Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018


Μπ. Μπρεχτ
Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»
Σε σκηνοθεσία: Σίμου Παπαδόπουλου

«Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.
Τι θα κοστίσει δεν το λογαριάζω.
Δεν πρόκειται να τυραννιέμαι με τη σκέψη αν είναι το σωστό.
Αν μ’ αγαπά, δε θέλω να το μάθω.
Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ.»[1]

Το αφαιρετικό σκηνικό του κ. Δημήτρη Δήμου, οι γυμνές επιφάνειες, ο λιτός σκηνικός χώρος προσφέρουν στο θεατή τη δυνατότητα να σκεφτεί και να φανταστεί περισσότερο … Δημιουργείται μια «ποιητική» και «φιλοσοφική» ατμόσφαιρα και αυτουργοί γίνονται, σκηνοθετική αδεία, οι ίδιοι οι ηθοποιοί (εκφράσεις σώματος και προσώπου, κινησιολογία και λόγος).
Οι κινήσεις είναι απαλές, πλαστικές, σχεδόν χορευτικές, μετρημένες, κοφτές. Προσιδιάζουν στις ιεροτελεστίες της Άπω Ανατολής, αλλά και με το Χορό του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Χρεώνονται με θετικό πρόσημο στην κ. Χριστίνα Σουγιουλτζή.
Οι φωτισμοί παίζουν το δικό τους ρόλο, δημιουργούν κατάλληλη ατμόσφαιρα για να λειτουργήσει θετικά ο λόγος και η υπόθεση του έργου, ν’ απομονωθούν περιοχές της σκηνικής δράσης, να τονιστούν εκφράσεις και κινήσεις, να υπογραμμιστούν ιδέες και συναισθήματα. Η «φιλοσοφία» των φωτισμών στην παράσταση ανήκουν στην κ. Ελίζα Αλεξανδροπούλου. 
Ο λόγος εκφέρεται υποβλητικά, λειτουργεί νοηματικά και η ιδεολογική του φόρτιση απευθύνεται όχι μόνο στο λογικό, αλλά και στο θυμικό. Βέβαια, εδώ τηρούνται οι ενδεικνυόμενες ισορροπίες, αλλά υπερισχύει και κυριαρχεί η μπρεχτική ιδεολογική και παιδαγωγική άποψη, την οποία διατυπώνει συνοπτικά ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, σε αποσπάσματα του αξιόλογου δοκιμίου του «Ο Bertolt Brecht και το Θέατρο για Παιδιά και Νέους: Αυτός που Λέει Ναι και Αυτός που Λέει Όχι»: «[…] (Ο Μπρεχτ) Μάχεται το θεατρικό κατεστημένο το οποίο θεωρεί ότι χρησιμοποιεί την τέχνη με κύριο στόχο την αναπαραγωγή των κοινωνικών προτύπων μέσα από τη διασκέδαση των θεατών […], Θεωρεί ότι το θέατρο είναι τέχνη παιδαγωγική και από αυτήν την άποψη πρέπει να στοχεύει στην εκπαίδευση των θεατών […], Με τα διδακτικά έργα προσπαθεί να διδάξει στους νέους τη διαλεκτική και την πολιτική σκέψη. […]»
Τίποτα στην παράσταση δεν είναι υπερβολικό και εξεζητημένο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το αποτέλεσμα μιας συνειδητής σκηνοθετικής άποψης και πρακτικής, η οποία αποδεχόμενη την μπρεχτική αντίληψη μεταλαμπαδεύει στο θεατή όψεις του Διδακτικού και Επικού Θεάτρου του δραματουργού. Μια αντίληψη που συνδέει άρρηκτα το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό θέμα του έργου με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά και που επιζητά συγχρόνως ενεργητική συμμετοχή και δράση του θεατή (εξού και η διαδραστική συμμετοχή κατά σημεία στην παράσταση των θεατών, ενήλικων ή μαθητών), ο οποίος θα διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σε σκεπτόμενο και ενεργό μέλος της κοινωνίας και θα εξελίσσεται συνάμα πιότερο η λογική, κριτική και διαλεκτική σκέψη του.
Από παιδαγωγική άποψη ο θεατής-έφηβος έχει τεράστια ανάγκη παρακολούθησης τέτοιων θεατρικών παραστάσεων για την ψυχο-πνευματική και ιδεολογική-πολιτική οικοδόμηση της προσωπικότητάς του.
Ο εμψυχωτής και σκηνοθέτης κ. Σίμος Παπαδόπουλος διαθέτει τον απαραίτητο επιστημονικό (παιδαγωγικό-ψυχολογικό) και αισθητικό εξοπλισμό, γι’ αυτό και κατορθώνει με την παιδεία του πάνω στην μπρεχτική ιδεολογία και μεθοδολογία, καθώς και με τις αισθητικές γνώσεις και ικανότητές του, να δημιουργήσει μια παράσταση αξιώσεων, την οποία απολαμβάνουν οι θεατές και άλλων ηλικιών (γονείς, εκπαιδευτικοί, θεατρόφιλοι).
Η μουσική του ταλαντούχου κ. Νίκου Δανίκα είναι μια καλή στιγμή κατά την περίοδο της ώριμης προσφοράς του στο χώρο και της ευτυχούς συγκυρίας της καλλιτεχνικής συνεργασίας του με το σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια μουσική πανδαισία! Η επιτυχής, όμως, απόδοση της μουσικής οφείλεται επί σκηνής και στην πανίστρια κ. Άλκηστι Λαμπροπούλου.
  Οι ηθοποιοί κ.κ. Άννα Αναστασιάδου, Βάσια Βασιλείου, Σελήνη Φιλιππιτζή και Πηνελόπη Φλουρή  αποδίδουν θαυμάσια τους ρόλους τους, με πλήρη συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της καλλιτεχνικής ιδιότητάς τους. Ιδιαίτερα θα εξάρω την απόδοση δύο ταλαντούχων ηθοποιών: των κ.κ. Μιχαήλ Γιαννικάκη (στο ρόλο του Δασκάλου) και  της Ελισάβετ Γιαννοπούλου (στο ρόλο της μάνας).

ΘΑΝ. Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


[1].  «Θέλω να πάω μ’ αυτόν που αγαπώ» (1938-1940), από την ενότητα «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», Βλ. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, ό.π., σ. 236.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας παρακαλώ τα σχόλιά σας να είναι σύντομα,κόσμια και σε λογικά πλαίσια. Διατηρούμε το δικαίωμα απόρριψης σχολίων κατά την κρίση μας.