Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Μαρία Κα­νέλ­λη-Schaal: Θυ­μά­σαι… Ιστο­ρί­ες – μνή­μες
Πα­ρου­σιά­ζει ο Θα­νά­σης Ν. Κα­ρα­γιάν­νης* //

Ήρθε πρό­σφα­τα στα χέρια μου αυτό το σύ­ντο­μο αφή­γη­μα, σε μέ­γε­θος μι­κρής νου­βέ­λας, με τον τίτλο «Θυ­μά­σαι… ιστο­ρί­ες-μνή­μες» Εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, πα­ρα­κι­νώ­ντας με να θυ­μη­θώ κι εγώ μαζί με τη συγ­γρα­φέα του. Και ανοί­γο­ντάς το, δια­βά­ζω το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μότο που θέτει η συγ­γρα­φέ­ας του σε μια από τις πρώ­τες σε­λί­δες του βι­βλί­ου της: «Το θά­να­το δεν τον φέρ­νουν τα γη­ρα­τειά, αλλά η λήθη», άποψη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­θία Μάρ­κες.
Άρα, ο ανα­γνώ­στης αμέ­σως προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο δί­πο­λο μνή­μη-λή­θη.
Η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει πα­ρα­κά­τω: «Λένε πως η μόνη πε­ριου­σία μας είναι η μνήμη».
Στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, δια­βά­ζω, και άλλες συγ­γε­νι­κές έν­νοιες και φρά­σεις: «νο­σταλ­γία», «ιστο­ρι­κή μνήμη», «διαρ­κής αιώ­ρη­ση από το χτες στο σή­με­ρα», «από τη ζώσα μνήμη στην αδυ­σώ­πη­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «ει­κό­νες κι αρώ­μα­τα μιας αλ­λο­τι­νής επο­χής».
Επί­σης, στο κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου, που εί­θι­σται να δια­βά­ζει ο ανα­γνώ­στης, πριν από την ανά­γνω­ση του κάθε βι­βλί­ου, συ­να­ντού­με ένα ιερό πρό­σω­πο όλων μας, τη μάνα. Δια­βά­ζω: «Όταν η νο­σταλ­γία για την εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή της μάνας πα­ντρεύ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή μνήμη», «η κα­τά­θε­ση της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη απο­τυ­πώ­νει με λε­πτές, δια­κρι­τι­κές γραμ­μές την προ­σω­πο­γρα­φία της μάνας».
Απ’ ότι φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα σε όλο το κεί­με­νό της η κ. Κα­νέλ­λη εντάσ­σει τη μη­τέ­ρα της στο «Ει­κο­νο­στά­σι των Ανώ­νυ­μων Αγίων» του Γιάν­νη Ρί­τσου, με σε­βα­σμό και νο­σταλ­γία.
Ύστε­ρα, βυ­θί­ζο­μαι στην ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου των 103 σε­λί­δων, που εξέ­δω­σαν σε μια συ­μπα­θη­τι­κή και κα­λαί­σθη­τη έκ­δο­ση οι εκ­δό­σεις ΕΝΤΟΣ, των δρα­στή­ριων αυτών ερ­γα­τών του βι­βλί­ου, της κ. Μα­ρί­ας και του κ. Θέμη Φα­σού­λα.
Πρό­κει­ται για ένα αφή­γη­μα, με στρω­τή γραφή –κατά ση­μεία λο­γο­τε­χνι­κή και ποι­η­τι­κή– και με νο­σταλ­γι­κό συγ­γρα­φι­κό ύφος μιας ευαί­σθη­της φυ­σιο­γνω­μί­ας, η οποία επι­διώ­κει, και το πε­τυ­χαί­νει, να κάνει ένα μνη­μό­συ­νο στην αγα­πη­μέ­νη της μη­τέ­ρα, με την κα­τα­γρα­φή και πε­ρι­γρα­φή ανα­μνή­σε­ων, μπλεγ­μέ­νων και ενταγ­μέ­νων στο ιστο­ρι­κό γί­γνε­σθαι αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρω­ι­κής και δύ­σκο­λης επο­χής για την ερ­γα­τι­κή τάξη και τα λαϊκά στρώ­μα­τα της πα­τρί­δας μας (της Κα­το­χής και του Εμ­φύ­λιου, ιδιαί­τε­ρα).
Είναι έκ­δη­λη η ανά­γκη της συγ­γρα­φέα να ανα­τρέ­ξει στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά της χρό­νια, εν­δο­σκο­πώ­ντας, αλλά και πε­ρι­γρά­φο­ντας σκη­νές και τοπία των Με­σο­γεί­ων (της «Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής», όπως την ονο­μά­ζει) και της Αθή­νας, αρ­χι­κά των δε­κα­ε­τιών 1940, 1950 και 1960, και στη συ­νέ­χεια μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο χρό­νος συ­μπα­ρα­σύ­ρει τα πράγ­μα­τα στη φθορά και στην κα­τα­στρο­φή, ενώ συγ­χρό­νως μας δη­μιουρ­γεί έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και ανα­πό­λη­σης:
«Τα παν­τζού­ρια, όσα έχουν απο­μεί­νει, κρέ­μο­νται ξε­κάρ­φω­τα, τα πα­ρά­θυ­ρα, σκο­τει­νά πε­λώ­ρια ανοίγ­μα­τα στο κενό, χά­σκουν ορ­θά­νοι­χτα, τα μπαλ­κό­νια ρη­μαγ­μέ­να, φα­γω­μέ­να απ’ τη σκου­ριά, τα χρώ­μα­τα ξε­θω­ρια­σμέ­να, ένα ερεί­πιο το σπίτι που μας είχε φι­λο­ξε­νή­σει σε δύ­σκο­λους και­ρούς. […] πάνω στους ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους ξε­χω­ρί­ζουν, διά­σπαρ­τα, κομ­μά­τια από σοβά ξε­κολ­λη­μέ­να σαν από χτύ­πη­μα σφυ­ριού, θα ’λεγε κα­νείς σή­με­ρα, όμως στ’ αλή­θεια ση­μά­δια από σφαί­ρες. Πλη­γές από τη μάχη της Αθή­νας στα χρό­νια του εμ­φύ­λιου…»
Η δομή του βι­βλί­ου πα­ρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία. Τα γε­γο­νό­τα δεν πε­ρι­γρά­φο­νται μ’ επάλ­λη­λο τρόπο, αλλά ανα­κό­λου­θα. Συ­νή­θως, όμως, η αφή­γη­ση επα­νέρ­χε­ται χρο­νο­λο­γι­κά στο πρό­τε­ρο πα­ρελ­θόν, μπαί­νει σε μια χρο­νο­λο­γι­κή σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυ­ριαρ­χεί η ανα­κο­λου­θία. Υπο­θέ­τω ότι αυτό συμ­βαί­νει διότι η ανά­κλη­ση της μνή­μης μας ακο­λου­θεί τους δι­κούς της φυ­σι­κούς νό­μους.  
Το έναυ­σμα, η αφόρ­μη­ση για την πα­ρού­σα συγ­γρα­φή στά­θη­κε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγρα­ψε την πα­ρα­κά­τω αφιέ­ρω­ση στο ημε­ρο­λό­γιο που της χά­ρι­σε: «Χρό­νια πολλά και ευ­τυ­χι­σμέ­νο το 2000… για έμπνευ­ση και νέο ξε­κί­νη­μα, πο­λι­τι­κά, αγω­νι­στι­κά, συγ­γρα­φι­κά.» κι η συγ­γρα­φέ­ας απε­φάν­θη, απευ­θυ­νό­με­νη νοερά στη μη­τέ­ρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψη­λα­φη­τά, να σε ξα­να­βρεί, να σε γνω­ρί­σει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστο­ρία.»
Και φυ­σι­κά αρ­χί­ζει ν’ ανα­πο­λεί και να γρά­φει, βια­στι­κά, όπως ομο­λο­γεί η ίδια: «να προ­λά­βω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρό­σω­πα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να πε­ρά­σεις έτσι σιω­πη­λά και αθό­ρυ­βα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανα­σταί­νω κάθε μέρα.»
Το εν­λό­γω κεί­με­νο είναι γε­μά­το από πε­ρι­γρα­φές φυ­σι­κών πε­ριο­χών και το­πί­ων, αστι­κών και αγρο­τι­κών πε­ριο­χών και χώρων, ηθών και εθί­μων από το χώρο των θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών και των αγρο­τι­κών ασχο­λιών. Συ­νυ­πάρ­χει ένα ψη­φι­δω­τό από τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και τις πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις  δια­φό­ρων ιστο­ρι­κών πε­ριό­δων. Οι πε­ρι­γρα­φές είναι απέ­ριτ­τες, γλα­φυ­ρές και με­στές. Πα­ρέ­χει πλη­ρο­φο­ρια­κά στοι­χεία στον ανα­γνώ­στη, που ίσως να μην τα γνώ­ρι­ζε. Κα­τορ­θώ­νει να τον κρατά σε εγρή­γορ­ση και με τις συ­νε­χείς ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν, του εξά­πτει το εν­δια­φέ­ρον, με τις αδιά­κο­πες απο­κα­λύ­ψεις της, τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που του θέτει έμ­με­σα, με ερ­γα­λείο τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συ­νά­μα φόρ­τι­σή του.  
Πλα­τεία Αγ. Πα­ντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, εκεί που η συγ­γρα­φέ­ας έπαι­ζε μικρή, εκεί που το πρά­σι­νο κυ­ριαρ­χού­σε, στο κη­πά­κι με τους θά­μνους, τώρα, στην Κα­το­χή και με­τα­κα­το­χι­κά
«δε φυ­τρώ­νει ούτ’ ένα πρά­σι­νο φύλλο. Όλος ο τόπος μοιά­ζει ανα­σκαμ­μέ­νος κι όσο πλη­σιά­ζου­με, μα­κρό­στε­νοι σωροί από χώμα ξε­χω­ρί­ζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρό­χει­ροι τάφοι δίπλα στις κού­νιες που παί­ζα­με παι­διά. Το μικρό κη­πά­κι έχει γίνει κοι­μη­τή­ρι της ανά­γκης για όσους μια μοίρα αδέ­σπο­τη τους πήρε τη ζωή. Περ­νά­με ανά­με­σά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυ­τούς το σώμα μιας γυ­ναί­κας, πε­σμέ­νο μπρού­μυ­τα με τα μαλ­λιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προ­σπερ­νά­με. Δεν είναι αδια­φο­ρία, είναι οι άγριες ει­κό­νες της πεί­νας στους δρό­μους και τα πε­ζο­δρό­μια της κα­το­χι­κής Αθή­νας που έχουν πα­γώ­σει τις ψυχές μας.»  
Ει­κό­νες φρί­κης και από­γνω­σης, που εμείς οι νε­ό­τε­ροι και τα ση­με­ρι­νά παι­διά δεν εί­χα­με την ατυ­χία να βιώ­σου­με. Κάτι, όμως, που δε συ­νέ­βη με τα παι­διά του σύγ­χρο­νου δρά­μα­τος στον πό­λε­μο της Συ­ρί­ας, του Αφ­γα­νι­στάν κ.ά. εμπό­λε­μων πε­ριο­χών του πλα­νή­τη.
Ο αφη­γη­μα­τι­κός συ­ναι­σθη­μα­τι­κός λόγος της συγ­γρα­φέα εναλ­λάσ­σε­ται με αρ­κε­τές ρε­α­λι­στι­κές σκη­νές, που ασφα­λώς αγ­γί­ζουν την ψυχρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη λο­γι­κή και την αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Εδώ, ο αφη­γη­μα­τι­κός λυ­ρι­σμός, ενώ συ­νε­χί­ζει να υπάρ­χει διά­χυ­τος στο κεί­με­νο, συ­γκρού­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλή­θος θλι­βε­ρών γε­γο­νό­των, οπότε ο ανα­γνώ­στης φορ­τί­ζε­ται πε­ρί­ερ­γα και δυ­σά­ρε­στα. Όμως, αυτή η σύ­γκρου­ση είναι η αφορ­μή για γνώ­σεις, για κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς, για ανα­γω­γές και πε­ρί­σκε­ψη.
Σαν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία περ­νούν μπρο­στά μας ολο­ζώ­ντα­νες σκη­νές από μια ολό­κλη­ρη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο με ιστο­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γει­το­νιά της συγ­γρα­φέα, ο Άγιος Πα­ντε­λε­ή­μο­νας Αχαρ­νών, το κα­τα­φύ­γιό του, το κα­φε­νείο του κυρ Νίκου, και ανα­φο­ρές: στο ξε­νο­δο­χείο «Μέγας Αλέ­ξαν­δρος», στο Εξέλ­σιορ, στο κα­φε­κο­πτείο στη γωνία της Γ΄ Σε­πτεμ­βρί­ου, στο εστια­τό­ριον «Η Ελλάς», στο γρα­φείο του πα­τέ­ρα στην Αρι­στεί­δου, στο σχο­λείο του Προ­κο­πί­δη στην Αρι­στο­τέ­λους, στα προ­σφυ­γι­κά της Λεωφ. Αλε­ξάν­δρας, στην πλα­τεία Βάθη, στην Αχαρ­νών, στους Αμπε­λό­κη­πους κ.λπ.) Σκη­νές από το Μαρ­κό­που­λο και το Πόρ­το-Ρά­φτη της Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής. Τρα­γι­κές σκη­νές από συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα (από τις μάχες στην Αθήνα στα Δε­κεμ­βρια­νά, στην Κα­το­χή και στον Εμ­φύ­λιο, από τις φυ­λα­κί­σεις στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ της για­γιάς της, της θείας Αγνής, των δύο θείων της πο­λι­τι­κών κρα­τού­με­νων, αλλά και από την πείνα, τα συσ­σί­τια της Κα­το­χής, την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών στην Αθήνα, ενώ εκεί­νοι οι­κο­γε­νεια­κά βρί­σκο­νταν στο Μαρ­κό­που­λο λόγω των σχο­λι­κών δια­κο­πών του Πάσχα) Ει­κό­νες από κά­ποιες ηρω­ι­κές φυ­σιο­γνω­μί­ες (όπως είναι οι εκτε­λε­σμέ­νοι στο Χαϊ­δά­ρι, ο δικός τους Να­πο­λέ­ων, αντάρ­της κα­πε­τά­νιος της Πε­λο­πον­νή­σου, ο οποί­ος στα 1950, πέ­ρα­σε από δίκη στο Ναύ­πλιο, τον οποίο ανε­ψιό του υπε­ρα­σπί­στη­κε ο δι­κη­γό­ρος πα­τέ­ρας της συγ­γρα­φέα και γλι­τώ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση, κα­τα­δι­κά­στη­κε «μόνο»… σε «ισό­βια», τους δι­κούς τους νέους Γιάν­νη και Γιώρ­γο, οι οποί­οι αιχ­μα­λω­τί­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και κλεί­στη­καν στο κο­λα­στή­ριο των φυ­λα­κών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέ­πει να ’νιω­σες βαθιά τις αδι­κί­ες της ζωής, της δι­κιάς σου κι όλης σου της γε­νιάς: πό­λε­μος, κα­το­χή, εμ­φύ­λιος, αρ­ρώ­στιες, ανέ­χεια. Όμως, κα­νείς δε σε είδε να πα­ρα­πο­νε­θείς μήτε να δει­λιά­σεις. Πάντα γεν­ναία και γερή σε βρή­καν μπρος τους οι φουρ­τού­νες και δεν κα­τά­φε­ραν ποτέ ως τώρα να σε ρί­ξουν κάτω. Με πόσο ρε­α­λι­σμό, σύ­νε­ση και σοφία στά­θη­κες απέ­να­ντί τους, σί­γου­ρη πως θα τα ’βγα­ζες πέρα, κι έδω­σες τη μάχη κό­ντρα στη δυ­στυ­χία και την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια που την ακο­λού­θη­σε, μέσα στη γε­νι­κή εξα­θλί­ω­ση που βύ­θι­σε τη χώρα και τους αν­θρώ­πους της ο πό­λε­μος και τα επα­κό­λου­θά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξό­δε­ψες ό,τι θα μπο­ρού­σε να ήταν τα κα­λύ­τε­ρα χρό­νια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρί­σκο­νται στο Μαρ­κό­που­λο, κι ενώ πλη­ρο­φο­ρού­νται για την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Πα­ρα­σκευή και ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση, γρά­φει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερ­πύ­στριες των τανκ. Ψυχή στους δρό­μους. Τα σπί­τια σιω­πη­λά, τα παν­τζού­ρια σφα­λι­στά, σαν να δό­θη­κε σύν­θη­μα που απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή. […] Η Κα­το­χή είχε αρ­χί­σει. Δε θυ­μά­μαι να γιορ­τά­στη­κε η Ανά­στα­ση εκεί­νη τη χρο­νιά…»
Δεν πα­ρα­λεί­πει, ακόμη ν’ ανα­φερ­θεί στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας της να γίνει δα­σκά­λα, που δυ­στυ­χώς πα­ρέ­μει­νε όνει­ρο. Στο τα­ξί­δι της μη­τέ­ρας της, τον Αύ­γου­στο του 1965, στο Στρα­σβούρ­γο, για να δει τον εγ­γο­νό της, που μόλις είχε γεν­νη­θεί.
Χα­ραγ­μέ­νη έντο­να στη μνήμη της συγ­γρα­φέα είναι και μια άλλη εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή: η για­γιά της, που ζούσε και δη­μιουρ­γού­σε στο Μαρ­κό­που­λο, μέσα σ’ ένα εύ­πο­ρο με­γα­λο­α­γρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η δράση της στα οι­κο­γε­νεια­κά, ερ­γα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να της επο­χής και του τόπου την εντυ­πω­σιά­ζει. Ένα ολό­κλη­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου αφιε­ρώ­νει στην αγα­πη­μέ­νη της για­γιά.
Ανα­φο­ρές γί­νο­νται στην εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή του συν­θέ­τη και αγω­νι­στή τότε, Μίκη Θε­ο­δω­ρά­κη και στην πα­ρά­στα­ση που είδαν με τη μη­τέ­ρα της στο θέ­α­τρο Κα­λου­τά, στην Πα­τη­σί­ων (Πλατ. Αμε­ρι­κής): «Το τρα­γού­δι του νε­κρού αδερ­φού» με τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο στη σκηνή Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, στα 1960-61 και τις λαϊ­κές συ­ναυ­λί­ες του στην επαρ­χία, με τον «Επι­τά­φιο» επί­σης του Γιάν­νη Ρί­τσου, με την Αλέκα Παΐζη και την Ει­ρή­νη Παπά.
Και στα 2006, γυ­ρί­ζο­ντας στο σπίτι της μετά από κά­μπο­σους μήνες τα­ξί­δι, τη σο­κά­ρει η σιωπή και το λι­γο­στό φως του σπι­τιού, γυ­ρί­ζει το δια­κό­πτη του ηλε­κτρι­κού, και αμέ­σως μετά ανοί­γει τα πα­ρά­θυ­ρα για να μπει πιό­τε­ρο φως, ο ήλιος, στο εσω­τε­ρι­κό του σπι­τιού και συ­νε­χί­ζο­ντας την αφή­γη­σή της γρά­φει:
«Κά­θο­μαι στην πο­λυ­θρό­να σου. Ακου­μπώ τους αγκώ­νες στο σκα­λι­στό ξύ­λι­νο χε­ρού­λι. Μου φαί­νε­ται πως έχει ακόμα την αφή των χε­ριών σου. Αρκεί να κλεί­σω τα μάτια για ν’ ακού­σω τη φωνή σου να μας κα­λω­σο­ρί­ζει…»  
Μετά το τέλος της θαυ­μά­σιας αφή­γη­σής της, πα­ρα­θέ­τει στο τέλος του κει­μέ­νου της τη συλ­λυ­πη­τή­ρια επι­στο­λή που της έστει­λε για το θά­να­το της μη­τέ­ρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φραν­σουά, στα γαλ­λι­κά, αλλά και σε ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση.
Τέλος, στο βι­βλίο δη­μο­σιεύ­ο­νται διά­σπαρ­τα αρ­κε­τές οι­κο­γε­νεια­κές και άλλες φω­το­γρα­φί­ες, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νουν πιστά την εποχή, χρή­σι­μες και για την κα­τα­γρα­φή της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Η μη­τέ­ρα της Μα­ρί­ας Κα­νέλ­λη-Schaal, έφυγε από τη ζωή το Φε­βρουά­ριο του 1997, πλή­ρης ημε­ρών, στα 93 χρό­νια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρ­διά της, με απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο να ζει ακόμη και σή­με­ρα η αεί­μνη­στη Ελένη Κα­νέλ­λη από το Μαρ­κό­που­λο Με­σο­γαί­ας Ατ­τι­κής, αλλά και να τη γνω­ρί­σου­με αρ­κε­τά καλά κι εμείς οι ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου της, όλη τη ζωή της και της οι­κο­γέ­νειάς της, κατά την προ­πο­λε­μι­κή, πο­λε­μι­κή, εμ­φυ­λια­κή και με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, ως το τέλος του προη­γού­με­νου αιώνα.
Σας ευ­χα­ρι­στού­με κ. Μαρία Κα­νέλ­λη γι’ αυτή την έμ­με­ση, αλλά ολο­ζώ­ντα­νη  γνω­ρι­μία, καθώς και για τη γλα­φυ­ρή, συ­γκι­νη­τι­κή αφή­γη­ση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πά­ντο­τε καλά και να γρά­ψε­τε και άλλα κεί­με­να μ’ αυτή τη δυ­να­μι­κή και συ­νά­μα ευαί­σθη­τη πέννα σας.
Σας ευ­χα­ρι­στώ.
_______________________________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.