική πλειοψηφία κάθε κοινωνίας, για την εδραίωση της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Walter Puchner: Το 1821 και το Θέατρο – Από τη μυθοποίηση στην απομυθοποίηση Αν και η Ιστορία είναι επιστήμη και διεπιστημονικά συνδέεται με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, στις διάφορες μελέτες αποκλείονται επιμελώς επιστημονικοί όροι, όπως: εργατική τάξη, αστική τάξη, πλουτοκρατία (κεφαλαιοκρατία), ταξική πάλη, καπιταλισμός, σοσιαλισμός, ιμπεριαλισμός κ.ά., αλλά και δε χρησιμοποιούνται επιστημονικοί μέθοδοι ανάλυσης και ερμηνείας, όπου τα συμπεράσματα να ευνοούν/υποστηρίζουν, με ταξικό πρόσημο, τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης ενάντια σ’ αυτά της αστικής τάξης. Όλα αυτά συμβαίνουν, βέβαια, με ταξική σκοπιμότητα τη διατήρηση και αναπαραγωγή της αστικής τάξης στην εξουσία, με απροκάλυπτες ανιστόρητες αναλύσεις και μεθόδους ή άλλες «άγχρωμες και άγευστες ιστορικά», δήθεν «ουδέτερες» ερμηνείες, ώστε η νεολαία κυρίως, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και τ’ αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, από το Νηπιαγωγείο έως το Πανεπιστήμιο, ν’ αποκτήσει αντιεπιστημονική, μη κριτική και διαλεκτική σκέψη, μη πρόσβαση σε όλες τις πηγές, χωρίς ερευνητική διάθεση και συγκριτική/αξιολογική σπουδή, αλλά και ευρύτερα όλοι, όσοι ανήκουν στην εργατική και αγροτική τάξη και στα κοινωνικά μικρομεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, μέσα από βιβλία, έντυπα, ΜΜΕ, ηλεκτρονικά μέσα, προϊόντα της τέχνης (κινηματογράφος, θέατρο κ.ο.κ.) με ιδεαλιστικό, μεταφυσικό, αντι-επιστημονικό, εντέλει σκοταδιστικό περιεχόμενο. Εξαιρέσεις στον κανόνα υπάρχουν. Κάποιοι επιστήμονες επιχειρούν διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις, μη αρεστές και αντίθετες προς την κρατούσα εκπαιδευτική και κοινωνική (διαπαιδαγωγική) κρατική γραμμή. Βέβαια, δεν υπάρχει μόνο «άσπρο-μαύρο». Υπάρχουν και «άλλα χρώματα και αποχρώσεις», οι οποίες, όπως αποδεικνύεται, συγκλίνουν στην επίτευξη της παραπάνω πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Βάλτερ Πούχνερ έχει τη σοφία και τη σύνεση να μην ακολουθεί στα γραπτά κείμενά του ακραίες, αντιεπιστημονικές/αντιδιαλεκτικές απόψεις, όπως αυτές γ.π. του ιστορικού Στάθη Ν. Καλύβα1 ή του «αριστερού» πολιτικού Αλέξη Τσίπρα2 κ.ά., οι οποίοι διακηρύσσουν ότι οι επαναστάσεις ξεκίνησαν από τη σύγκρουση των ιδεών και μόνο, ότι δηλαδή δεν έπαιξαν ρόλο «τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της φεουδαρχίας, η εμφάνιση και η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η διαμόρφωση της αστικής τάξης και η συγκρότηση των επαναστατικών οργανώσεων. Μόνο οι “νεωτερικές ιδέες” που περιφέρονταν ως φαντάσματα υπεράνω της παραγωγής, ψάχνοντας γενικά και αόριστα ένα σώμα για να εκφραστούν.»3. Ο μαρξιστής ιστορικός Κώστας Σκολαρίκος γράφει: «γιορτάζουν μια Επανάσταση που δεν ήταν και τόσο Επανάσταση, μια Επανάσταση των ιδεών, με αποκλειστικό σκοπό την εθνική απελευθέρωση.»4 Ο αστός ιστορικός Στάθης Ν. Καλύβας γράφει, σχετικά, μεταξύ άλλων τα εξής: «[…] προτιμώ να αποκαλώ την Ελληνική Επανάσταση “Πόλεμο της Ανεξαρτησίας”. Και αυτό γιατί ο όρος “επανάσταση” χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλά και ανόμοια μεταξύ τους φαινόμενα (π.χ. Γαλλική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, Βιομηχανική Επανάσταση), τα οποία ελάχιστη συνάφεια έχουν με το γεγονός που μας ενδιαφέρει.»5. Δεν είναι, βέβαια, επί του παρόντος ν’ αναφερθούν αναλυτικά αντίθετες επιστημονικές απόψεις για την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε έντυπα και βιβλία, ώστε ν’ αποκτήσει ο αναγνώστης πληρέστερη ιστορική γνώση και ν’ αναπτύξει περαιτέρω την κριτική και διαλεκτική σκέψη του, το ζητούμενο ζήτημα σε κάθε επιστήμη.6 Ο Πούχνερ εκφράζει με νηφαλιότητα τις απόψεις του, τις οποίες υποστηρίζει με τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, αλλά και με τα ιστορικά τεκμήρια που ανακαλύπτει στο διάβα της περιδιάβασής του στο ευρωπαϊκό και ελληνικό θέατρο των τελευταίων δύο αιώνων. Είναι εμφανές από κάποιον αντικειμενικό και αφανάτιστο αναγνώστη, που δεν υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αστική εξουσία, όντας «φιλελεύθερος διαχρονικός απολογητής» της, ότι ο Βάλτερ Πούχνερ δεν προκαλεί τον αναγνώστη που διαθέτει αντίθετες ιδεολογικές απόψεις και που έχει στις γνωστικές «αποσκευές» του και βιβλιογραφία με αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση. Όλοι οι αναγνώστες, ανεξάρτητα ποιο μεθοδολογικό «εργαλείο» χρησιμοποιούν για την επιστημονική (ιδεαλιστική/αστική ή υλιστική/μαρξιστική) προσέγγιση της κοινωνίας, της φύσης και του ανθρώπου, έχουν την ευκαιρία να «γευτούν τους πλούσιους και γλυκείς καρπούς» αυτής της εξαίσιας «πανδαισίας» που τους προσφέρει ο σοφός ακαδημαϊκός Δάσκαλος Βάλτερ Πούχνερ. Επισημαίνουμε και υπογραμμίζουμε τη μεγάλη επιστημονική προσφορά του Θεωρητικού, Ιστορικού Ερευνητή και Μελετητή του Θεάτρου, Βάλτερ Πούχνερ, στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, που αποτυπώνεται σ’ ένα πλήθος δημοσιευμάτων και βιβλίων του –όπως συμβαίνει και σ’ αυτό το βιβλίο του– που αφορά θεατρολογικά ζητήματα προεπαναστατικά, επαναστατικά και μετεπαναστατικά της αστικής Επανάστασης του 1821, λίαν αποκαλυπτικά και ενδιαφέροντα, τα οποία πέρα από το γνωστικό επίπεδο και την ευχαρίστηση που προσφέρει η ιστορική γνώση, προβληματίζουν τον αναγνώστη και τον θωρακίζουν έτσι, ώστε να μπορεί στη συνέχεια, με βάση τις τόσες πληροφορίες και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του συγγραφέα στο παρόν βιβλίο, να εμπλουτίσει το γνωστικό «οπλοστάσιό» του και να «κτίσει» στέρεα το δικό του θεωρητικό και επιστημονικό «οικοδόμημα» της προσωπικής σκέψης του για τη γόνιμη διαμόρφωση και εξέλιξή της και όχι μόνο της θεατρολογικής κουλτούρας του. Όντας παιδαγωγός, δε διαθέτω επαρκείς επιστημονικές θεατρολογικές γνώσεις για να κρίνω προσηκόντως τέτοιου είδους βιβλία. Γι’ αυτό, κάθε φορά, που καταπιάνομαι με τη βιβλιοπαρουσίαση βιβλίων για το θέατρο, επιχειρώ μόνο μία, όσο πιο εκτενή και διαφωτιστική βιβλιοπαρουσίαση, ώστε ο ειδικός γύρω από θεατρολογικά ζητήματα ή μη αναγνώστης, να ενημερωθεί δεόντως για τα περιεχόμενα και την αξία του κάθε βιβλίου, εκφράζοντας την ταπεινή υποκειμενική μου γνώμη. Ο αναγνώστης της βιβλιοπαρουσίασής μου θα κρίνει το κείμενό μου και ιδιαίτερα το ίδιο το βιβλίο και θα διαπιστώσει αν δικαιώνονται ή μη, οι απόψεις μου, για την αξία της ερευνητικής, μελετητικής, ερμηνευτικής και εντέλει συγγραφικής εργασίας του δημιουργού συγγραφέα. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε εφτά κεφάλαια: Προηγούνται, βέβαια, τα «Προλεγόμενα» του συγγραφέα, κριτικού και εκδότη/διευθυντή του περ. «Ιστορία Εικονογραφημένη», Διονύση Ν. Μουσμούτη, ο οποίος γράφει, μεταξύ άλλων: «[…] Το βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ είναι πολλαπλώς συναρπαστικό, καθώς συγκεντρώνει μελετήματα που αναδεικνύουν τη διαλεκτική διαδικασία της εναλλαγής και της εξισορρόπησης των αντιθετικών τάσεων της μυθοποίησης και της απομυθοποίησης, με τις διαφορετικές θεματικές και ιδεολογικές, δραματουργικές και αισθητικές, γλωσσικές και υφολογικές στρατηγικές και μορφοποιήσεις.[…]» και ο «Πρόλογος» του συγγραφέα. Τα κεφάλαια είναι τα εξής: 1.«Προεισαγωγικά: Περί μεθόδων» 2.«Εισαγωγικά: Το Θέατρο στην Επανάσταση» 3.«Η Ελληνική Επανάσταση στο Ευρωπαϊκό Θέατρο» 4.«Η Ελληνική Επανάσταση στην Ελληνική Δραματουργία» 5.«Το Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές παραστάσεις» 6.«Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία» 7.«Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση» Ολοκληρώνει με το κείμενο: Επίλογος: «Το τέλος του ιστορικού δράματος;» Μερικές από τις διαπιστώσεις και επισημάνσεις του Πούχνερ, αν και είναι πολλές και ποικίλες, διάσπαρτες στη μονογραφία του, είναι: –«Το θέατρο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο ήδη στις προπαρασκευαστικές φάσεις του ξεσηκωμού, αφυπνίζοντας τη συνείδηση της εθνικής αυθυποστασίας και καλλιεργώντας τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μέσα στο διδακτικό πνεύμα του Διαφωτισμού, που χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη επιτυχία τις σκηνικές παραστάσεις για την εμπέδωση των ιδεών της διοικητικής αυτοδιάθεσης, της εδαφικής ανεξαρτησίας και του εθνικού κράτους.» –Στο εξωτερικό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα ανεβάστηκαν «θεατρικές παραστάσεις, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και σε διάφορες χώρες και γλώσσες δημιουργήθηκε μια ολόκληρη φιλελληνική δραματουργία με θέματα και μορφές από τον Αγώνα του ’21, βεβαίως αισθητικά και υφολογικά στα πλαίσια του Ρομαντισμού, του Οριενταλισμού και του εξωτισμού.» –«Τα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, από την οπτική του εξωτερικού, συχνά παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα για τα ελληνικά πράγματα και τη σημασία τους […] (στην ιστορία των Βαλκανίων) οι εσωτερικές και εξωτερικές οπτικές γωνίες, παρά τις διαφορές και αντιθέσεις τους, έχουν τη δυνατότητα να αλληλοσυμπληρώνονται, να συγχωνεύονται, να αναμειγνύονται, αν και σπάνια δημιουργούν μια πραγματικά πρισματική και συνεκτική εικόνα, γιατί οι αντιφάσεις δεν αμβλύνονται και οι αποστάσεις παραμένουν αγεφύρωτες. Μια τέτοια περίπτωση είναι χωρίς άλλο και η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου η δυσκολία της ασυμβατότητας πολλαπλασιάζεται ακόμα από την ασυνήθιστη συνθετότητα των επιμέρους γεγονότων του ξεσηκωμού και το πολύ μεγάλο εύρος των δυνατοτήτων ερμηνείας τους σύμφωνα με ποικίλους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, επιστημονικές ειδικεύσεις και την περίπλοκη κατάσταση του ίδιου πληροφοριακού υλικού των πηγών, που απαιτεί κριτική αντιμετώπιση, διασταύρωση και επαλήθευση, και οι απλουστευτικές συνόψεις μπορούν να φτάσουν σε μερικές περιπτώσεις, με ακριβώς το ίδιο πληροφοριακό υλικό, σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα.» Σταματώ εδώ, για να μην παρασυρθώ από το λογικό, κριτικό και επιστημονικό λόγο του σοφού δασκάλου, και έτσι αντιγράψω, χωρίς να το αντιληφτώ, το μισό βιβλίο. Απλά, αντέγραψα ορισμένα αποσπάσματα για να διαπιστώσει ο αναγνώστης τη γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα και τον τρόπο σκέψης του, τα οποία ομολογουμένως θα απολαύσει κατά την ανάγνωση ολόκληρης της μονογραφίας. Πάμπολλα και πολύ ενδιαφέροντα είναι τα θεατρικά έργα που παρουσιάζει, άλλα επιγραμματικά, άλλα περιληπτικά με ακροθιγείς κρίσεις και άλλα με περισπούδαστη ερμηνευτική ικανότητα, αληθινή απόλαυση για κάθε φιλομαθή και θεατρόφιλο αναγνώστη, ιδιαίτερα δε για κάθε θεατρολόγο και παιδαγωγό. Η ευρωπαϊκή και η ελληνική δραματουργία έχει να μας παρουσιάσει ένα πλήθος θεατρικών έργων για ενήλικες, αλλά και για παιδιά (για το σχολικό κυρίως θέατρο), μέχρι τις μέρες μας. Για τα συναφή θεματολογικά έργα του ευρωπαϊκού θεάτρου αναφέρεται σε αυτά που γράφτηκαν και ανεβάστηκαν μέσα στην «ιστορική συγκυρία» έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης και κατά τη διάρκειά της. Οι δραματουργοί είχαν επηρεαστεί σαφώς κατά την προεπαναστατική περίοδο υπέρ της ελληνικής ιστορίας, κυρίως από το κίνημα του Διαφωτισμού, από τα βιβλία και τα κείμενα των ξένων περιηγητών, που ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα, από τα καλλιτεχνικά ρεύματα και έργα διαφόρων καλλιτεχνών κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο φιλελληνισμός στα πεδία των μαχών, αλλά και στα γράμματα και στο θέατρο, με την εμφάνιση δραματουργών, έργων τους και παραστάσεών τους, με διάφορους θεματικούς κύκλους για φάσεις του Αγώνα, γεγονότα και ήρωες, ακόμη και στους μετεπαναστατικούς χρόνους. Ιδιαίτερα, ο Πούχνερ αναλύει και ερμηνεύει διεξοδικά δύο έργα: Harro Paul Harring (1798-1870), «Ο αρνησίθρησκος του Μοριά» Jos.Bar. Ow, «Mesolonghi». Στην ελληνική δραματουργία συμπεριλαμβάνονται πολλά θεατρικά έργα, τα οποία κατατάσσει σε χρονικές περιόδους (1820-1860, 1860-1900, 1900-1922, Μεσοπόλεμος, Μεταπολεμική περίοδος) και ορισμένα απ’ αυτά τα ερμηνεύει λιγότερο ή περισσότερο διεξοδικά. Στέκεται δε με σπουδή σε ορισμένα, στα υποκεφάλαια: «Ο Θεόδωρος Αλκαίος και η λαϊκότροπη πατριωτική τραγωδία του ’21» (σ. 187-266), «Ο Παναγιώτης Σούτσος και η ποιητική πατριωτική τραγωδία» (σ. 267-321), «Οι δρόμοι της απομυθοποίησης “Νικήρατος” (1826), “Να ζη το Μεσολόγγι” (1928), “Το μπουκάλι” (1983)», έργα αντίστοιχα των Ευανθίας Καΐρη, Βασίλη Ρώτα και Βασίλη Ζιώγα (σ. 322-396). Στο κεφάλαιο «Το Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές παραστάσεις» ο Πούχνερ θα μελετήσει ιδιαίτερα το έργο «Ο Κατσαντώνης» του Αντώνη Μόλλα. Στο κεφάλαιο «Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία», το οποίο προσωπικά μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα, θίγει αρκετά ενδιαφέροντα ζητήματα, κάνει αναφορές σε κάποια έργα του σχολικού θεάτρου και θέτει προβληματισμούς και προτάσεις, όπως το έχει ξανακάνει από το 1996 μέχρι σήμερα, δημοσιεύοντας ενδιαφέρουσες σχετικές εργασίες, χρήσιμες για την Ιστορία του Σχολικού και του ενγένει Θεάτρου για παιδιά, αλλά και του Ερασιτεχνικού Θεάτρου, μιας περιοχής της θεατρολογικής έρευνας αρκετά φτωχής, όπως άλλωστε και του σχολικού θεάτρου (ηλικίας 200 χρόνων) και του επαγγελματικού θεάτρου για παιδιά (ηλικίας 70 χρόνων), επιστημονικά αντικείμενα που δυστυχώς δε διδάσκονται με αυτοτελή μαθήματα στα πανεπιστήμια, αλλά εντελώς αποσπασματικά και εμβόλιμα σε άλλα μαθήματα. Στη σελ. 183 του βιβλίου γράφει ο Πούχνερ: «Το σχολικό θέατρο, ως προς τον κύκλο του ’21, έχει αναπτύξει μια ξεχωριστή δυναμική». Εδώ, θα ήθελα να σημειώσω ως παραπομπή την εξής υποσημείωση, η οποία ενδεχομένως να ενδιαφέρει κάποιους θεατρολόγους και εκπαιδευτικούς: Υπάρχουν κάποιες σχετικές ερευνητικές και μελετητικές σχετικές εργασίες, μεταξύ των οποίων του Θανάση Ν. Καραγιάννη, «Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο (1950-1974) [Μια πρώτη προσέγγιση]». Κοίτα στο βιβλίο του Θεατρικές διαδρομές σε κείμενα, βιβλία και παραστάσεις για παιδιά και ενήλικες. Ιστορικά και θεωρητικά ζητήματα, Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2021, σ. 64-114, αλλά και άλλα παρόμοια μελετήματα που ετοιμάζει ο ίδιος με θέμα την «Ελληνική Επανάσταση στο Σχολικό Θέατρο» κ.ά. Στο κεφάλαιο «Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση» ο Βάλτερ Πούχνερ με υποδειγματικό τρόπο αναλύει και μας παρουσιάζει κάποια θεατρικά έργα: Του Ιωάννη Ζαμπέλιου, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1818), έργο που παίχτηκε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη, το 1821, και «διακόπηκε βίαια από τους Τούρκους». Ο Πούχνερ αναφέρεται και σε άλλα έργα, με κεντρικό ήρωα τον Κ. Παλαιολόγο, όπως: του Δ. Δημητριάδη, «Η αρχή της ζωής», του Ν. Καζαντζάκη, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», του Ι. Ζώη και Θ. Κωτσόπουλου με τον ίδιο τίτλο, του Θ. Τερζόπουλου, «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι». Του Βασίλη Ρώτα, «Ο Ρήγας Βελεστινλής» και Διάφορα έργα για τον Καποδίστρια των Ι. Ζαμπέλιου, Υπάτιου Ζ. Αυγερινού, Π. Φλώρου, Δ. Χρονόπουλου, Γ. Θεοτοκά, Ν. Καζαντζάκη. Στον «Επίλογο» ο Πούχνερ θέτει στοιχεία, επιχειρήματα και προβληματισμούς, αλλά ευθέως και τις επιστημονικές απόψεις του για το ζήτημα: «Αν ήρθε ή όχι το τέλος του ιστορικού δράματος». Ένα κείμενο, πρόσφορο για συνεχή γόνιμο διεπιστημονικό διάλογο, αφού αφορά διάφορες επιστήμες και επιστήμονες (Κοινωνιολόγους, Παιδαγωγούς, Θεατρολόγους, Πολιτικούς επιστήμονες κ.ά.) Πρόκειται για ένα από τα πιο ώριμα έργα του πολυγράφου και πολύπειρου διανοητή, και σημαντικού θεωρητικού, ερευνητή/μελετητή των Θεατρικών Σπουδών, και όχι μόνο, Βάλτερ Πούχνερ, καρπός μακροχρόνιας προσπάθειας και ακαδημαϊκής διδασκαλίας και του παρόντος αντικειμένου. Ένα τέτοιου είδους βιβλίο δε γράφεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απαιτούνται, ασφαλώς, μολύμοχθη, χρονοβόρα, υπεύθυνη και ενδελεχής έρευνα/μελέτη, προδημοσιεύσεις και εισηγήσεις σε συνέδρια, αλλά και αξιοθαύμαστη τεχνική για τη σύνθεση του ογκώδους υλικού που έχει συλλεχτεί για το θέμα και η κατάλληλη αξιοποίησή του σ’ ένα βιβλίο, επετειακού μάλιστα χαρακτήρα. Προτείνω απερίφραστα να μελετηθεί αυτό το αξιόλογο πολυσέλιδο πόνημα του επιφανούς πνευματικού δημιουργού, ίσως του πολυγραφότερου πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού δασκάλου ή έστω από τους πιο πολυγράφους πανεπιστημιακούς καθηγητές ζώντες και τεθνεώντες. Θαυμάσια η επιμέλεια του κειμένου, που πραγματοποίησε με υπευθυνότητα και πλήρη επιστημονική γνώση, η Ομ. Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυριακή Πετράκου, πολυγράφος κι αυτή, εργατικότατη και πολυπράγμων στα περί θεάτρου επιστημονικά και εκδοτικά συμβαίνοντα, ακόμη και μετά από την αφυπηρέτησή της. Συγχαρητήρια αξίζουν και στον εκδότη Γρηγόρη Πλαστάρα, των εκδόσεων ΟΤΑΝ, για τη θαυμάσια και επιμελημένη έκδοση που έχω στα χέρια μου και ελπίζω να μελετηθεί από όλους τους θεατρολόγους και εκπαιδευτικούς, αλλά και από τους φοιτητές των Τμημάτων Θεατρικών Σποδών και Παιδαγωγικών Τμημάτων των πανεπιστημίων μας και ακόμη από κάθε θεατρόφιλο και φιλομαθή αναγνώστη. Πιστεύω ότι διαβάζοντας κάποιος τέτοιου είδους βιβλία, θωρακίζει σημαντικά την ιστορική, θεατρική και ενγένει πολιτισμική κουλτούρα του, καθώς και την προσωπικότητά του. Και ότι δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου να παρακολουθούμε θεατρικές παραστάσεις μόνο, αλλά πρωτίστως να διαθέτουμε μια ευρύτερη γνώση εκ των προτέρων για τα έργα για ενήλικες που θα παρακολουθήσουμε (για τη ζωή και το έργο του κάθε δραματουργού, για την υπόθεση του έργου, για την εποχή που γράφτηκε, για τα αισθητικά ρεύματα που επικρατούσαν κ.ο.κ.), αλλά και για την ιστορία του σχολικού θεάτρου και του θεάτρου για παιδιά (ιδιαίτερα αυτά τα ζητήματα αφορούν τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους ηθοποιούς, που παίζουν στο επαγγελματικό θέατρο για παιδιά), τη θεματογραφία των έργων και τη σκηνική παρουσία τους κ.λπ. Η θεωρητική ενασχόληση με το είδος θα τονώσει την αγάπη όλων μας για το θέατρο, την εξαίσια αυτή τέχνη των τεχνών. Υ.Γ.: Διαβάζοντας απόσπασμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου (σελ. 371-372),, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται σε τρία αφιερώματα που επιμελήθηκα για το έργο του Ρώτα, θα ήθελα, ακόμη να προσθέσω για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη του παρόντος παρουσιαζόμενου βιβλίου, ορισμένα ακόμη σχετικά αφιερώματα που επιμελήθηκα ή πρότεινα να πραγματοποιηθούν: 1.Αφιέρωμα που επιμελήθηκα με θέμα: «Βασίλης Ρώτας: 25 χρόνια απ’ το θάνατό του», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 444-445, 2002, σ. 360-374, με τα εξής κείμενα: Ρένου-Παναγιώτη Ρώτα, «Ο σεβασμός προς το παιδί στο έργο του Βασίλη Ρώτα», Μιχάλη Σταφυλά, «Η ιδιοτυπία του Βασίλη Ρώτα», Μαρίας Τζαφεροπούλου, «Η παρουσία του χιούμορ στην “Αυγούλα” του Βασίλη Ρώτα», Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλη Ρώτα “Νενικήκαμεν” (μονόπρακτο για παιδιά), 1929. Σύντομη αναφορά στην υπόθεση και στους δραματικούς ήρωες του έργου». 2.Μαζί με την Αριστέα Κομνηνέλλη επιμεληθήκαμε αφιερώματος, με θέμα «Ο Θεατράνθρωπος Βασίλης Ρώτας», στο περ. «Μανδραγόρας», τεύχ. 38, Απρίλιος 2008, σ. 74-105, με τα εξής κείμενα: Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας. Ο Θεατράνθρωπος, ο Δραματουργός, ο Μεταφραστής. Χρονολόγιο [Βασικό συνοπτικό σχεδίασμα]» (σσ.: Το πληρέστερο χρονολόγιο μέχρι σήμερα για τη συμβολή του Ρώτα στο θέατρο), Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας και Θέατρο Σκιών. Αναφορές-Επισημάνσεις-Προσεγγίσεις», Βάλτερ Πούχνερ, «Βασίλης Ρώτας. Θεατρικές μεταφράσεις. Σίλλερ: Δον Κάρλος, Μαρία Στούαρτ. Χάουπτμαν: Ρόζα Μπερντ, Η Χανέλα πάει στον παράδεισο», Αριστέα Κομνηνέλλη, «Ο Βασίλης Ρώτας μεταφράζει William Shakespeare. Αποσπάσματα από μεταφράσεις», Κυριακής Πετράκου, «Η θεατρική πορεία του Ρήγα Βελεστινλή του Βασίλη Ρώτα», Βαρβάρας Γεωργοπούλου, «Ο Βασίλης Ρώτας ως θεωρητικός και κριτικός του Θεάτρου στο Μεσοπόλεμο», Παναγιώτη Νούτσου, «Προαπαιτούμενα για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης του Βασίλη Ρώτα», Κατερίνας Ρώτα, «Βασίλης Ρώτας, ο παππούλης μου», Κώστα Κρεμμύδα, «Βασίλης Ρώτας. Κρίσεις για τον Καρυωτάκη και το έργο του». 3.Μικρό αφιέρωμα (επιμέλεια: Β. Δ. Αναγνωστόπουλος) στο περ. «Διαδρομές στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους», τεύχ. 9-10, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2003, σ. 69-92 με δύο κείμενα: Βάλτερ Πούχνερ, «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα» και Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας: Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, οι σπουδές του», και 4.«Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Βασίλη Ρώτα, 25 χρόνια από το θάνατό του» (επιμέλεια: Φ. Κ. Βώρος) σε δύο τεύχη του περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τεύχ. 63-64, Ιαν. – Ιούν. 2002, σ. 9-26: Βασίλη Ασημομύτη, «Βασίλης Ρώτας (1889-1977). Εικοσιπέντε χρόνια απουσίας», Χάρη Σακελλαρίου, «Η κοινωνιολογική θέαση του κόσμου στην παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα», Φ. Κ. Βώρου, «Ο πολιτισμός στο Βουνό» και τεύχ. 65-66, Ιούλ. – Δεκ. 2002, σ. 12-29: Θανάση Καραγιάννη, «Η πολιτική ποίηση του Βασίλη Ρώτα. Προσεγγίσεις με φόντο τη Μετακατοχική Περίοδο». Επίσης, αναφέρω το αφιέρωμα για το έργο του Ρώτα που επιμελήθηκε η Βούλα Δαμιανάκου στο περ. «Η Λέξη», τεύχ. 116, Ιούλ.-Αύγ. 1993, σ. 419-447 και είχε προηγηθεί όλων των προηγουμένων: «Βασίλης Ρώτας» (εισαγωγή-σημειώσεις: Πλάτων Μαυρομούστακος, σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση του Β. Ρώτα: «Το Θέατρο στο Βουνό – Ιστορία και Αναμνήσεις»), Βούλας Δαμιανάκου, «Βασίλης Ρώτας, πρωτοπόρος στη ζωή και στην τέχνη», Νικηφόρου Ρώτα, «Σχόλιο για τον Βασίλη Ρώτα τον πατέρα μου και την εποχή μας». Παραπομπές 1.«Όλα ξεκίνησαν από τις ιδέες», στο: Ελληνικό όνειρο, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2020, σ. 23. 2.«Γνωρίζουμε ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Όπως και η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στο χώρο των ιδεών. Ανάμεσα στο 1770 και στο 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο Παρίσι έφτασαν ως τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού.» Παρόμοιες απόψεις εκφράζει, σχετικά, ο Κώστας Σκολαρίκος (κοίτα στην επόμενη υποσημείωση), αλλά ουσιαστικά, εντέλει, προσδιορίζουν την αντίθετη επιστημονική και ταξική θέση του: «Οι αστοί διανοούμενοι ανόρθωσαν εκείνη την εποχή το μπόι της ανθρώπινης σκέψης σε πρωτόγνωρα ύψη, επιδιώκοντας να αντικαταστήσουν τα θρησκευτικά δόγματα με την επιστήμη και αμφισβητώντας κάθε αποδεκτή αντίληψη της εποχής τους. Οι αστοί επαναστάτες δεν λυπήθηκαν θυσίες και ηρωισμούς για να κινήσουν τον παλιό κόσμο. Η μαζική λαϊκή επαναστατική πάλη εισέβαλε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της Ιστορίας, αποτελώντας καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. […] Οι προσπάθειες (σσ.: σήμερα) της αστικής δημοσιολογίας και ιστοριογραφίας να αφαιρέσουν κάθε αναφορά στην ταξική πάλη και τις επαναστάσεις ως κινητήριων δυνάμεων της ιστορικής εξέλιξης, η απόπειρα να παρουσιαστούν οι “καπιταλιστικές” ιδέες της Αναγέννησης (15ος-16ος αιώνας) ως νεωτερικές (την ίδια στιγμή μάλιστα που οι θέσεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος παρουσιάζονται ως ξεπερασμένες), η ταξική και πολιτική εργαλειοποίηση της Ιστορίας κ.λπ. αποτελούν την ιδεολογική αντανάκλαση του σάπιου και γερασμένου καπιταλισμού. […]» 3.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου, «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός γερασμένου” συστήματος», εφ. «Ριζοσπάστης», 15-16.5.2021, σ. 26. 4.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου, «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός γερασμένου” συστήματος», ό.π., σ. 26-27. 5.Κοίτα: Στάθη Ν. Καλύβας, Ελληνικό όνειρο, ό.π., σ. 17. 6.Κοίτα το βιβλίο 1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του Ελληνικού Αστικού Κράτους, Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2020, σσ. 400.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Αιμίλιος Κομβόπουλος. Ρωμιός ερασιτέχνης ηθοποιός και σκηνοθέτης Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2019, 110 σελ. Παρουσιάζει η Κυριακή Πετράκου // Καθηγήτρια Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι συγγραφέας πολλών μελετών, επί πολλών θεμάτων, βιβλίων και άρθρων, με έμφαση, όπως υπαγορεύεται από τη θεμελιώδη ενασχόλησή του με το σχολείο, στην παιδαγωγική διάσταση της λογοτεχνίας και της τέχνης που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Το θέατρο κατέχει περίοπτη θέση στα ενδιαφέροντά του, αρχής γενομένης από τη διδακτορική διατριβή του (Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους. Θέατρο – Ποίηση – Πεζογραφία – «Κλασσικά Εικονογραφημένα», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007). Έκτοτε ασχολείται εντατικά, συστηματικά και δόκιμα με τη θεατρική έρευνα, εστιασμένη ιδίως –αν και όχι αποκλειστικά– στο θέατρο για ανηλίκους. Για ένα διάστημα έγραφε θεατρική κριτική για το παιδικό/νεανικό θέατρο, τομέα εντελώς ασυνήθιστο αν όχι ανύπαρκτο, στη θεατρική κριτική, ουσιαστικά μια καινοτομία. Παρουσίαζε επίσης παραστάσεις του παιδικού θεάτρου της εποχής στο αείμνηστο τηλεοπτικό κανάλι 902. Ακόμα έχει διδάξει παιδικό θέατρο στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τα δύο τελευταία χρόνια, μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη και ερευνά τα έργα και τις παραστάσεις του ερασιτεχνικού και παιδικού ως επί το πλείστον θεάτρου εκεί. Οι θεατρικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη και γενικώς στην λεγόμενη καθ’ ημάς Ανατολή, αποτελούν αντικείμενο έρευνας στα πλαίσια της ελληνικής θεατρολογίας τις τελευταίες δεκαετίες, αποκαλύπτοντας μια θεατρική ζωή πλουσιότερη από αυτήν του ελλαδικού χώρου τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (σε ποσότητα, καθόσον κέντρο των εξελίξεων στο δράμα αλλά και στις παραστασιακές μεθόδους υπήρξε ανέκαθεν η Αθήνα, όπως είναι εύλογο). Η ερασιτεχνία εντάσσεται σε αυτήν και έχει γίνει αντικείμενο έρευνας ήδη από τους πρώτους ιστορικούς του θεάτρου μας, Νικόλαο Λάσκαρη και Γιάννη Σιδέρη, οι οποίοι όμως δεν κατανόησαν πλήρως την αξία της. Οι σύγχρονοι θεατρολόγοι όμως έχουν αρχίσει να την κατανοούν και να την εκτιμούν. Το εν λόγω βιβλίο του Θανάση Καραγιάννη έχει μια σαφέστατη δομή κατά τη δόκιμη και καθιερωμένη μεθοδολογία, η οποία είναι η πλέον εύληπτη (και ευχάριστη) στον αναγνώστη. Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ζωή του Αιμίλιου Κομβόπουλου» παρουσιάζει στη διαχρονία την γενεαλογία και την προσωπική ιστορία του Αι. Κομβόπουλου: τη ζωή και την ιστορία των γονιών του, τη δική του, τα παιδιά του, τα επαγγέλματα, τις στροφές της ζωής του. Πέρα από την έννοια της βιογραφίας ενός προσώπου που για κάποιον λόγο μας ενδιαφέρει, μαθαίνουμε ή θυμόμαστε τις τύχες των Ελλήνων στην Πόλη, που πάντα μας συγκινεί και μας πονάει. Δεν ξεχνάμε ότι και όταν χάθηκε για τον Ελληνισμό επισήμως η Πόλη, δεν χάθηκε εντελώς. Έμεινε ως ισχυρό θρησκευτικό, οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο μια ισχυρής ελληνικής παροικίας έως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οπότε οι τουρκικοί διωγμοί προκάλεσαν τη συρρίκνωσή της. Ο Αιμίλιος Κομβόπουλος (γεννήθηκε το 1927), παρότι οι ιστορικές περιστάσεις τον ανάγκασαν να γίνει βιοπαλαιστής και να μην αποκτήσει την παιδεία την οποία επιθυμούσε διακαώς, είχε πάντοτε την κλίση των Κωνσταντινουπολιτών για τον πολιτισμό γενικά και το θέατρο ειδικά. Διέθετε προφανώς φυσικό ταλέντο και είχε καλή φωνή. Η θεατρική πορεία του διήρκεσε 50 χρόνια και ήταν πλήρης. Πρωταγωνίστησε ή συμμετείχε σε παραστάσεις, ορισμένες τις σκηνοθέτησε. (Δεύτερο κεφάλαιο: «Η προσφορά του Αιμίλιου Κομβόπουλου στο Ρωμαίικο Ερασιτεχνικό Θέατρο της Κωνσταντινούπολης») Η μελέτη αυτή του Θαν. Καραγιάννη παρουσιάζει τις παραγωγές για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, δίνοντας όλους τους παράγοντες, και φωτογραφικό υλικό που περιλαμβάνει και προγράμματα. Παραθέτει και μια συνέντευξη με τον ίδιο τον Αι. Κομβόπουλο, ο οποίος, με τον απλό και βιωματικό λόγο του, μεταφέρει συγκινητικά την αγάπη του (για το θέατρο) και την εμπειρία του από το θέατρο. Με την πληρότητα αυτή, εκτός από ευχάριστο ανάγνωσμα, το βιβλίο αποτελεί μελέτη αναφοράς για τον ειδικό του θεάτρου, που γνωρίζει τα θέματα και την αξία τους.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Γιάννης Δ. Μπάρτζης – Δέσποινα Στίκα

UFO στη Β΄ Γυμνασίου!

Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
Θεσσαλονίκη 2013, σ. 123

Ο  Δρ. Γιάννης Δ. Μπάρτζης, πολυγράφος και καταξιωμένος επιστήμονας, εκπαιδευτικός και λογοτέχνης, έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με θέματα επιστημονικής φαντασίας και συγκεκριμένα στα 1990    κυκλοφόρησε το βιβλίο του UFO στα Διγελιώτικα. Μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτης, το οποίο είχε αποσπάσει το 1ο Πανελλήνιο Βραβείο Επιστημονικής Φαντασίας (1989) από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό για παιδιά «Συνεργασία» της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. (τεύχ. 66) ένα διήγημά του –και πάλι επιστημονικής φαντασίας– με τον τίτλο: «Πλανήτης Γη SOS – Ένα παράξενο φως». Αυτό το διήγημα αποτέλεσε τη μαγιά για την παραγωγή του παρουσιαζόμενου εδώ μυθιστορήματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του συγγραφέα με τη γνωστή και άξια εικονογράφο και συγγραφέα κ. Δέσποινα Στίκα.
Ένα «παράξενο συμβάν» ένα «μυστηριώδες γεγονός» συγκλονίζει και κινητοποιεί ένα παιδί της Β΄ Γυμνασίου: «άλλοι» του υποβάλλουν την επιθυμία και οδηγούν τα βήματά του προς τα βράχια του κάστρου, στη μεσιανή μεγάλη σπηλιά, κοντά στο χωριό του. Εκεί βλέπει «το παράξενο φως»… και διακρίνει «ένα γυαλιστερό, μεταλλικό, στρογγυλό αντικείμενο με πολλά κρυστάλλινα, φωτεινά παραθυράκια», αναποδογυρισμένο με τρεις κεραίες προς το έδαφος, στο μέγεθος μιας λεκάνης πλυσίματος ρούχων, με βάρος δυσανάλογο με το μέγεθός του. Τηλεπαθητικά επικοινωνεί με τα μικροσκοπικά εξάποδα, όχι εξωγήινα, αλλά γήινα όντα, τα οποία βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. Γήινα όντα μιας άλλης, όμως, χρονικής διάστασης, «ταξιδιώτες στο χρόνο», ταξιδιώτες που έρχονται από το μέλλον και ταξιδεύουν με το «χρονοπλοίο» τους.
Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία του ήρωά μας και η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, η οποία αποτυπώνεται ως περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας από τους δυο συγγραφείς μας. Ό ήρωας δε γίνεται πιστευτός από κανένα, ή μάλλον –έστω με δυσπιστία αρχικά– μόνο από τον καθηγητή της Φυσικής στο σχολειό του, ο οποίος γίνεται αρωγός του στην εξιχνίαση του μυστηρίου. «Στην υπόθεση έχει εμπλακεί και ένας σιδεράς ανίδεος περί τα επιστημονικά. Και στη συνέχεια εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους, η ΕΥΠ, η Αντιτρομοκρατική, η Δίωξη Ναρκωτικών, το ΣΔΟΕ … ως και ο εξοχότατος Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως.»[1]  
Οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα και τη φαντασία να συνθέσουν μια πολύπλοκη υπόθεση, με δράση των ηρώων, με αγωνία και σασπένς. Ο μύθος είναι βασισμένος σ’ επιστημονικά δεδομένα και από τη μια φανερώνεται στον αναγνώστη η οξύνοια και η επιστημονική φιλομάθεια ενός μαθητή και από την άλλη η παιδαγωγική ευαισθησία ενός καθηγητή του, ο οποίος έρχεται ως αρωγός στους προβληματισμούς και στις ανησυχίες του. Και δεν είναι τυχαίο που ο καθηγητής είναι φυσικός. Και μάλιστα είναι αυτός που υπερβαίνει τα εσκαμμένα κατά τη διδασκαλία με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη στο σχολικό βιβλίο. Είναι αυτός που ενημερώνει τους μαθητές του για επιστημονικά θέματα που αφορούν τη φυσική, «το αμφιλεγόμενο Πείραμα της Φιλαδέλφειας του Αϊνστάιν και την πρόβλεψή του για ταξίδια μες στο χρόνο» κ.ά. Ο φυσικός, που δεν εμπιστεύεται τις «φαντασιώσεις» του «ονειροπαρμένου» μαθητή του, αλλά ως παιδαγωγός υποχωρεί στις πιέσεις του και ερευνά μαζί του … Γράφει, σχετικά, στο ημερολόγιό του: «Μα ως παιδαγωγός με την ευρεία έννοια, συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης προς το μαθητή μου, πίστευα ότι για την προστασία της ψυχικής του υγείας προχωρούσα στην πλέον επιβεβλημένη κίνηση.»
Η αληθοφάνεια των γεγονότων παρασύρουν τον αναγνώστη σε σκέψεις, σε προβληματισμούς και σε αμφισβητήσεις. Η σατιρική διάθεση των συγγραφέων σε σχέση με την ημιμάθεια, την αφέλεια και την πολιτική  καχυποψία των αστυνομικών και των άλλων δημόσιων λειτουργών και υπηρεσιών είναι εμφανής. Οι υπερβολές και οι γκάφες τους προκαλούν το γέλιο στον αναγνώστη, ο οποίος προβληματίζεται για την αναποτελεσματικότητα που αρκετές φορές υπάρχει στο δημόσιο κοινωνικό και πολιτικό βίο μας, από άστοχες και επιπόλαιες ενέργειες κρατικών φορέων. Παραπέμπει, ίσως, σε παλιότερες εποχές, που η γραφικότητα της συμπεριφοράς και των ενεργειών των οργάνων της τάξεως σε  παρόμοια συμβάντα ήταν παροιμιώδης.
Οι συγγραφείς, εντέλει, μας φανερώνουν ξεκάθαρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης του έργου, την ορθή επιστημονική άποψη ότι οι μαθητές που διαθέτουν δημιουργική φαντασία και αποκλίνουσα νόηση, αυτοί οι οποίοι ερευνούν και διαβάζουν περισσότερα βιβλία, πέρα από τα σχολικά, είναι δυνατό να προοδεύσουν στη ζωή, στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιστήμες, σε οποιοδήποτε επάγγελμα κι αν επιλέξουν. Η επιστημονική φαντασία, η οποία είναι έντονη στο παρόν μυθιστόρημα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ήρωας οπωσδήποτε θα πετύχει στη ζωή του και θα μεγαλουργήσει σε δημιουργικότητα, σε κοινωνική επινοητικότητα, σε προοδευτική κατεύθυνση, παρασύροντας και τους γύρω του προς την κατεύθυνση αυτή. Ο μύθος, όμως, μας δείχνει και τη δύναμη που μπορεί να έχουν και το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι παράγοντες οικογένεια και σχολείο, όταν μάλιστα στηρίζουν την παρόμοια με τον ήρωά μας πορεία στη σχολική και κοινωνική του ζωή ως νήπιο, παιδί και έφηβο.   
Προκρίνω τέτοιου είδους αναγνώσματα για παιδιά και εφήβους, που εκτός από την περιπέτεια των ηρώων και την ενδιαφέρουσα και γοργή ροή του μύθου, περιέχουν επιστημονικές γνώσεις (εδώ: αστροφυσικής, βιολογίας και φυσικής) και κυρίως των θεωριών ενός κορυφαίου επιστήμονα όπως είναι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και το περίφημο «Πείραμα της Φιλαδέλφειας».[2]
Επίσης, θα χαρακτήριζα ως επιτυχή την αποπειραθείσα πρωτότυπη δομή από τους συγγραφείς/λογοτέχνες ενός μυθιστορήματος, που δε διαθέτει ενιαία αφήγηση, αλλά συγχρόνως παράλληλα αφηγηματικά στοιχεία, που εξελίσσουν όμως την ιστορία, η οποία διαθέτει συγκεκριμένο θέμα, αρχή, κορύφωση της δράσης των ηρώων της και τέλος. Μια ιστορία όπου όλα εξελίσσονται, με τη δράση των πρωταγωνιστικών της προσώπων («Κρατούν σελίδες ημερολογίου, γράφουν μικρά σημειώματα, στέλνουν e-mail, εκτυπώνουν Fax, πληκτρολογούν  SMS στο κινητό τους, επικοινωνούν με MSN, υπογράφουν επίσημα έγγραφα …»), με πλοκή γεγονότων, με απρόοπτα συμβάντα, με ενδιαφέροντες διαλόγους. Όλα προσθέτουν στον αναγνώστη γνώσεις, παράγουν προβληματισμούς, εξάπτουν τη φαντασία του και τον ικανοποιούν αισθητικά. Σημαντικά στοιχεία για μυθιστόρημα που απευθύνεται σε παιδιά και κυρίως σ’ εφήβους.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης είναι ένας δεινός λογοτέχνης και μάλιστα ένας εμπνευσμένος δημιουργός λογοτεχνικών κειμένων για παιδιά, που εντάσσονται ειδολογικά σ’ εκείνα της επιστημονικής φαντασίας.[3] Εδώ διαπιστώνουμε ότι και η Δέσποινα Στίκα συμβάλλει καθοριστικά ώστε ν’ αποκτήσει θετικό πρόσημο το παρόν έργο. Άρα, πρόκειται για συνεργασία με θετική έκβαση.
Το κείμενο αυτό αξίζει να διαβαστεί από μεγάλα παιδιά και εφήβους και να συζητηθεί με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους. Αυτό ενδείκνυται βέβαια για όλες τις περιπτώσεις, δηλ. μετά το διάβασμα ενός βιβλίου από τα παιδιά και πριν (όταν υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί το θεατρικό κείμενο) και μετά από την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης.

                                                                                                      Θανάσης Ν. Καραγιάννης




[1]. Απόσπασμα από το κείμενο του οπισθόφυλλου.
[2]. Στο διαδίκτυο διαβάζουμε τα εξής: «Η πρώτη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το Πείραμα της Philadelphia είναι ουσιαστικά εκείνη των οπαδών του μυστηρίου και υποστηρίζει ότι πράγματι έγινε ένα πείραμα το οποίο είχε ως στόχο την απόκρυψη ενός πλοίου από τα ραντάρ και/ή από τα ανθρώπινα μάτια. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ισχυρό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε εφαρμογή των θεωριών του Einstein για τα ενοποιημένα πεδία και του Tesla για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι το πείραμα είχε τραγικά και απροσδόκητα αποτελέσματα, τόσο σε ότι αφορά τις ζωές των μελών του πληρώματος όσο και τα επιστημονικά δεδομένα καθώς πιθανολογείται η δημιουργία μιας ρωγμής στη συνέχεια του χωροχρόνου.»
[3]. Άλλωστε, ο καθηγητής Γεώργιος Δ. Παπαντωνάκης έχει εκφραστεί θετικά και έχει αναλύσει τα προηγούμενα λογοτεχνικά έργα για παιδιά, επιστημονικής φαντασίας, του Γ. Δ. Μπάρτζη, στο βιβλίο του: Εισαγωγή στο ελληνικό παιδικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Από τη θεωρία στην πράξη, Κέδρος, Αθήνα 2001, σ. 287, κυρίως στις σελίδες: 91-92, 125-127, 188. Σημειώνω ενδεικτικά ότι ο Γ. Δ. Παπαντωνάκης χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Γ. Δ. Μπάρτζη UFO στα Διγελιώτικα, ως «ομιλητικό» κείμενο, αφού όπως ισχυρίζεται «οι εξωγήινοι εμφανίζονται με αγαθές προθέσεις και συχνά, όταν έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους, τους καθησυχάζουν και τους ενημερώνουν για τα φιλικά τους αισθήματα.» Επίσης, ο μελετητής θεωρεί ότι στο ίδιο μυθιστόρημα υπάρχει «ομοιοδιηγητική αφήγηση», «εφόσον στα δρώμενα συμμετέχει και ο ήρωας. Το πρώτο πρόσωπο ωστόσο χρωματίζει τη διήγηση και την εφοδιάζει με στοιχεία υποκειμενικότητας.» Κάποιοι δε ήρωες του κειμένου «θέτουν έμμεσα το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της απειλής από μια μελλοντική πυρηνική καταστροφή.»


Μαρία Κα­νέλ­λη-Schaal: Θυ­μά­σαι… Ιστο­ρί­ες – μνή­μες
Πα­ρου­σιά­ζει ο Θα­νά­σης Ν. Κα­ρα­γιάν­νης* //

Ήρθε πρό­σφα­τα στα χέρια μου αυτό το σύ­ντο­μο αφή­γη­μα, σε μέ­γε­θος μι­κρής νου­βέ­λας, με τον τίτλο «Θυ­μά­σαι… ιστο­ρί­ες-μνή­μες» Εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, πα­ρα­κι­νώ­ντας με να θυ­μη­θώ κι εγώ μαζί με τη συγ­γρα­φέα του. Και ανοί­γο­ντάς το, δια­βά­ζω το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μότο που θέτει η συγ­γρα­φέ­ας του σε μια από τις πρώ­τες σε­λί­δες του βι­βλί­ου της: «Το θά­να­το δεν τον φέρ­νουν τα γη­ρα­τειά, αλλά η λήθη», άποψη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­θία Μάρ­κες.
Άρα, ο ανα­γνώ­στης αμέ­σως προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο δί­πο­λο μνή­μη-λή­θη.
Η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει πα­ρα­κά­τω: «Λένε πως η μόνη πε­ριου­σία μας είναι η μνήμη».
Στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, δια­βά­ζω, και άλλες συγ­γε­νι­κές έν­νοιες και φρά­σεις: «νο­σταλ­γία», «ιστο­ρι­κή μνήμη», «διαρ­κής αιώ­ρη­ση από το χτες στο σή­με­ρα», «από τη ζώσα μνήμη στην αδυ­σώ­πη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «ει­κό­νες κι αρώ­μα­τα μιας αλ­λο­τι­νής επο­χής».
Επί­σης, στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, που εί­θι­σται να δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης, πριν από την ανά­γνω­ση του κάθε βι­βλί­ου, συ­να­ντού­με ένα ιερό πρό­σω­πο όλων μας, τη μάνα. Δια­βά­ζω: «Όταν η νο­σταλ­γία για την εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή της μάνας πα­ντρεύ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή μνήμη», «η κα­τά­θε­ση της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη απο­τυ­πώ­νει με λε­πτές, δια­κρι­τι­κές γραμ­μές την προ­σω­πο­γρα­φία της μάνας».
Απ’ ότι φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα σε όλο το κεί­με­νό της η κ. Κα­νέλ­λη εντάσ­σει τη μη­τέ­ρα της στο «Ει­κο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγίων» του Γιάν­νη Ρί­τσου, με σε­βα­σμό και νο­σταλ­γία.
Ύστε­ρα, βυ­θί­ζο­μαι στην ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου των 103 σε­λί­δων, που εξέ­δω­σαν σε μια συ­μπα­θη­τι­κή και κα­λαί­σθη­τη έκ­δο­ση οι εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, των δρα­στή­ριων αυτών ερ­γα­τών του βι­βλί­ου, της κ. Μα­ρί­ας και του κ. Θέμη Φα­σού­λα.
Πρό­κει­ται για ένα αφή­γη­μα, με στρω­τή γραφή –κατά ση­μεία λο­γο­τε­χνι­κή και ποι­η­τι­κή– και με νο­σταλ­γι­κό συγ­γρα­φι­κό ύφος μιας ευαί­σθη­της φυ­σιο­γνω­μί­ας, η οποία επι­διώ­κει, και το πε­τυ­χαί­νει, να κάνει ένα μνη­μό­συ­νο στην αγα­πη­μέ­νη της μη­τέ­ρα, με την κα­τα­γρα­φή και πε­ρι­γρα­φή ανα­μνή­σε­ων, μπλεγ­μέ­νων και ενταγ­μέ­νων στο ιστο­ρι­κό γί­γνε­σθαι αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρω­ι­κής και δύ­σκο­λης επο­χής για την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα λαϊκά στρώ­μα­τα της πα­τρί­δας μας (της Κα­το­χής και του Εμ­φύ­λιου, ιδιαί­τε­ρα).
Είναι έκ­δη­λη η ανά­γκη της συγ­γρα­φέα να ανα­τρέ­ξει στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά της χρό­νια, εν­δο­σκο­πώ­ντας, αλλά και πε­ρι­γρά­φο­ντας σκη­νές και τοπία των Με­σο­γεί­ων (της «Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής», όπως την ονο­μά­ζει) και της Αθή­νας, αρ­χι­κά των δε­κα­ε­τιών 1940, 1950 και 1960, και στη συ­νέ­χεια μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο χρό­νος συ­μπα­ρα­σύ­ρει τα πράγ­μα­τα στη φθορά και στην κα­τα­στρο­φή, ενώ συγ­χρό­νως μας δη­μιουρ­γεί έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και ανα­πό­λη­σης:
«Τα παν­τζού­ρια, όσα έχουν απο­μεί­νει, κρέ­μο­νται ξε­κάρ­φω­τα, τα πα­ρά­θυ­ρα, σκο­τει­νά πε­λώ­ρια ανοίγ­μα­τα στο κενό, χά­σκουν ορ­θά­νοι­χτα, τα μπαλ­κό­νια ρη­μαγ­μέ­να, φα­γω­μέ­να απ’ τη σκου­ριά, τα χρώ­μα­τα ξε­θω­ρια­σμέ­να, ένα ερεί­πιο το σπίτι που μας είχε φι­λο­ξε­νή­σει σε δύ­σκο­λους και­ρούς. […] πάνω στους ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους ξε­χω­ρί­ζουν, διά­σπαρ­τα, κομ­μά­τια από σοβά ξε­κολ­λη­μέ­να σαν από χτύ­πη­μα σφυ­ριού, θα ’λεγε κα­νείς σή­με­ρα, όμως στ’ αλή­θεια ση­μά­δια από σφαί­ρες. Πλη­γές από τη μάχη της Αθή­νας στα χρό­νια του εμ­φύ­λιου…»
Η δομή του βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία. Τα γε­γο­νό­τα δεν πε­ρι­γρά­φο­νται μ’ επάλ­λη­λο τρόπο, αλλά ανα­κό­λου­θα. Συ­νή­θως, όμως, η αφή­γη­ση επα­νέρ­χε­ται χρο­νο­λο­γι­κά στο πρό­τε­ρο πα­ρελ­θόν, μπαί­νει σε μια χρο­νο­λο­γι­κή σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυ­ριαρ­χεί η ανα­κο­λου­θία. Υπο­θέ­τω ότι αυτό συμ­βαί­νει διότι η ανά­κλη­ση της μνή­μης μας ακο­λου­θεί τους δι­κούς της φυ­σι­κούς νό­μους.  
Το έναυ­σμα, η αφόρ­μη­ση για την πα­ρού­σα συγ­γρα­φή στά­θη­κε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγρα­ψε την πα­ρα­κά­τω αφιέ­ρω­ση στο ημε­ρο­λό­γιο που της χά­ρι­σε: «Χρό­νια πολλά και ευ­τυ­χι­σμέ­νο το 2000… για έμπνευ­ση και νέο ξε­κί­νη­μα, πο­λι­τι­κά, αγω­νι­στι­κά, συγ­γρα­φι­κά.» κι η συγ­γρα­φέ­ας απε­φάν­θη, απευ­θυ­νό­με­νη νοερά στη μη­τέ­ρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψη­λα­φη­τά, να σε ξα­να­βρεί, να σε γνω­ρί­σει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστο­ρία.»
Και φυ­σι­κά αρ­χί­ζει ν’ ανα­πο­λεί και να γρά­φει, βια­στι­κά, όπως ομο­λο­γεί η ίδια: «να προ­λά­βω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρό­σω­πα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να πε­ρά­σεις έτσι σιω­πη­λά και αθό­ρυ­βα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανα­σταί­νω κάθε μέρα.»
Το εν­λό­γω κεί­με­νο είναι γε­μά­το από πε­ρι­γρα­φές φυ­σι­κών πε­ριο­χών και το­πί­ων, αστι­κών και αγρο­τι­κών πε­ριο­χών και χώρων, ηθών και εθί­μων από το χώρο των θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών και των αγρο­τι­κών ασχο­λιών. Συ­νυ­πάρ­χει ένα ψη­φι­δω­τό από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και τις πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις  δια­φό­ρων ιστο­ρι­κών πε­ριό­δων. Οι πε­ρι­γρα­φές είναι απέ­ριτ­τες, γλα­φυ­ρές και με­στές. Πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρια­κά στοι­χεία στον ανα­γνώ­στη, που ίσως να μην τα γνώ­ρι­ζε. Κα­τορ­θώ­νει να τον κρατά σε εγρή­γορ­ση και με τις συ­νε­χείς ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν, του εξά­πτει το εν­δια­φέ­ρον, με τις αδιά­κο­πες απο­κα­λύ­ψεις της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του θέτει έμ­με­σα, με ερ­γα­λείο τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συ­νά­μα φόρ­τι­σή του.  
Πλα­τεία Αγ. Πα­ντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, εκεί που η συγ­γρα­φέ­ας έπαι­ζε μικρή, εκεί που το πρά­σι­νο κυ­ριαρ­χού­σε, στο κη­πά­κι με τους θά­μνους, τώρα, στην Κα­το­χή και με­τα­κα­το­χι­κά
«δε φυ­τρώ­νει ούτ’ ένα πρά­σι­νο φύλλο. Όλος ο τόπος μοιά­ζει ανα­σκαμ­μέ­νος κι όσο πλη­σιά­ζου­με, μα­κρό­στε­νοι σωροί από χώμα ξε­χω­ρί­ζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρό­χει­ροι τάφοι δίπλα στις κού­νιες που παί­ζα­με παι­διά. Το μικρό κη­πά­κι έχει γίνει κοι­μη­τή­ρι της ανά­γκης για όσους μια μοίρα αδέ­σπο­τη τους πήρε τη ζωή. Περ­νά­με ανά­με­σά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυ­τούς το σώμα μιας γυ­ναί­κας, πε­σμέ­νο μπρού­μυ­τα με τα μαλ­λιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προ­σπερ­νά­με. Δεν είναι αδια­φο­ρία, είναι οι άγριες ει­κό­νες της πεί­νας στους δρό­μους και τα πε­ζο­δρό­μια της κα­το­χι­κής Αθή­νας που έχουν πα­γώ­σει τις ψυχές μας.»  
Ει­κό­νες φρί­κης και από­γνω­σης, που εμείς οι νε­ό­τε­ροι και τα ση­με­ρι­νά παι­διά δεν εί­χα­με την ατυ­χία να βιώ­σου­με. Κάτι, όμως, που δε συ­νέ­βη με τα παι­διά του σύγ­χρο­νου δρά­μα­τος στον πό­λε­μο της Συ­ρί­ας, του Αφ­γα­νι­στάν κ.ά. εμπό­λε­μων πε­ριο­χών του πλα­νή­τη.
Ο αφη­γη­μα­τι­κός συ­ναι­σθη­μα­τι­κός λόγος της συγ­γρα­φέα εναλ­λάσ­σε­ται με αρ­κε­τές ρε­α­λι­στι­κές σκη­νές, που ασφα­λώς αγ­γί­ζουν την ψυχρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη λο­γι­κή και την αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Εδώ, ο αφη­γη­μα­τι­κός λυ­ρι­σμός, ενώ συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει διά­χυ­τος στο κεί­με­νο, συ­γκρού­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλή­θος θλι­βε­ρών γε­γο­νό­των, οπότε ο ανα­γνώ­στης φορ­τί­ζε­ται πε­ρί­ερ­γα και δυ­σά­ρε­στα. Όμως, αυτή η σύ­γκρου­ση είναι η αφορ­μή για γνώ­σεις, για κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, για ανα­γω­γές και πε­ρί­σκε­ψη.
Σαν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία περ­νούν μπρο­στά μας ολο­ζώ­ντα­νες σκη­νές από μια ολό­κλη­ρη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με ιστο­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γει­το­νιά της συγ­γρα­φέα, ο Άγιος Πα­ντε­λε­ή­μο­νας Αχαρ­νών, το κα­τα­φύ­γιό του, το κα­φε­νείο του κυρ Νίκου, και ανα­φο­ρές: στο ξε­νο­δο­χείο «Μέγας Αλέ­ξαν­δρος», στο Εξέλ­σιορ, στο κα­φε­κο­πτείο στη γωνία της Γ΄ Σε­πτεμ­βρί­ου, στο εστια­τό­ριον «Η Ελλάς», στο γρα­φείο του πα­τέ­ρα στην Αρι­στεί­δου, στο σχο­λείο του Προ­κο­πί­δη στην Αρι­στο­τέ­λους, στα προ­σφυ­γι­κά της Λεωφ. Αλε­ξάν­δρας, στην πλα­τεία Βάθη, στην Αχαρ­νών, στους Αμπε­λό­κη­πους κ.λπ.) Σκη­νές από το Μαρ­κό­που­λο και το Πόρ­το-Ρά­φτη της Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής. Τρα­γι­κές σκη­νές από συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα (από τις μάχες στην Αθήνα στα Δε­κεμ­βρια­νά, στην Κα­το­χή και στον Εμ­φύ­λιο, από τις φυ­λα­κί­σεις στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ της για­γιάς της, της θείας Αγνής, των δύο θείων της πο­λι­τι­κών κρα­τού­με­νων, αλλά και από την πείνα, τα συσ­σί­τια της Κα­το­χής, την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθήνα, ενώ εκεί­νοι οι­κο­γε­νεια­κά βρί­σκο­νταν στο Μαρ­κό­που­λο λόγω των σχο­λι­κών δια­κο­πών του Πάσχα) Ει­κό­νες από κά­ποιες ηρω­ι­κές φυ­σιο­γνω­μί­ες (όπως είναι οι εκτε­λε­σμέ­νοι στο Χαϊ­δά­ρι, ο δικός τους Να­πο­λέ­ων, αντάρ­της κα­πε­τά­νιος της Πε­λο­πον­νή­σου, ο οποί­ος στα 1950, πέ­ρα­σε από δίκη στο Ναύ­πλιο, τον οποίο ανε­ψιό του υπε­ρα­σπί­στη­κε ο δι­κη­γό­ρος πα­τέ­ρας της συγ­γρα­φέα και γλι­τώ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση, κα­τα­δι­κά­στη­κε «μόνο»… σε «ισό­βια», τους δι­κούς τους νέους Γιάν­νη και Γιώρ­γο, οι οποί­οι αιχ­μα­λω­τί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και κλεί­στη­καν στο κο­λα­στή­ριο των φυ­λα­κών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέ­πει να ’νιω­σες βαθιά τις αδι­κί­ες της ζωής, της δι­κιάς σου κι όλης σου της γε­νιάς: πό­λε­μος, κα­το­χή, εμ­φύ­λιος, αρ­ρώ­στιες, ανέ­χεια. Όμως, κα­νείς δε σε είδε να πα­ρα­πο­νε­θείς μήτε να δει­λιά­σεις. Πάντα γεν­ναία και γερή σε βρή­καν μπρος τους οι φουρ­τού­νες και δεν κα­τά­φε­ραν ποτέ ως τώρα να σε ρί­ξουν κάτω. Με πόσο ρε­α­λι­σμό, σύ­νε­ση και σοφία στά­θη­κες απέ­να­ντί τους, σί­γου­ρη πως θα τα ’βγα­ζες πέρα, κι έδω­σες τη μάχη κό­ντρα στη δυ­στυ­χία και την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια που την ακο­λού­θη­σε, μέσα στη γε­νι­κή εξα­θλί­ω­ση που βύ­θι­σε τη χώρα και τους αν­θρώ­πους της ο πό­λε­μος και τα επα­κό­λου­θά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξό­δε­ψες ό,τι θα μπο­ρού­σε να ήταν τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρί­σκο­νται στο Μαρ­κό­που­λο, κι ενώ πλη­ρο­φο­ρού­νται για την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Πα­ρα­σκευή και ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση, γρά­φει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερ­πύ­στριες των τανκ. Ψυχή στους δρό­μους. Τα σπί­τια σιω­πη­λά, τα παν­τζού­ρια σφα­λι­στά, σαν να δό­θη­κε σύν­θη­μα που απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή. […] Η Κα­το­χή είχε αρ­χί­σει. Δε θυ­μά­μαι να γιορ­τά­στη­κε η Ανά­στα­ση εκεί­νη τη χρο­νιά…»
Δεν πα­ρα­λεί­πει, ακόμη ν’ ανα­φερ­θεί στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας της να γίνει δα­σκά­λα, που δυ­στυ­χώς πα­ρέ­μει­νε όνει­ρο. Στο τα­ξί­δι της μη­τέ­ρας της, τον Αύ­γου­στο του 1965, στο Στρα­σβούρ­γο, για να δει τον εγ­γο­νό της, που μόλις είχε γεν­νη­θεί.
Χα­ραγ­μέ­νη έντο­να στη μνήμη της συγ­γρα­φέα είναι και μια άλλη εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή: η για­γιά της, που ζούσε και δη­μιουρ­γού­σε στο Μαρ­κό­που­λο, μέσα σ’ ένα εύ­πο­ρο με­γα­λο­α­γρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η δράση της στα οι­κο­γε­νεια­κά, ερ­γα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να της επο­χής και του τόπου την εντυ­πω­σιά­ζει. Ένα ολό­κλη­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου αφιε­ρώ­νει στην αγα­πη­μέ­νη της για­γιά.
Ανα­φο­ρές γί­νο­νται στην εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή του συν­θέ­τη και αγω­νι­στή τότε, Μίκη Θε­ο­δω­ρά­κη και στην πα­ρά­στα­ση που είδαν με τη μη­τέ­ρα της στο θέ­α­τρο Κα­λου­τά, στην Πα­τη­σί­ων (Πλατ. Αμε­ρι­κής): «Το τρα­γού­δι του νε­κρού αδερ­φού» με τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο στη σκηνή Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, στα 1960-61 και τις λαϊ­κές συ­ναυ­λί­ες του στην επαρ­χία, με τον «Επι­τά­φιο» επί­σης του Γιάν­νη Ρί­τσου, με την Αλέκα Παΐζη και την Ει­ρή­νη Παπά.
Και στα 2006, γυ­ρί­ζο­ντας στο σπίτι της μετά από κά­μπο­σους μήνες τα­ξί­δι, τη σο­κά­ρει η σιωπή και το λι­γο­στό φως του σπι­τιού, γυ­ρί­ζει το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού, και αμέ­σως μετά ανοί­γει τα πα­ρά­θυ­ρα για να μπει πιό­τε­ρο φως, ο ήλιος, στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και συ­νε­χί­ζο­ντας την αφή­γη­σή της γρά­φει:
«Κά­θο­μαι στην πο­λυ­θρό­να σου. Ακου­μπώ τους αγκώ­νες στο σκα­λι­στό ξύ­λι­νο χε­ρού­λι. Μου φαί­νε­ται πως έχει ακόμα την αφή των χε­ριών σου. Αρκεί να κλεί­σω τα μάτια για ν’ ακού­σω τη φωνή σου να μας κα­λω­σο­ρί­ζει…»  
Μετά το τέλος της θαυ­μά­σιας αφή­γη­σής της, πα­ρα­θέ­τει στο τέλος του κει­μέ­νου της τη συλ­λυ­πη­τή­ρια επι­στο­λή που της έστει­λε για το θά­να­το της μη­τέ­ρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φραν­σουά, στα γαλ­λι­κά, αλλά και σε ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Τέλος, στο βι­βλίο δη­μο­σιεύ­ο­νται διά­σπαρ­τα αρ­κε­τές οι­κο­γε­νεια­κές και άλλες φω­το­γρα­φί­ες, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νουν πιστά την εποχή, χρή­σι­μες και για την κα­τα­γρα­φή της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Η μη­τέ­ρα της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη-Schaal, έφυγε από τη ζωή το Φε­βρουά­ριο του 1997, πλή­ρης ημε­ρών, στα 93 χρό­νια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρ­διά της, με απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο να ζει ακόμη και σή­με­ρα η αεί­μνη­στη Ελένη Κα­νέλ­λη από το Μαρ­κό­που­λο Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής, αλλά και να τη γνω­ρί­σου­με αρ­κε­τά καλά κι εμείς οι ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου της, όλη τη ζωή της και της οι­κο­γέ­νειάς της, κατά την προ­πο­λε­μι­κή, πο­λε­μι­κή, εμ­φυ­λια­κή και με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, ως το τέλος του προη­γού­με­νου αιώνα.
Σας ευ­χα­ρι­στού­με κ. Μαρία Κα­νέλ­λη γι’ αυτή την έμ­με­ση, αλλά ολο­ζώ­ντα­νη  γνω­ρι­μία, καθώς και για τη γλα­φυ­ρή, συ­γκι­νη­τι­κή αφή­γη­ση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πά­ντο­τε καλά και να γρά­ψε­τε και άλλα κεί­με­να μ’ αυτή τη δυ­να­μι­κή και συ­νά­μα ευαί­σθη­τη πέννα σας.
Σας ευ­χα­ρι­στώ.
_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_