Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Ως και η Πηνελόπη Δέλτα
στο μηχανισμό στήριξης του μνημονίου,
100 χρόνια μετά…!

Τάκης Τζαμαργιάς–Βαγγέλης Ραπτόπουλος[1]

«Παραμύθι χωρίς όνομα»

[Δραματοποίηση του ομώνυμου «φανταστικού μυθιστορήματος»[2]
της Πηνελόπης Δέλτα],

στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου



Ιδεολογικές συγγένειες στη σύγχρονη συγκυρία…  το μνημόνιο και οι θυσίες του λαού μας!

Οι Βαγγέλης Ραπτόπουλος και Τάκης Τζαμαργιάς είναι ικανοί και ευφυείς δραματουργοί/διασκευαστές. Η μεταφορά του πεζού λόγου σε θεατρική μορφή, η σκηνική οικονομία, τα υπέροχα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη, τα φανταχτερά κοστούμια της Κέννυ Μακλέλλαν, η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, οι χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου, οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και το βίντεο του Παν. Ράππα, προσδίνουν αίγλη στη συγκεκριμένη  θεατρική παράσταση για παιδιά. Τα καθηλώνουν στο κάθισμά τους, με διάπλατα τα πανέμορφα ολοζώντανα μάτια τους να ρουφάνε αισθητική απόλαυση. Η σκηνοθεσία του ακούραστου και ταλαντούχου παιδαγωγού Τάκη Τζαμαργιά είναι καταπληκτική. Ασφαλώς και ήταν γι’ αυτόν πρόκληση η πρόσκληση του κ. Χουβαρδά να σκηνοθετήσει παράσταση για παιδιά. Άλλωστε, ο ίδιος είναι θιασώτης της λογοτεχνικής δεινότητας της Π. Δέλτα για το συγκεκριμένο της μυθιστόρημα. Πού να σκεφτεί, όμως, τις απώτερες σκέψεις και βουλές του αξιοσέβαστου Εθνικού μας Θεάτρου; Να, όμως, που χρειάζεται να υποψιαζόμαστε, μερικές φορές, τις σκοπιμότητες της αστικής εξουσίας και των οργάνων της…
Τι γίνεται όμως με τη σκέψη και τον προβληματισμό των παιδιών/θεατών μιας παράστασης; Τι συμβαίνει με τα «ξαναζεσταμένα φαγητά», τα οποία όταν μαγειρεύτηκαν, η ανερχόμενη τότε «πεφωτισμένη» αστική τάξη έτσι τα ήθελε μαγειρεμένα; Τη βόλευε στα 1910. Ήταν αμέσως μετά το ταπεινωτικό 1897 και τα λάθη της μοναρχίας, που τάραξαν το φιλομοναρχισμό της Δέλτα, στάθηκαν αιτία να γράψει το Παραμύθι της. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο αλησμόνητος Χάρης Σακελλαρίου «(Η Δέλτα) μετέφερε τον όλο προβληματισμό στο προσωπικό επίπεδο και δεν είδε την πολιτειακή του διάσταση.»[3] Στην ίδια ρότα κινείται και το κείμενο των Τζαμαργιά-Ραπτόπουλου, σε αντίθεση με το Παραμύθι του Καμπανέλλη, που θέτει διάφορα πολιτικά ζητήματα, τα οποία στηρίζει με την καυστική του σάτιρα.
 Η Π. Δέλτα, βαθιά συντηρητικό άτομο, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, φιλοβασιλική και στη συνέχεια φιλοβενιζελική –μηδαμινές διαφορές μεταξύ βασιλιά Γεωργίου και Ελ. Βενιζέλου, αφού και οι δυο τους το αστικό σύστημα υπηρετούσαν με φανατισμό– ποιους συμβολισμούς επιχείρησε στο «Παραμύθι χωρίς όνομα»; Στο πρόσωπο του βασιλόπουλου έβλεπε τον Βενιζέλο, τον αγαπημένο της Ίωνα Δραγούμη ή κάποιον άλλο εθνικόφρονα εθνοσωτήρα αστό;
Η ίδια αρνείται κατηγορηματικά, σε επιστολή της προς τον Αλ. Δελμούζο, ότι ο «βασιλεύς Αστόχαστος» συμβολίζει τον βασιλιά Γεώργιο. Ο Δελμούζος κρίνει το έργο θετικά, το χαρακτηρίζει δε ως «αντι-Γεωργικώτατο και μαζί φιλοβασιλικώτατο», με αποτέλεσμα η Δέλτα να συμφωνήσει με το δεύτερο χαρακτηρισμό, αλλά ν’ αντιδράσει στην απαντητική επιστολή της, για τον πρώτο χαρακτηρισμό, ως εξής: «Το βρίσκετε “αντι-Γεωργικώτατο”, αν και φιλοβασιλικώτατο, και υποθέτετε πως σαν κυκλοφορήσει θα κατασχεθή. Και το έγραψε και η Ακρόπολις στο φύλλο της 16 Δεκεμβρίου: Ο βασιλεύς Αστόχαστος συμβολίζει άραγε στο Παραμύθι τον Βασιλέα Γεώργιον; Πολύ λυπήθηκα που το παίρνει κανείς έτσι, όπως λέτε, είναι άδικο να φορτώνομε στον συνταγματικό μας Βασιλέα όλες τις δικές μας αμαρτίες∙ και είναι πρόστυχο και ανήθικο∙ όχι, σκοπός μου δεν ήταν καθόλου ν’ αγγίξω τη Βασιλεία. Ο Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς, και το Βασιλόπουλο ο νέος Έλληνας, όπως θα τον ήθελα, εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να βρη τη δύναμη ν’ αναγεννηθή, όχι έξω, όχι ρίχνοντας στον ένα και στον άλλο τις δικές του τις ίδιες αμαρτίες.»[4]

Συνέχεια της ιδεολογικής συνέπειας…

Όπως κάθε έργο τέχνης, έτσι και το «Παραμύθι χωρίς όνομα», φέρνει το ιδεολογικό του φορτίο, από το ιστορικό περιβάλλον, και τα συμφραζόμενα, μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Ο αείμνηστος Ιάκ. Καμπανέλλης πραγματώνει στα 1959 τη θεατρική μεταφορά του έργου και τη μετάλλαξή του σ’ ένα αντιπολεμικό παιάνα, ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, που πιάνει τον παλμό της ιστορικής περιόδου που γράφεται και εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία και μέσα στη δικτατορία, ξεσηκώνοντας τα πλήθη των θεατών σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Η σατιρική και ειρωνική πρόθεση του Καμπανέλλη είναι εμφανέστατη και πετυχημένη, σε αντίθεση με το κείμενο της Δέλτα, που το διακρίνει η σοβαρότητα, με κάποια άψυχη σατιρική χροιά.
Εδώ έχουμε μια κάποια ατόφια μεταφορά του θέματος, του ύφους και της ιδεολογίας του πρωτότυπου κειμένου σε θεατρική μορφή. Φυσικά οι δύο δραματουργοί έχουν αφαιρέσει ή παραλλάξει αρκετά σημεία του αφηγηματικού κειμένου της Δέλτα. Σε άλλα σημεία πρόσθεσαν ορισμένα σύγχρονα θέματα. Διατήρησαν βέβαια την παραμυθιακή του δομή και… προσπάθησαν να δώσουν στους συμβολισμούς και στις αλληγορικές του θέσεις κάποια διαφορετική υπόσταση, κοινωνική και πολιτική, πάντοτε όμως με παιδαγωγική ευαισθησία, βασισμένη σε επιστημονική γνώση. Και έφτασαν σ’ ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα, με την αξία των συντελεστών και των ηθοποιών. Πολύ σωστά ο Θόδ. Γραμματάς γράφει ότι «η σκηνοθεσία διέθετε αρετές μιας νεωτερικής απόδοσης του δραματικού κειμένου: δραματοποιημένη εικονοποίηση του αφηγηματικού λόγου που στηρίζεται στον υποκριτικό αυτοσχεδιασμό και το θεατρικό παιχνίδι, συμπύκνωση της δράσης και περιορισμό των περιγραφικών στοιχείων, εικαστική θεαματικότητα, αλλά και δραματική εκφραστικότητα, με βάση τους καλοδουλεμένους ηθοποιούς και το ομαδικό θέαμα.» 
Το σύγχρονο δραματοποιημένο κείμενο προσαρμόζεται στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Διαθέτει οικολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα, φαινομενικά χρήσιμα για τα παιδιά, όμως, όπως πάντοτε ενταγμένα μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο της αστικής ιδεολογίας. Δηλαδή, τίποτα να μην ενοχλεί τον ιδεολογικό πυρήνα του συστήματος, αλλά ούτε και να τον αμφισβητεί. Άλλωστε, το έργο της Πηνελόπης Δέλτα, 100 χρόνια μετά, έρχεται «γάντι» στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που επιλέχτηκε από το Εθνικό μας Θέατρο, που δεν έχω αντιληφθεί να αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική και κομματική γραμμή… Στα παιδιά, όμως, περνούν όλα στο υποσυνείδητο εύκολα, κατά τη διαπαιδαγώγηση που επιθυμεί η αστική τάξη να τους επιβάλλει, μέσα από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της (σχολείο, εκκλησία, στρατός, τέχνη, θέατρο κ.ο.κ.) Αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Ο Καμπανέλλης απευθύνεται σε ενηλίκους, που διαθέτουν γνώση, εμπειρίες και κρίση. Δεν είναι το ίδιο. Τα παιδιά στερούνται όλα τα παραπάνω, διακατέχονται μόνο από συναισθήματα και ακολουθούν άκριτα τα πρότυπα. Στο υποσυνείδητό τους, όμως ριζώνουν βαθιά και ανεξίτηλα όσα η οικογενειακή, σχολική και κοινωνική αγωγή τους προσφέρει με λόγια, παραδείγματα και ενγένει με βιωματικές καταστάσεις.
Εδώ, οι συμβολισμοί στους χαρακτήρες του έργου –και που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα– είναι εμφανείς, για όσους ξέρουν και θέλουν να τους δουν: ο αποτυχημένος βασιλιάς, που ρήμαξε τη χώρα μπορεί να είναι ο Κώστας Καραμανλής ή γενικά οι προηγούμενες «επάρατες» κυβερνήσεις μας, το πριγκιπόπουλο, που θέλει να σώσει τη χώρα από τους εχθρούς (από τις «κακές αγορές») και να την ανορθώσει μπορεί να είναι ο Γ. Παπανδρέου, αφού στο έργο η χώρα έχει κυριολεκτικά αποδομηθεί οικονομικά, από την κακοδιαχείριση του βασιλιά και των αυλικών του, από τις κλεψιές των ανθρώπων της εξουσίας, αλλά και από την αδιαφορία και την τεμπελιά του λαού.  Κάτι μας θυμίζει αυτή η κατάσταση… Το πριγκιπόπουλο ζητάει συνεχώς θυσίες από το λαό για να σώσει την πατρίδα (αυτό το ακούμε το τελευταίο διάστημα κατά κόρον), περνώντας τεχνηέντως την ιδεολογία του στους απλούς εργαζόμενους. «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ: Πατριώτες! Πρέπει ν’ αλλάξετε μυαλά… να συνέλθετε και να βοηθήσετε!» Αρκεί να διασωθεί η βασιλεία, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία όποιας εποχής και χώρας είτε σε στρατιωτικό είτε σε οικονομικό πόλεμο…!  
 Ο Πρωτομάστορας επικρίνει όλους εκείνους τους ανθρώπους της εξουσίας που έκλεψαν το κράτος (βασίλειο) και εξαιτίας τους κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να φτωχύνει ο λαός: «Ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχιστράτηγοι, στόλαρχοι… και η μαφία τους.» Και συνεχίζει επικρίνοντας τον Αρχιστράτηγο: «[…] έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο παλάτι (βλ. κυβέρνηση). Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε εντελώς. Κι όταν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις στολές, μάζεψε μια περιουσία ολόκληρη κι έφυγε στα ξένα, χωρίς να πάρει είδηση ο Βασιλιάς. Ακόμα και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά! Μόνο ο Αφέντης μας, ο Βασιλιάς Αστόχαστος, είναι μακριά νυχτωμένος… ». Κι εδώ ο βασιλιάς ήταν «αστόχαστος» και αγαθός και… δεν κατάλαβε τίποτα. Κάτι θα θυμίζει αυτό και στα παιδιά/θεατές της παράστασης. Καμία, όμως, κουβέντα, για την αιτία των εξελίξεων, για τη δομή του οικονομικού συστήματος, για την ανατροπή του. Ακόμη κι ό ίδιος ο δάσκαλος, που θα ’πρεπε να είναι προοδευτικός, είναι συντηρητικός: «Εμάς εδώ, στη Μοιρολατρία, μας τρώει η συμπόνια… είμαστε πονόψυχοι! Πώς να τιμωρήσεις τον κλέφτη ή τον προδότη και όποιον άλλον ασυνείδητο; “Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο”, σου λένε, “γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι υπάρχουν που κάνουν πολύ χειρότερα!” Και πάει λέγοντας…»
Πρόκειται, όντως για συναρπαστικό παραμύθι, που η παραλλαγή του, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η εξής: Ο λαός ξεσηκώνεται ενάντια στη βασιλεία (ΔΝΤ και ΕΕ και ΝΑΤΟ),  έχοντας τους δικούς του λαϊκούς ηγέτες ή έστω ένα βασιλόπουλο, τύπου Αριστόνικου στην Επανάσταση των δούλων της Περγάμου, οργανώνεται και καθιερώνει τη δική του λαϊκή εξουσία και οικονομία. Οι αιτίες της οικονομικής καταστροφής έπρεπε να δίνονται στην πραγματική τους διάσταση και να καταγράφονται, πάντοτε με αισθητικές προδιαγραφές, οι αιτίες και η προοπτική για μια άλλη κοινωνία, όπου δε θα επικρατεί πια η ασυδοσία και οι απάτες της αστικής εξουσίας και των συνεργατών του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια άλλη πρόταση…

Αυτό, όμως, το παραμύθι και με την εκδοχή του θεατρικού έργου σε παράσταση για παιδιά και εφήβους, νομίζω ότι μπορεί να το γράψει μόνο το Κ.Κ.Ε. και η ίδια η εργατική τάξη, και στην τέχνη με τους δικούς της καλλιτέχνες και στην κοινωνική πραγματικότητα με το Π.Α.ΜΕ. και τη θέληση και αγωνιστικότητα όλων των λαϊκών δυνάμεων…  Ναι μεν, σ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά, ασφαλώς με αλληγορική σημασία και παραμυθιακούς ήρωες, αλλά με προοπτική, όραμα και ταξικό προσανατολισμό των παιδιών, χρήσιμο και χρηστικό για το μέλλον τους…
Οι παρακάτω 14 ηθοποιοί απέδωσαν τους 22 ρόλους τους εκπληκτικά: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δημ. Βέργαδος, Γρηγ. Γαλάτης, Σοφιάννα Θεοφάνους, Μάνος Καρατζογιάννης, Κων. Καρβέλης, Μιχ. Κοιλάκος, Μαίρη Λούση, Πέτρος Σπυρόπουλος, Φωτεινή Τιμοθέου, Δημ. Φραγκιόγλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Στράτος Χρήστου και Αλ. Μαυρόπουλος (σε βίντεο). 

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ



[1]. Οι δυο δραματουργοί στηρίχθηκαν στον αρχικό μύθο και στη δομή της υπόθεσης του παραμυθιού, που έπλασε η Πην. Δέλτα, στα 1910. Το διασκεύασαν και προπαντός το δραματοποίησαν. Όμως, το παρόν μεταγραμμένο θεατρικό έργο είναι δικό τους, με τις παρεμβάσεις, τις προσθήκες, τις παραλείψεις και τον εκσυγχρονισμό, που επιχείρησαν στο πεζογράφημα της συγγραφέα.  
[2]. Ο Χάρης Σακελλαρίου υποστηρίζει ότι: «η όλη δομή κι επεξεργασία του υλικού συνηγορούν στην κατάταξή του ανάμεσα στα φανταστικά μυθιστορήματα.», βλ. στη μονογραφία του Πηνελόπη Δέλτα. Η ζωή–οι έρωτες–το έργο της, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 141.   
[3]. Σακελλαρίου Χάρης, Πηνελόπη Δέλτα, ό.π., σ. 138.
[4]. Απόσπασμα επιστολής της Δέλτα προς τον Δελμούζο, από τη Φραγκφούρτη, στις 27.12.1910 (9.1.1911).  

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013



Βούλα Δαμιανάκου
Οδοιπορώ στην πατρίδα
4 τόμοι
Επικαιρότητα, Αθήνα 2006
σελ. 579 + 438 + 392 + 268


Η κ. Βούλα Δαμιανάκου, αξιόλογος πεζογράφος και μεταφράστρια, μας παραδίνει ένα σημαντικό και μακρόπνοο έργο, που κατακλύζεται από Ελλάδα και διατρέχει τη μακροχρόνια ιστορία της, από τον Όμηρο μέχρι τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η ανάγνωση του Α΄ τόμου είναι απολαυστική, όπως άλλωστε συμβαίνει και στους επόμενους τόμους. Ιλιάδα και Οδύσσεια, με μια μοναδική, προσωπική γραφή και λογοτεχνικό ύφος, που θαρρείς ότι για πρώτη, σχεδόν φορά, διαβάζεις αυτά τα πασίγνωστα έργα.
Στο Β΄ τόμο μάς ταξιδεύει στον Ησίοδο και τη Θεογονία του, στην Τιτανομαχία, στο Έργα και Ημέραι, στον Στησίχορο, στον Αλκαίο, στη Σαπφώ και σε τόσους άλλους ποιητές και ιστορικούς της ελληνικής αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, φιλόσοφους, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας και στρατηλάτες, όπως ο Μ. Αλέξανδρος .
Στον Γ΄ τόμο: Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση ’21, τέλος 19ου και αρχές 20ού αι., Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, Μεσοπόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος και με αναφορές στο έργο του συντρόφου της Β. Ρώτα και
Στον Δ΄ τόμο: τόποι, πρόσωπα, ιστορικές μνήμες, σύγχρονη πραγματικότητα, πολιτικοί και κοινωνικοί προβληματισμοί, μωσαϊκό και χαρτογράφηση του ελληνικού κοινωνικού ανθρώπινου τοπίου, με ψηφίδες που συνθέτουν με ευαισθησία την ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Μάνη και εκφράζουν την προσωπική της πορεία σε σχέση με τον περίγυρό της. Πολύτιμα στοιχεία κοινωνικού ενδιαφέροντος και αξίας.
Μια από τις κυρίαρχες και σημαντικές αξίες του έργου έγκειται στο γεγονός, ότι η συγγραφέας έχει την ικανότητα να συνδέει το παρελθόν με τη σύγχρονη πραγματικότητα, να επιχειρεί διαχρονικές συνδέσεις και σχολιασμούς που αφορούν το σήμερα, έτσι ώστε το έργο να μην περιέχει απλά ιστορικές αναφορές και διαδρομές, αλλά να αποκτά διδακτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ιδωμένο από ταλαντούχο, πολύπειρο και καλλιεργημένο πνευματικά άνθρωπο.  
Πρωταγωνίστρια και πανταχού παρούσα σε όλα τα κείμενα, σε όλες τις εποχές και τόπους, η ίδια η συγγραφέας με το ψευδώνυμο «Γαλάτεια». Η πολυμάθειά της είναι εμφανής και η αφομοιωμένη γνώση της από τα πολλά διαβάσματά της, την καθιστά άριστη χειρίστρια του περιεχόμενου των κειμένων της, με την αρωγή βέβαια του λογοτεχνικού ύφους της και της λαγαρής και γνήσιας δημοτικής που χρησιμοποιεί.  
Πρόκειται για μια θαυμάσια αφηγηματική οδοιπορία, με μυθιστορηματική δομή και λογοτεχνικότητα. Όμως, το τετράτομο αυτό δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά ούτε και επιστημονικό ιστορικό κείμενο. Βοηθά, όμως, τον Έλληνα αναγνώστη στην ιστορική αυτογνωσία του. Βοηθά και τον ιστορικό με πολλές πληροφορίες ιδίως με εκείνες που προέρχονται από την προσωπική εμπειρία της συγγραφέα, η οποία καταγράφει  πρόσωπα και γεγονότα, με εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις, αν και ορισμένες φορές συμπαρασύρεται από φανατισμούς και μονολιθικές – αντιδιαλεκτικές απόψεις και ιδεοληψίες. Αυτά συμβαίνουν, κυρίως στον τόμο Γ΄. Οι κριτικές της απόψεις για το ΚΚΕ, οπωσδήποτε θα το βοηθούσαν ιδιαίτερα, θα του ήταν πολύτιμες για την αυτογνωσία του και την περαιτέρω πορεία του, αν έλειπε η εμπαθής επιθετικότητά της, κατά σημεία, η οποία μας δείχνει ότι μάλλον δεν την ενδιαφέρει να το βοηθήσει, αλλά αντιθέτως να το πολεμήσει. Σεβαστές επιλογές, με ευθύνες που επωμίζεται η συγγραφέας, με γενναιότητα, που άλλωστε δεν της λείπει. Ίσως, οι προθέσεις της να ήταν διαφορετικές, αν και κρινόμαστε σχεδόν πάντοτε από το αποτέλεσμα.
Τέλος, προσωπικά αμφισβητώ ότι ολόκληρο το κείμενο είναι δικό της, αφού κατά σημεία διαπιστώνω, ως μελετητής του έργου του Βασίλη Ρώτα, στοιχεία ύφους και γλώσσας του σημαντικού αυτού θεατράνθρωπου. Εάν, όμως, η κ. Δαμιανάκου είχε παρουσιάσει στο κοινό – 30 χρόνια τώρα από το θάνατό του – το αδημοσίευτο έργο του Ρώτα, κανείς -ούτε κι εγώ- θα μπορούσαμε ν' αμφισβητήσουμε οτιδήποτε.

 ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ























Βιβλιο-παρουσίαση
 Λάκης Κουρετζής
Το Θεατρικό Παιχνίδι και οι διαστάσεις του
Ταξιδευτής
 Αθήνα 2008, σελ. 605

«Ο Λάκης Ηλία Κουρετζής είναι παιδαγωγός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, ειδικός σε θέματα αισθητικής παιδείας και παιδευτικής θεατρικής έκφρασης. Σπούδασε Ψυχολογία της παιδαγωγικής, Αισθητική αγωγή κι έκφραση του παιδιού, Θέατρο και πιο συγκεκριμένα: Παιδαγωγική θεάτρου, σωματική έκφραση και Ψυχοδυναμική του ηθοποιού, Σημειολογική και αισθητική ανάλυση της θεατρικής πράξης στην Αυστρία, Γερμανία και Ελβετία. […]»
Αυτό το μικρό απόσπασμα του εργο-βιογραφικού του κ. Λάκη Κουρετζή πληροφορεί για τις σπουδές του και ιδιαίτερα για τους επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς τομείς, με τους οποίους ασχολήθηκε και συνεχίζει να διαπρέπει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όμως, για τον αναγνώστη του παρόντος σημειώματος δεν αρκούν αυτές οι πληροφορίες γι’ αυτή την εξέχουσα προσωπικότητα της Εκπαίδευσης και του Θεάτρου, του παιδαγωγού, του ευαίσθητου ανθρώπου, του ταλαντούχου εμψυχωτή και καλλιτέχνη. Ο κ. Λάκης Κουρετζής έχει «πολιτογραφηθεί» ως «εισηγητής» στη χώρα μας του Θεατρικού Παιχνιδιού και έχει συμβάλλει καθοριστικά στην εδραίωσή του στη συνείδηση των εκπαιδευτικών και στο ευρύτερο ακαδημαϊκό και κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά και στη θεσμική κατοχύρωσή του στην Εκπαίδευση. Βέβαια, όπως ο ίδιος έχει ισχυριστεί σε συνέντευξή του το θεατρικό παιχνίδι δημιουργήθηκε στη χώρα μας, με τη μορφή τουλάχιστο που το γνωρίζουμε, χάρη στην επινοητικότητα, στη δημιουργικότητα, στη φαντασία, στην εργατικότητα, στην επιμονή του «εμπνευστή-δημιουργού» του κ. Λάκη Κουρετζή, και των συνεργατών του στη συνέχεια. Στο ενεργητικό του καταγράφονται η διοργάνωση και η συμμετοχή του σε εκατοντάδες συνέδρια, σεμινάρια, ημερίδες κ.ο.κ., η συμβολή του στην ίδρυση σωματείων και Εργαστηρίων Παιδαγωγικής Θεάτρου – Θεατρικού Παιχνιδιού, στην Αθήνα και στην επαρχία.    
Παιδαγωγός και θεατράνθρωπος σημαντικής εμβέλειας και τεράστιας προσφοράς συνεχίζει το έργο του αθόρυβα, χωρίς κροταλισμούς, με σεμνότητα –χαρακτηριστικό γνώρισμα του ήθους του και της καλλιτεχνικής ποιότητας του έργου του– στην Ομάδα Τέχνης «Πάροδος», στο «Θέατρο της Ημέρας» (συνιδρυτής η σκηνοθέτις κ. Ανδρομάχη Μοντζολή), ως εμψυχωτής και καθηγητής στο «Εργαστήρι Παιδαγωγικής Θεάτρου-Θεατρικού Παιχνιδιού», παλιότερα στο Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ», ενίοτε ως σκηνοθέτης, ως συνιδρυτής (με Ξένια Καλογεροπούλου, Δημ. Ποταμίτη κ.ά.) του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου για παιδιά και νέους «Assitej» κ.λπ.
Ο παρόν ογκώδης τόμος, πιστεύω ότι ήταν επιβεβλημένο να εκδοθεί, διότι καλύπτει σε σημαντικό βαθμό την περιοχή της Θεατρικής Αγωγής και Εκπαίδευσης των παιδιών, αφού μας ενημερώνει για τις απόψεις, τις πρωτοβουλίες, τις δραστηριότητες κ.λπ. του εξαίρετου αυτού παιδαγωγού και θεατράνθρωπου. Ένα βιβλίο, το οποίο αναμφισβήτητα εμπλουτίζει την υπάρχουσα σχετική επιστημονική βιβλιογραφία. Περιέχει 43 θεωρητικά κείμενά του (άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και ομιλίες/εισηγήσεις σε σεμινάρια και συνέδρια), 17 συνεντεύξεις του (σε εφημερίδες και περιοδικά) και δύο παραρτήματα («Το θεατρικό παιχνίδι στο Πρόγραμμα “ΜΕΛΙΝΑ” – Διαπιστώσεις – Επισημάνσεις» και «Διαγράμματα/Σχέδια δράσης (project) και ασκήσεων»). Στο τέλος του βιβλίου δημοσιεύεται μια «Συνοπτική Χρονοβιογραφία του Θεατρικού Παιχνιδιού 1976-2006», όπου καταγράφονται αναλυτικά όλες οι πρωτοβουλίες και δραστηριότητες του κ. Λ. Κουρετζή κατά τη συγκεκριμένη τριακονταετία στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα συλλεκτικό τόμο, όπου υπάρχει σημαντικό υλικό για τη θεωρία και ιστορία της Παιδαγωγικής Θεάτρου και του Θεατρικού Παιχνιδιού, όπως αυτά εξελίχθηκαν, διευρύνθηκαν, διαμορφώθηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται και να λειτουργούν σε εκπαιδευτικό και κοινωνικό επίπεδο, με πρωτεργάτη, στυλοβάτη και εμψυχωτή/δάσκαλο όλων μας τον κ. Λάκη Κουρετζή. 
Στις σελίδες αυτού του ογκώδους και καλαίσθητου τόμου ο εκπαιδευτικός, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ο θεατρολόγος, ο φοιτητής και κάθε φιλομαθής, δε θα βρει μόνο χρήσιμα γι’ αυτόν και χρηστικά για τη δουλειά του κείμενα. Θα διαπιστώσει τον εμπνευσμένο και πρωτοπόρο παιδαγωγό και αξιόλογο καλλιτέχνη, το διακεκριμένο εμψυχωτή του θεατρικού παιχνιδιού, τον επιστήμονα και Δάσκαλο της Παιδαγωγικής Θεάτρου, το φλογερό εραστή της τέχνης του θεάτρου στις πιο δημιουργικές εκφάνσεις του, στα πλαίσια του εκπαιδευτικού/παιδαγωγικού έργου, που αφορά τη θεατρική αγωγή του παιδιού και στη συμβολή της στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο αναγνώστης του βιβλίου, θα πληροφορηθεί για τις τεράστιες/τιτάνιες προσπάθειες, τον πολύχρονο αγώνα, το πολύμοχθο έργο, τις αγωνίες και τα όνειρα μιας δράκας ανθρώπων –και με πρωτοπόρο/πρωτεργάτη/αγωνιστή τον κ. Λάκη Κουρετζή– κατόρθωσαν να «επιβάλλουν» στην πολιτεία τη νομοθετική θεμελίωση της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, και να εμπνεύσουν εκατοντάδες εκπαιδευτικούς και γονείς σε όλη την Ελλάδα.
Ο λόγος του συγγραφέα διαθέτει επιστημονικότητα, αλλά συγχρόνως και απλότητα, ώστε να είναι κατανοητός και ευχάριστος από τον αναγνώστη κάθε πνευματικού επιπέδου. Διακρίνεται εύκολα η οξύνοια του συγγραφέα, αλλά και η παρρησία του επάνω σε κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα, που άπτονται του αντικειμένου. Εκφράζονται ένα πλήθος από απόψεις, παρατηρήσεις, προτάσεις, αλλά συγχρόνως αναλύονται όλα τα σχετικά θέματα με θεωρητικές απόψεις από τις επιστήμες της Θεατρολογίας, της Αισθητικής, της Παιδαγωγικής, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας κ.λπ. Το βιβλίο είναι γεμάτο από πρακτικές εφαρμογές, για όσα ο συγγραφέας υποστηρίζει θεωρητικά. Βέβαια, στα σεμινάρια που πραγματοποιεί –εδώ και δεκαετίες– σε όλη την Ελλάδα, παρέχεται ασφαλώς πιο πρακτική εφαρμογή και επιτυγχάνεται βιωματική προσέγγιση, είτε οι συμμετέχοντες είναι παιδιά είτε ενήλικες (εκπαιδευτικοί και γονείς). Η πλούσια ευαισθησία του, η δημιουργική φαντασία του, η δημιουργικότητά του, η μεθοδικότητά του και πολλές άλλες αρετές της προσωπικότητάς του είναι εμφανείς και διάχυτες στα κείμενα του βιβλίου. 
Όλα τα θέματα συνδέονται με τα αναλυτικά προγράμματα των μαθημάτων στα σχολεία, αλλά τίθενται και κοινωνικοί/αισθητικοί κ.ά. στόχοι, ώστε ο αναγνώστης να αποκτήσει ένα πανόραμα γνώσεων και πληροφοριών, αλλά και πλούσιο προβληματισμό για τη «διδασκαλία» του μαθήματος της Θεατρικής Αγωγής. Βέβαια, στα κείμενα και στις απόψεις του συγγραφέα δεν υπάρχει καν πνεύμα διδακτισμού ή κάποιας «σκοπιμότητας» κατά την παροχή των γνώσεων, που αφορούν το Θεατρικό Παιχνίδι, τη σχέση του με τη Λογοτεχνία για παιδιά, την Αισθητική Αγωγή των παιδιών, την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, τη Διαθεματικότητα, τις Αναπαραστατικές Τέχνες κ.ο.κ.
Πρόκειται, κοντολογίς, για ένα βιβλίο-οδηγό, ένα βιβλίο-εργαλείο, ένα βιβλίο εμψύχωσης και δημιουργικής φαντασίας, ένα βιβλίο για το θεατρικό παιχνίδι, το θέατρο, τη θεατρική αγωγή των παιδιών και όχι μόνο. Βιβλίο-μνημείο, αλλά και μνημείο αναφοράς για όσους επιθυμούν να δώσουν άλλη διάσταση και προοπτική στην Εκπαίδευση, αλλά και στην κοινωνική και συναισθηματική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Τα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού θα έχουν την ευαισθησία και την υπευθυνότητα να το τοποθετήσουν στις σχολικές και δημοτικές βιβλιοθήκες όλης της χώρας; Αμφιβάλλω, και φυσικά όχι εξαιτίας της λεγόμενης «οικονομικής κρίσης»…!   
 
Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής –
Ερευνητής/Μελετητής/Κριτικός Θεάτρου για παιδιά


Θεοφανώ – Η Μεσσαλίνα του Βυζαντίου
Ιστορικό μυθιστόρημα του Πέτρου Πικρού
Επιμέλεια κειμένου, εισαγωγή, γλωσσική προσαρμογή:
                    Γιάννης Δ. Μπάρτζης                   
Εκδοτικός οίκος Αντώνη Σταμούλη,
Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 319

Ένα πρωτότυπο ιστορικό μυθιστόρημα για τη θυελλώδης ζωή της αυτοκράτειρας Θεοφανώς, η οποία, αν και ταπεινής καταγωγής, υπήρξε διαδοχικά σύζυγος του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ (959-963), του στρατηγού και αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969) και ερωμένη του στρατηγού Ιωάννη Τσιμισκή (969-976). Ήταν η μητέρα του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028). Η προσωπικότητά της κυριάρχησε επί πολλά έτη στη δυναστεία των Μακεδόνων ως ερωμένη, σύζυγος και μητέρα αυτοκρατόρων.
Ο Πέτρος Πικρός κατά τη συνήθειά του δε δεσμεύεται απόλυτα από την ιστορική αλήθεια. Προσεγγίζει με συναρπαστικό ενδιαφέρον το χαρακτήρα αυτής της αινιγματικής γυναίκας και περιγράφει με συμπάθεια τα διαρκή διλήμματά της ανάμεσα στην εξουσία και τον έρωτα. Στέκεται ιδιαίτερα στα έτη της νεότητάς της, παρακολουθώντας την να μετατρέπεται, στα επιδέξια χέρια μιας θρησκευτικοπολιτικής φατρίας, από ανώνυμη, ορφανή αρκουδιάρισσα, σε επιφανή ερωμένη και σύζυγο του νεαρού αυτοκράτορα Ρωμανού.
Ως συγγραφέας αναζητά στην ψυχή της, πέρα από τη γοητεία του θρόνου, τα αληθινά σκιρτήματα του έρωτα, δημιουργώντας μια ηρωίδα με διπλή προσωπικότητα. Από τη μια την αδίστακτη και άτεγκτη βυζαντινή παλατιανή και από την άλλη την απλή ερωτευμένη γυναίκα του λαού. 
Έρωτες στην υπηρεσία της πολιτικής, συνωμοσίες εκκλησιαστικών και παλατιανών, μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις στον Ιππόδρομο και στους δρόμους της Βασιλεύουσας με τους «Πράσινους» και τους «Βένετους», εντυπωσιακά στοιχεία από τη βυζαντινή καθημερινότητα..., συνθέτουν ένα μυθιστόρημα εποχής, που προσφέρει γνήσια αναγνωστική απόλαυση και πολύπλευρη ιστορική πληροφόρηση, ένα ιστορικό αφήγημα με πλούσια πλοκή και με παραστατικές λεπτομέρειες από τη ζωή στο Βυζάντιο των Μακεδόνων.
Το έργο αυτό εκδίδεται πρώτη φορά σε βιβλίο. Ο Πέτρος Πικρός το δημοσίευσε σε 31 συνέχειες στο περιοδικό Εβδομάς από τον Οκτώβριο του 1932 έως τον Ιούνιο του 1933 με την υπογραφή «Ω» και παρέμενε αγνοούμενο. Δε συμπεριλαμβάνεται στο μοναδικό κατάλογο των έργων του (στο εξώφυλλο του τελευταίου του βιβλίου Η λαμπηδόνα του βυθού). Ανήκει στην κατηγορία των «λαϊκών» μυθιστορημάτων και μάλλον το έγραψε με κίνητρο το βιοπορισμό. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τη ζωή και το έργο του Πέτρου Πικρού, ο μελετητής και συγγραφέας Γιάννης Δ. Μπάρτζης το ανακάλυψε και πιστοποίησε με απόλυτη βεβαιότητα την πατρότητά του. Έτσι κυκλοφορεί πλέον ως αυτοτελές μυθιστόρημα μετά από 78 χρόνια από την εποχή της συγγραφής του.
Ο επιμελητής της έκδοσης έχει κάνει ελαφρές επεμβάσεις στη γλώσσα, ώστε να είναι ενιαία και να μην απέχει πολύ από τα σημερινά γλωσσικά δεδομένα στις καταλήξεις και την ορθογραφία. Έχει επίσης φροντίσει να φαίνεται η αλλαγή τευχών του περιοδικού της αρχικής δημοσίευσης.
Ταυτόχρονα στο βιβλίο έχει συμπεριληφθεί ενδιαφέρουσα επιστολή της μοναδικής εν ζωή ανιψιάς του Πέτρου Πικρού, κας Νίνας Μαυρατζά-Κουμή, που ξεκαθαρίζει οριστικά (με παράθεση αναμνήσεων και με σπάνιο φωτογραφικό υλικό) σημαντικές λεπτομέρειες βιογραφικού χαρακτήρα για το συγγραφέα, οι οποίες ήσαν διφορούμενες μέχρι σήμερα. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πρόλογος του Γιάννη Δ. Μπάρτζη, που μεταξύ άλλων αναφέρεται στην προσπάθεια για την πιστοποίηση της ταυτότητας του συγγραφέα καθώς και στο χαρακτήρα και την ποιότητα του «λαϊκού» μυθιστορήματος.
Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, απ’ όσους αγαπούν τη λογοτεχνία και την ιστορία. Θα το προμηθευτείτε από οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο.

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Ροΐδης Εμμανουήλ
 Πάπισσα Ιωάννα Αποκρυπτογραφημένη
 Εκδόσεις  Μάριος Βερέττας
Αθήνα 2005, σ. 663

Άλλη μία μεταγλώττιση στη δημοτική του ξακουστού μυθιστορήματος; Ασφαλώς ναι, αλλά ... όχι μόνο. Ο Μ. Β. μελέτησε και εμβάθυνε στο κείμενο πιο πέρα, όπως σημειώνει σε μια πρωτότυπη και υπέροχη φανταστική επιστολή του, που απευθύνει στον ίδιο τον Ροΐδη, μεταξύ άλλων τα εξής: «προχώρησα στην αποκρυπτογράφηση του κειμένου σου προσθέτοντας κάθε τόσο τις δικές μου υποσημειώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός τις μεταφράσεις των πολύγλωσσων παραπομπών σου από τα αρχαία ελληνικά, τα μεσαιωνικά λατινικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά, και αφετέρου εξηγήσεις για κάθε έννοια, κάθε όνομα, κάθε ρήση ή φράση που σημειώνεις [...]». Αυτή η πρωτοβουλία του κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μεταγλωττισμένα βιβλία. Για τους εραστές της γνώσης και της αλήθειας είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εμβαθύνουν στο έργο του Ροΐδη, 
 Το βιβλίο παρουσιάζει και άλλες χάρες και αξίζει να μελετηθεί. Όπως είναι γνωστό, ο Μάριος Βερέττας είναι ο «αντάρτης» και ο «αιρετικός» της «επικρατούσας» στην Ελλάδα ιδεολογίας, της οποίας οι «οπαδοί» δεν τολμούν ή δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να εκφράσουν διαφορετική άποψη από εκείνη της Εκκλησίας και του ισχυρού, δυστυχώς ακόμη, Ιερατείου. Ο Βερέττας τολμά, εισπράττοντας γενναιόδωρα το ανάλογο τίμημα... επιθετικής, εχθρικής, επιτιμητικής και απορριπτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων του κατεστημένου απέναντί του. Αυτός, βέβαια, δεν πτοείται, αλλά πεισματικά προχωρά με ορθολογισμό και επιστημοσύνη προς την ανακάλυψη και αποκάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας.
Ανθολογώ μόνο δυο κρίσεις του (από τη φανταστική επιστολή του προς τον Ροΐδη) για το παρόν έργο και την αξία του: «είναι ένα ιερό κειμήλιο τόλμης ενάντια στο ρασοφόρο σκοταδισμό», ο οποίος « – συνεχίζει να ταλανίζει τις ψυχές, να θολώνει τα μυαλά και να εξουσιάζει τα κορμιά εκατομμυρίων ανθρώπων, τόσο στον τόπο μας, όσο και στον κόσμο όλο!...».
Τα 210 ερμηνευτικά σχόλιά του βρίσκονται δημοσιευμένα στο τέλος του βιβλίου (σ. 573-663). Βοηθούν αισθητά και ουσιαστικά τον αναγνώστη του μυθιστορήματος να κατανοήσει την εποχή, την ιδεολογία της, τα δρώμενα, τη σατιρική και αλληγορική πρόθεση του Ροΐδη, τη βαθύτερη ουσία του έργου.  

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Μπάρτζης, Γιάννης Δ.
Πέτρος Πικρός. Στράτευση, αντιπαραθέσεις, πικρίες στη Λογοτεχνία του Μεσοπολέμου
Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
Αθήνα 2006, σ. 660

Ενδιαφέρουσα μονογραφία για τη ζωή και το έργο του σοσιαλιστή Πέτρου Πικρού (1894-1956), δημοσιογράφου, πεζογράφου, ποιητή, μεταφραστή και στοχαστή κυρίως του Μεσοπολέμου, παρουσιάζει με επιτυχία ο Δρ. Γιάννης Μπάρτζης, εκπαιδευτικός και καταξιωμένος πεζογράφος βιβλίων για παιδιά και εφήβους.
Ο μελετητής και ερευνητής κ. Μπάρτζης έχει συνθέσει ένα πλήρες πόνημα, διαρθρωμένο σε πέντε κεφάλαια. Με επιστημονική μεθοδολογία και εμβριθή μελετητική ικανότητα και οξυδέρκεια κατορθώνει να δαμάσει ένα πλούσιο υλικό, προϊόν εξονυχιστικής έρευνας σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Εντάσσει δημιουργικά το έργο του Πικρού στα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά πλαίσια της εποχής που έδρασε και δημιούργησε, καταδεικνύοντας πρόσωπα και καταστάσεις, παραμέτρους που επηρέασαν και διαμόρφωσαν το έργο αυτό, αντιθέσεις και συγκρούσεις, την ενγένει περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο κ. Μπάρτζης δεν παραμένει σε ρηχές και επιφανειακές αναφορές, αλλά εμβαθύνει επαρκώς με επισημάνσεις και κριτικές παρατηρήσεις, δίνοντας το στίγμα του ιστορικού και μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο οποίος προσπαθεί ν’ αποκαλύψει νέα στοιχεία στην έρευνα, να διεισδύσει στο λογοτεχνικό φαινόμενο, καταγράφοντας και αναλύοντας αισθητικές, ιδεολογικές κ.ά. παραμέτρους. Εμφανής γίνεται η ιδεολογική μεταστροφή του Πικρού, ο οποίος, όπως αναφέρει η Αν. Καθηγήτρια του Παν/μίου Αθηνών κ. Βίκυ Πάτσιου στον πρόλογο του βιβλίου, «εκφραστής αρχικά της επαναστατικής ορθοδοξίας και της κομματικής πειθαρχίας βρίσκεται στη συνέχεια αποκλεισμένος και συκοφαντημένος από την επίσημη Αριστερά, για να στραφεί προς το τέλος της ζωής του στην εξερεύνηση της αινιγματικής περιοχής της συνείδησης».
Ο κ. Μπάρτζης αναφέρεται λεπτομερώς, με κριτικές παρατηρήσεις πνευματικών ανθρώπων της εποχής, αλλά και προσωπικές του απόψεις, σε όλα τα έργα του Πικρού: λογοτεχνικά για ενηλίκους (ποιήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες), λογοτεχνικά για παιδιά και εφήβους (μυθιστορήματα, παραμύθια και ιστορίες, εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά κείμενα δημοσιευμένα σε περιοδικά  και εφημερίδες («Ριζοσπάστης», «Αθηναϊκή», «Δημοκρατία», «Ελεύθερος Τύπος», «Πατρίς», «Παιδική Χαρά», «Νέα Επιθεώρηση», «Πρωτοπόροι» κ.ά.), κείμενα που ανήκουν στο χώρο της λαϊκής λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας, λανθάνοντα λαϊκά μυθιστορήματα κ.λπ. Αναλυτικές αναφορές γίνονται και στις τακτικές συνεργασίες του με το περ. «Ήλιος», με κείμενα φιλοσοφικά και ψυχολογικά, με κείμενα που ανήκουν στο χώρο του στοχασμού και των ιδεών, για το έργο μεγάλων φιλοσόφων (Βολταίρος, Νίτσε, Σοπενχάουερ), αλλά και στις περίφημες πολιτικές βιογραφίες του για τους Λένιν και Στάλιν κ.ά.   
Το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 277-358) έχει τον τίτλο: «Δημοσιογραφία και Λογοτεχνία ως μέσο βιοπορισμού», περιέχει – και αυτό – αποκαλυπτικά στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα σε δημοσιογράφους και φοιτητές, οι οποίοι σπουδάζουν δημοσιογραφία.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το παράρτημα «Εργογραφία Πέτρου Πικρού» (σ. 457-660), όπου δημοσιεύονται αναλυτικά όλα τα βιβλία του και σε πίνακες, ανά εφημερίδα και περιοδικό, αλλά και κατά λογοτεχνικό είδος, 2179 κείμενά του. Εδώ καταδεικνύεται η μεγάλη αγάπη στην έρευνα και του εκδότη κ. Αντ. Σταμούλη, τον οποίο «επιβάλλεται» να ευχαριστήσουμε όλοι οι ερευνητές και μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, διότι έχουμε, πλέον, ανά χείρας υλικό προς περαιτέρω έρευνα και μελέτη, το οποίο σε αντίθετη περίπτωση (μη δημοσίευσής του) θα έμενε, πιθανόν, για πάντα αναξιοποίητο μόνο στο προσωπικό αρχείο του κ. Μπάρτζη.
Υποδειγματική ερευνητική προσπάθεια, ιστορική και λογοτεχνική μελέτη, η οποία εύχομαι να εμπλουτίσει σχολικές, πανεπιστημιακές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και ν’ αξιοποιηθεί από τους ενδιαφερόμενους. 

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
Το εικονογραφημένο βιβλίο δεν είναι μόνο για μικρά παιδιά
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει τα Πρακτικά Ημερίδας της 29.1.2005 (κείμενα 10 εισηγήσεων), την οποία οργάνωσε ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Κ.Ε.Π.Β.), στην Αθήνα. Η ημερίδα αποτελούνταν από δύο θεματολογικά μέρη: «Θεωρία και κριτική του εικονογραφημένου βιβλίου» και «Η τέχνη της εικονογράφησης». Στο πρώτο μέρος προήδρευσε η κ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο δεύτερο ο κ. Ηρ. Εμμ. Καλλέργης, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο βιβλίο προηγείται το προλόγισμα στην ημερίδα της κ. Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Προέδρου του Κ.Ε.Π.Β., ενώ το εισαγωγικό σημείωμα υπογράφει η κ. Τζίνα Καλογήρου, Αναπλ. Καθηγήτρια Διδακτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.  
Όλες οι εισηγήσεις συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του γνωστικού επίπεδου και της εικαστικής προβληματικής του αναγνώστη. Η επιστημονική θεώρηση του θέματος συμβάλλει στην εξέλιξη της εικονογράφησης, ως καλλιτεχνικού δρώμενου, αφού η συμβολή του καθενός έχει ως στόχο της να φωτίσει διάφορες πτυχές, να θέσει ιδέες, απόψεις, προτάσεις, να συνδέσει την τέχνη με την πραγματικότητα, αντλώντας από την έρευνα και τη βιβλιογραφία, αλλά και από την πραγματικότητα: της εικονογράφησης των παιδιών για παιδιά, των αναγκών των παιδιών, των εικονογράφων κ.ο.κ.
Εξετάζονται διάφορα θέματα με εμβρίθεια και με επιστημονικό τρόπο, με αναλύσεις επάνω σε μια διεθνώς εξελισσόμενη θεωρητική και πρακτική βάση, εισάγοντας νέους όρους και νέες απόψεις για το εικονογραφημένο βιβλίο, για την αισθητική αξία των παιδικών δημιουργιών, για τη λειτουργική συνύπαρξη του λεκτικού και εικονιστικού κώδικα κ.λπ.
Και μια καλοπροαίρετη παρατήρηση: Το ζητούμενο παραμένει, όσον αφορά την επιστημονική γλώσσα (ορολογία και δομή), τα νοήματα, τις ιδέες, την επιστημοσύνη, να μην παραμείνει τελικά η επιστήμη εντός των τειχών του πανεπιστημιακού θώκου και κατεστημένου, αλλά με εκλαΐκευση να διαχυθεί η γνώση και ο προβληματισμός στο λαό και στους εργαζόμενους, και προ παντός προς όφελός τους. (Δηλ. το δόγμα «Η τέχνη για την τέχνη» να μην αντικατασταθεί από το δόγμα: «Η επιστήμη για την επιστήμη»). Πολύ το φοβάμαι το τελευταίο, ιδίως από ορισμένους πανεπιστημιακούς.  

Θανάσης Ν. Καραγιάννης


Ημερολογιακές καταγραφές
για την ιστορία ενός θεάτρου

Άννα Βαγενά
«Το θεσσαλικό μου θέατρο»
Κέδρος,  2006
σελ. 288

Έτσι γράφεται η ιστορία, θα ισχυριστεί κάποιος. Θα έλεγα ότι το πιο σωστό είναι να πούμε ότι γράφεται και έτσι. Ασφαλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο και ένα προσωπικό αρχείο αποκομμάτων από περιοδικά και εφημερίδες (με θεατρικές κριτικές, ρεπορτάζ κ.λπ.), από εισιτήρια, από προσκλήσεις, από αφίσες, από πολλές επιστολές, από πολύ περισσότερες φωτογραφίες, από καταστάσεις με αριθμούς εισιτηρίων και παραστάσεων σε διάφορα χωριά και θέατρα (λογιστικού χαρακτήρα), από τηλεγραφήματα, από τιμολόγια κ.ά. είναι δυνατό να συμβάλλει σημαντικά  στην αντικειμενική καταγραφή και αξιολόγηση της ιστορίας του θεάτρου μας.
Εδώ πρόκειται για την ιστορία του «Θεσσαλικού Θεάτρου» από τη γέννησή του (1975) μέχρι τη μετεξέλιξή του σε ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (1982). Βέβαια, την ίδια χρονιά (1975) ιδρύθηκαν άλλα δύο θέατρα: το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου και το θέατρο «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου. Ακόμη, και αυτό «δεν είναι τυχαίο», όπως γράφει η κ. Άννα Βαγενά, ιδρύθηκε η «Ελευθεροτυπία» και η «17 Νοέμβρη», διότι η μεταπολιτευτική εποχή «είναι εκρηκτική. Παράγει πράγματα».
Εξαρχής αναφέρω ότι το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό και ιστορική μαρτυρία. Ξετυλίγεται σαν κουβάρι μέσα από τα μάτια της μνήμης της συγγραφέα η προσωπική και οικογενειακή της ζωή και η θεατρική της καριέρα, αλλά συγχρόνως και η ιστορία και δράση του «Θεσσαλικού Θεάτρου»    άρρηκτα συνυφασμένη με ένα μέρος από τη ζωή της. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, είναι ότι παρατίθενται ιστορικές γραπτές μαρτυρίες, αδιάσειστοι μάρτυρες μιας πορείας, όπως τη διέγραψαν οι πρωταγωνιστές της: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, σκηνογράφοι και άλλοι συντελεστές των θεατρικών παραστάσεων του συγκεκριμένου θεάτρου, αλλά και πώς την αποδέχτηκε, τη βίωσε και τη στήριξε ο ίδιος ο λαός, οι απλοί θεατές της Λάρισας και των άλλων θεσσαλικών πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών. Είναι αξιέπαινη η κ. Βαγενά και αξιομίμητη η πρωτοβουλία της, καθώς συγκέντρωσε και διαφύλαξε για δεκαετίες ένα τόσο μεγάλο σε όγκο και σημαντικό σε ποιότητα και σε ιστορική αξία υλικό. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου μια σημαντική ψηφίδα στο μεγάλο καλλιτεχνικό και θεατρικό, κυρίως, ψηφιδωτό της νεοελληνικής ιστορίας. Έτσι, μάλλον ασυνείδητα και χωρίς πρόθεση, η κ. Βαγενά αναδεικνύεται σε ιστοριοδίφη, ο οποίος ξεθάβει τα ιστορικά τεκμήρια και τα παραδίνει στους ιστορικούς και μελετητές του νεοελληνικού θεάτρου για περαιτέρω μελέτη και εμβάθυνση ιστορική, αισθητική και κοινωνιολογική. Κίνητρο εδώ είναι ένα και μοναδικό: η αγάπη της στο θέατρο και στην ιστορία του. Κατά νου και συνείδηση έχει να μη χαθεί τίποτα από το παρελθόν, να μη σαρώσει τίποτα ο άνεμος της ιστορίας και να μην εξαφανίσει τα ίχνη αυτού του πρωτοποριακού θεάτρου για τα ελληνικά δεδομένα, ενός λαϊκού θεάτρου, όπως το οραματίστηκε η κ. Βαγενά από μικρή ακόμη, όπως το έκανε ο Λόρκα με το «Μπαράγκας» στην Ισπανία και όπως το έκανε και ο Βασίλης Ρώτας το 1944-1945, στη χώρα μας με τον «Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» (Αυτός βέβαια, είχε μια προϊστορία: «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών», Παγκράτι 1930-1938 και «Θεατρικό Σπουδαστήριο», Αθήνα 1942-1944), βέβαια σε άλλες εποχές, με άλλα κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.
Η κ. Βαγενά προτίμησε να αφηγηθεί τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο, θεωρώντας προφανώς ότι έτσι θα έχει μια άμεση και πιο προσιτή επαφή με τους αναγνώστες της. Μάλιστα, ο αφηγηματικός της λόγος, δε χαρακτηρίζεται από κάποια λογοτεχνικότητα ή επιτήδευση κάποιου πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει να εντυπωσιάσει ή να δείξει, αν μη τι άλλο, ότι γράφει ωραία και ότι ξέρει γράμματα. Οδηγούς της έχει τη μνήμη και το συναίσθημα. Στην εξέλιξη της υπόθεσης, βέβαια, έχει ως αρωγούς και ολόκληρο το πολύτιμο αρχείο της. Η παράταξη της ύλης είναι διαχρονική.
Στο βιβλίο καταδεικνύονται με πολλά παραδείγματα και στοιχεία οι αγώνες και η αγωνία όσων έστησαν και λειτούργησαν για μια εξαετία, περίπου, το «Θεσσαλικό Θέατρο», τα εμπόδια, τα οικονομικά, τα λειτουργικά κ.ά. προβλήματα, οι προσπάθειες, οι οποίες ορισμένες φορές περνούσαν τα ανθρώπινα όρια, η θέληση, το πείσμα, η εργατικότητα, το ταλέντο αυτών των ανθρώπων, η συνεισφορά της ντόπιας τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων παραγόντων, η λαϊκή συμμετοχή στα δρώμενα είτε ως θεατές είτε ως αρωγοί.
Η γνωριμία της συγγραφέα με το Λουκιανό Κελαηδόνη, το ειδύλλιό τους, η οικογενειακή τους πορεία είναι κομμάτια του κειμένου, τα οποία συνδέονται και εμπλέκονται στην ιστορία του θεάτρου της. Και το κτητικό «μου» στον τίτλο  δείχνει ακριβώς ότι το θέατρο αυτό είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό της και τη ζωή της. Συναισθηματικά φορτισμένη μας δείχνει τις θυσίες και τα όνειρά της, τη συνεργασία όλων για την προσπάθεια και για το λαμπρό εντέλει αποτέλεσμα.     


 ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ



Σιμόπουλος, Ηλίας, Επαφές και προσεγγίσεις ΙΙ, 21 Λογοτεχνικές Μορφές, Ιωλκός, 2000, σ. 236

Ο καταξιωμένος ποιητής και δοκιμιογράφος, κ. Ηλίας Σιμόπουλος, επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, έδωσε στη δημοσιότητα – εδώ και χρόνια – το δεύτερο βιβλίο του με τον ίδιο τίτλο: Επαφές και Προσεγγίσεις. Στο πρώτο βιβλίο του, το οποίο εξέδωσε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, περίπου, είχε αναφερθεί στο έργο δέκα σημαντικών λογοτεχνών μας: Βάρναλη, Καζαντζάκη, Κάλβου, Καρυωτάκη, Μαλακάση, Παλαμά, Παπαντωνίου, Σεφέρη και Σικελιανού. Σε τούτο το βιβλίο του παρουσιάζει το έργο των: Γρ. Ξενόπουλου, Γ. Κονδυλάκη, Γ. Σκαρίμπα, Φ. Γιοφύλλη, Ο. Ελύτη, Ν. Παππά, Γ. Βαφόπουλου, Σ. Μαυροειδή - Παπαδάκη, Γ. Κορδάτου, Ν. Βρεττάκου, Γ. Γρηγόρη, Μ. Δημάκη, Ν. Σημηριώτη, Ν. Κοτσελόπουλου, Μ. Λυγίζου, Ν. Κρανιδιώτη, Στ. Γεράνη, Χρ. Κουλούρη, Π. Παναγιωτούνη, Λ. Παππά και Κ. Πηγαδιώτη. Μας υπόσχετα, μάλιστα, ότι θ’ ακολουθήσει και τρίτο βιβλίο με την παρουσίαση του έργου και άλλων σημαντικών λογοτεχνών μας. Του το ευχόμαστε!
Πρόκειται για δοκίμια με γλαφυρό ποιητικό ύφος, με εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις και προσωπικές καταθέσεις του, από τη βιωματική εμπειρία που είχε με κάποιους από τους παρουσιαζόμενους λογοτέχνες. Ο κ. Ηλίας Σιμόπουλος επιχειρεί να κλείσει, μέσα σε λίγες σελίδες, το έργο κάθε δημιουργού και έτσι με συνοπτικό τρόπο περιδιαβάζει περίτεχνα τη λογοτεχνική παραγωγή του καθενός, μένοντας στα βασικά χαρακτηριστικά  γνωρίσματα του κάθε έργου. Αλλού με λυρικό και αλλού με ρεαλιστικό λόγο διεισδύει στα μύχια της πνευματικής τους δημιουργίας και αποκαλύπτει ιδεολογίες, τεχνικές, προθέσεις. Προβαίνει, δε επιτυχώς σε αναλύσεις, κριτικές αποτιμήσεις, εμβαθύνσεις ! Η πολυμάθειά του και η μακροχρόνια ενασχόλησή του με τα Γράμματα είναι εμφανείς!
Κείμενα χρήσιμα για όσους επιθυμούν να ενημερωθούν για  πρόσωπα και έργα της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας και να διαμορφώσουν άποψη. Ο κ. Σιμόπουλος βοηθάει τον αναγνώστη προς την κατεύθυνση αυτή. Κατορθώνει να τον αποσπάσει, κυριολεκτικά, από την καθημερινότητα και να τον ταξιδέψει στον ιστορικό και κοινωνικό  χρόνο και στο λογοτεχνικό χώρο. Από τις σπάνιες φορές που ο δοκιμιακός λόγος λειτουργεί και βιώνεται ως λογοτεχνική και αισθητική απόλαυση! Πολλαπλά «τυχεροί» οι αναγνώστες του παρόντος βιβλίου, και ιδιαίτερα αυτοί που πιστεύουν ότι την «τύχη» δεν  πρέπει να την αναμένουμε, αλλά να  τη φτιάχνουμε μόνοι μας…!  

ΘΑΝΑΣΗΣ  Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ



Αλέξανδρος Αργυρίου

Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και
η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς (1941-1944)
Τόμος Γ΄

Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 405

Ο καταξιωμένος και έγκυρος ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας, Αλέξανδρος Αργυρίου, προσέφερε στο αναγνωστικό του κοινό τον Γ΄ τόμο της Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας. Μιας ιστορίας η οποία συγκεντρώνει τα δικά της, μοναδικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία, με τα οποία γράφει τη δική της πορεία στο χώρο της Λογοτεχνίας μας, της Ιστορίας, της Κριτικής Λογοτεχνίας, αλλά και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας.
Ο Αργυρίου είναι ένας καινοτόμος και ιδιόρρυθμος ιστορικός της λογοτεχνίας. Απελευθερωμένος από συμβάσεις, δεν ακολουθεί την πεπατημένη, έχοντας στέρεα και βαθιά γνώση του χώρου της λογοτεχνίας, παραβιάζει κάθε κανόνα δομής των προγενεστέρων ιστοριών, εκφράζει με παρρησία τις απόψεις του, οι οποίες – κατά σημεία – μπορεί να θεωρηθούν αιρετικές ή τολμηρές. Δείχνει μια βεβαιότητα για την ορθότητα των απόψεών του, κι αυτό διακρίνεται στα κείμενά του, αποτολμά κρίσεις με απόλυτο ορισμένες φορές τρόπο, χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια, ίσως, στον αναγνώστη του για να ερευνήσει σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος το θέμα, να καταφύγει και σε άλλες πηγές, όπου ενδεχομένως να συναντήσει διαφορετικές κρίσεις. Τα ιστορικά, αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει είναι ποικίλα και ατράνταχτα, αποτέλεσμα μακροχρόνιας και επίπονης έρευνας. Οι πηγές του αξιόπιστες. Η κρίση του ισχυρή και πηγάζει με σοφία από την πολύχρονη εμπειρία του στο χώρο. Τον θεωρώ στο είδος του μεγάλο δάσκαλο, πανεπιστημιακό καθηγητή «άνευ χαρτοφυλακίου», γιατί γνωρίζει άριστα την ελληνική γλώσσα, έχει ικανότητα να γράφει θαυμάσια κείμενα, με υποδειγματική δομή και εξαίρετο ύφος, έχει μεταδοτικότητα και ζηλευτή μαεστρία παρουσίασης διαφόρων θεμάτων, καταστάσεων, προσώπων, λογοτεχνικών έργων και κριτικών, με εύληπτο και εύπεπτο τρόπο. Είναι ένας ερευνητής διαστάσεων, όσο ελάχιστοι. Ο αναγνώστης του περιπλανιέται σε τόπους, εποχές και καταστάσεις της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, συναντά, γνωρίζει και «συνδιαλέγεται» με αξιόλογους δημιουργούς και πνευματικούς ανθρώπους των Γραμμάτων μας, με ευχαρίστηση και ενθουσιασμό. Ο Αργυρίου είναι ικανός να ενεργοποιήσει τον αδιάφορο και αδαή, και να τον κάνει όχι μόνο να μετέχει, αλλά και ν’ αγαπήσει τη λογοτεχνία μας. Η ιστορία, όταν παρέχεται από έγκριτους και χαρισματικούς ιστορικούς, βοηθάει τον άνθρωπο και τον πολίτη πολλαπλά, βοηθάει τον εκπαιδευτικό και τον μαθητή, ιδιαίτερα.
Στο παρόν βιβλίο, ο ιστορικός Αλ. Αργυρίου συνεχίζει το συναρπαστικό ταξίδι του στο χτες της λογοτεχνίας μας, και πιο συγκεκριμένα  κατά την περίοδο 1941-1944. Στους δυο πρώτους τόμους της ίδιας ιστορίας, ο Αργυρίου ασχολείται με την ανάπτυξη και εξέλιξη του λογοτεχνικού φαινομένου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1940). Με την ίδια μέθοδο, αλλά και με την ίδια συνέπεια ερευνά και εδώ μέσα από τις πηγές, «την ιστορική και συγκριτική εικόνα των ρευμάτων της λογοτεχνίας, των ίδιων των έργων στη συνάφειά τους με τα σύγχρονα έργα των συνηλίκων, των πρεσβυτέρων και των νεοτέρων, και τη στάθμισή τους από τη σύγχρονή τους κριτική, η οποία τα κρίνει και τα αποκρυπτογραφεί με τα εφόδια και την προσληπτικότητα της εποχής εκείνης, αποτυπώνοντας την πρώτη τους ανάγνωση και τις ποικίλες εκτιμήσεις τους.»
    
               ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Ζωή Σπυροπούλου
Τα χρώματα της Ίριδας
Κέδρος, Αθήνα  2005, σ. 314

Η Ζωή Σπυροπούλου, μετά από μια μακρόχρονη και ευδόκιμη θητεία στο χώρο της εκπαίδευσης, βρίσκεται πια στα όρια της εξόδου από αυτόν. Πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας, ενδέχεται πλέον να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία και το θέατρο, στο χώρο που θητεύει, παράλληλα με την επαγγελματική της σταδιοδρομία, περισσότερο από 25 χρόνια.
Τα χρώματα της Ίριδας είναι ένα θαυμάσιο κοινωνικό μυθιστόρημα, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1994. Αν και πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια έχει τη γεύση και τη μυρουδιά του παλιού καλού κρασιού. Είναι αναμενόμενο κάτι τέτοιο, αφού το κείμενο έχει ιστορική και κοινωνική θεματική βάση, στέρεα δομή, λογοτεχνικότητα, δυνατούς χαρακτήρες. Η αφηγηματική δεινότητα της Σπυροπούλου, συνδυασμένη με χιούμορ, αντικειμενικά κοινωνικά στοιχεία, ευφυείς διάλογους, έντονες και λεπτομερείς περιγραφές, γεμάτες με ιδέες και μηνύματα, κατά σημεία με ειρωνεία και σαρκασμό για αντιδραστικούς και παρωχημένους κοινωνικούς θεσμούς, όπως η βασιλεία, με έμμεση κριτική διάθεση για τα δίσεκτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια, για την εκπαίδευση των δεκαετιών του ’50 και του ’60, για τον πολιτικό και θρησκευτικό φανατισμό κ.ο.κ.
Το πανόραμα και η ζωντανή εικονοποιία μιας τραγικής εποχής, μέσα από τα μάτια (της μνήμης), το νου και την ψυχή ενός παιδιού της εποχής εκείνης, το οποίο βίωσε όλες τις καταστάσεις, στον Πύργο, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Πελοποννήσου. Η ευαισθησία, οι φόβοι και οι ελπίδες, οι τραυματικές καταστάσεις της ηρωίδας ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου. Ο αναγνώστης αποκομίζει ένα πλήθος από ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά, εκπαιδευτικά και λαογραφικά στοιχεία, χρήσιμα για να συνθέσει μέσα του την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και του χώρου, έτσι ώστε να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, να προσλάβει εποικοδομητικά τα μηνύματα και να προβληματιστεί για τα γεγονότα και την κοινωνική εξέλιξη στον ευρύτερα ελλαδικό χώρο.
 Θα σταθώ, με συνοπτικό τρόπο, στα θέματα του βιβλίου, τα οποία αφορούν την εκπαίδευση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η συγγραφέας παρέχει χρήσιμα στοιχεία, σημαντικές ψηφίδες για την Ιστορία της Εκπαίδευσης, επιβεβαιώνοντας για πολλαπλή φορά την τεκμηριωμένη άποψη ότι η λογοτεχνία παρέχει εμβόλιμα ιστορικά στοιχεία, χρήσιμα στην επιστήμη της Ιστορίας.

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
                                                                                   





Παρουσίαση βιβλίου

Ασπασία Κατσούλη - Συμεώνογλου
Μ’ αρέσει η φλυαρία. Είναι κακό…;
Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008, σελ. 34


Η Ασπασία Κατσούλη – Συμεώνογλου, έμπειρη εκπαιδευτικός και λογοτέχνιδα, έχει κυκλοφορήσει, σταδιακά – εδώ και μια εικοσαετία, περίπου – μια σειρά βιβλίων με ιστορίες και παραμύθια, όπως: Ο Βασιλιάς Κοκαλομύτης, Η Θοδωρούλα, ο Τεσσερομάτης και το αθάνατο νερό, Είμαι κλέφτρα, λαίμαργη και πονηρή, αλλά δε φταίω…, Σαρκοφάγος, αιμοβόρος κι αχόρταγος, ε, λύκος είμαι, δεν είμαι αρνάκι… κ.ά.
Στο παρόν βιβλίο με αφηγηματική δεινότητα και χιουμοριστική διάθεση μας παρουσιάζει τη ζωή, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα «ελαττώματα» και τα «προτερήματα», τις συνήθειες κ.ο.κ. διαφόρων πουλιών, όπως είναι: η καρακάξα (ή κίσσα), ο κόρακας, η καλιακούδα και η κουκουβάγια. Η συγγραφέας στο κείμενό της, παρεμβάλλει, με την τεχνική του μονολόγου (σε πρώτο πρόσωπο) ή του διαλόγου, παροιμίες, μύθους, παραμύθια, ανέκδοτα κ.λπ. από την ελληνική και εβραϊκή (Π. Διαθήκη) μυθολογία, αλλά και από την ελληνική λαογραφία. Σκοπός της είναι να ενημερώσει τα παιδιά-αναγνώστες της για θέματα Ζωολογίας, που έχουν μεν επιστημονική βάση, αλλά είναι δοσμένα με απλό και κατανοητό τρόπο μέσα από τη θυμοσοφία του λαού μας και τις παραδόσεις του, κύρια.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η απλή καθομιλουμένη δημοτική, το ύφος της απλό και προσιτό, ακόμη και σε μικρά παιδιά, και το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιεί στα αφηγηματικά μέρη του βιβλίου, φέρνει το μικρό αναγνώστη, αβίαστα, κοντά στη γνώση θεμάτων, που απασχολούν τα σχολικά του βιβλία και ενγένει το Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθημάτων του Δημοτικού, δηλαδή τη διδακτέα ύλη των μαθημάτων που διδάσκεται στο σχολείο. Μάλλον, το βιβλίο αποτελεί ένα επωφελές για τη μόρφωση των μαθητών ανάγνωσμα, με τη διαφορά ότι εδώ οι γνώσεις και οι όποιες πληροφορίες δίνονται με ευχάριστο και διασκεδαστικό τρόπο, μέσα από τη λογοτεχνία. Η αρχαία ρήση «Τέρπειν άμα και διδάσκειν» (την οποία δανείζεται ο Γρ. Ξενόπουλος στο περιοδικό για παιδιά «Η Διάπλασις των Παίδων»), στο βιβλίο αυτό βρίσκει εφαρμογή.
Αρωγός στην προσπάθεια και στους στόχους της συγγραφέα έρχεται να συμβάλλει με την καλλιτεχνική της δύναμη η εικονογράφος του βιβλίου Χριστίνα Χρονοπούλου. Με το χρωστήρα της ζωντανεύει το κείμενο της συγγραφέα, προσδίδοντας παράλληλα μια άλλη εικαστική/αισθητική διάσταση στο βιβλίο, βοηθώντας το παιδί ν’ απολαύσει και να κατανοήσει το κείμενο και συγχρόνως το παιδί/αναγνώστης να χαρεί την ίδια εικονογράφηση, ανεβάζοντάς του η εικονογράφος το καλλιτεχνικό αισθητήριο.
Τέτοια βιβλία αξίζει να διαβάζονται από τα παιδιά και να συζητιούνται μαζί τους από γονείς και εκπαιδευτικούς, αν και θα έλεγα ότι όλα τα βιβλία για παιδιά πρέπει να διαβάζονται από τους παιδαγωγούς των παιδιών και στη συνέχεια να γίνονται αντικείμενο συζήτησης. 

Θανάσης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ