Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022
ΜΑΚΗΣ ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ
Τα backstage
του ελληνικού σινεμά
Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ, Αθήνα 2022, σχ. 0,26 Χ 0,19 εκ., σσ. 358
Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Ο Μάκης Δελαπόρτας παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό την τελευταία συγγραφική δουλειά του με τον τίτλο: Τα backstage του ελληνικού σινεμά.
Οποιαδήποτε έκδοση και αν έκανε στο παρελθόν ο φίλεργος αυτός ερευνητής-μελετητής του κινηματογράφου και του θεάτρου μας, αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για το χώρο. Διότι όλα τα βιβλία του παρέχουν αποκαλυπτικά στοιχεία και ενδιαφέρουσες πληροφορίες, είναι γραμμένα με εκλαϊκευτικό λόγο και με προσιτό ύφος στον αναγνώστη τους, δίνοντάς του την ευκαιρία να απολαύσει αισθητικά, συν τοις άλλοις, ένα πλήθος από άγνωστο ενπολλοίς και σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
Η αγάπη του στον κινηματογράφο και στο θέατρο τον οδήγησαν, εδώ και πολλά χρόνια, να γνωρίσει αρκετούς πρωταγωνιστές ηθοποιούς και σκηνοθέτες, να συζητήσει ατέλειωτες ώρες μαζί τους, δημιουργώντας έτσι στέρεες σχέσεις φιλίας, εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης, να ερευνήσει σε αρχεία και στον έντυπο τύπο το έργο τους, να γράψει κείμενα γι’ αυτούς, ακόμη και μελετήματα, τα οποία κατά καιρούς εξέδιδε σε βιβλία. Το πολυδιάστατο έργο του, εκτός από τα βιβλιοπωλεία, όπου είναι ο φυσικός χώρος των προς πώληση βιβλίων, διαδόθηκε ευρέως από ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες σε χιλιάδες αναγνώστες ανά την Ελλάδα, με αποτέλεσμα πολλοί αναγνώστες να μάθουν και να απολαύσουν αυτές τις μονογραφίες για κινηματογραφικούς αστέρες, εργάτες της τέχνης, συνθέτες και τραγουδιστές, προσωπικότητες του ποιοτικού θεάματος και του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου.
Τα «Λευκώματά» του είναι βιβλία αναφοράς για όσους επιθυμούν να μάθουν, αλλά και για όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν περαιτέρω. Από το 1998, που κυκλοφόρησε το πρώτο λεύκωμά του για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έως το 2009 το τελευταίο λεύκωμά του για τη Μάρθα Καραγιάννη, κυκλοφόρησαν συνολικά 19 βιβλία του και λευκώματα για ηθοποιούς, σεναριογράφους και σκηνοθέτες (Νίκο Φώσκολο, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Ντίνο Ηλιόπουλο, Άννα Καλουτά, Αλέκο Σακελλάριο, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Ρένα Βλαχοπούλου, Τζένη Καρέζη), μουσικούς και τραγουδιστές (Στέλιο Καζαντζίδη, Μαίρη Λίντα-Μανώλη Χιώτη, Μίμη Πλέσσα, Τα μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου), δημοσιογράφους («Φρέντυ Γερμανός-Πένα από βελούδο», «Φρέντυ Γερμανός-Μέρες τηλεόρασης»), την «Eurovision – Οι ελληνικές συμμετοχές: 1974-2006» και το: «Ξέρω κάποια αστέρια…».
Στο παρόν αξιόλογο από πλευράς αισθητικής και περιεχομένου βιβλίου, ο Μάκης Δελαπόρτας μάς χαρίζει με το πάθος και την αγάπη που τον διακρίνει ένα πλήθος από σύντομα –αρκετά όμως μεστά και διαφωτιστικά– σημειώματα, που αφορούν όσα συνέβησαν στο παρελθόν πίσω από τις κάμερες, τις κλακέτες, τα φώτα και τα μικρόφωνα, γεγονότα και μαρτυρίες που του διηγήθηκαν διάφοροι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και συντελεστές κάθε κινηματογραφικής ταινίας. Στον «Πρόλογο» σημειώνει ότι στάθηκε τυχερός που οι «μυθικοί ηθοποιοί» τού διηγήθηκαν «τα παρασκηνιακά τους κατορθώματα, άλλοτε γλαφυρά και χαριτωμένα, κι άλλοτε με τρόπο συγκινητικό και δακρύβρεχτο.» Πρόκειται για μια πραγματικότητα που περιέχει τόσα και τόσα γεγονότα και σκηνές που διαδραματίστηκαν στον ελληνικό κινηματογράφο προηγουμένων δεκαετιών.
Ο Μάκης Δελαπόρτας είχε την καλοσύνη να μας μεταφέρει αυτά τα περιστατικά με τα εκλαϊκευμένα αφηγηματικά κείμενά του, με χιούμορ, ζωντανούς –κατά σημεία– διαλόγους και συναρπαστικές «εικόνες», με σαφήνεια και περιγραφικότητα προσώπων και γεγονότων. Γράφει ο συγγραφέας: «Αυτές λοιπόν τις μικρές παρασκηνιακές σκηνές που παίζονταν με σβηστά φώτα θέλησα να καταγράψω στο συγκεκριμένο βιβλίο και να σας διηγηθώ τις ιστορίες έτσι όπως τις άκουσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, ή από τεχνικούς και τους σκηνοθέτες που τις ψιθύριζαν μεταξύ τους και διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτές.»
Τα θέματα και οι πληροφορίες από την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δίνονται, είναι πολλά και διάφορα.
Παραθέτουμε μια σχετική παράγραφο του συγγραφέα, ο οποίος επιθυμεί με αυτή να ενημερώσει τον αναγνώστη του για αυτή την ενδιαφέρουσα ποικιλία: «[…] θα μάθουμε: Πότε και με ποιον τρόπο γυρίστηκαν οι πρώτες ελληνικές βωβές ταινίες; Ποιο ήταν το πρώτο ελληνικό γυμνό; Πώς τους εξέπληττε όλους με το φυσικό του παίξιμο ο σπουδαίος Βασίλης Λογοθετίδης; Πόσο ζηλιάρης ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας; Πόσο φιλάρεσκη ήταν η “άσχημη” του σινεμά, η Γεωργία Βασιλειάδου; Σε ποια ταινία γεννήθηκε ο έρωτας της Αλίκης και του Δημήτρη ύστερα από μια σκηνή φιλιού; Πόσο ριψοκίνδυνος ήταν ο Θανάσης Βέγγος; Πώς κατέτρεξε η Χούντα τον Αλεξανδράκη για τα αριστερά του φρονήματα; Ποιο ήταν το κόλλημα του Φούντα; Πόσο μεθυσμένη ήταν η Χρονοπούλου όταν γύρισε το “Είμαι γυναίκα του γλεντιού”; Σε ποια ταινία η Καρέζη γνώρισε τον έρωτα της ζωής της; Ποια ήταν η κόντρα μεταξύ Κούρκουλου και Φώσκολου; Με ποιον ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο Σακελλάριος έκανε τους δεκαέξι ναύτες… εκατό στην παρέλαση της “Αλίκης στο Ναυτικό”; Για ποιο λόγο η Φόνσου έπαιξε αφιλοκερδώς στο “Αγοροκόριτσο”; Πώς η Λάσκαρη μάγεψε τις Κάννες και πώς η Βλαχοπούλου προτιμούσε να πηγαίνει για ψάρεμα από το να πηγαίνει για γύρισμα;»
Βέβαια, αναφορές σε διάφορα περιστατικά πίσω από τα φώτα και τις κάμερες, γίνονται για πολλούς ακόμη κινηματογραφικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες: τον Κώστα Μουσούρη και την Αλίκη Θεοδωρίδη, τον Αχιλλέα Μαδρά και τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Ορέστη Μακρή και τη Λέλα Πατρικίου, τον Δημήτρη Χορν, τη Σμαρούλα Γιούλη, την Άννα Καλουτά, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, την Έλλη Λαμπέτη, τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, την Μελίνα, τον Νίκο Φούντα, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ντίνο Δημόπουλο, τη Λίντα Άλμα και τον Γιάννη Φλερύ, τον Γιώργο Γληνό, την Αντιγόνη Βαλάκου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Φιλ. Φίνο, τον Γιάννη Δανιαλίδη και σε τόσους άλλους.
Ο Μάκης Δελαπόρτας, όπως σε όλα τα βιβλία του, έτσι και στο παρόν, παραθέτει εμβόλιμα στα κείμενά του ένα πλήθος από φωτογραφίες, τις οποίες είτε έχει στο προσωπικό αρχείο του είτε δανείστηκε από άλλα αρχεία: της Φίνος Φιλμ, του Κινηματογραφικού Οργανισμού Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, της Εταιρείας Παραγωγής Παπανδρέου Α.Ε., του Θεατρικού Μουσείου-Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου και από Αρχεία Οικογενειών, όπως γ.π. των: Τάκη Βουγιουκλάκη, Μαίρης Χρονοπούλου, Άννας Φόνσου, Αλέκου Αλεξανδράκη κ.ά., καθώς και από βιβλία.
Θα προτιμούσαμε στο τέλος του βιβλίου να υπάρχουν Πίνακες με τα κινηματογραφικά έργα που παρουσιάζονται στο βιβλίο και με τα ονόματα των ηθοποιών, σκηνοθετών, μουσικών και άλλων συντελεστών. Αυτοί οι Πίνακες είναι πολύ χρήσιμοι σε κάθε παρόμοιου είδους βιβλία. Ελπίζουμε να προστεθούν οι προτεινόμενοι Πίνακες στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου.
Είναι αξιέπαινη αυτή η δύσκολη και επίπονη μακροχρόνια ερευνητική του δουλειά, η οποία βέβαια έχει κερδίσει τον θαυμασμό και την αγάπη όλων των αναγνωστών των βιβλίων του, αλλά και όλων των ακροατών και θεατών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, όπου έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις του, αλλά και των αναγνωστών του διαδικτύου.
Χρόνο με τον χρόνο, έκδοση με την έκδοση, συγκεντρώνεται ένα πολύτιμο ιστορικό υλικό, που είναι χρήσιμο μεν για τους σύγχρονους νεοέλληνες, πολύτιμο δε και για τις επερχόμενες γενιές.
Νομίζουμε ότι το παρουσιαζόμενο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, πρέπει να μπει σε κάθε σπίτι, να το διαβάσουν δε και να το απολαύσουν όσο γίνεται περισσότεροι αναγνώστες. Παραμένοντας το παρόν βιβλίο σε μια οικογενειακή βιβλιοθήκη, θα αποτελεί μια διαρκής ευκαιρία για να το ανοίγουμε και να το διαβάζουμε ξανά και ξανά, μετά από κάθε τηλεοπτική προβολή οποιασδήποτε παλαιοτέρων χρόνων ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας.
Ετικέτες
Θέατρο,
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης* //
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΕΝΤΕΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, Αθήνα 2018, σ. 314
Άρτι αφυπηρετήσασα η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών) κ. Κυριακή Πετράκου, μετά από ευδόκιμο ακαδημαϊκή καριέρα. Πέρυσι εξέδωσε ένα αξιόλογο βιβλίο, το οποίο πρωτίστως αφορά τους θεατρολόγους και τους φοιτητές των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών των πανεπιστημίων, αλλά και τους εκπαιδευτικούς και κάθε φιλομαθή θεατρόφιλο. Όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της, έτσι κι αυτό κοσμεί το χώρο της θεατρολογικής έρευνας και μελέτης και περνά στη χορεία των αξιόλογων πονημάτων, καρπός γνώσης, εμπειρίας και νοητικής διεργασίας ανθρώπου που δεκαετίες τώρα έχει ενσκήψει με συνέπεια και σοβαρότητα, αλλά και με ταλέντο στο επιστημονικό της αντικείμενο που δίδαξε επάξια σε εκατοντάδες φοιτητές και μετέδωσε επιτυχώς σε ακροατές δεκάδων συνεδρίων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή.
Το βιβλίο απαρτίζεται από έντεκα κεφάλαια, σχετικά με θεατρικά έργα διαφόρων περιόδων και δραματουργών. Τα έντεκα θεατρολογικά μελετήματα είναι προϊόν ενδελεχούς ερευνητικής προσπάθειας των τριών τελευταίων χρόνων και έχουν παρουσιαστεί σε συνοπτική μορφή (λόγω χρονικού περιορισμού) σε συνέδρια ή περιέχονται σε συλλογικούς τόμους ή ορισμένα απ’ αυτά πρόκειται να δημοσιευτούν στο μέλλον. Εδώ, η ερευνήτρια/μελετήτρια Κυριακή Πετράκου έχει την άνεση χώρου να τα παρουσιάσει εκτενέστερα και άρα σε πληρέστερη μορφή.
Στον Πρόλογο η συγγραφέας παραθέτει σχόλια, παρατηρήσεις και προτάσεις, πολύ εποικοδομητικές για τη θεατρική έρευνα, τις οποίες απευθύνει φυσικά σε φοιτητές, θεατρολόγους και επίδοξους ερευνητές. Παρέχει πληροφορίες λεξιλογικού και ερμηνευτικού χαρακτήρα για τους όρους «αφήγημα» και «αφήγηση», παραπέμποντας στην καταγωγή τους κατά τη μακραίωνη ελληνική ιστορία (με παράθεση των πηγών), κάνοντας επιπρόσθετα αναφορές στη Θεωρία της Λογοτεχνίας την ελληνική και την ξένη. Αναφορές επιχειρούνται επίσης στην Ιστορία και τη Θεωρία του Θεάτρου, καθώς και στη διδασκαλία τους στα πανεπιστήμια. Υπογραμμίζει τις πηγές της έρευνας («αρχεία, αδημοσίευτα λανθάνοντα έργα, ο περιοδικός και ημερήσιος Τύπος, τα απομνημονεύματα, πίνακες, γλυπτά, επιγραφές, αλλά και οι μαγνητοσκοπήσεις στη σύγχρονη εποχή […]»). Παραθέτω μία σημαντική της παρατήρηση, η οποία πρέπει να κινητοποιήσει τους ενδιαφερόμενους: «οι σημαντικότεροι συγγραφείς του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, ανήκοντες ή προσκείμενοι στην πλειονότητά τους στην Αριστερά, δεν έχουν δημοσιεύσει ή εκδώσει τα περισσότερα έργα τους, τα οποία κινδυνεύουν να χαθούν δια παντός.»Και στη συνέχεια εύχεται η θεατρολογική έρευνα και μελέτη να προχωρήσουν απρόσκοπτα, «με ιερό σκοπό», λόγω του ότι αποτελεί «επιστημονικό και πατριωτικό καθήκον», πανανθρώπινο και διεθνές ιστορικό καθήκον, θα πρόσθετα.
Για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη του σύντομου αυτού σημειώματός μου, οφείλω να παραθέσω τα περιεχόμενα του βιβλίου, ώστε ο κάθε φιλομαθής και θεατρόφιλος να μπορεί να αξιολογήσει καλύτερα την παρούσα ενδιαφέρουσα εργασία:
Ο Βαυαρός ως «άλλος» μέσα από τα μάτια του Μ. Χουρμούζη: εθνικός εχθρός;
Του Κουτρούλη ο γάμος του Α.Ρ. Ραγκαβή στην εποχή του και τη δική μας: η παρουσία του στη διάρκεια του 19ού αι. και η παράσταση του Αμφι-θεάτρου (1983-1984)
Ένα ιδιαζόντως ανατρεπτικό έργο του 19ου αιώνα: Ιουλιανός ο Παραβάτης του Κλέωνα Ραγκαβή
Τα (κυπριακά) αρχαιόθεμα έργα του Κύπρου Χρυσάνθη
Η Λευκάδα στο θέατρο του Νίκου Κατηφόρη
Ένα γνωστό-άγνωστο έργο ενός γνωστού-άγνωστου θεατρικού συγγραφέα: Θεοδώρα του Δημήτρη Φωτιάδη
Από τον Εμφύλιο στη Δικτατορία: για ένα θέατρο του λαού
Ο Κουν στο Εθνικό Θέατρο
Από την ποιητική πρόζα στη θεατρική ποίηση: η διασκευή του Τελευταίου πειρασμού από τον Σωτήρη Χατζάκη (2003)
Ο ποιητής ως Δραματουργός: το θέατρο του Γιώργου Χρονά
Ελληνοκεντρισμός και παγκοσμιοποίηση στο ελληνικό θέατρο των τελευταίων δεκαετιών
Η συγγραφέας με διεισδυτική ματιά εντρυφεί διεξοδικά στα θεατρικά κείμενα, με επιστημονική γνώση και συνέπεια, μην παραβλέποντας την παραστασιογραφία τους. Ανατρέχει στις πρωτογενείς πηγές, δηλ. στα ίδια τα θεατρικά έργα και ρίχνει το φακό της μελετητικής της προσπάθειας στην εργοβιογραφία του δραματουργού, στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν και ανεβάστηκαν στο σανίδι, αποδεικνύοντας με τις αναλύσεις της τη συνάφεια μεταξύ της φιλολογικής και θεατρολογικής μελέτης.
Επιχειρεί εμπεριστατωμένη αναλυτική ανάλυση του περιεχομένου του κάθε έργου, παραπέμποντας σε πλήθος δημοσιεύματα και βιβλία, καθώς συσχετίζει και σχολιάζει άλλα έργα, παραστάσεις, ιστορικά θέματα κ.ο.κ. Δεν παραλείπει να αναφερθεί, επίσης, σε σχετικές με το έργο και την παράσταση κριτικές θεάτρου. Είναι ενημερωμένη για όλα και έτσι βοηθάει και τον αναγνώστη των κειμένων της να ενημερωθεί, να μάθει, να προβληματιστεί και να κατανοήσει τη θεματολογία και την αισθητική του έργου και των παραστάσεών του, την υπόθεσή του, τους στόχους του θεατρικού συγγραφέα. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στην ανάλυση των χαρακτήρων/προσώπων του κάθε έργου, πρωταγωνιστικών και δευτερευόντων ρόλων.
Το corpus των μελετημάτων της, των θεατρικών έργων που μελετά, της θεματογραφίας τους, των ιστορικών, κοινωνικών και αισθητικών αναφορών της αποτελούν ένα θησαυρό πληροφοριών και γνώσεων, με αποτέλεσμα να συμβάλλει στη διαμόρφωση και εξέλιξη του θεατρικού και ενγένει του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του θεατρόφιλου αναγνώστη του βιβλίου.
Πρόκειται για ένα βιβλίο με έντεκα ενδιαφέροντα και αξιόλογα επιστημονικά μελετήματα, στηριγμένα στην έρευνα, μετά από συνεχή, επίπονη και επίμονη μακροχρόνια αναζήτησή της, η οποία είναι και αξιοθαύμαστη και αξιομίμητη.
Ένα ακόμη βιβλίο της κ. Κυριακής Πετράκου, συμβολή στην Ιστορία, στη Θεωρία και στην Κοινωνιολογία του Θεάτρου στη χώρα μας.
___________________________________________
Ετικέτες
Θέατρο,
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
WALTER PUCHNER
ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ
Εκδόσεις ΟΤΑΝ, Αθήνα 2020, σχ. 0,24 Χ 0,17 εκατ., σσ. 527
Ένα «βιβλίο που
γράφτηκε ιδιαίτερα για την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα του Μεγάλου
Αγώνα του 1821». Στο είδος του είναι το μοναδικό, αν και γράφτηκαν και
κυκλοφόρησαν αρκετά άλλα βιβλία στα πλαίσια της ενλόγω επετείου. Παρουσιάζοντας
το αξιόλογο από πολλές πλευρές βιβλίο του Επίτιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου
Αθηνών, θεατρολόγου, δεινού θεωρητικού του θεάτρου, ερευνητή και μελετητή του,
αλλά και πολυγραφότατου συγγραφέα, Βάλτερ Πούχνερ, δε σκοπεύω ν’ αναφερθώ και ν’
αναλύσω από ιστορική, κοινωνιολογική και οικονομική άποψη την Επανάσταση του
1821, αλλά και την προ και μετά αυτής χρονική περίοδο, να και μια τέτοιου είδους
ανάλυση θ’ αποτελούσε τη βάση για επιστημονικές και ιδεολογικοπολιτικές
προσεγγίσεις. Απλά, θα ήθελα να επισημάνω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των
ιστορικών και άλλων μελετών που είδαν μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας –απ’
όσο έχω υπόψη μου– αναλύουν και ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα από μια και
μοναδική οπτική γωνία, την αστική ιδεολογία. Πουθενά δε γίνεται λόγος για το ότι
η αστικοδημοκρατική και εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821 ανήκει στη
χορεία των Επαναστάσεων που προηγήθηκαν αυτής (Αγγλία, Γαλλία, Σερβία,
Μαυροβούνιο), αν και αυτές ανέτρεψαν την «εθνοτικής προέλευσης φεουδαρχική
εξουσία», ενώ στην Ελλάδα την οθωμανική φεουδαρχική εξουσία. Ασφαλώς η
ανερχόμενη αστική τάξη, στα πλαίσια ανόδου και εδραίωσης του καπιταλισμού, με
επαναστάσεις γκρέμισε τη φεουδαρχία και τα απολυταρχικά καθεστώτα (βασιλείς και
ευγενείς) από το θρόνο τους με τη συμμετοχή της εργατικής και αγροτικής τάξης
και των άλλων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Ως γνωστό από την Ιστορία η μία
κοινωνική τάξη ανατρέπει την άλλη και παίρνει την οικονομική και πολιτική
εξουσία. Στα πλαίσια των αστικών Επαναστάσεων που πραγματοποιήθηκαν για να
ανατρέψουν τη Φεουδαρχία ήταν και η Ελληνική Επανάσταση, η νικηφόρα έκβαση της
οποίας οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού καπιταλιστικού/αστικού
Έθνους-Κράτους. Όλες οι Επαναστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος έχουν
τεράστια αξία για την εξέλιξη της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής,
εκπαιδευτικής και πολιτιστικής εξέλιξης. Ιδιαίτερη σημασία, κατά τη γνώμη μου,
έχουν οι ταξικές εργατικές/σοσιαλιστικές επαναστάσεις του παρελθόντος
(Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση του 1917, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη
επανάσταση κ.ά. λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες), αλλά και κάθε ταξική
επανάσταση του μέλλοντος για το γκρέμισμα της αστικής/καπιταλιστικής εξουσίας
υπέρ της εργατικής τάξης και όλων των ταξικών συμμάχων της, που συγκροτούν τη
συντριπτική πλειοψηφία κάθε κοινωνίας, για την εδραίωση της ειρήνης, της
ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο. Walter Puchner: Το 1821 και το Θέατρο – Από τη μυθοποίηση στην
απομυθοποίηση Αν και η Ιστορία είναι επιστήμη και διεπιστημονικά συνδέεται με
τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, στις διάφορες μελέτες
αποκλείονται επιμελώς επιστημονικοί όροι, όπως: εργατική τάξη, αστική τάξη,
πλουτοκρατία (κεφαλαιοκρατία), ταξική πάλη, καπιταλισμός, σοσιαλισμός,
ιμπεριαλισμός κ.ά., αλλά και δε χρησιμοποιούνται επιστημονικοί μέθοδοι ανάλυσης
και ερμηνείας, όπου τα συμπεράσματα να ευνοούν/υποστηρίζουν, με ταξικό πρόσημο,
τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης ενάντια σ’
αυτά της αστικής τάξης. Όλα αυτά συμβαίνουν, βέβαια, με ταξική σκοπιμότητα τη
διατήρηση και αναπαραγωγή της αστικής τάξης στην εξουσία, με απροκάλυπτες
ανιστόρητες αναλύσεις και μεθόδους ή άλλες «άγχρωμες και άγευστες ιστορικά»,
δήθεν «ουδέτερες» ερμηνείες, ώστε η νεολαία κυρίως, μέσα από τα σχολικά
εγχειρίδια και τ’ αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, από το Νηπιαγωγείο
έως το Πανεπιστήμιο, ν’ αποκτήσει αντιεπιστημονική, μη κριτική και διαλεκτική
σκέψη, μη πρόσβαση σε όλες τις πηγές, χωρίς ερευνητική διάθεση και
συγκριτική/αξιολογική σπουδή, αλλά και ευρύτερα όλοι, όσοι ανήκουν στην εργατική
και αγροτική τάξη και στα κοινωνικά μικρομεσαία στρώματα της πόλης και της
υπαίθρου, μέσα από βιβλία, έντυπα, ΜΜΕ, ηλεκτρονικά μέσα, προϊόντα της τέχνης
(κινηματογράφος, θέατρο κ.ο.κ.) με ιδεαλιστικό, μεταφυσικό, αντι-επιστημονικό,
εντέλει σκοταδιστικό περιεχόμενο. Εξαιρέσεις στον κανόνα υπάρχουν. Κάποιοι
επιστήμονες επιχειρούν διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις, μη αρεστές και
αντίθετες προς την κρατούσα εκπαιδευτική και κοινωνική (διαπαιδαγωγική) κρατική
γραμμή. Βέβαια, δεν υπάρχει μόνο «άσπρο-μαύρο». Υπάρχουν και «άλλα χρώματα και
αποχρώσεις», οι οποίες, όπως αποδεικνύεται, συγκλίνουν στην επίτευξη της
παραπάνω πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Βάλτερ Πούχνερ έχει τη σοφία και τη σύνεση να
μην ακολουθεί στα γραπτά κείμενά του ακραίες, αντιεπιστημονικές/αντιδιαλεκτικές
απόψεις, όπως αυτές γ.π. του ιστορικού Στάθη Ν. Καλύβα1 ή του «αριστερού»
πολιτικού Αλέξη Τσίπρα2 κ.ά., οι οποίοι διακηρύσσουν ότι οι επαναστάσεις
ξεκίνησαν από τη σύγκρουση των ιδεών και μόνο, ότι δηλαδή δεν έπαιξαν ρόλο «τα
οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της φεουδαρχίας, η εμφάνιση και η επέκταση των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η διαμόρφωση της αστικής τάξης και η
συγκρότηση των επαναστατικών οργανώσεων. Μόνο οι “νεωτερικές ιδέες” που
περιφέρονταν ως φαντάσματα υπεράνω της παραγωγής, ψάχνοντας γενικά και αόριστα
ένα σώμα για να εκφραστούν.»3. Ο μαρξιστής ιστορικός Κώστας Σκολαρίκος γράφει:
«γιορτάζουν μια Επανάσταση που δεν ήταν και τόσο Επανάσταση, μια Επανάσταση των
ιδεών, με αποκλειστικό σκοπό την εθνική απελευθέρωση.»4 Ο αστός ιστορικός Στάθης
Ν. Καλύβας γράφει, σχετικά, μεταξύ άλλων τα εξής: «[…] προτιμώ να αποκαλώ την
Ελληνική Επανάσταση “Πόλεμο της Ανεξαρτησίας”. Και αυτό γιατί ο όρος
“επανάσταση” χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλά και ανόμοια μεταξύ τους
φαινόμενα (π.χ. Γαλλική Επανάσταση, Οκτωβριανή Επανάσταση, Βιομηχανική
Επανάσταση), τα οποία ελάχιστη συνάφεια έχουν με το γεγονός που μας
ενδιαφέρει.»5. Δεν είναι, βέβαια, επί του παρόντος ν’ αναφερθούν αναλυτικά
αντίθετες επιστημονικές απόψεις για την Ελληνική Επανάσταση, οι οποίες έχουν
καταγραφεί σε έντυπα και βιβλία, ώστε ν’ αποκτήσει ο αναγνώστης πληρέστερη
ιστορική γνώση και ν’ αναπτύξει περαιτέρω την κριτική και διαλεκτική σκέψη του,
το ζητούμενο ζήτημα σε κάθε επιστήμη.6 Ο Πούχνερ εκφράζει με νηφαλιότητα τις
απόψεις του, τις οποίες υποστηρίζει με τη βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, αλλά
και με τα ιστορικά τεκμήρια που ανακαλύπτει στο διάβα της περιδιάβασής του στο
ευρωπαϊκό και ελληνικό θέατρο των τελευταίων δύο αιώνων. Είναι εμφανές από
κάποιον αντικειμενικό και αφανάτιστο αναγνώστη, που δεν υπηρετεί πολιτικές
σκοπιμότητες και δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αστική εξουσία, όντας
«φιλελεύθερος διαχρονικός απολογητής» της, ότι ο Βάλτερ Πούχνερ δεν προκαλεί τον
αναγνώστη που διαθέτει αντίθετες ιδεολογικές απόψεις και που έχει στις γνωστικές
«αποσκευές» του και βιβλιογραφία με αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση. Όλοι οι
αναγνώστες, ανεξάρτητα ποιο μεθοδολογικό «εργαλείο» χρησιμοποιούν για την
επιστημονική (ιδεαλιστική/αστική ή υλιστική/μαρξιστική) προσέγγιση της
κοινωνίας, της φύσης και του ανθρώπου, έχουν την ευκαιρία να «γευτούν τους
πλούσιους και γλυκείς καρπούς» αυτής της εξαίσιας «πανδαισίας» που τους
προσφέρει ο σοφός ακαδημαϊκός Δάσκαλος Βάλτερ Πούχνερ. Επισημαίνουμε και
υπογραμμίζουμε τη μεγάλη επιστημονική προσφορά του Θεωρητικού, Ιστορικού
Ερευνητή και Μελετητή του Θεάτρου, Βάλτερ Πούχνερ, στην ελληνική και διεθνή
βιβλιογραφία, που αποτυπώνεται σ’ ένα πλήθος δημοσιευμάτων και βιβλίων του –όπως
συμβαίνει και σ’ αυτό το βιβλίο του– που αφορά θεατρολογικά ζητήματα
προεπαναστατικά, επαναστατικά και μετεπαναστατικά της αστικής Επανάστασης του
1821, λίαν αποκαλυπτικά και ενδιαφέροντα, τα οποία πέρα από το γνωστικό επίπεδο
και την ευχαρίστηση που προσφέρει η ιστορική γνώση, προβληματίζουν τον αναγνώστη
και τον θωρακίζουν έτσι, ώστε να μπορεί στη συνέχεια, με βάση τις τόσες
πληροφορίες και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του συγγραφέα στο παρόν βιβλίο, να
εμπλουτίσει το γνωστικό «οπλοστάσιό» του και να «κτίσει» στέρεα το δικό του
θεωρητικό και επιστημονικό «οικοδόμημα» της προσωπικής σκέψης του για τη γόνιμη
διαμόρφωση και εξέλιξή της και όχι μόνο της θεατρολογικής κουλτούρας του. Όντας
παιδαγωγός, δε διαθέτω επαρκείς επιστημονικές θεατρολογικές γνώσεις για να κρίνω
προσηκόντως τέτοιου είδους βιβλία. Γι’ αυτό, κάθε φορά, που καταπιάνομαι με τη
βιβλιοπαρουσίαση βιβλίων για το θέατρο, επιχειρώ μόνο μία, όσο πιο εκτενή και
διαφωτιστική βιβλιοπαρουσίαση, ώστε ο ειδικός γύρω από θεατρολογικά ζητήματα ή
μη αναγνώστης, να ενημερωθεί δεόντως για τα περιεχόμενα και την αξία του κάθε
βιβλίου, εκφράζοντας την ταπεινή υποκειμενική μου γνώμη. Ο αναγνώστης της
βιβλιοπαρουσίασής μου θα κρίνει το κείμενό μου και ιδιαίτερα το ίδιο το βιβλίο
και θα διαπιστώσει αν δικαιώνονται ή μη, οι απόψεις μου, για την αξία της
ερευνητικής, μελετητικής, ερμηνευτικής και εντέλει συγγραφικής εργασίας του
δημιουργού συγγραφέα. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε εφτά κεφάλαια: Προηγούνται,
βέβαια, τα «Προλεγόμενα» του συγγραφέα, κριτικού και εκδότη/διευθυντή του περ.
«Ιστορία Εικονογραφημένη», Διονύση Ν. Μουσμούτη, ο οποίος γράφει, μεταξύ άλλων:
«[…] Το βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ είναι πολλαπλώς συναρπαστικό, καθώς
συγκεντρώνει μελετήματα που αναδεικνύουν τη διαλεκτική διαδικασία της εναλλαγής
και της εξισορρόπησης των αντιθετικών τάσεων της μυθοποίησης και της
απομυθοποίησης, με τις διαφορετικές θεματικές και ιδεολογικές, δραματουργικές
και αισθητικές, γλωσσικές και υφολογικές στρατηγικές και μορφοποιήσεις.[…]» και
ο «Πρόλογος» του συγγραφέα. Τα κεφάλαια είναι τα εξής: 1.«Προεισαγωγικά: Περί
μεθόδων» 2.«Εισαγωγικά: Το Θέατρο στην Επανάσταση» 3.«Η Ελληνική Επανάσταση στο
Ευρωπαϊκό Θέατρο» 4.«Η Ελληνική Επανάσταση στην Ελληνική Δραματουργία» 5.«Το
Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές παραστάσεις» 6.«Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία»
7.«Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση» Ολοκληρώνει με το κείμενο: Επίλογος: «Το
τέλος του ιστορικού δράματος;» Μερικές από τις διαπιστώσεις και επισημάνσεις του
Πούχνερ, αν και είναι πολλές και ποικίλες, διάσπαρτες στη μονογραφία του, είναι:
–«Το θέατρο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο ήδη στις προπαρασκευαστικές φάσεις του
ξεσηκωμού, αφυπνίζοντας τη συνείδηση της εθνικής αυθυποστασίας και καλλιεργώντας
τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μέσα στο διδακτικό πνεύμα του Διαφωτισμού, που
χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη επιτυχία τις σκηνικές παραστάσεις για την εμπέδωση
των ιδεών της διοικητικής αυτοδιάθεσης, της εδαφικής ανεξαρτησίας και του
εθνικού κράτους.» –Στο εξωτερικό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα ανεβάστηκαν
«θεατρικές παραστάσεις, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και σε διάφορες χώρες και
γλώσσες δημιουργήθηκε μια ολόκληρη φιλελληνική δραματουργία με θέματα και μορφές
από τον Αγώνα του ’21, βεβαίως αισθητικά και υφολογικά στα πλαίσια του
Ρομαντισμού, του Οριενταλισμού και του εξωτισμού.» –«Τα ιστορικά γεγονότα της
Ελλάδας, από την οπτική του εξωτερικού, συχνά παρουσιάζουν μια τελείως
διαφορετική εικόνα για τα ελληνικά πράγματα και τη σημασία τους […] (στην
ιστορία των Βαλκανίων) οι εσωτερικές και εξωτερικές οπτικές γωνίες, παρά τις
διαφορές και αντιθέσεις τους, έχουν τη δυνατότητα να αλληλοσυμπληρώνονται, να
συγχωνεύονται, να αναμειγνύονται, αν και σπάνια δημιουργούν μια πραγματικά
πρισματική και συνεκτική εικόνα, γιατί οι αντιφάσεις δεν αμβλύνονται και οι
αποστάσεις παραμένουν αγεφύρωτες. Μια τέτοια περίπτωση είναι χωρίς άλλο και η
Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου η δυσκολία της ασυμβατότητας πολλαπλασιάζεται
ακόμα από την ασυνήθιστη συνθετότητα των επιμέρους γεγονότων του ξεσηκωμού και
το πολύ μεγάλο εύρος των δυνατοτήτων ερμηνείας τους σύμφωνα με ποικίλους
ιδεολογικούς προσανατολισμούς, επιστημονικές ειδικεύσεις και την περίπλοκη
κατάσταση του ίδιου πληροφοριακού υλικού των πηγών, που απαιτεί κριτική
αντιμετώπιση, διασταύρωση και επαλήθευση, και οι απλουστευτικές συνόψεις μπορούν
να φτάσουν σε μερικές περιπτώσεις, με ακριβώς το ίδιο πληροφοριακό υλικό, σε
τελείως διαφορετικά συμπεράσματα.» Σταματώ εδώ, για να μην παρασυρθώ από το
λογικό, κριτικό και επιστημονικό λόγο του σοφού δασκάλου, και έτσι αντιγράψω,
χωρίς να το αντιληφτώ, το μισό βιβλίο. Απλά, αντέγραψα ορισμένα αποσπάσματα για
να διαπιστώσει ο αναγνώστης τη γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα και τον τρόπο
σκέψης του, τα οποία ομολογουμένως θα απολαύσει κατά την ανάγνωση ολόκληρης της
μονογραφίας. Πάμπολλα και πολύ ενδιαφέροντα είναι τα θεατρικά έργα που
παρουσιάζει, άλλα επιγραμματικά, άλλα περιληπτικά με ακροθιγείς κρίσεις και άλλα
με περισπούδαστη ερμηνευτική ικανότητα, αληθινή απόλαυση για κάθε φιλομαθή και
θεατρόφιλο αναγνώστη, ιδιαίτερα δε για κάθε θεατρολόγο και παιδαγωγό. Η
ευρωπαϊκή και η ελληνική δραματουργία έχει να μας παρουσιάσει ένα πλήθος
θεατρικών έργων για ενήλικες, αλλά και για παιδιά (για το σχολικό κυρίως
θέατρο), μέχρι τις μέρες μας. Για τα συναφή θεματολογικά έργα του ευρωπαϊκού
θεάτρου αναφέρεται σε αυτά που γράφτηκαν και ανεβάστηκαν μέσα στην «ιστορική
συγκυρία» έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης και κατά τη διάρκειά της. Οι
δραματουργοί είχαν επηρεαστεί σαφώς κατά την προεπαναστατική περίοδο υπέρ της
ελληνικής ιστορίας, κυρίως από το κίνημα του Διαφωτισμού, από τα βιβλία και τα
κείμενα των ξένων περιηγητών, που ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα, από τα
καλλιτεχνικά ρεύματα και έργα διαφόρων καλλιτεχνών κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να
δημιουργηθεί ο φιλελληνισμός στα πεδία των μαχών, αλλά και στα γράμματα και στο
θέατρο, με την εμφάνιση δραματουργών, έργων τους και παραστάσεών τους, με
διάφορους θεματικούς κύκλους για φάσεις του Αγώνα, γεγονότα και ήρωες, ακόμη και
στους μετεπαναστατικούς χρόνους. Ιδιαίτερα, ο Πούχνερ αναλύει και ερμηνεύει
διεξοδικά δύο έργα: Harro Paul Harring (1798-1870), «Ο αρνησίθρησκος του Μοριά»
Jos.Bar. Ow, «Mesolonghi». Στην ελληνική δραματουργία συμπεριλαμβάνονται πολλά
θεατρικά έργα, τα οποία κατατάσσει σε χρονικές περιόδους (1820-1860, 1860-1900,
1900-1922, Μεσοπόλεμος, Μεταπολεμική περίοδος) και ορισμένα απ’ αυτά τα
ερμηνεύει λιγότερο ή περισσότερο διεξοδικά. Στέκεται δε με σπουδή σε ορισμένα,
στα υποκεφάλαια: «Ο Θεόδωρος Αλκαίος και η λαϊκότροπη πατριωτική τραγωδία του
’21» (σ. 187-266), «Ο Παναγιώτης Σούτσος και η ποιητική πατριωτική τραγωδία» (σ.
267-321), «Οι δρόμοι της απομυθοποίησης “Νικήρατος” (1826), “Να ζη το Μεσολόγγι”
(1928), “Το μπουκάλι” (1983)», έργα αντίστοιχα των Ευανθίας Καΐρη, Βασίλη Ρώτα
και Βασίλη Ζιώγα (σ. 322-396). Στο κεφάλαιο «Το Θέατρο Σκιών και οι πατριωτικές
παραστάσεις» ο Πούχνερ θα μελετήσει ιδιαίτερα το έργο «Ο Κατσαντώνης» του Αντώνη
Μόλλα. Στο κεφάλαιο «Οι εθνικές γιορτές στα σχολεία», το οποίο προσωπικά μ’
ενδιαφέρει ιδιαίτερα, θίγει αρκετά ενδιαφέροντα ζητήματα, κάνει αναφορές σε
κάποια έργα του σχολικού θεάτρου και θέτει προβληματισμούς και προτάσεις, όπως
το έχει ξανακάνει από το 1996 μέχρι σήμερα, δημοσιεύοντας ενδιαφέρουσες σχετικές
εργασίες, χρήσιμες για την Ιστορία του Σχολικού και του ενγένει Θεάτρου για
παιδιά, αλλά και του Ερασιτεχνικού Θεάτρου, μιας περιοχής της θεατρολογικής
έρευνας αρκετά φτωχής, όπως άλλωστε και του σχολικού θεάτρου (ηλικίας 200
χρόνων) και του επαγγελματικού θεάτρου για παιδιά (ηλικίας 70 χρόνων),
επιστημονικά αντικείμενα που δυστυχώς δε διδάσκονται με αυτοτελή μαθήματα στα
πανεπιστήμια, αλλά εντελώς αποσπασματικά και εμβόλιμα σε άλλα μαθήματα. Στη σελ.
183 του βιβλίου γράφει ο Πούχνερ: «Το σχολικό θέατρο, ως προς τον κύκλο του ’21,
έχει αναπτύξει μια ξεχωριστή δυναμική». Εδώ, θα ήθελα να σημειώσω ως παραπομπή
την εξής υποσημείωση, η οποία ενδεχομένως να ενδιαφέρει κάποιους θεατρολόγους
και εκπαιδευτικούς: Υπάρχουν κάποιες σχετικές ερευνητικές και μελετητικές
σχετικές εργασίες, μεταξύ των οποίων του Θανάση Ν. Καραγιάννη, «Ο Θανάσης Διάκος
και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο (1950-1974) [Μια πρώτη
προσέγγιση]». Κοίτα στο βιβλίο του Θεατρικές διαδρομές σε κείμενα, βιβλία και
παραστάσεις για παιδιά και ενήλικες. Ιστορικά και θεωρητικά ζητήματα, Εκδόσεις
Πάραλος, Αθήνα 2021, σ. 64-114, αλλά και άλλα παρόμοια μελετήματα που ετοιμάζει
ο ίδιος με θέμα την «Ελληνική Επανάσταση στο Σχολικό Θέατρο» κ.ά. Στο κεφάλαιο
«Τα πριν και τα μετά την Επανάσταση» ο Βάλτερ Πούχνερ με υποδειγματικό τρόπο
αναλύει και μας παρουσιάζει κάποια θεατρικά έργα: Του Ιωάννη Ζαμπέλιου,
«Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1818), έργο που παίχτηκε κρυφά στην
Κωνσταντινούπολη, το 1821, και «διακόπηκε βίαια από τους Τούρκους». Ο Πούχνερ
αναφέρεται και σε άλλα έργα, με κεντρικό ήρωα τον Κ. Παλαιολόγο, όπως: του Δ.
Δημητριάδη, «Η αρχή της ζωής», του Ν. Καζαντζάκη, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»,
του Ι. Ζώη και Θ. Κωτσόπουλου με τον ίδιο τίτλο, του Θ. Τερζόπουλου, «Λήθη και
άλλοι τέσσερις μονόλογοι». Του Βασίλη Ρώτα, «Ο Ρήγας Βελεστινλής» και Διάφορα
έργα για τον Καποδίστρια των Ι. Ζαμπέλιου, Υπάτιου Ζ. Αυγερινού, Π. Φλώρου, Δ.
Χρονόπουλου, Γ. Θεοτοκά, Ν. Καζαντζάκη. Στον «Επίλογο» ο Πούχνερ θέτει στοιχεία,
επιχειρήματα και προβληματισμούς, αλλά ευθέως και τις επιστημονικές απόψεις του
για το ζήτημα: «Αν ήρθε ή όχι το τέλος του ιστορικού δράματος». Ένα κείμενο,
πρόσφορο για συνεχή γόνιμο διεπιστημονικό διάλογο, αφού αφορά διάφορες επιστήμες
και επιστήμονες (Κοινωνιολόγους, Παιδαγωγούς, Θεατρολόγους, Πολιτικούς
επιστήμονες κ.ά.) Πρόκειται για ένα από τα πιο ώριμα έργα του πολυγράφου και
πολύπειρου διανοητή, και σημαντικού θεωρητικού, ερευνητή/μελετητή των Θεατρικών
Σπουδών, και όχι μόνο, Βάλτερ Πούχνερ, καρπός μακροχρόνιας προσπάθειας και
ακαδημαϊκής διδασκαλίας και του παρόντος αντικειμένου. Ένα τέτοιου είδους βιβλίο
δε γράφεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απαιτούνται, ασφαλώς, μολύμοχθη,
χρονοβόρα, υπεύθυνη και ενδελεχής έρευνα/μελέτη, προδημοσιεύσεις και εισηγήσεις
σε συνέδρια, αλλά και αξιοθαύμαστη τεχνική για τη σύνθεση του ογκώδους υλικού
που έχει συλλεχτεί για το θέμα και η κατάλληλη αξιοποίησή του σ’ ένα βιβλίο,
επετειακού μάλιστα χαρακτήρα. Προτείνω απερίφραστα να μελετηθεί αυτό το αξιόλογο
πολυσέλιδο πόνημα του επιφανούς πνευματικού δημιουργού, ίσως του πολυγραφότερου
πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού δασκάλου ή έστω από τους πιο πολυγράφους
πανεπιστημιακούς καθηγητές ζώντες και τεθνεώντες. Θαυμάσια η επιμέλεια του
κειμένου, που πραγματοποίησε με υπευθυνότητα και πλήρη επιστημονική γνώση, η Ομ.
Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυριακή Πετράκου, πολυγράφος κι αυτή,
εργατικότατη και πολυπράγμων στα περί θεάτρου επιστημονικά και εκδοτικά
συμβαίνοντα, ακόμη και μετά από την αφυπηρέτησή της. Συγχαρητήρια αξίζουν και
στον εκδότη Γρηγόρη Πλαστάρα, των εκδόσεων ΟΤΑΝ, για τη θαυμάσια και επιμελημένη
έκδοση που έχω στα χέρια μου και ελπίζω να μελετηθεί από όλους τους θεατρολόγους
και εκπαιδευτικούς, αλλά και από τους φοιτητές των Τμημάτων Θεατρικών Σποδών και
Παιδαγωγικών Τμημάτων των πανεπιστημίων μας και ακόμη από κάθε θεατρόφιλο και
φιλομαθή αναγνώστη. Πιστεύω ότι διαβάζοντας κάποιος τέτοιου είδους βιβλία,
θωρακίζει σημαντικά την ιστορική, θεατρική και ενγένει πολιτισμική κουλτούρα
του, καθώς και την προσωπικότητά του. Και ότι δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου να
παρακολουθούμε θεατρικές παραστάσεις μόνο, αλλά πρωτίστως να διαθέτουμε μια
ευρύτερη γνώση εκ των προτέρων για τα έργα για ενήλικες που θα παρακολουθήσουμε
(για τη ζωή και το έργο του κάθε δραματουργού, για την υπόθεση του έργου, για
την εποχή που γράφτηκε, για τα αισθητικά ρεύματα που επικρατούσαν κ.ο.κ.), αλλά
και για την ιστορία του σχολικού θεάτρου και του θεάτρου για παιδιά (ιδιαίτερα
αυτά τα ζητήματα αφορούν τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους ηθοποιούς,
που παίζουν στο επαγγελματικό θέατρο για παιδιά), τη θεματογραφία των έργων και
τη σκηνική παρουσία τους κ.λπ. Η θεωρητική ενασχόληση με το είδος θα τονώσει την
αγάπη όλων μας για το θέατρο, την εξαίσια αυτή τέχνη των τεχνών. Υ.Γ.:
Διαβάζοντας απόσπασμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου (σελ. 371-372),, όπου ο
συγγραφέας αναφέρεται σε τρία αφιερώματα που επιμελήθηκα για το έργο του Ρώτα,
θα ήθελα, ακόμη να προσθέσω για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη του
παρόντος παρουσιαζόμενου βιβλίου, ορισμένα ακόμη σχετικά αφιερώματα που
επιμελήθηκα ή πρότεινα να πραγματοποιηθούν: 1.Αφιέρωμα που επιμελήθηκα με θέμα:
«Βασίλης Ρώτας: 25 χρόνια απ’ το θάνατό του», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι»,
τεύχ. 444-445, 2002, σ. 360-374, με τα εξής κείμενα: Ρένου-Παναγιώτη Ρώτα, «Ο
σεβασμός προς το παιδί στο έργο του Βασίλη Ρώτα», Μιχάλη Σταφυλά, «Η ιδιοτυπία
του Βασίλη Ρώτα», Μαρίας Τζαφεροπούλου, «Η παρουσία του χιούμορ στην “Αυγούλα”
του Βασίλη Ρώτα», Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλη Ρώτα “Νενικήκαμεν” (μονόπρακτο για
παιδιά), 1929. Σύντομη αναφορά στην υπόθεση και στους δραματικούς ήρωες του
έργου». 2.Μαζί με την Αριστέα Κομνηνέλλη επιμεληθήκαμε αφιερώματος, με θέμα «Ο
Θεατράνθρωπος Βασίλης Ρώτας», στο περ. «Μανδραγόρας», τεύχ. 38, Απρίλιος 2008,
σ. 74-105, με τα εξής κείμενα: Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας. Ο
Θεατράνθρωπος, ο Δραματουργός, ο Μεταφραστής. Χρονολόγιο [Βασικό συνοπτικό
σχεδίασμα]» (σσ.: Το πληρέστερο χρονολόγιο μέχρι σήμερα για τη συμβολή του Ρώτα
στο θέατρο), Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας και Θέατρο Σκιών.
Αναφορές-Επισημάνσεις-Προσεγγίσεις», Βάλτερ Πούχνερ, «Βασίλης Ρώτας. Θεατρικές
μεταφράσεις. Σίλλερ: Δον Κάρλος, Μαρία Στούαρτ. Χάουπτμαν: Ρόζα Μπερντ, Η Χανέλα
πάει στον παράδεισο», Αριστέα Κομνηνέλλη, «Ο Βασίλης Ρώτας μεταφράζει William
Shakespeare. Αποσπάσματα από μεταφράσεις», Κυριακής Πετράκου, «Η θεατρική πορεία
του Ρήγα Βελεστινλή του Βασίλη Ρώτα», Βαρβάρας Γεωργοπούλου, «Ο Βασίλης Ρώτας ως
θεωρητικός και κριτικός του Θεάτρου στο Μεσοπόλεμο», Παναγιώτη Νούτσου,
«Προαπαιτούμενα για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης του Βασίλη Ρώτα»,
Κατερίνας Ρώτα, «Βασίλης Ρώτας, ο παππούλης μου», Κώστα Κρεμμύδα, «Βασίλης
Ρώτας. Κρίσεις για τον Καρυωτάκη και το έργο του». 3.Μικρό αφιέρωμα (επιμέλεια:
Β. Δ. Αναγνωστόπουλος) στο περ. «Διαδρομές στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά
και νέους», τεύχ. 9-10, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2003, σ. 69-92 με δύο κείμενα: Βάλτερ
Πούχνερ, «Παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο παιδικό θέατρο του Βασίλη Ρώτα» και
Θανάση Καραγιάννη, «Βασίλης Ρώτας: Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, οι σπουδές
του», και 4.«Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Βασίλη Ρώτα, 25 χρόνια από το θάνατό
του» (επιμέλεια: Φ. Κ. Βώρος) σε δύο τεύχη του περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τεύχ.
63-64, Ιαν. – Ιούν. 2002, σ. 9-26: Βασίλη Ασημομύτη, «Βασίλης Ρώτας (1889-1977).
Εικοσιπέντε χρόνια απουσίας», Χάρη Σακελλαρίου, «Η κοινωνιολογική θέαση του
κόσμου στην παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα», Φ. Κ. Βώρου, «Ο πολιτισμός στο
Βουνό» και τεύχ. 65-66, Ιούλ. – Δεκ. 2002, σ. 12-29: Θανάση Καραγιάννη, «Η
πολιτική ποίηση του Βασίλη Ρώτα. Προσεγγίσεις με φόντο τη Μετακατοχική Περίοδο».
Επίσης, αναφέρω το αφιέρωμα για το έργο του Ρώτα που επιμελήθηκε η Βούλα
Δαμιανάκου στο περ. «Η Λέξη», τεύχ. 116, Ιούλ.-Αύγ. 1993, σ. 419-447 και είχε
προηγηθεί όλων των προηγουμένων: «Βασίλης Ρώτας» (εισαγωγή-σημειώσεις: Πλάτων
Μαυρομούστακος, σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση του Β. Ρώτα: «Το Θέατρο στο Βουνό –
Ιστορία και Αναμνήσεις»), Βούλας Δαμιανάκου, «Βασίλης Ρώτας, πρωτοπόρος στη ζωή
και στην τέχνη», Νικηφόρου Ρώτα, «Σχόλιο για τον Βασίλη Ρώτα τον πατέρα μου και
την εποχή μας». Παραπομπές 1.«Όλα ξεκίνησαν από τις ιδέες», στο: Ελληνικό
όνειρο, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2020, σ. 23. 2.«Γνωρίζουμε ότι η Ελληνική
Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά, σε ιδεολογικό κενό. Όπως και η Γαλλική
Επανάσταση που προηγήθηκε, υπήρξε το αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και
συγκρούσεων στη σφαίρα του πολιτισμού και της διανόησης, στο χώρο των ιδεών.
Ανάμεσα στο 1770 και στο 1821, οι ιδέες του Διαφωτισμού που θριάμβευαν στο
Παρίσι έφτασαν ως τα μέρη μας και αμφισβήτησαν την απόλυτη μέχρι τότε κυριαρχία
της θεοκρατικής σκέψης, της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού.» Παρόμοιες
απόψεις εκφράζει, σχετικά, ο Κώστας Σκολαρίκος (κοίτα στην επόμενη υποσημείωση),
αλλά ουσιαστικά, εντέλει, προσδιορίζουν την αντίθετη επιστημονική και ταξική
θέση του: «Οι αστοί διανοούμενοι ανόρθωσαν εκείνη την εποχή το μπόι της
ανθρώπινης σκέψης σε πρωτόγνωρα ύψη, επιδιώκοντας να αντικαταστήσουν τα
θρησκευτικά δόγματα με την επιστήμη και αμφισβητώντας κάθε αποδεκτή αντίληψη της
εποχής τους. Οι αστοί επαναστάτες δεν λυπήθηκαν θυσίες και ηρωισμούς για να
κινήσουν τον παλιό κόσμο. Η μαζική λαϊκή επαναστατική πάλη εισέβαλε για πρώτη
φορά στο προσκήνιο της Ιστορίας, αποτελώντας καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη
της ταξικής πάλης. […] Οι προσπάθειες (σσ.: σήμερα) της αστικής δημοσιολογίας
και ιστοριογραφίας να αφαιρέσουν κάθε αναφορά στην ταξική πάλη και τις
επαναστάσεις ως κινητήριων δυνάμεων της ιστορικής εξέλιξης, η απόπειρα να
παρουσιαστούν οι “καπιταλιστικές” ιδέες της Αναγέννησης (15ος-16ος αιώνας) ως
νεωτερικές (την ίδια στιγμή μάλιστα που οι θέσεις του εργατικού και
κομμουνιστικού κινήματος παρουσιάζονται ως ξεπερασμένες), η ταξική και πολιτική
εργαλειοποίηση της Ιστορίας κ.λπ. αποτελούν την ιδεολογική αντανάκλαση του
σάπιου και γερασμένου καπιταλισμού. […]» 3.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου, «200 χρόνια
από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός γερασμένου”
συστήματος», εφ. «Ριζοσπάστης», 15-16.5.2021, σ. 26. 4.Κοίτα: Κώστα Σκολαρίκου,
«200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821», «Αναζητώντας τη “νεωτερικότητα ενός
γερασμένου” συστήματος», ό.π., σ. 26-27. 5.Κοίτα: Στάθη Ν. Καλύβας, Ελληνικό
όνειρο, ό.π., σ. 17. 6.Κοίτα το βιβλίο 1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του
Ελληνικού Αστικού Κράτους, Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2020, σσ. 400.
Ετικέτες
Θέατρο,
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022
Θανάσης Ν. Καραγιάννης Αιμίλιος Κομβόπουλος. Ρωμιός ερασιτέχνης ηθοποιός και
σκηνοθέτης Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2019, 110 σελ.
Παρουσιάζει η Κυριακή Πετράκου // Καθηγήτρια Τμήματος Θεατρικών Σπουδών
Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι συγγραφέας πολλών μελετών, επί
πολλών θεμάτων, βιβλίων και άρθρων, με έμφαση, όπως υπαγορεύεται από τη
θεμελιώδη ενασχόλησή του με το σχολείο, στην παιδαγωγική διάσταση της
λογοτεχνίας και της τέχνης που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Το θέατρο
κατέχει περίοπτη θέση στα ενδιαφέροντά του, αρχής γενομένης από τη διδακτορική
διατριβή του (Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους. Θέατρο –
Ποίηση – Πεζογραφία – «Κλασσικά Εικονογραφημένα», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007).
Έκτοτε ασχολείται εντατικά, συστηματικά και δόκιμα με τη θεατρική έρευνα,
εστιασμένη ιδίως –αν και όχι αποκλειστικά– στο θέατρο για ανηλίκους. Για ένα
διάστημα έγραφε θεατρική κριτική για το παιδικό/νεανικό θέατρο, τομέα εντελώς
ασυνήθιστο αν όχι ανύπαρκτο, στη θεατρική κριτική, ουσιαστικά μια καινοτομία.
Παρουσίαζε επίσης παραστάσεις του παιδικού θεάτρου της εποχής στο αείμνηστο
τηλεοπτικό κανάλι 902. Ακόμα έχει διδάξει παιδικό θέατρο στο Τμήμα Θεατρικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τα δύο τελευταία χρόνια, μεταβαίνει στην
Κωνσταντινούπολη και ερευνά τα έργα και τις παραστάσεις του ερασιτεχνικού και
παιδικού ως επί το πλείστον θεάτρου εκεί. Οι θεατρικές δραστηριότητες στην
Κωνσταντινούπολη και γενικώς στην λεγόμενη καθ’ ημάς Ανατολή, αποτελούν
αντικείμενο έρευνας στα πλαίσια της ελληνικής θεατρολογίας τις τελευταίες
δεκαετίες, αποκαλύπτοντας μια θεατρική ζωή πλουσιότερη από αυτήν του ελλαδικού
χώρου τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (σε ποσότητα, καθόσον
κέντρο των εξελίξεων στο δράμα αλλά και στις παραστασιακές μεθόδους υπήρξε
ανέκαθεν η Αθήνα, όπως είναι εύλογο). Η ερασιτεχνία εντάσσεται σε αυτήν και έχει
γίνει αντικείμενο έρευνας ήδη από τους πρώτους ιστορικούς του θεάτρου μας,
Νικόλαο Λάσκαρη και Γιάννη Σιδέρη, οι οποίοι όμως δεν κατανόησαν πλήρως την αξία
της. Οι σύγχρονοι θεατρολόγοι όμως έχουν αρχίσει να την κατανοούν και να την
εκτιμούν. Το εν λόγω βιβλίο του Θανάση Καραγιάννη έχει μια σαφέστατη δομή κατά
τη δόκιμη και καθιερωμένη μεθοδολογία, η οποία είναι η πλέον εύληπτη (και
ευχάριστη) στον αναγνώστη. Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ζωή του Αιμίλιου
Κομβόπουλου» παρουσιάζει στη διαχρονία την γενεαλογία και την προσωπική ιστορία
του Αι. Κομβόπουλου: τη ζωή και την ιστορία των γονιών του, τη δική του, τα
παιδιά του, τα επαγγέλματα, τις στροφές της ζωής του. Πέρα από την έννοια της
βιογραφίας ενός προσώπου που για κάποιον λόγο μας ενδιαφέρει, μαθαίνουμε ή
θυμόμαστε τις τύχες των Ελλήνων στην Πόλη, που πάντα μας συγκινεί και μας
πονάει. Δεν ξεχνάμε ότι και όταν χάθηκε για τον Ελληνισμό επισήμως η Πόλη, δεν
χάθηκε εντελώς. Έμεινε ως ισχυρό θρησκευτικό, οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο
μια ισχυρής ελληνικής παροικίας έως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οπότε οι
τουρκικοί διωγμοί προκάλεσαν τη συρρίκνωσή της. Ο Αιμίλιος Κομβόπουλος
(γεννήθηκε το 1927), παρότι οι ιστορικές περιστάσεις τον ανάγκασαν να γίνει
βιοπαλαιστής και να μην αποκτήσει την παιδεία την οποία επιθυμούσε διακαώς, είχε
πάντοτε την κλίση των Κωνσταντινουπολιτών για τον πολιτισμό γενικά και το θέατρο
ειδικά. Διέθετε προφανώς φυσικό ταλέντο και είχε καλή φωνή. Η θεατρική πορεία
του διήρκεσε 50 χρόνια και ήταν πλήρης. Πρωταγωνίστησε ή συμμετείχε σε
παραστάσεις, ορισμένες τις σκηνοθέτησε. (Δεύτερο κεφάλαιο: «Η προσφορά του
Αιμίλιου Κομβόπουλου στο Ρωμαίικο Ερασιτεχνικό Θέατρο της Κωνσταντινούπολης») Η
μελέτη αυτή του Θαν. Καραγιάννη παρουσιάζει τις παραγωγές για τις οποίες
υπάρχουν στοιχεία, δίνοντας όλους τους παράγοντες, και φωτογραφικό υλικό που
περιλαμβάνει και προγράμματα. Παραθέτει και μια συνέντευξη με τον ίδιο τον Αι.
Κομβόπουλο, ο οποίος, με τον απλό και βιωματικό λόγο του, μεταφέρει συγκινητικά
την αγάπη του (για το θέατρο) και την εμπειρία του από το θέατρο. Με την
πληρότητα αυτή, εκτός από ευχάριστο ανάγνωσμα, το βιβλίο αποτελεί μελέτη
αναφοράς για τον ειδικό του θεάτρου, που γνωρίζει τα θέματα και την αξία τους.
Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018
Γιάννης Δ. Μπάρτζης – Δέσποινα Στίκα
UFO στη
Β΄ Γυμνασίου!
Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
Θεσσαλονίκη 2013, σ. 123
Ο Δρ. Γιάννης
Δ. Μπάρτζης, πολυγράφος και καταξιωμένος επιστήμονας, εκπαιδευτικός και
λογοτέχνης, έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με θέματα επιστημονικής φαντασίας
και συγκεκριμένα στα 1990 κυκλοφόρησε
το βιβλίο του UFO στα
Διγελιώτικα. Μυθιστόρημα, εκδ.
Καστανιώτης, το οποίο είχε αποσπάσει το 1ο Πανελλήνιο Βραβείο Επιστημονικής
Φαντασίας (1989) από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Ένα χρόνο αργότερα
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό για παιδιά «Συνεργασία»
της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. (τεύχ. 66) ένα διήγημά του –και πάλι επιστημονικής φαντασίας–
με τον τίτλο: «Πλανήτης Γη SOS – Ένα παράξενο φως». Αυτό το διήγημα αποτέλεσε τη μαγιά για την παραγωγή
του παρουσιαζόμενου εδώ μυθιστορήματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα της
συνεργασίας του συγγραφέα με τη γνωστή και άξια εικονογράφο και συγγραφέα κ.
Δέσποινα Στίκα.
Ένα «παράξενο
συμβάν» ένα «μυστηριώδες γεγονός»
συγκλονίζει και κινητοποιεί ένα παιδί της Β΄ Γυμνασίου: «άλλοι» του υποβάλλουν
την επιθυμία και οδηγούν τα βήματά του προς τα βράχια του κάστρου, στη μεσιανή
μεγάλη σπηλιά, κοντά στο χωριό του. Εκεί βλέπει «το παράξενο φως»… και διακρίνει «ένα γυαλιστερό, μεταλλικό, στρογγυλό αντικείμενο με πολλά κρυστάλλινα,
φωτεινά παραθυράκια», αναποδογυρισμένο με τρεις κεραίες προς το έδαφος, στο
μέγεθος μιας λεκάνης πλυσίματος ρούχων, με βάρος δυσανάλογο με το μέγεθός του.
Τηλεπαθητικά επικοινωνεί με τα μικροσκοπικά εξάποδα, όχι εξωγήινα, αλλά γήινα
όντα, τα οποία βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. Γήινα όντα μιας άλλης, όμως, χρονικής
διάστασης, «ταξιδιώτες στο χρόνο»,
ταξιδιώτες που έρχονται από το μέλλον και ταξιδεύουν με το «χρονοπλοίο» τους.
Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία του ήρωά μας και η
πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, η οποία αποτυπώνεται ως περιπέτεια επιστημονικής
φαντασίας από τους δυο συγγραφείς μας. Ό ήρωας δε γίνεται πιστευτός από κανένα,
ή μάλλον –έστω με δυσπιστία αρχικά– μόνο από τον καθηγητή της Φυσικής στο
σχολειό του, ο οποίος γίνεται αρωγός του στην εξιχνίαση του μυστηρίου. «Στην υπόθεση έχει εμπλακεί και ένας σιδεράς
ανίδεος περί τα επιστημονικά. Και στη συνέχεια εμπλέκονται οι μυστικές
υπηρεσίες του κράτους, η ΕΥΠ, η Αντιτρομοκρατική, η Δίωξη Ναρκωτικών, το ΣΔΟΕ …
ως και ο εξοχότατος Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως.»[1]
Οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα και τη φαντασία να
συνθέσουν μια πολύπλοκη υπόθεση, με δράση των ηρώων, με αγωνία και σασπένς. Ο
μύθος είναι βασισμένος σ’ επιστημονικά δεδομένα και από τη μια φανερώνεται στον
αναγνώστη η οξύνοια και η επιστημονική φιλομάθεια ενός μαθητή και από την άλλη
η παιδαγωγική ευαισθησία ενός καθηγητή του, ο οποίος έρχεται ως αρωγός στους
προβληματισμούς και στις ανησυχίες του. Και δεν είναι τυχαίο που ο καθηγητής
είναι φυσικός. Και μάλιστα είναι αυτός που υπερβαίνει τα εσκαμμένα κατά τη
διδασκαλία με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη στο σχολικό
βιβλίο. Είναι αυτός που ενημερώνει τους μαθητές του για επιστημονικά θέματα που
αφορούν τη φυσική, «το αμφιλεγόμενο
Πείραμα της Φιλαδέλφειας του Αϊνστάιν και την πρόβλεψή του για ταξίδια μες στο
χρόνο» κ.ά. Ο φυσικός, που δεν εμπιστεύεται τις «φαντασιώσεις» του «ονειροπαρμένου»
μαθητή του, αλλά ως παιδαγωγός υποχωρεί στις πιέσεις του και ερευνά μαζί του …
Γράφει, σχετικά, στο ημερολόγιό του: «Μα
ως παιδαγωγός με την ευρεία έννοια, συναισθανόμενος το βάρος της ευθύνης προς
το μαθητή μου, πίστευα ότι για την προστασία της ψυχικής του υγείας προχωρούσα
στην πλέον επιβεβλημένη κίνηση.»
Η αληθοφάνεια των γεγονότων παρασύρουν τον αναγνώστη
σε σκέψεις, σε προβληματισμούς και σε αμφισβητήσεις. Η σατιρική διάθεση των
συγγραφέων σε σχέση με την ημιμάθεια, την αφέλεια και την πολιτική καχυποψία των αστυνομικών και των άλλων
δημόσιων λειτουργών και υπηρεσιών είναι εμφανής. Οι υπερβολές και οι γκάφες τους
προκαλούν το γέλιο στον αναγνώστη, ο οποίος προβληματίζεται για την
αναποτελεσματικότητα που αρκετές φορές υπάρχει στο δημόσιο κοινωνικό και
πολιτικό βίο μας, από άστοχες και επιπόλαιες ενέργειες κρατικών φορέων. Παραπέμπει,
ίσως, σε παλιότερες εποχές, που η γραφικότητα της συμπεριφοράς και των
ενεργειών των οργάνων της τάξεως σε
παρόμοια συμβάντα ήταν παροιμιώδης.
Οι συγγραφείς, εντέλει, μας φανερώνουν ξεκάθαρα, καθ’
όλη τη διάρκεια της υπόθεσης του έργου, την ορθή επιστημονική άποψη ότι οι
μαθητές που διαθέτουν δημιουργική φαντασία και αποκλίνουσα νόηση, αυτοί οι
οποίοι ερευνούν και διαβάζουν περισσότερα βιβλία, πέρα από τα σχολικά, είναι
δυνατό να προοδεύσουν στη ζωή, στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιστήμες, σε
οποιοδήποτε επάγγελμα κι αν επιλέξουν. Η επιστημονική φαντασία, η οποία είναι
έντονη στο παρόν μυθιστόρημα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ήρωας οπωσδήποτε
θα πετύχει στη ζωή του και θα μεγαλουργήσει σε δημιουργικότητα, σε κοινωνική
επινοητικότητα, σε προοδευτική κατεύθυνση, παρασύροντας και τους γύρω του προς
την κατεύθυνση αυτή. Ο μύθος, όμως, μας δείχνει και τη δύναμη που μπορεί να
έχουν και το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι παράγοντες οικογένεια και
σχολείο, όταν μάλιστα στηρίζουν την παρόμοια με τον ήρωά μας πορεία στη σχολική
και κοινωνική του ζωή ως νήπιο, παιδί και έφηβο.
Προκρίνω τέτοιου είδους αναγνώσματα για παιδιά και
εφήβους, που εκτός από την περιπέτεια των ηρώων και την ενδιαφέρουσα και γοργή
ροή του μύθου, περιέχουν επιστημονικές γνώσεις (εδώ: αστροφυσικής, βιολογίας
και φυσικής) και κυρίως των θεωριών ενός κορυφαίου επιστήμονα όπως είναι ο
Άλμπερτ Αϊνστάιν και το περίφημο «Πείραμα
της Φιλαδέλφειας».[2]
Επίσης, θα χαρακτήριζα ως επιτυχή την αποπειραθείσα
πρωτότυπη δομή από τους συγγραφείς/λογοτέχνες ενός μυθιστορήματος, που δε
διαθέτει ενιαία αφήγηση, αλλά συγχρόνως παράλληλα αφηγηματικά στοιχεία, που
εξελίσσουν όμως την ιστορία, η οποία διαθέτει συγκεκριμένο θέμα, αρχή, κορύφωση
της δράσης των ηρώων της και τέλος. Μια ιστορία όπου όλα εξελίσσονται, με τη
δράση των πρωταγωνιστικών της προσώπων («Κρατούν
σελίδες ημερολογίου, γράφουν μικρά σημειώματα, στέλνουν e-mail, εκτυπώνουν Fax,
πληκτρολογούν SMS στο κινητό τους,
επικοινωνούν με MSN, υπογράφουν επίσημα έγγραφα …»), με πλοκή γεγονότων, με
απρόοπτα συμβάντα, με ενδιαφέροντες διαλόγους. Όλα προσθέτουν στον αναγνώστη
γνώσεις, παράγουν προβληματισμούς, εξάπτουν τη φαντασία του και τον ικανοποιούν
αισθητικά. Σημαντικά στοιχεία για μυθιστόρημα που απευθύνεται σε παιδιά και
κυρίως σ’ εφήβους.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης είναι ένας
δεινός λογοτέχνης και μάλιστα ένας εμπνευσμένος δημιουργός λογοτεχνικών
κειμένων για παιδιά, που εντάσσονται ειδολογικά σ’ εκείνα της επιστημονικής
φαντασίας.[3]
Εδώ διαπιστώνουμε ότι και η Δέσποινα Στίκα συμβάλλει καθοριστικά ώστε ν’
αποκτήσει θετικό πρόσημο το παρόν έργο. Άρα, πρόκειται για συνεργασία με θετική
έκβαση.
Το κείμενο αυτό αξίζει να διαβαστεί από μεγάλα παιδιά
και εφήβους και να συζητηθεί με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους. Αυτό
ενδείκνυται βέβαια για όλες τις περιπτώσεις, δηλ. μετά το διάβασμα ενός βιβλίου
από τα παιδιά και πριν (όταν υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί το θεατρικό
κείμενο) και μετά από την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης.
Θανάσης Ν. Καραγιάννης
[1]. Απόσπασμα από το κείμενο του οπισθόφυλλου.
[2]. Στο διαδίκτυο διαβάζουμε τα εξής: «Η πρώτη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από
το Πείραμα της Philadelphia είναι ουσιαστικά εκείνη των οπαδών του μυστηρίου
και υποστηρίζει ότι πράγματι έγινε ένα πείραμα το οποίο είχε ως στόχο την
απόκρυψη ενός πλοίου από τα ραντάρ και/ή από τα ανθρώπινα μάτια. Για το σκοπό
αυτό χρησιμοποιήθηκε ισχυρό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε εφαρμογή των θεωριών του
Einstein για τα ενοποιημένα πεδία και του Tesla για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Οι
περισσότεροι ισχυρίζονται ότι το πείραμα είχε τραγικά και απροσδόκητα
αποτελέσματα, τόσο σε ότι αφορά τις ζωές των μελών του πληρώματος όσο και τα
επιστημονικά δεδομένα καθώς πιθανολογείται η δημιουργία μιας ρωγμής στη
συνέχεια του χωροχρόνου.»
[3]. Άλλωστε, ο καθηγητής Γεώργιος Δ.
Παπαντωνάκης έχει εκφραστεί θετικά και έχει αναλύσει τα προηγούμενα λογοτεχνικά
έργα για παιδιά, επιστημονικής φαντασίας, του Γ. Δ. Μπάρτζη, στο βιβλίο του: Εισαγωγή στο ελληνικό παιδικό μυθιστόρημα
επιστημονικής φαντασίας. Από τη θεωρία στην πράξη, Κέδρος, Αθήνα 2001, σ.
287, κυρίως στις σελίδες: 91-92, 125-127, 188. Σημειώνω ενδεικτικά ότι ο Γ. Δ.
Παπαντωνάκης χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Γ. Δ. Μπάρτζη UFO στα Διγελιώτικα, ως «ομιλητικό» κείμενο, αφού όπως ισχυρίζεται «οι εξωγήινοι εμφανίζονται με αγαθές
προθέσεις και συχνά, όταν έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους, τους
καθησυχάζουν και τους ενημερώνουν για τα φιλικά τους αισθήματα.» Επίσης, ο
μελετητής θεωρεί ότι στο ίδιο μυθιστόρημα υπάρχει «ομοιοδιηγητική αφήγηση», «εφόσον
στα δρώμενα συμμετέχει και ο ήρωας. Το πρώτο πρόσωπο ωστόσο χρωματίζει τη
διήγηση και την εφοδιάζει με στοιχεία υποκειμενικότητας.» Κάποιοι δε ήρωες
του κειμένου «θέτουν έμμεσα το πρόβλημα
της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της απειλής από μια μελλοντική πυρηνική
καταστροφή.»
Ετικέτες
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Μαρία
Κανέλλη-Schaal: Θυμάσαι… Ιστορίες – μνήμες
Ήρθε πρόσφατα στα χέρια μου αυτό το σύντομο αφήγημα,
σε μέγεθος μικρής νουβέλας, με τον τίτλο «Θυμάσαι… ιστορίες-μνήμες» Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, παρακινώντας
με να θυμηθώ κι εγώ μαζί με τη συγγραφέα του. Και ανοίγοντάς το, διαβάζω
το χαρακτηριστικό μότο που θέτει η συγγραφέας του σε μια από τις πρώτες
σελίδες του βιβλίου της: «Το
θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά, αλλά η λήθη», άποψη
του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες.
Η συγγραφέας αναφέρει παρακάτω: «Λένε πως η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη».
Στο κείμενο του οπισθόφυλλου, διαβάζω, και
άλλες συγγενικές έννοιες και φράσεις: «νοσταλγία», «ιστορική μνήμη», «διαρκής αιώρηση από το χτες στο σήμερα»,
«από τη ζώσα μνήμη στην αδυσώπητη πραγματικότητα», «εικόνες κι αρώματα
μιας αλλοτινής εποχής».
Επίσης, στο κείμενο του οπισθόφυλλου, που είθισται
να διαβάζει ο αναγνώστης, πριν από την ανάγνωση του κάθε βιβλίου, συναντούμε
ένα ιερό πρόσωπο όλων μας, τη μάνα. Διαβάζω: «Όταν η νοσταλγία για την εμβληματική μορφή της μάνας παντρεύεται
με την ιστορική μνήμη», «η κατάθεση της Μαρίας Κανέλλη αποτυπώνει
με λεπτές, διακριτικές γραμμές την προσωπογραφία της μάνας».
Απ’ ότι φαίνεται ξεκάθαρα σε όλο το κείμενό
της η κ. Κανέλλη εντάσσει τη μητέρα της στο «Εικονοστάσι των Ανώνυμων
Αγίων» του Γιάννη Ρίτσου, με σεβασμό και νοσταλγία.
Ύστερα, βυθίζομαι στην ανάγνωση του βιβλίου
των 103 σελίδων, που εξέδωσαν σε μια συμπαθητική και καλαίσθητη έκδοση
οι εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, των δραστήριων αυτών εργατών του βιβλίου, της κ. Μαρίας
και του κ. Θέμη Φασούλα.
Πρόκειται για ένα αφήγημα, με στρωτή γραφή –κατά
σημεία λογοτεχνική και ποιητική– και με νοσταλγικό συγγραφικό
ύφος μιας ευαίσθητης φυσιογνωμίας, η οποία επιδιώκει, και το πετυχαίνει,
να κάνει ένα μνημόσυνο στην αγαπημένη της μητέρα, με την καταγραφή
και περιγραφή αναμνήσεων, μπλεγμένων και ενταγμένων στο ιστορικό γίγνεσθαι
αρκετών δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρωικής και δύσκολης
εποχής για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας (της
Κατοχής και του Εμφύλιου, ιδιαίτερα).
Είναι έκδηλη η ανάγκη της συγγραφέα να ανατρέξει
στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, ενδοσκοπώντας, αλλά και περιγράφοντας
σκηνές και τοπία των Μεσογείων (της «Μεσογαίας Αττικής», όπως την ονομάζει)
και της Αθήνας, αρχικά των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960, και στη συνέχεια
μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, διαπιστώνοντας ότι ο χρόνος συμπαρασύρει
τα πράγματα στη φθορά και στην καταστροφή, ενώ συγχρόνως μας δημιουργεί
έντονα συναισθήματα θλίψης και αναπόλησης:
«Τα παντζούρια, όσα έχουν απομείνει,
κρέμονται ξεκάρφωτα, τα παράθυρα, σκοτεινά πελώρια ανοίγματα στο
κενό, χάσκουν ορθάνοιχτα, τα μπαλκόνια ρημαγμένα, φαγωμένα απ’ τη
σκουριά, τα χρώματα ξεθωριασμένα, ένα ερείπιο το σπίτι που μας είχε φιλοξενήσει
σε δύσκολους καιρούς. […] πάνω στους ξεφτισμένους τοίχους ξεχωρίζουν,
διάσπαρτα, κομμάτια από σοβά ξεκολλημένα σαν από χτύπημα σφυριού, θα
’λεγε κανείς σήμερα, όμως στ’ αλήθεια σημάδια από σφαίρες. Πληγές από
τη μάχη της Αθήνας στα χρόνια του εμφύλιου…»
Η δομή του βιβλίου παρουσιάζει μια ιδιομορφία.
Τα γεγονότα δεν περιγράφονται μ’ επάλληλο τρόπο, αλλά ανακόλουθα.
Συνήθως, όμως, η αφήγηση επανέρχεται χρονολογικά στο πρότερο παρελθόν,
μπαίνει σε μια χρονολογική σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυριαρχεί η ανακολουθία.
Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει διότι η ανάκληση της μνήμης μας ακολουθεί
τους δικούς της φυσικούς νόμους.
Το έναυσμα, η αφόρμηση για την παρούσα συγγραφή
στάθηκε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγραψε την παρακάτω αφιέρωση στο
ημερολόγιο που της χάρισε: «Χρόνια
πολλά και ευτυχισμένο το 2000… για έμπνευση και νέο ξεκίνημα, πολιτικά,
αγωνιστικά, συγγραφικά.» κι
η συγγραφέας απεφάνθη, απευθυνόμενη νοερά στη μητέρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος
μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψηλαφητά,
να σε ξαναβρεί, να σε γνωρίσει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστορία.»
Και φυσικά αρχίζει ν’ αναπολεί και να γράφει,
βιαστικά, όπως ομολογεί η ίδια: «να προλάβω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρόσωπα
της καθημερινής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να περάσεις έτσι σιωπηλά και
αθόρυβα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανασταίνω
κάθε μέρα.»
Το ενλόγω κείμενο είναι γεμάτο από περιγραφές
φυσικών περιοχών και τοπίων, αστικών και αγροτικών περιοχών και
χώρων, ηθών και εθίμων από το χώρο των θρησκευτικών γιορτών και των αγροτικών
ασχολιών. Συνυπάρχει ένα ψηφιδωτό από τις κοινωνικές συνθήκες και
τις πολιτικές εξελίξεις διαφόρων
ιστορικών περιόδων. Οι περιγραφές είναι απέριττες, γλαφυρές και μεστές.
Παρέχει πληροφοριακά στοιχεία στον αναγνώστη, που ίσως να μην τα γνώριζε.
Κατορθώνει να τον κρατά σε εγρήγορση και με τις συνεχείς αναδρομές στο
παρελθόν, του εξάπτει το ενδιαφέρον, με τις αδιάκοπες αποκαλύψεις της,
τους προβληματισμούς που του θέτει έμμεσα, με εργαλείο τη συναισθηματική
και ιδεολογική συνάμα φόρτισή του.
Πλατεία Αγ. Παντελεήμονα, στην Αχαρνών, εκεί
που η συγγραφέας έπαιζε μικρή, εκεί που το πράσινο κυριαρχούσε, στο κηπάκι
με τους θάμνους, τώρα, στην Κατοχή και μετακατοχικά
«δε φυτρώνει ούτ’ ένα πράσινο φύλλο.
Όλος ο τόπος μοιάζει ανασκαμμένος κι όσο πλησιάζουμε, μακρόστενοι
σωροί από χώμα ξεχωρίζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρόχειροι τάφοι δίπλα στις κούνιες που παίζαμε
παιδιά. Το μικρό κηπάκι έχει γίνει κοιμητήρι της ανάγκης για όσους μια
μοίρα αδέσποτη τους πήρε τη ζωή. Περνάμε ανάμεσά τους. Πάνω σ’ έναν απ’
αυτούς το σώμα μιας γυναίκας, πεσμένο μπρούμυτα με τα μαλλιά λυτά πάνω
στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προσπερνάμε. Δεν είναι αδιαφορία, είναι οι
άγριες εικόνες της πείνας στους δρόμους και τα πεζοδρόμια της κατοχικής
Αθήνας που έχουν παγώσει τις ψυχές μας.»
Εικόνες φρίκης και απόγνωσης, που εμείς οι νεότεροι
και τα σημερινά παιδιά δεν είχαμε την ατυχία να βιώσουμε. Κάτι, όμως,
που δε συνέβη με τα παιδιά του σύγχρονου δράματος στον πόλεμο της Συρίας,
του Αφγανιστάν κ.ά. εμπόλεμων περιοχών του πλανήτη.
Ο αφηγηματικός συναισθηματικός λόγος της συγγραφέα
εναλλάσσεται με αρκετές ρεαλιστικές σκηνές, που ασφαλώς αγγίζουν
την ψυχρή πραγματικότητα, τη λογική και την αντικειμενική ιστορική
αλήθεια. Εδώ, ο αφηγηματικός λυρισμός, ενώ συνεχίζει να υπάρχει διάχυτος
στο κείμενο, συγκρούεται αναπόφευκτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλήθος
θλιβερών γεγονότων, οπότε ο αναγνώστης φορτίζεται περίεργα και δυσάρεστα.
Όμως, αυτή η σύγκρουση είναι η αφορμή για γνώσεις, για κοινωνικούς προβληματισμούς,
για αναγωγές και περίσκεψη.
Σαν κινηματογραφική ταινία περνούν μπροστά
μας ολοζώντανες σκηνές από μια ολόκληρη χρονική περίοδο με ιστορικά
στιγμιότυπα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γειτονιά της συγγραφέα, ο Άγιος
Παντελεήμονας Αχαρνών, το καταφύγιό του, το καφενείο του κυρ Νίκου,
και αναφορές: στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», στο Εξέλσιορ, στο καφεκοπτείο
στη γωνία της Γ΄ Σεπτεμβρίου, στο εστιατόριον «Η Ελλάς», στο γραφείο του
πατέρα στην Αριστείδου, στο σχολείο του Προκοπίδη στην Αριστοτέλους,
στα προσφυγικά της Λεωφ. Αλεξάνδρας, στην πλατεία Βάθη, στην Αχαρνών,
στους Αμπελόκηπους κ.λπ.) Σκηνές από το Μαρκόπουλο και το Πόρτο-Ράφτη
της Μεσογαίας Αττικής. Τραγικές σκηνές από συγκλονιστικά γεγονότα
(από τις μάχες στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο,
από τις φυλακίσεις στις φυλακές Αβέρωφ της γιαγιάς της, της θείας Αγνής,
των δύο θείων της πολιτικών κρατούμενων, αλλά και από την πείνα, τα συσσίτια
της Κατοχής, την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, ενώ εκείνοι οικογενειακά
βρίσκονταν στο Μαρκόπουλο λόγω των σχολικών διακοπών του Πάσχα) Εικόνες
από κάποιες ηρωικές φυσιογνωμίες (όπως είναι οι εκτελεσμένοι στο Χαϊδάρι,
ο δικός τους Ναπολέων, αντάρτης καπετάνιος της Πελοποννήσου, ο οποίος
στα 1950, πέρασε από δίκη στο Ναύπλιο, τον οποίο ανεψιό του υπερασπίστηκε
ο δικηγόρος πατέρας της συγγραφέα και γλιτώνοντας την εκτέλεση, καταδικάστηκε
«μόνο»… σε «ισόβια», τους δικούς τους νέους Γιάννη και Γιώργο, οι οποίοι
αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν στο κολαστήριο
των φυλακών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέπει να ’νιωσες βαθιά τις αδικίες
της ζωής, της δικιάς σου κι όλης σου της γενιάς: πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος,
αρρώστιες, ανέχεια. Όμως, κανείς δε σε είδε να παραπονεθείς μήτε να δειλιάσεις.
Πάντα γενναία και γερή σε βρήκαν μπρος τους οι φουρτούνες και δεν κατάφεραν
ποτέ ως τώρα να σε ρίξουν κάτω. Με πόσο ρεαλισμό, σύνεση και σοφία στάθηκες
απέναντί τους, σίγουρη πως θα τα ’βγαζες πέρα, κι έδωσες τη μάχη κόντρα
στη δυστυχία και την απερίγραπτη φτώχεια που την ακολούθησε, μέσα στη
γενική εξαθλίωση που βύθισε τη χώρα και τους ανθρώπους της ο πόλεμος
και τα επακόλουθά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξόδεψες ό,τι θα μπορούσε
να ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρίσκονται στο Μαρκόπουλο, κι ενώ πληροφορούνται
για την εισβολή των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Παρασκευή
και ακολουθεί η Ανάσταση, γράφει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερπύστριες των
τανκ. Ψυχή στους δρόμους. Τα σπίτια σιωπηλά, τα παντζούρια σφαλιστά,
σαν να δόθηκε σύνθημα που απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή.
[…] Η Κατοχή είχε αρχίσει. Δε θυμάμαι να γιορτάστηκε η Ανάσταση εκείνη
τη χρονιά…»
Δεν παραλείπει, ακόμη ν’ αναφερθεί στο όνειρο
της μητέρας της να γίνει δασκάλα, που δυστυχώς παρέμεινε όνειρο. Στο
ταξίδι της μητέρας της, τον Αύγουστο του 1965, στο Στρασβούργο, για να
δει τον εγγονό της, που μόλις είχε γεννηθεί.
Χαραγμένη έντονα στη μνήμη της συγγραφέα είναι
και μια άλλη εμβληματική μορφή: η γιαγιά της, που ζούσε και δημιουργούσε
στο Μαρκόπουλο, μέσα σ’ ένα εύπορο μεγαλοαγροτικό περιβάλλον. Η
δράση της στα οικογενειακά, εργασιακά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής
και του τόπου την εντυπωσιάζει. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνει
στην αγαπημένη της γιαγιά.
Αναφορές γίνονται στην εμβληματική μορφή του
συνθέτη και αγωνιστή τότε, Μίκη Θεοδωράκη και στην παράσταση που
είδαν με τη μητέρα της στο θέατρο Καλουτά, στην Πατησίων (Πλατ. Αμερικής):
«Το τραγούδι του νεκρού αδερφού» με τον πρωτοεμφανιζόμενο στη
σκηνή Γρηγόρη Μπιθικώτση, στα 1960-61 και τις λαϊκές συναυλίες του
στην επαρχία, με τον «Επιτάφιο» επίσης του Γιάννη Ρίτσου, με την
Αλέκα Παΐζη και την Ειρήνη Παπά.
Και στα 2006, γυρίζοντας στο σπίτι της μετά από κάμποσους
μήνες ταξίδι, τη σοκάρει η σιωπή και το λιγοστό φως του σπιτιού, γυρίζει
το διακόπτη του ηλεκτρικού, και αμέσως μετά ανοίγει τα παράθυρα για να
μπει πιότερο φως, ο ήλιος, στο εσωτερικό του σπιτιού και συνεχίζοντας
την αφήγησή της γράφει:
«Κάθομαι στην πολυθρόνα σου. Ακουμπώ
τους αγκώνες στο σκαλιστό ξύλινο χερούλι. Μου φαίνεται πως έχει ακόμα
την αφή των χεριών σου. Αρκεί να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τη φωνή σου
να μας καλωσορίζει…»
Μετά το τέλος της θαυμάσιας αφήγησής της, παραθέτει
στο τέλος του κειμένου της τη συλλυπητήρια επιστολή που της έστειλε
για το θάνατο της μητέρας της, από το Μπες (Besse),
ο φίλος της Φρανσουά, στα γαλλικά, αλλά και σε ελληνική μετάφραση.
Τέλος, στο βιβλίο δημοσιεύονται διάσπαρτα αρκετές
οικογενειακές και άλλες φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν πιστά
την εποχή, χρήσιμες και για την καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας.
Η μητέρα της Μαρίας Κανέλλη-Schaal,
έφυγε από τη ζωή το Φεβρουάριο του 1997, πλήρης ημερών, στα 93 χρόνια της.
Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρδιά της, με αποτέλεσμα όχι
μόνο να ζει ακόμη και σήμερα η αείμνηστη Ελένη Κανέλλη από το Μαρκόπουλο
Μεσογαίας Αττικής, αλλά και να τη γνωρίσουμε αρκετά καλά κι εμείς οι
αναγνώστες του βιβλίου της, όλη τη ζωή της και της οικογένειάς της, κατά
την προπολεμική, πολεμική, εμφυλιακή και μεταπολεμική περίοδο,
ως το τέλος του προηγούμενου αιώνα.
Σας ευχαριστούμε κ. Μαρία Κανέλλη γι’ αυτή την
έμμεση, αλλά ολοζώντανη γνωριμία,
καθώς και για τη γλαφυρή, συγκινητική αφήγηση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πάντοτε καλά και να γράψετε και άλλα κείμενα
μ’ αυτή τη δυναμική και συνάμα ευαίσθητη πέννα σας.
Σας ευχαριστώ.
_______________________________________________
Ετικέτες
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ,
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)